ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ
Συνέχεια από Πέμπτη, 16 Μαρτίου 2023
Jacob Burckhardt
ΤΟΜΟΣ 3ος
ΜΕΡΟΣ ΕΒΔΟΜΟ: ΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΜΟΥΣΙΚΗ
IΙ. ΕΞΑΜΕΤΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ
2. Ο ΟΜΗΡΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ
Η μυθική ποίηση προσφέρει το πλεονέκτημα σε όλους τους νέους λαούς να ζήσουν την αίσθηση της διάρκειας, της σταθερότητας, της μεταμορφωτικής εικόνας του ίδιου τους τού έθνους, κάτι που οι Έλληνες οφείλουν αποκλειστικά στον Όμηρο. Και αυτός είναι ο λόγος που ποτέ, και σε κανένα έθνος, ένας ποιητής δεν κέρδισε αυτό το προνόμιο, τόσο στις τάξεις του ωριμότερου όσο και σ’ αυτές του νεότερου σε ηλικία πληθυσμού του. Το περιγράφει παραστατικά ο Πλούταρχος λέγοντας: «Ο Όμηρος είναι ο μόνος που θριάμβευσε της αβεβαιότητας στις επιλογές των ανθρώπων· είναι διαρκώς νέος, και αποπνέει τη θαυμαστή λάμψη της νεότητας».
Ο αντίκτυπος της εποποιίας επί των Ελλήνων, ήδη από το τέλος του 7ου αιώνα, εκφράζεται με ιδιαίτερη σαφήνεια στην απόφαση του Κλεισθένη, του τυράννου της Σικυώνας, ο οποίος κατά τον πόλεμο εναντίον του Άργους, εκτός από το γεγονός ότι απαίτησε την αποπομπή από τη Σικυώνα του νεκρού ενός Αργείου ήρωα, απαγόρευσε στους ραψωδούς να επισκέπτονται τη Σικυώνα και να απαγγέλουν ποιήματα του Ομήρου, διότι ήταν συχνά τιμητικά για το Άργος και του Αργείους. Διότι όταν ένα Κράτος ερχόταν σε ρήξη με το περιεχόμενο της εθνικής εποποιίας, της οποία διάφορα αποσπάσματα απαγγέλλονταν παντού με ελεύθερη επιλογή, αν αυτά τιμούσαν τον εκάστοτε εχθρό του δεν υπήρχε καμία δυνατότητα διάψευσης του περιεχομένου τους, και επειδή ο λαός είχε ενστερνιστεί τον Όμηρο με απόλυτη εμπιστοσύνη, μοναδική λύση ήταν η απαγόρευση.
Την ίδια εποχή πάντως στην Αθήνα, ο Σόλων ζήτησε επισήμως από τους ραψωδούς να απαγγέλουν ολόκληρο τον Όμηρο, και οι Πεισιστρατίδαι ακολούθησαν το παράδειγμά του.
Αλλά το κύρος του απέκτησε απεριόριστη ισχύ, όταν, με ομόφωνη συγκατάθεση κατέστη το κυριότερο όχημα πολιτιστικής παιδείας από την τρυφερή ηλικία. Οι Έλληνες είναι ίσως το μοναδικό πολιτισμένο έθνος που προσέφερε ακόμη και στα παιδιά μιαν απόλυτα αντικειμενική εικόνα του κόσμου, εξαιρετικά ελεύθερη στο ηθικό επίπεδο, και σε αντίθεση, για παράδειγμα, με τις βιβλικές αφηγήσεις για τον Μωυσή και το ιρανικό έπος Chah-namé, χωρίς θεολογικές και θρησκευτικές προκαταλήψεις, γεγονός στο οποίο εναντιώθηκαν, αλλά με εξαιρετικά μεγάλη καθυστέρηση, ο Πυθαγόρας, ο Ξενοφάνης και ο Πλάτων (στα δύο πρώτα βιβλία της Πολιτείας), επιτρέποντας στον Όμηρο, όχι μόνο να διδάξει τους θεούς, αλλά επιπλέον και κυρίως να διατηρήσει σε εγρήγορση, ή να αφυπνίσει το στοιχείο της ελευθερίας μέσα στον άνθρωπο. Είναι αλήθεια ότι και άλλα έπη, εκτός από τα ομηρικά, προσφέρθηκαν στην παιδεία των νέων, όμως η Ιλιάδα και η Οδύσσεια κατέχουν μακράν την πρωτοκαθεδρία. Ο Όμηρος είναι εξ αρχής παρών στη δημιουργία των δημόσιων θεσμών της Σπάρτης. Στην Αθήνα, η διδασκαλία της γραμματικής και της μουσικής, από τις οποίες ξεκινούσε κάθε παιδεία, παρέπεμπαν άμεσα τα παιδιά στον Όμηρο, και ο Στράβων, αναφερόμενος γενικά στις ελληνικές πόλεις, εξηγεί ότι το πρώτο που δίδασκαν στα παιδιά ήταν η ποίηση, όχι κυρίως για να τα ψυχαγωγήσουν, αλλά για να τους καλλιεργήσουν το νόημα της αρετής. Είναι επίσης αυτονόητο ότι οι συχνές περιγραφές των μαχών συνέτειναν στην καλλιέργεια του πολεμικού ζήλου.
Και έτσι ο Όμηρος καθίσταται, σε ότι αφορά τους Έλληνες, ένα κείμενο που μας πληροφορεί για τα θεία και τα ανθρώπινα πράγματα σε όλους του τομείς της δράσης τους, για τον θρησκευτικό τους κώδικα, τη διδασκαλία της πολεμικής τακτικής, την αρχαία ιστορία τους, στην οποία προσαρτάται αργότερα ολόκληρη γενικά η ιστορία, ενώ ακόμη και η γεωγραφία συνηθίζει να αναφέρεται σ’ αυτόν· συνιστά κάτι πολύ σημαντικότερο από οποιοδήποτε προδιαγεγραμμένο και στιλιζαρισμένο θρησκευτικό ποίημα. Παραμένει αντικείμενο κριτικών, αισθητικών, αρχαιολογικών και γλωσσικών ερευνών, την εποχή της ύστερης Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, αλλά και στην καρδιά της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Αντικείμενο μελέτης αποτελεί επίσης ο τρόπος που αξιολογεί τα γεγονότα, ενώ γίνονται προσπάθειες να αποκρυπτογραφηθούν ορισμένα σκοτεινά αποσπάσματα, που ασφαλώς δεν λείπουν από το έργο του, και όταν δεν καθίσταται δυνατό, όπως αναφέρει ο Στράβων σε μιαν ανάλογη περίπτωση, αφήνονται στη φαντασία. Είναι επίσης γνωστό ότι σε στιγμές μεγάλης αβεβαιότητας βασίστηκαν στην κρίση του, και σχετικά με κάποια δήλωση που αφορά τον Κατάλογο των Πλοίων, ο Στράβων και πάλι θεώρησε απαραίτητο να επισημάνει ότι τα γεγονότα που σχετίζονται με αναφορές στον ποιητή και οι παραλληλισμοί με τα λεγόμενά του, θα πρέπει να επιχειρούνται μόνο στις περιπτώσεις που το επιτρέπουν οι συνθήκες· πράγμα που σημαίνει ότι η επιρροή του στην εκπαίδευση ήταν τόσο σημαντική, ώστε εκτός από τις περιπτώσεις στις οποίες οι συνθήκες συνηγορούσαν σαφώς περί του αντιθέτου, να χρησιμοποιείται πάντοτε ο Όμηρος ως σημείο αναφοράς. Ο Όμηρος υπήρξε επίσης το κεντρικό πρόσωπο διαλόγων, πραγματειών και κάθε πιθανής αναζήτησης των φιλοσόφων και των αρχαιολόγων, όπως αποδεικνύουν οι δεκάδες σχετικοί τίτλοι.
Υπήρξαν ασφαλώς και είρωνες, όπως ο Διογένης (ο οποίος θαύμαζε τους γραμματοδιδάσκαλους) που ανέλυαν τις οδύνες του Οδυσσέα, αγνοώντας τις δικές τους· αυτό όμως που μονοπωλούσε το ενδιαφέρον ήταν ο μύθος. Παρατηρήθηκε μια χαρακτηριστική αδιαφορία για οτιδήποτε παρέκλινε από τον μύθο και τον Όμηρο, σε βαθμό που ο επικός ποιητής να καταστεί μια πραγματική εθνική μάστιγα. Το ενδιαφέρον για το παρελθόν υποβιβάστηκε σε μια τυπική διαδικασία, χωρίς κανένα ενδιαφέρον για την ακρίβεια της ιστορίας. Αν οι διάφορες πόλεις δεν αναζητούσαν πληροφορίες για την ίδρυση, τις αναμείξεις και την ιστορία των συνταγμάτων τους, δεν θα γνωρίζαμε τίποτε για την ιστορία των Ελλήνων πριν από τους Μηδικούς Πολέμους.
Οι μεταγενέστεροι ποιητές είχαν επίσης εκφράσει τη δυσφορία τους. Υπήρξαν μεταξύ των Ελλήνων ορισμένοι που υποστήριζαν ότι μετά τον Όμηρο η ποίηση δεν είχε τίποτε περισσότερο να προσφέρει στον τόπο. Όλα αυτά όμως αποτελούν αποδείξεις της ευρύτατης επιρροής του, που εξέλαβε διάφορες μορφές, είτε με την απαγγελία των στίχων του σε κάθε ευκαιρία, ακόμη και στα συμπόσια, είτε με φιλοσοφικού τύπου σαρκασμούς, είτε τέλος μέσα από τα πολυτελή χειρόγραφα που βρέθηκαν σε χέρια των ισχυρών.
Οι Έλληνες οργίσθηκαν εναντίον του Ζωίλου, του «Ομηρομάστιγος», χωρίς να γνωρίζουν τίποτε για τον ίδιο. Έζησε την εποχή μεταξύ του 6ου και του 3ου αιώνα π. Χ., αλλά τα γραπτά του τοποθετούνται στην εποχή του Πτολεμαίου του Φιλάδελφου (185- 247). Ήταν πιθανότατα ένας συγγραφέας όπως πολλοί άλλοι. Αλλά επειδή κατέκρινε τον Όμηρο, οι σύγχρονοί του συγγραφείς τον κατέδωσαν στο κοινό, το οποίο ήταν επιπλέον αλεξανδρινό, και τον χαρακτήρισαν περίπου σαν ένα τέρας ζηλοτυπίας, αποδίδοντάς του έναν ατιμωτικό θάνατο, έτσι που να αναρωτιόμαστε αν τον σταύρωσαν, τον λιντσάρισαν, ή τον έκαψαν ζωντανό. Τη φήμη του συνόδεψαν ανέκδοτα και αφορισμοί καθιστώντας τον τελικά υποχείριο του Αρχίλοχου, του Ιππώνακτος κ.τ.λ.
Διαδόθηκε αργότερα ότι ο Όμηρος μεταφράστηκε και απαγγέλθηκε στη γλώσσα των Βαρβάρων της Ανατολής, και ότι όχι μόνο τον απήγγειλαν στην αυλή των Αρσακιδών, κάτι που σε τελική ανάλυση δεν είναι εντελώς απίθανο, αλλά ότι το αυτό συνέβη και στους Ινδούς. Εδώ πρόκειται πιθανότατα για παρανόηση, επειδή η ινδική εποποιία απαγγελλόταν επίσης από ραψωδούς.
Στη μελέτη και την εξύμνηση του Ομήρου συναγωνίστηκαν επίσης οι Λαγίδες της Αλεξάνδρειας και οι Ατταλίδες της Περγάμου, και ο Πτολεμαίος ο Φιλοπάτωρ τού ανέγειρε μνημείο στο οποίο το άγαλμά του περιβαλλόταν από τις επτά πόλεις που διεκδικούσαν τον τίτλο της γενέτειρας του επικού ποιητή.
Σχετικά με τον Όμηρο είναι επίσης αναγκαίο να αναφερθούμε συνοπτικά στην παρωδία και την απομίμηση. Οι εκδηλώσεις αυτές συνοδεύουν αυθόρμητα ένα λαό με εξαιρετική ζωτικότητα, όπως οι Έλληνες, ως αντίδραση στην ιεροπρέπεια της τέχνης, της ποίησης, ακόμη και της λατρείας. Η ελληνική λατρεία απέφυγε γενικά αυτές τις παρεμβάσεις, επειδή από τις εκδηλώσεις της δεν απουσίαζαν στοιχεία ευθυμίας και αναψυχής· αλλά οι ιερότερες στιγμές της δεν απέφυγαν εντελώς την παρωδία, και μάλιστα ο Αλκιβιάδης διακωμώδησε τα Ελευσίνια Μυστήρια. Αλλά στον τομέα της ποίησης ο Όμηρος υπήρξε το αρχαιότερο και αναπόφευκτο θύμα, διότι προκειμένου η παρωδία να διασκεδάσει τους οπαδούς της θα έπρεπε να βασιστεί σε κάτι ιδιαίτερα γνωστό.
Το κωμικό στοιχείο απορρέει αναπόφευκτα από την αντίθεση ανάμεσα στην αρχαία επίσημη εκδοχή και ένα νέο παρένθετο και στιγμιαίο στοιχείο, σε οποιαδήποτε μορφή, είτε πρόκειται για την παρεμβολή μεταμφιεσμένων προσώπων, με τα προσωπεία ομηρικών μορφών, όπως στην Βατραχομυομαχία, είτε για την εφαρμογή του ομηρικού ύφους σε εξιστορήσεις με τελείως αυθαίρετο περιεχόμενο. Η σάτιρα ενός συγκεκριμένου προσώπου ή στοιχείου δεν είναι απαραίτητη· μπορεί να απλώς να αντικατασταθεί με μια διασκεδαστική αντίθεση, όπως ακριβώς στην περίπτωση της Βατραχομυομαχίας, την οποία πιθανότατα συνέθεσε ο Πίγρης, αδελφός της Αρτεμισίας Α΄ (στην εποχή του Ξέρξη).
Ελάχιστη σημασία έχουν οι μετέπειτα βιβλιογραφικές ενδείξεις σχετικά με τον ενδεχόμενο συγγραφέα της παρωδίας. Είναι πιθανό να παρωδήθηκε ο Όμηρος και όσο ήταν ακόμη στη ζωή· οπωσδήποτε όμως είναι γεγονός ότι οι Έλληνες δεν σταμάτησαν αργότερα να αναφέρονται σ’ αυτόν τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό γενικότερα λόγο, συχνά με κάποιες εκφράσεις γνωστές σε όλους, που ο καθένας γνώριζε και μπορούσε να συμπληρώσει, άλλοτε αυτολεξεί, και άλλοτε με κάποια κωμική προσθήκη. Για παράδειγμα, κάποιος που έκαιγε ένα χειρόγραφο έλεγε:
«Έλα εδώ, Ήφαιστε ! σε χρειάζεται η Θέτις !»
Αυτά έλεγε και ο Πλάτων όταν παρέδιδε τις δικές του τραγωδίες στην πυρά, και ο Μητροκλής όταν έκαιγε τα Σχόλια του Θεόφραστου· ο πλατωνικός Σωκράτης δεν παραλείπει να παρωδήσει ελαφρά την Επίκληση των νεκρών κατά την πρωινή ακρόαση στην οικία του Καλλία. Στην καθημερινή ζωή πάντως ο Όμηρος αναφέρεται συχνότερα από ότι οι τραγικοί ποιητές.
Αργότερα η παρωδία εξελίχθηκε σε ένα είδος τέχνης. Ήδη ο Ιππώναξ, στον οποίο θα αναφερθούμε εκτενέστερα αργότερα, υπήρξε ένας φημισμένος παρωδός. Το 5ο αιώνα εμφανίστηκε ο κωμικός Έρμιππος, με τις ιδιαίτερες ποιητικές του παρωδίες. Αλλά αυτός που γνώρισε μιαν εξαιρετική δόξα την εποχή το Πελοποννησιακού Πολέμου ήταν ο Ηγήμων ο Θάσιος, που παρενέβαλε νέα ονόματα και γεγονότα στους ομηρικούς στίχους, έτσι ώστε να μιμούνται τις Ραψωδίες. Η Γιγαντομαχία του προκάλεσε τόση ιλαρότητα στους Αθηναίους ώστε να ξεσπούν σε γέλια την ίδια ημέρα που έφτασε η είδηση για την καταστροφή στη Σικελία. Είναι εξ άλλου γνωστό ότι οι κωμωδίες του Επίχαρμου, του Κρατίνου και του Αριστοφάνη έκαναν χρήση της παρωδίας με αριστοτεχνικό τρόπο.
Την εποχή του Φιλλίπου του Μακεδόνα, μαζί με τον Εύβοιο τον Πάριο, που εξευτέλιζε τους Αθηναίους, ευδοκίμησε και ο Ματρέας, ο αποκαλούμενος «παρωδός». Στο έργο του Δείπνο στον ρήτορα Ξενοκλή χρησιμοποιεί αποκλειστικά τη γλώσσα του Ομήρου, δηλαδή το ύφος του, τα προσωνύμια και τη μορφή των στίχων του με ένα εντελώς σύγχρονο περιεχόμενο· το αποτέλεσμα είναι αρκετά χαριτωμένο και αθώο. Τον 3ο αιώνα ο Κράτης ο κυνικός, εκτός από τον Όμηρο παρωδεί και τις Ελεγείες του Σόλωνα.
Τέλος, η Επίκληση των νεκρών του Ομήρου υπήρξε πηγή κάθε είδους διακωμώδησης του Κάτω Κόσμου· χωρίς αυτήν, θα ήταν αδιανόητοι οι Βάτραχοι του Αριστοφάνη.
Ο αντίκτυπος της εποποιίας επί των Ελλήνων, ήδη από το τέλος του 7ου αιώνα, εκφράζεται με ιδιαίτερη σαφήνεια στην απόφαση του Κλεισθένη, του τυράννου της Σικυώνας, ο οποίος κατά τον πόλεμο εναντίον του Άργους, εκτός από το γεγονός ότι απαίτησε την αποπομπή από τη Σικυώνα του νεκρού ενός Αργείου ήρωα, απαγόρευσε στους ραψωδούς να επισκέπτονται τη Σικυώνα και να απαγγέλουν ποιήματα του Ομήρου, διότι ήταν συχνά τιμητικά για το Άργος και του Αργείους. Διότι όταν ένα Κράτος ερχόταν σε ρήξη με το περιεχόμενο της εθνικής εποποιίας, της οποία διάφορα αποσπάσματα απαγγέλλονταν παντού με ελεύθερη επιλογή, αν αυτά τιμούσαν τον εκάστοτε εχθρό του δεν υπήρχε καμία δυνατότητα διάψευσης του περιεχομένου τους, και επειδή ο λαός είχε ενστερνιστεί τον Όμηρο με απόλυτη εμπιστοσύνη, μοναδική λύση ήταν η απαγόρευση.
Την ίδια εποχή πάντως στην Αθήνα, ο Σόλων ζήτησε επισήμως από τους ραψωδούς να απαγγέλουν ολόκληρο τον Όμηρο, και οι Πεισιστρατίδαι ακολούθησαν το παράδειγμά του.
Αλλά το κύρος του απέκτησε απεριόριστη ισχύ, όταν, με ομόφωνη συγκατάθεση κατέστη το κυριότερο όχημα πολιτιστικής παιδείας από την τρυφερή ηλικία. Οι Έλληνες είναι ίσως το μοναδικό πολιτισμένο έθνος που προσέφερε ακόμη και στα παιδιά μιαν απόλυτα αντικειμενική εικόνα του κόσμου, εξαιρετικά ελεύθερη στο ηθικό επίπεδο, και σε αντίθεση, για παράδειγμα, με τις βιβλικές αφηγήσεις για τον Μωυσή και το ιρανικό έπος Chah-namé, χωρίς θεολογικές και θρησκευτικές προκαταλήψεις, γεγονός στο οποίο εναντιώθηκαν, αλλά με εξαιρετικά μεγάλη καθυστέρηση, ο Πυθαγόρας, ο Ξενοφάνης και ο Πλάτων (στα δύο πρώτα βιβλία της Πολιτείας), επιτρέποντας στον Όμηρο, όχι μόνο να διδάξει τους θεούς, αλλά επιπλέον και κυρίως να διατηρήσει σε εγρήγορση, ή να αφυπνίσει το στοιχείο της ελευθερίας μέσα στον άνθρωπο. Είναι αλήθεια ότι και άλλα έπη, εκτός από τα ομηρικά, προσφέρθηκαν στην παιδεία των νέων, όμως η Ιλιάδα και η Οδύσσεια κατέχουν μακράν την πρωτοκαθεδρία. Ο Όμηρος είναι εξ αρχής παρών στη δημιουργία των δημόσιων θεσμών της Σπάρτης. Στην Αθήνα, η διδασκαλία της γραμματικής και της μουσικής, από τις οποίες ξεκινούσε κάθε παιδεία, παρέπεμπαν άμεσα τα παιδιά στον Όμηρο, και ο Στράβων, αναφερόμενος γενικά στις ελληνικές πόλεις, εξηγεί ότι το πρώτο που δίδασκαν στα παιδιά ήταν η ποίηση, όχι κυρίως για να τα ψυχαγωγήσουν, αλλά για να τους καλλιεργήσουν το νόημα της αρετής. Είναι επίσης αυτονόητο ότι οι συχνές περιγραφές των μαχών συνέτειναν στην καλλιέργεια του πολεμικού ζήλου.
Και έτσι ο Όμηρος καθίσταται, σε ότι αφορά τους Έλληνες, ένα κείμενο που μας πληροφορεί για τα θεία και τα ανθρώπινα πράγματα σε όλους του τομείς της δράσης τους, για τον θρησκευτικό τους κώδικα, τη διδασκαλία της πολεμικής τακτικής, την αρχαία ιστορία τους, στην οποία προσαρτάται αργότερα ολόκληρη γενικά η ιστορία, ενώ ακόμη και η γεωγραφία συνηθίζει να αναφέρεται σ’ αυτόν· συνιστά κάτι πολύ σημαντικότερο από οποιοδήποτε προδιαγεγραμμένο και στιλιζαρισμένο θρησκευτικό ποίημα. Παραμένει αντικείμενο κριτικών, αισθητικών, αρχαιολογικών και γλωσσικών ερευνών, την εποχή της ύστερης Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, αλλά και στην καρδιά της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Αντικείμενο μελέτης αποτελεί επίσης ο τρόπος που αξιολογεί τα γεγονότα, ενώ γίνονται προσπάθειες να αποκρυπτογραφηθούν ορισμένα σκοτεινά αποσπάσματα, που ασφαλώς δεν λείπουν από το έργο του, και όταν δεν καθίσταται δυνατό, όπως αναφέρει ο Στράβων σε μιαν ανάλογη περίπτωση, αφήνονται στη φαντασία. Είναι επίσης γνωστό ότι σε στιγμές μεγάλης αβεβαιότητας βασίστηκαν στην κρίση του, και σχετικά με κάποια δήλωση που αφορά τον Κατάλογο των Πλοίων, ο Στράβων και πάλι θεώρησε απαραίτητο να επισημάνει ότι τα γεγονότα που σχετίζονται με αναφορές στον ποιητή και οι παραλληλισμοί με τα λεγόμενά του, θα πρέπει να επιχειρούνται μόνο στις περιπτώσεις που το επιτρέπουν οι συνθήκες· πράγμα που σημαίνει ότι η επιρροή του στην εκπαίδευση ήταν τόσο σημαντική, ώστε εκτός από τις περιπτώσεις στις οποίες οι συνθήκες συνηγορούσαν σαφώς περί του αντιθέτου, να χρησιμοποιείται πάντοτε ο Όμηρος ως σημείο αναφοράς. Ο Όμηρος υπήρξε επίσης το κεντρικό πρόσωπο διαλόγων, πραγματειών και κάθε πιθανής αναζήτησης των φιλοσόφων και των αρχαιολόγων, όπως αποδεικνύουν οι δεκάδες σχετικοί τίτλοι.
Υπήρξαν ασφαλώς και είρωνες, όπως ο Διογένης (ο οποίος θαύμαζε τους γραμματοδιδάσκαλους) που ανέλυαν τις οδύνες του Οδυσσέα, αγνοώντας τις δικές τους· αυτό όμως που μονοπωλούσε το ενδιαφέρον ήταν ο μύθος. Παρατηρήθηκε μια χαρακτηριστική αδιαφορία για οτιδήποτε παρέκλινε από τον μύθο και τον Όμηρο, σε βαθμό που ο επικός ποιητής να καταστεί μια πραγματική εθνική μάστιγα. Το ενδιαφέρον για το παρελθόν υποβιβάστηκε σε μια τυπική διαδικασία, χωρίς κανένα ενδιαφέρον για την ακρίβεια της ιστορίας. Αν οι διάφορες πόλεις δεν αναζητούσαν πληροφορίες για την ίδρυση, τις αναμείξεις και την ιστορία των συνταγμάτων τους, δεν θα γνωρίζαμε τίποτε για την ιστορία των Ελλήνων πριν από τους Μηδικούς Πολέμους.
Οι μεταγενέστεροι ποιητές είχαν επίσης εκφράσει τη δυσφορία τους. Υπήρξαν μεταξύ των Ελλήνων ορισμένοι που υποστήριζαν ότι μετά τον Όμηρο η ποίηση δεν είχε τίποτε περισσότερο να προσφέρει στον τόπο. Όλα αυτά όμως αποτελούν αποδείξεις της ευρύτατης επιρροής του, που εξέλαβε διάφορες μορφές, είτε με την απαγγελία των στίχων του σε κάθε ευκαιρία, ακόμη και στα συμπόσια, είτε με φιλοσοφικού τύπου σαρκασμούς, είτε τέλος μέσα από τα πολυτελή χειρόγραφα που βρέθηκαν σε χέρια των ισχυρών.
Οι Έλληνες οργίσθηκαν εναντίον του Ζωίλου, του «Ομηρομάστιγος», χωρίς να γνωρίζουν τίποτε για τον ίδιο. Έζησε την εποχή μεταξύ του 6ου και του 3ου αιώνα π. Χ., αλλά τα γραπτά του τοποθετούνται στην εποχή του Πτολεμαίου του Φιλάδελφου (185- 247). Ήταν πιθανότατα ένας συγγραφέας όπως πολλοί άλλοι. Αλλά επειδή κατέκρινε τον Όμηρο, οι σύγχρονοί του συγγραφείς τον κατέδωσαν στο κοινό, το οποίο ήταν επιπλέον αλεξανδρινό, και τον χαρακτήρισαν περίπου σαν ένα τέρας ζηλοτυπίας, αποδίδοντάς του έναν ατιμωτικό θάνατο, έτσι που να αναρωτιόμαστε αν τον σταύρωσαν, τον λιντσάρισαν, ή τον έκαψαν ζωντανό. Τη φήμη του συνόδεψαν ανέκδοτα και αφορισμοί καθιστώντας τον τελικά υποχείριο του Αρχίλοχου, του Ιππώνακτος κ.τ.λ.
Διαδόθηκε αργότερα ότι ο Όμηρος μεταφράστηκε και απαγγέλθηκε στη γλώσσα των Βαρβάρων της Ανατολής, και ότι όχι μόνο τον απήγγειλαν στην αυλή των Αρσακιδών, κάτι που σε τελική ανάλυση δεν είναι εντελώς απίθανο, αλλά ότι το αυτό συνέβη και στους Ινδούς. Εδώ πρόκειται πιθανότατα για παρανόηση, επειδή η ινδική εποποιία απαγγελλόταν επίσης από ραψωδούς.
Στη μελέτη και την εξύμνηση του Ομήρου συναγωνίστηκαν επίσης οι Λαγίδες της Αλεξάνδρειας και οι Ατταλίδες της Περγάμου, και ο Πτολεμαίος ο Φιλοπάτωρ τού ανέγειρε μνημείο στο οποίο το άγαλμά του περιβαλλόταν από τις επτά πόλεις που διεκδικούσαν τον τίτλο της γενέτειρας του επικού ποιητή.
Σχετικά με τον Όμηρο είναι επίσης αναγκαίο να αναφερθούμε συνοπτικά στην παρωδία και την απομίμηση. Οι εκδηλώσεις αυτές συνοδεύουν αυθόρμητα ένα λαό με εξαιρετική ζωτικότητα, όπως οι Έλληνες, ως αντίδραση στην ιεροπρέπεια της τέχνης, της ποίησης, ακόμη και της λατρείας. Η ελληνική λατρεία απέφυγε γενικά αυτές τις παρεμβάσεις, επειδή από τις εκδηλώσεις της δεν απουσίαζαν στοιχεία ευθυμίας και αναψυχής· αλλά οι ιερότερες στιγμές της δεν απέφυγαν εντελώς την παρωδία, και μάλιστα ο Αλκιβιάδης διακωμώδησε τα Ελευσίνια Μυστήρια. Αλλά στον τομέα της ποίησης ο Όμηρος υπήρξε το αρχαιότερο και αναπόφευκτο θύμα, διότι προκειμένου η παρωδία να διασκεδάσει τους οπαδούς της θα έπρεπε να βασιστεί σε κάτι ιδιαίτερα γνωστό.
Το κωμικό στοιχείο απορρέει αναπόφευκτα από την αντίθεση ανάμεσα στην αρχαία επίσημη εκδοχή και ένα νέο παρένθετο και στιγμιαίο στοιχείο, σε οποιαδήποτε μορφή, είτε πρόκειται για την παρεμβολή μεταμφιεσμένων προσώπων, με τα προσωπεία ομηρικών μορφών, όπως στην Βατραχομυομαχία, είτε για την εφαρμογή του ομηρικού ύφους σε εξιστορήσεις με τελείως αυθαίρετο περιεχόμενο. Η σάτιρα ενός συγκεκριμένου προσώπου ή στοιχείου δεν είναι απαραίτητη· μπορεί να απλώς να αντικατασταθεί με μια διασκεδαστική αντίθεση, όπως ακριβώς στην περίπτωση της Βατραχομυομαχίας, την οποία πιθανότατα συνέθεσε ο Πίγρης, αδελφός της Αρτεμισίας Α΄ (στην εποχή του Ξέρξη).
Ελάχιστη σημασία έχουν οι μετέπειτα βιβλιογραφικές ενδείξεις σχετικά με τον ενδεχόμενο συγγραφέα της παρωδίας. Είναι πιθανό να παρωδήθηκε ο Όμηρος και όσο ήταν ακόμη στη ζωή· οπωσδήποτε όμως είναι γεγονός ότι οι Έλληνες δεν σταμάτησαν αργότερα να αναφέρονται σ’ αυτόν τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό γενικότερα λόγο, συχνά με κάποιες εκφράσεις γνωστές σε όλους, που ο καθένας γνώριζε και μπορούσε να συμπληρώσει, άλλοτε αυτολεξεί, και άλλοτε με κάποια κωμική προσθήκη. Για παράδειγμα, κάποιος που έκαιγε ένα χειρόγραφο έλεγε:
«Έλα εδώ, Ήφαιστε ! σε χρειάζεται η Θέτις !»
Αυτά έλεγε και ο Πλάτων όταν παρέδιδε τις δικές του τραγωδίες στην πυρά, και ο Μητροκλής όταν έκαιγε τα Σχόλια του Θεόφραστου· ο πλατωνικός Σωκράτης δεν παραλείπει να παρωδήσει ελαφρά την Επίκληση των νεκρών κατά την πρωινή ακρόαση στην οικία του Καλλία. Στην καθημερινή ζωή πάντως ο Όμηρος αναφέρεται συχνότερα από ότι οι τραγικοί ποιητές.
Αργότερα η παρωδία εξελίχθηκε σε ένα είδος τέχνης. Ήδη ο Ιππώναξ, στον οποίο θα αναφερθούμε εκτενέστερα αργότερα, υπήρξε ένας φημισμένος παρωδός. Το 5ο αιώνα εμφανίστηκε ο κωμικός Έρμιππος, με τις ιδιαίτερες ποιητικές του παρωδίες. Αλλά αυτός που γνώρισε μιαν εξαιρετική δόξα την εποχή το Πελοποννησιακού Πολέμου ήταν ο Ηγήμων ο Θάσιος, που παρενέβαλε νέα ονόματα και γεγονότα στους ομηρικούς στίχους, έτσι ώστε να μιμούνται τις Ραψωδίες. Η Γιγαντομαχία του προκάλεσε τόση ιλαρότητα στους Αθηναίους ώστε να ξεσπούν σε γέλια την ίδια ημέρα που έφτασε η είδηση για την καταστροφή στη Σικελία. Είναι εξ άλλου γνωστό ότι οι κωμωδίες του Επίχαρμου, του Κρατίνου και του Αριστοφάνη έκαναν χρήση της παρωδίας με αριστοτεχνικό τρόπο.
Την εποχή του Φιλλίπου του Μακεδόνα, μαζί με τον Εύβοιο τον Πάριο, που εξευτέλιζε τους Αθηναίους, ευδοκίμησε και ο Ματρέας, ο αποκαλούμενος «παρωδός». Στο έργο του Δείπνο στον ρήτορα Ξενοκλή χρησιμοποιεί αποκλειστικά τη γλώσσα του Ομήρου, δηλαδή το ύφος του, τα προσωνύμια και τη μορφή των στίχων του με ένα εντελώς σύγχρονο περιεχόμενο· το αποτέλεσμα είναι αρκετά χαριτωμένο και αθώο. Τον 3ο αιώνα ο Κράτης ο κυνικός, εκτός από τον Όμηρο παρωδεί και τις Ελεγείες του Σόλωνα.
Τέλος, η Επίκληση των νεκρών του Ομήρου υπήρξε πηγή κάθε είδους διακωμώδησης του Κάτω Κόσμου· χωρίς αυτήν, θα ήταν αδιανόητοι οι Βάτραχοι του Αριστοφάνη.
(συνεχίζεται)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου