ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ
Συνέχεια από Τρίτη, 7 Μαρτίου 2023
Jacob Burckhardt
ΤΟΜΟΣ 3ος
ΜΕΡΟΣ ΕΒΔΟΜΟ: ΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΜΟΥΣΙΚΗ
IΙ. ΕΞΑΜΕΤΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ
1. Η ΟΜΗΡΙΚΗ ΕΠΟΠΟΙΙΑ - 5
Διαφορετική είναι η προσέγγιση ορισμένων επεισοδίων που παρεμβάλλονται σε εξαιρετικά τεταμένες καταστάσεις και αποβλέπουν στην καθυστέρηση κλιμάκωσης της έντασης. Έτσι λοιπόν μαθαίνουμε, με μια λεπτομερή περιγραφή, πώς ο Οδυσσέας σε νεαρή ηλικία τραυματίστηκε στην κνήμη, τη στιγμή ακριβώς που η Ευρύκλεια ανακαλύπτει αυτή την πληγή, και όλα παίζονται· η ίδια πρόθεση συνοδεύει εξ άλλου και σε άλλα σημεία τις επιμέρους πληροφορίες που προστίθενται, τις συναφείς καταστάσεις που περιγράφονται, τα δείπνα που προσφέρονται, τις αναφορές σε τοπία. Αντίθετα, σε ολόκληρη την Οδύσσεια αποφεύγεται κάθε αναφορά στον προφανώς αρχαιότατο θρύλο, που δεν έχει όμως καμιά συγγένεια με το χαρακτήρα του παρόντος έπους, και αφορά την προσποιητή τρέλα δια της οποίας ο ήρωας είχε προσπαθήσει να αποφύγει την συμμετοχή του στον πόλεμο της Τροίας.
Ο Όμηρος γνωρίζει ακριβώς μέχρι ποιο σημείο μπορεί να επιμείνει στη σκιαγράφηση των διαφόρων χαρακτήρων, στο βαθμό που εξυπηρετείται το έπος. Θα ήταν εύκολο να απαριθμήσει εξαρχής λεπτομερώς τους μνηστήρες και να σκιαγραφήσει τις συμπεριφορές τους, και αυτό θα είχε κάνει κάποιος σαν τον Απολλώνιο τον Ρόδιο. Αντ’ αυτού, προκειμένου να διατηρηθεί το έντονο ύφος περιορίζει τις αναφορές του σε ένα ή δύο πράγματα που ο ακροατής αρχίζει βαθμιαία να διακρίνει αποσπασματικά, και κάθε φορά, με τον κατάλληλο τρόπο στην κατάλληλη στιγμή. Αυτοί που συνήθως λαμβάνουν το λόγο είναι ο Αντίνοος και ο Ευρύμαχος· οι περισσότεροι απ’ αυτούς αναφέρονται μόνο όταν έρχεται το τέλος τους· μια προηγούμενη μακροσκελής αναφορά θεωρήθηκε βαρετή.
Αντίθετα το έπος απαριθμεί και περιγράφει ορισμένες ολιγάριθμες ομάδες, όπως τους έξη γιούς του Νέστωρα, με την αντίστοιχη συνεισφορά τους στη θυσία της δαμάλας, και αργότερα τις τρείς υπηρέτριες της Ελένης και τις αρμοδιότητές τους, ή τουλάχιστον αυτές που τους αναθέτει άμεσα ο ποιητής.
Σε κάθε μορφή περιγραφής υπάρχει μια επιμελής προσπάθεια τήρησης του μέτρου. Η περιγραφή έχει αποκλειστικό σκοπό της να αναδείξει κάτι ιδιαίτερα σημαντικό, και χρησιμεύει ως μέσο παράτασης μιας εκκρεμότητας· στην αρχή της 21ης Ραψωδίας, για παράδειγμα, αναφέρεται η ιεροπρεπής ιστορία της κληρονομίας του τόξου του Εύρυτου, και ο ποιητής περιγράφει με κάθε λεπτομέρεια το θόρυβο που ακούστηκε όταν ανοίγει η πόρτα της αίθουσας των θησαυρών, στην οποία το αναζητεί η Πηνελόπη. Πρέπει να σημειώσουμε επίσης τον τρόπο που περιγράφονται το παλάτι και οι κήποι του Αλκίνοου, έτσι ώστε ο ακροατής να σχηματίσει μια μαγευτική εντύπωση, καθώς και η σπηλιά της Καλυψώς, η κρύπτη των Μουσών, η όμορφη κρήνη της Ιθάκης. Στις αριστοτεχνικές περιγραφές αντικειμένων θα πρέπει να αναφέρουμε τη ζώνη του Ηρακλή.
Άλλοτε κρίνεται αναγκαίο να γίνει κάποια επεξεργασία ή να συντομευθεί ένα περιστατικό προκειμένου η Ραψωδία να μην επιμηκύνεται ή να συντομεύεται υπερβολικά. Γι’ αυτό η ιστορία της Κίρκης στην 10η Ραψωδία είναι παραδόξως σύντομη· η άφιξη και η διαμονή του Οδυσσέα, η εμφάνιση και αναχώρηση του Ερμή, ο όρκος του ήρωα, όλα αυτά παρελαύνουν με ταχύτητα· έχουμε την εντύπωση ότι η αφήγηση θα μπορούσε να είναι πολύ πιο εκτενής. Αλλά για το συγκεκριμένο έπος της Οδύσσειας, η συντομία είναι απόλυτα αιτιολογημένη και αντιστοιχεί πλήρως στην έκταση που αναλογεί σε αυτό το επεισόδιο ως προς το συνολικό έργο.
Επιπλέον η Οδύσσεια, όπως και η Ιλιάδα, παίζει ενίοτε ρόλο μυθολογικής εγκυκλοπαίδειας, σαν να επιθυμεί ο ποιητής να επιδείξει το πλήθος των πληροφοριών που διαθέτει σε απόθεμα. Ο Δημόδοκος παρεμβάλλει την ιστορία του Άρη και της Αφροδίτης, καθώς και του Δούρειου Ίππου· οι επικλήσεις των νεκρών χρησιμεύουν, η μεν πρώτη για την απαρίθμηση των γυναικείων μυθικών προσώπων, και η δεύτερη, όπως είδαμε, για την περιγραφή της κηδείας του Αχιλλέα από τη σκιά του Αγαμέμνονα. Ενίοτε παρεμβάλλονται αφηγήσεις που δεν σχετίζονται καθόλου με το περιεχόμενο του έπους. Όπως η ιστορία του Μέλαμπου και της οικογένειάς του, που παρεμβάλλεται με αφορμή το γιο του Θεοκλύμενο, μια προσθήκη που αποβλέπει στην απόδοση τιμής στους προφήτες. Η όλη αφήγηση είναι εξ άλλου ασαφής και αινιγματική, καθώς και ο φόνος από τον Ηρακλή του Ίφιτου, ο οποίος είχε δωρίσει το περίφημο τόξο του στον Οδυσσέα· και εδώ θεωρήθηκε απαραίτητη η προσθήκη και άλλων πηγών για την κατανόηση του κειμένου.
Η ζωή στον Όλυμπο, σε αντίθεση με την Ιλιάδα, δε απασχολεί ιδιαίτερα την Οδύσσεια, που προτιμά να τρέφει τη φαντασία του ακροατή με το πέταγμα των πτηνών και άλλους οιωνούς.
Οι παρομοιώσεις δεν λείπουν από το έπος, αλλά ο ποιητής χρησιμοποιεί σπανιότερα εκτεταμένες εικόνες από ότι στην Ιλιάδα, στην οποία η αξία τους είναι κυρίως αισθητικής μορφής και θεωρούνται απαραίτητες απέναντι στις συσσωρευμένες σκηνές του πολέμου. Μπορούμε να υποθέσουμε ότι ποιητής δεν έχει πλέον ανάγκη από πλούσιες και λεπτομερείς παρομοιώσεις, διότι τα πρόσωπα και τα πράγματα εμφορούνται αυτά καθαυτά, χάρη στις περιγραφές του, από έναν επαρκώς εμψυχωτικό βίο. Παρ’ όλα αυτά όμως επιτρέπει τουλάχιστον μια φορά, αναφερόμενος στον Οδυσσέα που αναδύεται μέσα από τους θάμνους στην ακτή των Φαιάκων, την περίφημη αναφορά στην εικόνα «του λιονταριού που περιφέρεται στα όρη», και στη διάρκεια της συγκινητικής περιγραφής από τον Αγαμέμνονα του ίδιου του θανάτου του, μαζί με τις σχετικές αποσπασματικές λεπτομέρειες παρατίθεται η τρομακτική εικόνα «του σφαγμένου βοδιού στο παχνί του», και «της σφαγής των ασπροδόντων χοίρων». Και όταν στο ίδιο απόσπασμα διηγείται το φόνο της Κασσάνδρας από την Κλυταιμήστρα, τον οποίο μάταια ο Αγαμέμνων προσπαθεί να αποτρέψει, και μαθαίνουμε ότι η σύζυγός του δεν «έστερξε να της σφαλίσει τα μάτια και τα χείλη», έχουμε ένα σαφές παράδειγμα του πώς ο Όμηρος χειρίζεται τη φρίκη. Σε γενικές γραμμές το μεγαλείο του αναδύεται με ιδιαίτερα χαρακτηριστικό τρόπο όταν αρνείται οτιδήποτε εμπνέει φρίκη, η οποία ασφαλώς δεν απουσιάζει από το μύθο· αλλά γνωρίζει επίσης πότε πρέπει να φανεί ρεαλιστής· και αν στην περίπτωση της οδύνης που υπομένει ο Πολύφημος ο ρεαλισμός αυτός αγγίζει τον αποτροπιασμό, στον ποιητικό λόγο κρίνεται απαραίτητος στο βαθμό που εκφράζει έμμεσα την οργή και την ακραία ένταση στην οποία βρίσκεται ο Οδυσσέας.
Ο Όμηρος εμφανίζεται επιπλέον εξαιρετικά φειδωλός στην έκφραση συναισθημάτων. Το συναίσθημα στον ακροατή θα πρέπει να διατηρείται σε εγρήγορση από την εξέλιξη των γεγονότων· για τούτο ο Οδυσσέας εγκαταλείπει σιωπηλά την Καλυψώ, καθώς και δύο φορές την Κίρκη. Και εδώ ο Απολλώνιος ο Ρόδιος θα επέλεγε μια διαφορετική εκδοχή.
Ας αναλογιστούμε επίσης τις μελαγχολικές και τρυφερές στιγμές που μας προσφέρει η Οδύσσεια, όπως όταν επιλέγεται από το κελάρι του Οδυσσέα το πλουσιότερο στη γεύση κρασί για την ημέρα που θα λάβουν τέλος οι οδυνηρές περιπέτειες του και θα επιστρέψει, ή όταν στο νησί της Κίρκης, οι σύντροφοί του, που ξαναβρίσκουν την ανθρώπινη μορφή τους, τού σφίγγουν κλαίγοντας το χέρι· και όταν επιστρέφει σ’ αυτούς που παρέμειναν στην ακτή, πώς τρέχουν όλοι προς το μέρος του, όπως τα μοσχαράκια στις μητέρες τους, και χαίρονται σαν να έχουν ήδη επιστρέψει τις εστίες τους, στην Ιθάκη. Και όταν ακόμη και ο ίδιος, ξυπνώντας σε ένα ακρογιάλι της Ιθάκης, δεν αναγνωρίζει την πατρίδα του, χρειάζεται την λεπτομερή περιγραφή της Αθηνάς για να πειστεί. Ο Εύμαιος αντιλαμβάνεται από μεγάλη απόσταση την άφιξη οικείου προσώπου εξ αιτίας της συμπεριφοράς των σκύλων του· ενώ ο Τηλέμαχος επιδεικνύει αμέσως τη φιλική του διάθεση καλώντας τον ξένο να παραμείνει καθιστός.
Σε ότι αφορά τον κόσμο της Οδύσσειας θα παραμερίσουμε προσωρινά την ακριβή γεωγραφική τοποθέτηση, στην οποία προσκολλήθηκαν τόσο πολύ στη συνέχεια οι Έλληνες, παρότι είναι εντυπωσιακό το πόσο καλά ο ποιητής από την Ιωνία γνώριζε την Πύλο, την Λακεδαιμονία, την Ιθάκη κ.ο.κ. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η μυθική γεωγραφία. Οτιδήποτε βρίσκεται πέρα από τον γνωστό κόσμο κατοικείται από τέρατα, όπως ο μοχθηρός Έχετος, που βασιλεύει στην «ηπειρωτική» ακτή, αλλά μακρύτερα ακόμη βρίσκεται για παράδειγμα το νησί της Καλυψώς «πραγματικός ομφαλός της θάλασσας», επομένως στο κέντρο της Μεσογείου, ένα αντιστάθμισμα των Δελφών. Τα πάντα είναι αμφιλεγόμενα και δυσπρόσιτα στη δική μας οπτική. Είναι δύσκολο να ερμηνεύσουμε τη συμβολική των στύλων με τη βοήθεια των οποίων ο Άτλας συγκρατούσε τον ουράνιο θόλο. Η Αιαία, το νησί της Κίρκης, «εκεί που κατοικεί η Αυγή και ανατέλλει ο Ήλιος», φαντάζεται κανείς πως βρίσκεται ανατολικά, περιγράφεται όμως απλώς ως μια τοποθεσία όπου (σε αντίθεση με την πόλη των Κιμμέριων) αναγεννιέται το φως της μέρας. Ενώ τη νήσο Συρίη προσδιορίζει ως τον «τόπο που δύει ο ήλιος». Ίσως ο ποιητής να μην είχε σαφή αντίληψη του νοήματος αυτής της έκφρασης και να ήθελε απλώς να προσδιορίσει μια μακρινή σκοτεινή τοποθεσία. Επιπλέον όλα είναι αμφίβολα σχετικά με τον Ωκεανό, την Πύλη του ήλιου, και το Ενδιαίτημα των ονείρων. Στις σύντομες νύχτες των Λαιστρυγόνων εμφανίζεται ένα φωτεινό σημάδι του βορρά.
Σημαντικό για την τότε αντίληψη του σύμπαντος είναι ότι κοντά στην άκρη του κόσμου η ζωή είναι πιο ιδανική και περισσότερο ευδαίμων. Για παράδειγμα στη νήσο Συρίη δεν υπάρχει πείνα ούτε ασθένειες, και όταν οι κάτοικοι γερνούν μεταφέρονται σε άλλο τόπο από τον Απόλλωνα και την Άρτεμη. Η ευδαιμονία των Φαιάκων είναι ιδιαίτερα εμφανής. Βρίσκονται κοντά στους θεούς που τους αγαπούν και τους επισκέπτονται, και ζουν σε μια συνεχή αφθονία, κάτω από έναν γενναιόδωρο ουρανό. Είναι οι φιλόξενοι μεσάζοντες των ναυαγών, και έχουν ιδανική ζωή, παρότι δεν λείπουν ούτε από αυτό τον τόπο οι συκοφάντες.
Τελικά η Οδύσσεια αποπνέει θαλασσινό άνεμο, μακριά από τη σκόνη του δρόμου. Είναι γεμάτη ενθουσιώδεις ναυτικές περιγραφές και περιπέτειες της θάλασσας. Με μιαν αφάνταστη πολυτέλεια λεπτομερειών και τεχνική ακρίβεια, ο ποιητής περιγράφει τη σχεδία του Οδυσσέα ! αναφέροντας ότι εργάζεται «με την δεξιότητα ναυπηγού», την οποία θα ώφειλε ασφαλώς να κατέχει ένας νησιώτης βασιλέας· ακόμη και ο πέλεκυς που του δάνεισε η Καλυψώ γι’ αυτή την εργασία είναι μοναδικός, αλλά στη συνέχεια η σχεδία θρυμματίζεται με έναν εξίσου ακριβή τεχνικό τρόπο. Οι γνώσεις αστρονομίας του ναυτικού δεν προβάλλονται, αντιθέτως ο ποιητής προσφέρει μιαν ενθουσιαστική περιγραφή του λιμένα των Φαιάκων οι οποίοι έχουν όλοι τους ονόματα ναυτικών. Η τρικυμιά που καταστρέφει το καράβι του ήρωα σκιαγραφείται παραστατικά, καθώς και οι τρομακτικές προσπάθειες που καταβάλει για να κολυμπήσει μέσα στα κύματα· το αποκορύφωμα του τρόμου το πραγματεύεται μέσα από το μύθο με τις φρικιαστικές μορφές της Σκύλλας και της Χάρυβδης· αλλά και η θάλασσα γίνεται απειλητική μόλις απομακρυνθεί κανείς ελάχιστα από τις ακτές, και πέρα από την Κρήτη,
«κάθε ίχνος γης εξαφανίστηκε
Και δεν έμειναν παρά ο ουρανός και τα κύματα»
Γι’ αυτό το λόγο ο ναυτικός πρέπει να χρησιμοποιεί για τα πράγματα τις θάλασσας τρυφερές εκφράσεις, που θα τον ενθαρρύνουν: τον ούριο άνεμο που του έστειλε η Κίρκη και φουσκώνει τα πανιά του ο Οδυσσέας θα τον αποκαλέσει «ευγενή σύντροφο», και τα κουπιά «φτερούγες του καραβιού»· οι οποίες συχνά και τοποθετούνται στα μνήματα των ναυτικών. Η τελευταία υποχρέωση του Οδυσσέα απέναντι στις συμβολικές επιταγές του Τειρεσία τον οδηγεί μακριά από τη θάλασσα, αλλά απ’ αυτήν θα προέλθει και ο γλυκύτατος θάνατος που θα τον παραλάβει καταπονημένο από τα ευλογημένα γηρατειά, «περιτριγυρισμένο από εύπορους λαούς».
Αυτά περιγράφονται σε μιαν εποχή που όλα τα υπόλοιπα έθνη αισθάνονταν ακόμη φόβο απέναντι στο υγρό στοιχείο, εκτός από τους Φοίνικες, οι οποίοι ούτε επέδειξαν παρόμοιο ενθουσιασμό, αλλά ούτε χρησιμοποίησαν ποτέ την ποίηση για να εκφράσουν τη χαρά της αληθινής περιπέτειας. Μονάχα οι Έλληνες είχαν το χάρισμα να μπορούν να την εντάξουν στον ποιητικό λόγο.
Ο Όμηρος γνωρίζει ακριβώς μέχρι ποιο σημείο μπορεί να επιμείνει στη σκιαγράφηση των διαφόρων χαρακτήρων, στο βαθμό που εξυπηρετείται το έπος. Θα ήταν εύκολο να απαριθμήσει εξαρχής λεπτομερώς τους μνηστήρες και να σκιαγραφήσει τις συμπεριφορές τους, και αυτό θα είχε κάνει κάποιος σαν τον Απολλώνιο τον Ρόδιο. Αντ’ αυτού, προκειμένου να διατηρηθεί το έντονο ύφος περιορίζει τις αναφορές του σε ένα ή δύο πράγματα που ο ακροατής αρχίζει βαθμιαία να διακρίνει αποσπασματικά, και κάθε φορά, με τον κατάλληλο τρόπο στην κατάλληλη στιγμή. Αυτοί που συνήθως λαμβάνουν το λόγο είναι ο Αντίνοος και ο Ευρύμαχος· οι περισσότεροι απ’ αυτούς αναφέρονται μόνο όταν έρχεται το τέλος τους· μια προηγούμενη μακροσκελής αναφορά θεωρήθηκε βαρετή.
Αντίθετα το έπος απαριθμεί και περιγράφει ορισμένες ολιγάριθμες ομάδες, όπως τους έξη γιούς του Νέστωρα, με την αντίστοιχη συνεισφορά τους στη θυσία της δαμάλας, και αργότερα τις τρείς υπηρέτριες της Ελένης και τις αρμοδιότητές τους, ή τουλάχιστον αυτές που τους αναθέτει άμεσα ο ποιητής.
Σε κάθε μορφή περιγραφής υπάρχει μια επιμελής προσπάθεια τήρησης του μέτρου. Η περιγραφή έχει αποκλειστικό σκοπό της να αναδείξει κάτι ιδιαίτερα σημαντικό, και χρησιμεύει ως μέσο παράτασης μιας εκκρεμότητας· στην αρχή της 21ης Ραψωδίας, για παράδειγμα, αναφέρεται η ιεροπρεπής ιστορία της κληρονομίας του τόξου του Εύρυτου, και ο ποιητής περιγράφει με κάθε λεπτομέρεια το θόρυβο που ακούστηκε όταν ανοίγει η πόρτα της αίθουσας των θησαυρών, στην οποία το αναζητεί η Πηνελόπη. Πρέπει να σημειώσουμε επίσης τον τρόπο που περιγράφονται το παλάτι και οι κήποι του Αλκίνοου, έτσι ώστε ο ακροατής να σχηματίσει μια μαγευτική εντύπωση, καθώς και η σπηλιά της Καλυψώς, η κρύπτη των Μουσών, η όμορφη κρήνη της Ιθάκης. Στις αριστοτεχνικές περιγραφές αντικειμένων θα πρέπει να αναφέρουμε τη ζώνη του Ηρακλή.
Άλλοτε κρίνεται αναγκαίο να γίνει κάποια επεξεργασία ή να συντομευθεί ένα περιστατικό προκειμένου η Ραψωδία να μην επιμηκύνεται ή να συντομεύεται υπερβολικά. Γι’ αυτό η ιστορία της Κίρκης στην 10η Ραψωδία είναι παραδόξως σύντομη· η άφιξη και η διαμονή του Οδυσσέα, η εμφάνιση και αναχώρηση του Ερμή, ο όρκος του ήρωα, όλα αυτά παρελαύνουν με ταχύτητα· έχουμε την εντύπωση ότι η αφήγηση θα μπορούσε να είναι πολύ πιο εκτενής. Αλλά για το συγκεκριμένο έπος της Οδύσσειας, η συντομία είναι απόλυτα αιτιολογημένη και αντιστοιχεί πλήρως στην έκταση που αναλογεί σε αυτό το επεισόδιο ως προς το συνολικό έργο.
Επιπλέον η Οδύσσεια, όπως και η Ιλιάδα, παίζει ενίοτε ρόλο μυθολογικής εγκυκλοπαίδειας, σαν να επιθυμεί ο ποιητής να επιδείξει το πλήθος των πληροφοριών που διαθέτει σε απόθεμα. Ο Δημόδοκος παρεμβάλλει την ιστορία του Άρη και της Αφροδίτης, καθώς και του Δούρειου Ίππου· οι επικλήσεις των νεκρών χρησιμεύουν, η μεν πρώτη για την απαρίθμηση των γυναικείων μυθικών προσώπων, και η δεύτερη, όπως είδαμε, για την περιγραφή της κηδείας του Αχιλλέα από τη σκιά του Αγαμέμνονα. Ενίοτε παρεμβάλλονται αφηγήσεις που δεν σχετίζονται καθόλου με το περιεχόμενο του έπους. Όπως η ιστορία του Μέλαμπου και της οικογένειάς του, που παρεμβάλλεται με αφορμή το γιο του Θεοκλύμενο, μια προσθήκη που αποβλέπει στην απόδοση τιμής στους προφήτες. Η όλη αφήγηση είναι εξ άλλου ασαφής και αινιγματική, καθώς και ο φόνος από τον Ηρακλή του Ίφιτου, ο οποίος είχε δωρίσει το περίφημο τόξο του στον Οδυσσέα· και εδώ θεωρήθηκε απαραίτητη η προσθήκη και άλλων πηγών για την κατανόηση του κειμένου.
Η ζωή στον Όλυμπο, σε αντίθεση με την Ιλιάδα, δε απασχολεί ιδιαίτερα την Οδύσσεια, που προτιμά να τρέφει τη φαντασία του ακροατή με το πέταγμα των πτηνών και άλλους οιωνούς.
Οι παρομοιώσεις δεν λείπουν από το έπος, αλλά ο ποιητής χρησιμοποιεί σπανιότερα εκτεταμένες εικόνες από ότι στην Ιλιάδα, στην οποία η αξία τους είναι κυρίως αισθητικής μορφής και θεωρούνται απαραίτητες απέναντι στις συσσωρευμένες σκηνές του πολέμου. Μπορούμε να υποθέσουμε ότι ποιητής δεν έχει πλέον ανάγκη από πλούσιες και λεπτομερείς παρομοιώσεις, διότι τα πρόσωπα και τα πράγματα εμφορούνται αυτά καθαυτά, χάρη στις περιγραφές του, από έναν επαρκώς εμψυχωτικό βίο. Παρ’ όλα αυτά όμως επιτρέπει τουλάχιστον μια φορά, αναφερόμενος στον Οδυσσέα που αναδύεται μέσα από τους θάμνους στην ακτή των Φαιάκων, την περίφημη αναφορά στην εικόνα «του λιονταριού που περιφέρεται στα όρη», και στη διάρκεια της συγκινητικής περιγραφής από τον Αγαμέμνονα του ίδιου του θανάτου του, μαζί με τις σχετικές αποσπασματικές λεπτομέρειες παρατίθεται η τρομακτική εικόνα «του σφαγμένου βοδιού στο παχνί του», και «της σφαγής των ασπροδόντων χοίρων». Και όταν στο ίδιο απόσπασμα διηγείται το φόνο της Κασσάνδρας από την Κλυταιμήστρα, τον οποίο μάταια ο Αγαμέμνων προσπαθεί να αποτρέψει, και μαθαίνουμε ότι η σύζυγός του δεν «έστερξε να της σφαλίσει τα μάτια και τα χείλη», έχουμε ένα σαφές παράδειγμα του πώς ο Όμηρος χειρίζεται τη φρίκη. Σε γενικές γραμμές το μεγαλείο του αναδύεται με ιδιαίτερα χαρακτηριστικό τρόπο όταν αρνείται οτιδήποτε εμπνέει φρίκη, η οποία ασφαλώς δεν απουσιάζει από το μύθο· αλλά γνωρίζει επίσης πότε πρέπει να φανεί ρεαλιστής· και αν στην περίπτωση της οδύνης που υπομένει ο Πολύφημος ο ρεαλισμός αυτός αγγίζει τον αποτροπιασμό, στον ποιητικό λόγο κρίνεται απαραίτητος στο βαθμό που εκφράζει έμμεσα την οργή και την ακραία ένταση στην οποία βρίσκεται ο Οδυσσέας.
Ο Όμηρος εμφανίζεται επιπλέον εξαιρετικά φειδωλός στην έκφραση συναισθημάτων. Το συναίσθημα στον ακροατή θα πρέπει να διατηρείται σε εγρήγορση από την εξέλιξη των γεγονότων· για τούτο ο Οδυσσέας εγκαταλείπει σιωπηλά την Καλυψώ, καθώς και δύο φορές την Κίρκη. Και εδώ ο Απολλώνιος ο Ρόδιος θα επέλεγε μια διαφορετική εκδοχή.
Ας αναλογιστούμε επίσης τις μελαγχολικές και τρυφερές στιγμές που μας προσφέρει η Οδύσσεια, όπως όταν επιλέγεται από το κελάρι του Οδυσσέα το πλουσιότερο στη γεύση κρασί για την ημέρα που θα λάβουν τέλος οι οδυνηρές περιπέτειες του και θα επιστρέψει, ή όταν στο νησί της Κίρκης, οι σύντροφοί του, που ξαναβρίσκουν την ανθρώπινη μορφή τους, τού σφίγγουν κλαίγοντας το χέρι· και όταν επιστρέφει σ’ αυτούς που παρέμειναν στην ακτή, πώς τρέχουν όλοι προς το μέρος του, όπως τα μοσχαράκια στις μητέρες τους, και χαίρονται σαν να έχουν ήδη επιστρέψει τις εστίες τους, στην Ιθάκη. Και όταν ακόμη και ο ίδιος, ξυπνώντας σε ένα ακρογιάλι της Ιθάκης, δεν αναγνωρίζει την πατρίδα του, χρειάζεται την λεπτομερή περιγραφή της Αθηνάς για να πειστεί. Ο Εύμαιος αντιλαμβάνεται από μεγάλη απόσταση την άφιξη οικείου προσώπου εξ αιτίας της συμπεριφοράς των σκύλων του· ενώ ο Τηλέμαχος επιδεικνύει αμέσως τη φιλική του διάθεση καλώντας τον ξένο να παραμείνει καθιστός.
Σε ότι αφορά τον κόσμο της Οδύσσειας θα παραμερίσουμε προσωρινά την ακριβή γεωγραφική τοποθέτηση, στην οποία προσκολλήθηκαν τόσο πολύ στη συνέχεια οι Έλληνες, παρότι είναι εντυπωσιακό το πόσο καλά ο ποιητής από την Ιωνία γνώριζε την Πύλο, την Λακεδαιμονία, την Ιθάκη κ.ο.κ. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η μυθική γεωγραφία. Οτιδήποτε βρίσκεται πέρα από τον γνωστό κόσμο κατοικείται από τέρατα, όπως ο μοχθηρός Έχετος, που βασιλεύει στην «ηπειρωτική» ακτή, αλλά μακρύτερα ακόμη βρίσκεται για παράδειγμα το νησί της Καλυψώς «πραγματικός ομφαλός της θάλασσας», επομένως στο κέντρο της Μεσογείου, ένα αντιστάθμισμα των Δελφών. Τα πάντα είναι αμφιλεγόμενα και δυσπρόσιτα στη δική μας οπτική. Είναι δύσκολο να ερμηνεύσουμε τη συμβολική των στύλων με τη βοήθεια των οποίων ο Άτλας συγκρατούσε τον ουράνιο θόλο. Η Αιαία, το νησί της Κίρκης, «εκεί που κατοικεί η Αυγή και ανατέλλει ο Ήλιος», φαντάζεται κανείς πως βρίσκεται ανατολικά, περιγράφεται όμως απλώς ως μια τοποθεσία όπου (σε αντίθεση με την πόλη των Κιμμέριων) αναγεννιέται το φως της μέρας. Ενώ τη νήσο Συρίη προσδιορίζει ως τον «τόπο που δύει ο ήλιος». Ίσως ο ποιητής να μην είχε σαφή αντίληψη του νοήματος αυτής της έκφρασης και να ήθελε απλώς να προσδιορίσει μια μακρινή σκοτεινή τοποθεσία. Επιπλέον όλα είναι αμφίβολα σχετικά με τον Ωκεανό, την Πύλη του ήλιου, και το Ενδιαίτημα των ονείρων. Στις σύντομες νύχτες των Λαιστρυγόνων εμφανίζεται ένα φωτεινό σημάδι του βορρά.
Σημαντικό για την τότε αντίληψη του σύμπαντος είναι ότι κοντά στην άκρη του κόσμου η ζωή είναι πιο ιδανική και περισσότερο ευδαίμων. Για παράδειγμα στη νήσο Συρίη δεν υπάρχει πείνα ούτε ασθένειες, και όταν οι κάτοικοι γερνούν μεταφέρονται σε άλλο τόπο από τον Απόλλωνα και την Άρτεμη. Η ευδαιμονία των Φαιάκων είναι ιδιαίτερα εμφανής. Βρίσκονται κοντά στους θεούς που τους αγαπούν και τους επισκέπτονται, και ζουν σε μια συνεχή αφθονία, κάτω από έναν γενναιόδωρο ουρανό. Είναι οι φιλόξενοι μεσάζοντες των ναυαγών, και έχουν ιδανική ζωή, παρότι δεν λείπουν ούτε από αυτό τον τόπο οι συκοφάντες.
Τελικά η Οδύσσεια αποπνέει θαλασσινό άνεμο, μακριά από τη σκόνη του δρόμου. Είναι γεμάτη ενθουσιώδεις ναυτικές περιγραφές και περιπέτειες της θάλασσας. Με μιαν αφάνταστη πολυτέλεια λεπτομερειών και τεχνική ακρίβεια, ο ποιητής περιγράφει τη σχεδία του Οδυσσέα ! αναφέροντας ότι εργάζεται «με την δεξιότητα ναυπηγού», την οποία θα ώφειλε ασφαλώς να κατέχει ένας νησιώτης βασιλέας· ακόμη και ο πέλεκυς που του δάνεισε η Καλυψώ γι’ αυτή την εργασία είναι μοναδικός, αλλά στη συνέχεια η σχεδία θρυμματίζεται με έναν εξίσου ακριβή τεχνικό τρόπο. Οι γνώσεις αστρονομίας του ναυτικού δεν προβάλλονται, αντιθέτως ο ποιητής προσφέρει μιαν ενθουσιαστική περιγραφή του λιμένα των Φαιάκων οι οποίοι έχουν όλοι τους ονόματα ναυτικών. Η τρικυμιά που καταστρέφει το καράβι του ήρωα σκιαγραφείται παραστατικά, καθώς και οι τρομακτικές προσπάθειες που καταβάλει για να κολυμπήσει μέσα στα κύματα· το αποκορύφωμα του τρόμου το πραγματεύεται μέσα από το μύθο με τις φρικιαστικές μορφές της Σκύλλας και της Χάρυβδης· αλλά και η θάλασσα γίνεται απειλητική μόλις απομακρυνθεί κανείς ελάχιστα από τις ακτές, και πέρα από την Κρήτη,
«κάθε ίχνος γης εξαφανίστηκε
Και δεν έμειναν παρά ο ουρανός και τα κύματα»
Γι’ αυτό το λόγο ο ναυτικός πρέπει να χρησιμοποιεί για τα πράγματα τις θάλασσας τρυφερές εκφράσεις, που θα τον ενθαρρύνουν: τον ούριο άνεμο που του έστειλε η Κίρκη και φουσκώνει τα πανιά του ο Οδυσσέας θα τον αποκαλέσει «ευγενή σύντροφο», και τα κουπιά «φτερούγες του καραβιού»· οι οποίες συχνά και τοποθετούνται στα μνήματα των ναυτικών. Η τελευταία υποχρέωση του Οδυσσέα απέναντι στις συμβολικές επιταγές του Τειρεσία τον οδηγεί μακριά από τη θάλασσα, αλλά απ’ αυτήν θα προέλθει και ο γλυκύτατος θάνατος που θα τον παραλάβει καταπονημένο από τα ευλογημένα γηρατειά, «περιτριγυρισμένο από εύπορους λαούς».
Αυτά περιγράφονται σε μιαν εποχή που όλα τα υπόλοιπα έθνη αισθάνονταν ακόμη φόβο απέναντι στο υγρό στοιχείο, εκτός από τους Φοίνικες, οι οποίοι ούτε επέδειξαν παρόμοιο ενθουσιασμό, αλλά ούτε χρησιμοποίησαν ποτέ την ποίηση για να εκφράσουν τη χαρά της αληθινής περιπέτειας. Μονάχα οι Έλληνες είχαν το χάρισμα να μπορούν να την εντάξουν στον ποιητικό λόγο.
(συνεχίζεται)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου