Συνέχεια από: Τετάρτη 8 Μαρτίου 2023
Η γραφή ως παράδοσηΗ αποδόμηση τού λογοτεχνικού κανόνα στον Kafka και Harold Bloom
Την τελευταία λέξη σε αυτή την ζωή την είπε η λογική, και μίλησε κατά της ζωής. Εδώ δίνεται «μαρτυρία μιας γενικής απογοήτευσης και διαφωτισμός» για την «παράνοια» μιας ζωής, όπως παρατηρεί ο Nietzsche2, ο οποίος παρομοίασε «τον φτωχό, ετοιμοθάνατο Δον Κιχώτη» με τον από τον Θεό εγκαταλελειμμένο Χριστό πάνω στον σταυρό. Ο Δον Κιχώτης όμως, παρά την κρίση του περί τής παράνοιας της ζωής, ήταν πεπεισμένος για την μεσσιανική εγγύηση, βάσει της οποίας, η τραυματική διαπίστωση τής απάτης ολόκληρης τής ενθάδε ζωής επιβραβεύεται στο επέκεινα με την αληθινή γνώση.
Το ότι ακριβώς η λογική τον διαφώτισε περί του αναπόφευκτου χαρακτήρα του θανάτου και την σχετικότητα της ζωής, δεν είναι κάτι που μπορεί να χρησιμοποιηθεί εναντίον της (λογικής). Επειδή η λογική τον καταβάλλει σαν μια θεϊκή έμπνευση: στο τέλος τής ζωής του, το παλιό, φαινομενικά «τρελό» σχέδιο της ζωής τού Δον Κιχώτη δεν παραδίδεται στην απελπισία, αλλά χωρίς κάποια διακοπή, στο χριστιανικό σχέδιο της «σωτηρίας της ψυχής». Άπειρη και κυριολεκτικά προεκτεινόμενη στην ελπιζόμενη αιωνιότητα, η μεταφυσική ταυτολογία του Δον Κιχώτη είναι η προσωποποίηση της ανωτερότητας του πνεύματος έναντι του πραγματικού κόσμου. Καμιά εμπειρία, ούτε αυτή του θανάτου, δεν μπορούσε να χαλάσει την τρομερή αυτοπεποίθηση αυτής της ύπαρξης.
Ο Kafka, εντυπωσιασμένος από την δυνατότητα αυτής της ύπαρξης η οποία υφίσταται μόνο στο πνεύμα, κατονόμασε σε ένα σχεδιάσμα το κεντρικό σημείο αυτού του πράγματος, από την οπτική γωνία του επερχόμενου αιώνος:
«Μια από τις σημαντικότερες δονκιχωτικές πράξεις, πιο επείγουσα από την μάχη με τους μύλους, είναι: η αυτοκτονία. Ο νεκρός Δον Κιχώτης θέλει να σκοτώσει τον νεκρό Δον Κιχώτη. Για να σκοτώσει, χρειάζεται ένα ζωντανό σημείο (του σώματος), αυτό το ψάχνει με τό σπαθί του, ασταμάτητα και μάταια. Μέσα σε αυτή την ενασχόληση, κυλούν οι δυο νεκροί, σαν αξεδιάλυτη και ολοζώντανη κωλοτούμπα δια μέσου των εποχών».
Μήπως λοιπόν η μορφή αυτή προσελκύει περισσότερο με μια ψευδαίσθηση θανάτου και λιγότερο με την παροιμιώδη ψευδαίσθηση της ζωής της («πάλη με τον μύλο»); Τόσο βίαια όσο και καταναγκαστικά, η διαφωτισμένη διανόηση επικεντρώνεται ανέκαθεν στα στίγματα του θανάτου-αυτά του επερχόμενου , όχι του υπερβαθέντος θανάτου. Καθώς μόνο αυτά, και όχι κάποια εμπειρία, αποδεικνύουν αναγκαστικά, πως ο κάθε ένας χωρίς εξαίρεση υπόκειται στον θάνατο, η λογική τους (των στιγμάτων) αποκαλύπτει την ζωή της απορίας (Aporie): την απελπισία. Μια τέτοια επιβάρυνση, δια της επικαιρότητας εκείνου που ακόμα δεν είναι, και που αδιάκοπα πιέζει με την εναλλακτική τής πραγματοποίησης δια της αυτοκτονίας, ο Kierkegaard προσπάθησε να απορρίψει δια του «άλματος μέσα στην πίστη», όταν αποκάλυψε τον χαρακτήρα του αυτοκτονικού συλλογισμού: «Ο θάνατος τής απελπισίας μετατρέπεται διαρκώς σε κάποια ζωή. Ο απελπισμένος δεν μπορεί να πεθάνει, ‘όσο και το στιλέτο μπορεί να σκοτώσει σκέψεις’, τόσο μπορεί και η απελπισία να καταφάει το αιώνιο, τον εαυτό, που βρίσκεται στην βάση τής απελπισίας, το σκουλήκι τής οποίας δεν πεθαίνει και η φωτιά τής οποίας δεν σβήνει»3. Η πρόταση αναφέρεται στις μυθικές μορφές του Σίσυφου και του Τάνταλου, και στον Δον Κιχώτη, σύμφωνα με την απόδοση του Kafka. Ο Kafka όμως δεν εννοεί μόνο την ματαιότητά τους. Το όπλο που δεν μπορεί να σκοτώσει τις σκέψεις, έγινε για το ίδιο σκέψη, η οποία δεν μπορεί να κάνει τίποτα εναντίον του εαυτού της, καθώς δεν έχει κανένα «ζωντανό σημείο», και καμιά πεπερασμένη διάσταση.
Το «σημαντικότερο» και ταυτόχρονα παραπλανητικό σημείο αυτής τής σκέψης βρίσκεται σε ένα ελάχιστο τονισμό τού ιστορικό-πνευματικού ευρήματος. Και αν ο παραδοσιακός στοχασμός είχε ως περιοριστική συνθήκη, το ότι ο στοχασμός περί θανάτου παρακάμπτει την ίδια του την προϋπόθεση, δηλαδή την πραγματική ζωή, καθώς μόνο όποιος ζει μπορεί να στοχάζεται τον θάνατο, στο παράδειγμα του Δον Κιχώτη δείχθηκε πως στην πραγματικότητα ο στοχασμός αυτός παρακάμπτει τον θάνατο: σε μια επίσης «ασταμάτητη» και «μάταιη» προσπάθεια, να βρεθεί ένα τέλος, συνεχίζεται ιστορικά, «δια μέσου των εποχών», μια ακατάλυτη ζωή. Η ιστορική μαρτυρία μιας τρόπον τινά μετά-φυσικής ζωής αποχαιρετά τις μεγάλες και σκοτεινές μεταφορές του στοχασμού περί του θανάτου. Συγκρινόμενη προς το salto mortale4 του Kierkegaard θυμίζει μάλλον το salto vitale της δονκιχωτικής ύπαρξης, ως προς την απελπισία της αυτοκτονίας την αδιάκοπη «ενασχόληση» με το «ζωντανό σημείο», και συγκρινόμενη ως προς την δια βίου αγωνία θυμίζει εκέινη την «κωλοτούμπα» (Purzelbaum: ετυμολογικά σημαίνει πτώση και ανόρθωση), όπου ακόμα και ετυμολογικά, η μοναδικότητα της πτώσης και ανόρθωσης εναντιώνεται στην μεταφορά μιας αδιάκοπης επανάληψης.
Δον Κιχώτης, Αβραάμ, Ιησούς, είναι διάσημες σκεπτόμενες μορφές στο έργο του Kafka. Επειδή ο «παροδικός κόσμος» δεν αρκούσε για την «πρόνοια» τους, αποφάσισαν όλοι, να «μεταναστεύσουν στην αιωνιότητα» (H92). Αποτελούν μορφές υπέρβασης για ένα σχεδόν φανερό προσωπικό ενδιαφέρον τού Kafka, κάτω από την αντίληψη του οποίου αρχίζουν να μεταμορφώνονται με παράξενο τρόπο. Μια φορά για παράδειγμα θυμήθηκε ένα «άλλο» Αβραάμ:
«Κάποιος που θέλει να θυσιάσει σωστά και έχει την σωστή όσφρηση για το πράγμα, αλλά δεν μπορεί να πιστέψει, πως αναφέρονται σε αυτόν τα πράγματα αυτά, αυτός ο απαίσιος γέρος και ένα παιδί, το λερωμένο αγόρι. Δεν του λείπει η αληθινή πίστη, αυτή την πίστη έχει, πως θα θυσίαζε ευρισκόμενος σε καλή κατάσταση, εάν μπορούσε να πιστέψει, πως αυτόν εννοεί η όλη ιστορία. Φοβάται πως θα ξεκινήσει ως Αβραάμ μαζί με τον γιό του, και θα μεταμορφωθεί σε Δον Κιχώτη…Ένας Αβραάμ που έρχεται ακάλεστος!» (Br. 333 f)
Το προσωπικό του ενδιαφέρον: αυτή ήταν η σκέψη, όπως εκείνοι οι τρεις, αλλά όχι δια της πράξεως, αλλά δια της γραφής, δυνάμει της τρομερής βεβαιότητας του απολύτου, πως κάθε εμπειρικό όριο μπορεί να εξαλειφθεί. Στις σημειώσεις του ημερολογίου του από το έτος 1912, λέει πως «άφησε κενή κάθε ικανότητα», που διασφαλίζει μια εμπειρική ζωή:
«Πρέπει απλώς να πετάξω την γραφειακή δουλειά από αυτή την κοινότητα, ώστε, αφού η ανάπτυξη μου ολοκληρώθηκε, και εγώ, όσο είμαι σε θέση να δω, δεν έχω κάτι άλλο να θυσιάσω, (ώστε) να αρχίσω την πραγματική μου ζωή, μέσα στην οποία το πρόσωπο μου θα μπορεί να γεράσει με φυσικό τρόπο, μαζί με την πρόοδο τής εργασίας μου». (T168)
Ι. 1 Γραφή και θάνατος 1
Σαν να ήθελε να επιβεβαιώσει την μυθική της κληρονομιά, η λογική εμφανίζεται ενίοτε ως προάγγελος θανάτου. Ο Δον Κιχώτης, που ζούσε ως τρελός για τα μάτια του κόσμου, έγινε λογικός στον θάνατο. Η αναγνώριση τού μεγάλου του σφάλματος, θρηνούσε ο ασθενής, δεν μπορεί πια να διορθώσει την ζωή του, αλλά δεν θέλει να το επαναλάβει κατά τον θάνατο του. Οι παρόντες άκουγαν παραξενεμένοι, «και θεώρησαν ως σημάδι του θανάτου που πλησίαζε, το ότι μεταμορφώθηκε αστραπιαία από τρελό σε ένα λογικό άνθρωπο»1.Την τελευταία λέξη σε αυτή την ζωή την είπε η λογική, και μίλησε κατά της ζωής. Εδώ δίνεται «μαρτυρία μιας γενικής απογοήτευσης και διαφωτισμός» για την «παράνοια» μιας ζωής, όπως παρατηρεί ο Nietzsche2, ο οποίος παρομοίασε «τον φτωχό, ετοιμοθάνατο Δον Κιχώτη» με τον από τον Θεό εγκαταλελειμμένο Χριστό πάνω στον σταυρό. Ο Δον Κιχώτης όμως, παρά την κρίση του περί τής παράνοιας της ζωής, ήταν πεπεισμένος για την μεσσιανική εγγύηση, βάσει της οποίας, η τραυματική διαπίστωση τής απάτης ολόκληρης τής ενθάδε ζωής επιβραβεύεται στο επέκεινα με την αληθινή γνώση.
Το ότι ακριβώς η λογική τον διαφώτισε περί του αναπόφευκτου χαρακτήρα του θανάτου και την σχετικότητα της ζωής, δεν είναι κάτι που μπορεί να χρησιμοποιηθεί εναντίον της (λογικής). Επειδή η λογική τον καταβάλλει σαν μια θεϊκή έμπνευση: στο τέλος τής ζωής του, το παλιό, φαινομενικά «τρελό» σχέδιο της ζωής τού Δον Κιχώτη δεν παραδίδεται στην απελπισία, αλλά χωρίς κάποια διακοπή, στο χριστιανικό σχέδιο της «σωτηρίας της ψυχής». Άπειρη και κυριολεκτικά προεκτεινόμενη στην ελπιζόμενη αιωνιότητα, η μεταφυσική ταυτολογία του Δον Κιχώτη είναι η προσωποποίηση της ανωτερότητας του πνεύματος έναντι του πραγματικού κόσμου. Καμιά εμπειρία, ούτε αυτή του θανάτου, δεν μπορούσε να χαλάσει την τρομερή αυτοπεποίθηση αυτής της ύπαρξης.
Ο Kafka, εντυπωσιασμένος από την δυνατότητα αυτής της ύπαρξης η οποία υφίσταται μόνο στο πνεύμα, κατονόμασε σε ένα σχεδιάσμα το κεντρικό σημείο αυτού του πράγματος, από την οπτική γωνία του επερχόμενου αιώνος:
«Μια από τις σημαντικότερες δονκιχωτικές πράξεις, πιο επείγουσα από την μάχη με τους μύλους, είναι: η αυτοκτονία. Ο νεκρός Δον Κιχώτης θέλει να σκοτώσει τον νεκρό Δον Κιχώτη. Για να σκοτώσει, χρειάζεται ένα ζωντανό σημείο (του σώματος), αυτό το ψάχνει με τό σπαθί του, ασταμάτητα και μάταια. Μέσα σε αυτή την ενασχόληση, κυλούν οι δυο νεκροί, σαν αξεδιάλυτη και ολοζώντανη κωλοτούμπα δια μέσου των εποχών».
Μήπως λοιπόν η μορφή αυτή προσελκύει περισσότερο με μια ψευδαίσθηση θανάτου και λιγότερο με την παροιμιώδη ψευδαίσθηση της ζωής της («πάλη με τον μύλο»); Τόσο βίαια όσο και καταναγκαστικά, η διαφωτισμένη διανόηση επικεντρώνεται ανέκαθεν στα στίγματα του θανάτου-αυτά του επερχόμενου , όχι του υπερβαθέντος θανάτου. Καθώς μόνο αυτά, και όχι κάποια εμπειρία, αποδεικνύουν αναγκαστικά, πως ο κάθε ένας χωρίς εξαίρεση υπόκειται στον θάνατο, η λογική τους (των στιγμάτων) αποκαλύπτει την ζωή της απορίας (Aporie): την απελπισία. Μια τέτοια επιβάρυνση, δια της επικαιρότητας εκείνου που ακόμα δεν είναι, και που αδιάκοπα πιέζει με την εναλλακτική τής πραγματοποίησης δια της αυτοκτονίας, ο Kierkegaard προσπάθησε να απορρίψει δια του «άλματος μέσα στην πίστη», όταν αποκάλυψε τον χαρακτήρα του αυτοκτονικού συλλογισμού: «Ο θάνατος τής απελπισίας μετατρέπεται διαρκώς σε κάποια ζωή. Ο απελπισμένος δεν μπορεί να πεθάνει, ‘όσο και το στιλέτο μπορεί να σκοτώσει σκέψεις’, τόσο μπορεί και η απελπισία να καταφάει το αιώνιο, τον εαυτό, που βρίσκεται στην βάση τής απελπισίας, το σκουλήκι τής οποίας δεν πεθαίνει και η φωτιά τής οποίας δεν σβήνει»3. Η πρόταση αναφέρεται στις μυθικές μορφές του Σίσυφου και του Τάνταλου, και στον Δον Κιχώτη, σύμφωνα με την απόδοση του Kafka. Ο Kafka όμως δεν εννοεί μόνο την ματαιότητά τους. Το όπλο που δεν μπορεί να σκοτώσει τις σκέψεις, έγινε για το ίδιο σκέψη, η οποία δεν μπορεί να κάνει τίποτα εναντίον του εαυτού της, καθώς δεν έχει κανένα «ζωντανό σημείο», και καμιά πεπερασμένη διάσταση.
Το «σημαντικότερο» και ταυτόχρονα παραπλανητικό σημείο αυτής τής σκέψης βρίσκεται σε ένα ελάχιστο τονισμό τού ιστορικό-πνευματικού ευρήματος. Και αν ο παραδοσιακός στοχασμός είχε ως περιοριστική συνθήκη, το ότι ο στοχασμός περί θανάτου παρακάμπτει την ίδια του την προϋπόθεση, δηλαδή την πραγματική ζωή, καθώς μόνο όποιος ζει μπορεί να στοχάζεται τον θάνατο, στο παράδειγμα του Δον Κιχώτη δείχθηκε πως στην πραγματικότητα ο στοχασμός αυτός παρακάμπτει τον θάνατο: σε μια επίσης «ασταμάτητη» και «μάταιη» προσπάθεια, να βρεθεί ένα τέλος, συνεχίζεται ιστορικά, «δια μέσου των εποχών», μια ακατάλυτη ζωή. Η ιστορική μαρτυρία μιας τρόπον τινά μετά-φυσικής ζωής αποχαιρετά τις μεγάλες και σκοτεινές μεταφορές του στοχασμού περί του θανάτου. Συγκρινόμενη προς το salto mortale4 του Kierkegaard θυμίζει μάλλον το salto vitale της δονκιχωτικής ύπαρξης, ως προς την απελπισία της αυτοκτονίας την αδιάκοπη «ενασχόληση» με το «ζωντανό σημείο», και συγκρινόμενη ως προς την δια βίου αγωνία θυμίζει εκέινη την «κωλοτούμπα» (Purzelbaum: ετυμολογικά σημαίνει πτώση και ανόρθωση), όπου ακόμα και ετυμολογικά, η μοναδικότητα της πτώσης και ανόρθωσης εναντιώνεται στην μεταφορά μιας αδιάκοπης επανάληψης.
Δον Κιχώτης, Αβραάμ, Ιησούς, είναι διάσημες σκεπτόμενες μορφές στο έργο του Kafka. Επειδή ο «παροδικός κόσμος» δεν αρκούσε για την «πρόνοια» τους, αποφάσισαν όλοι, να «μεταναστεύσουν στην αιωνιότητα» (H92). Αποτελούν μορφές υπέρβασης για ένα σχεδόν φανερό προσωπικό ενδιαφέρον τού Kafka, κάτω από την αντίληψη του οποίου αρχίζουν να μεταμορφώνονται με παράξενο τρόπο. Μια φορά για παράδειγμα θυμήθηκε ένα «άλλο» Αβραάμ:
«Κάποιος που θέλει να θυσιάσει σωστά και έχει την σωστή όσφρηση για το πράγμα, αλλά δεν μπορεί να πιστέψει, πως αναφέρονται σε αυτόν τα πράγματα αυτά, αυτός ο απαίσιος γέρος και ένα παιδί, το λερωμένο αγόρι. Δεν του λείπει η αληθινή πίστη, αυτή την πίστη έχει, πως θα θυσίαζε ευρισκόμενος σε καλή κατάσταση, εάν μπορούσε να πιστέψει, πως αυτόν εννοεί η όλη ιστορία. Φοβάται πως θα ξεκινήσει ως Αβραάμ μαζί με τον γιό του, και θα μεταμορφωθεί σε Δον Κιχώτη…Ένας Αβραάμ που έρχεται ακάλεστος!» (Br. 333 f)
Το προσωπικό του ενδιαφέρον: αυτή ήταν η σκέψη, όπως εκείνοι οι τρεις, αλλά όχι δια της πράξεως, αλλά δια της γραφής, δυνάμει της τρομερής βεβαιότητας του απολύτου, πως κάθε εμπειρικό όριο μπορεί να εξαλειφθεί. Στις σημειώσεις του ημερολογίου του από το έτος 1912, λέει πως «άφησε κενή κάθε ικανότητα», που διασφαλίζει μια εμπειρική ζωή:
«Πρέπει απλώς να πετάξω την γραφειακή δουλειά από αυτή την κοινότητα, ώστε, αφού η ανάπτυξη μου ολοκληρώθηκε, και εγώ, όσο είμαι σε θέση να δω, δεν έχω κάτι άλλο να θυσιάσω, (ώστε) να αρχίσω την πραγματική μου ζωή, μέσα στην οποία το πρόσωπο μου θα μπορεί να γεράσει με φυσικό τρόπο, μαζί με την πρόοδο τής εργασίας μου». (T168)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου