2. Η αντιδικία του Αριστοτέλη με τον Παρμενίδη και η θεμελίωση της Φυσικής.
Χρὴ τὸ λέγειν τε νοεῖν τ’ ἐὸν ἔμμεναι· ἔστι γὰρ εἶναι, μηδὲν δ’ οὐκ ἔστιν. (Β 6).
Διάφορες Μεταφράσεις: [Πρέπει το λέγειν και το νοείν να παραμένουν στο είναι· διότι στο είναι υπάρχουν, ενώ στο μηδέν δεν υπάρχουν.] / [Πρέπει να υπάρχει αυτό που γίνεται αντικείμενο της νόησης και του λόγου, ενώ το μηδέν δεν μπορεί να υπάρχει.] / [Ό,τι λέγεται και νοείται πρέπει αναγκαία να είναι· γιατί υπάρχει μόνο το είναι, το μηδέν δεν υπάρχει] / [Αυτό που λέγεται και νοείται πρέπει να είναι· γιατί μπορεί να είναι, ενώ το τίποτα δεν μπορεί] / [Είναι απαραίτητο να λέγεται και να νοείται πως το ον υπάρχει· Γιατί το Είναι υπάρχει, το μηδέν όμως δεν υπάρχει.]
Για τον Παρμενίδη δυο δρόμοι ανοίγονται : Το ον είναι, το μη ον δεν είναι. Το ον είναι η απόλυτη ταυτότητα, είναι εν, είναι αυτό που μένει σταθερό, αμετάβλητο, το ίδιο με τον εαυτό του. Και αυτό συμβαίνει, αφού αυτό μονάχα μπορούμε να σκεφτούμε. Μόνον οι προτάσεις ή οι σκέψεις μας που αναφέρονται στο ον έχουν νόημα. Εφόσον νους και Είναι συμπίπτουν στον Παρμενίδη (η διάσπαση ανάμεσα στα πράγματα και τις Ιδέες των πραγμάτων δεν έγινε ακόμη)[3], επόμενο είναι το ον να είναι το αμετάβλητο, γιατί ο νους δεν μπορεί να δεχθή την αλλαγή, γυρεύει τη σταθερότητα πίσω από τη μεταβολή. Άρα το μη ον δεν μπορεί να υπάρχη και, επομένως, ούτε η κίνηση ούτε η μεταβολή. Το ον, λοιπόν, για τον Παρμενίδη, είναι απέναντι στην πολλαπλότητα —τόσο γνώριμη και οικεία— το εν. Και αυτό το εν μόνον είναι. Η πολλαπλότητα που μας περιβάλλει φαίνεται ως ον, αλλά δεν είναι, είναι φαινόμενο. Η έννοια λοιπόν του όντος, κατά τον Παρμενίδη, περιλαμβάνει τρία πράγματα :
1. Το ον είναι εν.
2. Το ον είναι ακίνητο και αμετάβλητο.
3. Το ον μόνον είναι.
Ο Αριστοτέλης ελέγχει τη θέση αυτή του Παρμενίδη αρχίζοντας από την τελευταία άποψη : Το ον μόνον είναι. Στο σημείο αυτό δεν έχει να αντιμετωπίση μεγάλες δυσκολίες. οὐ γὰρ ἔτι ἀρχὴ ἔστιν, εἰ ἓν μόνον καὶ οὕτως ἓν ἔστιν. ἡ γὰρ ἀρχὴ τινὸς ἢ τινῶν. (Φυσ. 185 a 3-5) [Μετάφραση: Διότι παύει πια να λειτουργεί ως αρχή, αν το ον είναι ένα και αμετάβλητο. Αν είναι αρχή, πρέπει να είναι αρχή κάποιου ή κάποιων πέραν αυτού]. Αν ο Παρμενίδης ορίζη το ον σαν αυτό που είναι αποκλειστικά και μόνον, τότε αίρει την έννοια της αρχής, γιατί η αρχή είναι πάντα αρχή κάποιου πράγματος που απορρέει από αυτήν, που προσδιορίζεται από αυτήν. Αν όμως το ον είναι εν, ώστε μόνον αυτό να υπάρχη, τότε δεν μπορεί να είναι αρχή, γιατί δεν υπάρχει τίποτε που να είναι η αρχή του.
Το δεύτερο γνώρισμα του όντος, το ον είναι ακίνητο και αμετάβλητο, έχει μεγάλη σημασία για τον Αριστοτέλη. Η απάντησή του είναι χαρακτηριστική και σημαδεύει ολόκληρη τη φιλοσοφική σκέψη της Δύσης : ἡμῖν δ' ὑποκείσθω τὰ φύσει ἢ πάντα ἢ ἔνια κινούμενα εἶναι· (185 a 12-13) [Εμείς, όμως, ας πάρουμε ως δεδομένο ότι τα φυσικά όντα υφίστανται μεταβολή (είναι κινούμενα), είτε όλα είτε μερικά]. Έτσι ορίζει ο Αριστοτέλης τον βασικό χαρακτήρα των φύσει όντων: αυτό που βλέπει ως ουσιαστικό στη φύση είναι η κίνηση και μάλιστα με την ευρύτερη σημασία ως μεταβολή εν γένει. Ο Αριστοτέλης συλλαμβάνει την ουσία της φύσης μέσα από την έννοια της κίνησης. Πράγματι, αν κοιτάξωμε γύρω μας στον φυσικό κόσμο, αυτό γίνεται φανερό: το βασικό χαρακτηριστικό που μας παρουσιάζει είναι η κίνηση. δῆλον δ' ἐκ τῆς ἐπαγωγῆς (185 a 13-14) [Αυτό το δείχνει η επαγωγή].
Η θέση του Παρμενίδη αίρει ακριβώς την ουσία της φύσης. Γι’ αυτό και θεωρεί απόλυτα αναγκαίο ο Αριστοτέλης να αναιρέση την άποψη του Ελεάτη, γιατί αλλιώς η θεμελίωση της φυσικής επιστήμης είναι αδύνατη. Πράγματι, στο σημείο αυτό οι συνέπειες που έχει η θεωρία του Παρμενίδη για το ον είναι πολύ σημαντικές. Ο Παρμενίδης θα μπορούσε να ομολογήση πως η κίνηση αποτελεί βέβαια τον βασικό χαρακτήρα των φύσει όντων, αλλά έτσι θεωρημένο το φύσει ον δεν είναι καν ον, γιατί το ον μόνον είναι, κι αυτό είναι ακίνητο. Το φύσει ον, εφ' όσον υφίσταται μεταβολή, είναι φαινόμενο. Αλλά γνώση των φαινομένων δεν μπορεί να υπάρχη, άρα η φυσική ως γνώση των φύσει όντων είναι αδύνατη. Το ον, λοιπόν, αφού είναι ένα, δεν μπορεί να κινήται, γιατί η κίνηση είναι μεταβολή από το ένα στο άλλο. Για να υπάρχη κίνηση, πρέπει το ον να μην είναι ένα, αλλά πολλά. Αλλά το ον είναι ένα, άρα η κίνηση είναι αδύνατη. Ολόκληρη, λοιπόν, η φύση κατά τον Παρμενίδη είναι απλό φαινόμενο. Έτσι η φυσική επιστήμη καθίσταται προβληματική.
Σ’ ένα σημείο παρ’ όλα αυτά η θέση του Παρμενίδη είναι ορθή : ότι δηλαδή το ον είναι εν. Ούτε ο Πλάτων ούτε ο Αριστοτέλης θέλησαν να κλονίσουν την άποψη για το ενιαίο του όντος. Το ερώτημα του Αριστοτέλη είναι αν παρά την ενότητα του το ον είναι επίσης και πολλά, γιατί μόνον στην προκείμενη περίπτωση το φύσει ον θα μπορούσε να είναι.
Σημειώσεις
[3] Βλ. Martin Heidegger: Vorträge und Aufsätze (Διαλέξεις και δοκίμια), Tübingen 19592, 234 επ
Ο ΠΑΤΕΡΑΣ ΤΗΣ ΜΟΝΟΣΗΜΑΝΤΗΣ ΣΚΕΨΗΣ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου