Τρίτη 28 Μαρτίου 2023

Hegel, Heidegger και το θεμέλιο της Ιστορίας(7)

Hegel, Heidegger και το θεμέλιο της Ιστορίας

Michael Allen Gillespie
The University of Chicago Press, 1984

Κεφάλαιο 1: Το περί Ιστορίας ερώτημα στ

Συνέχεια από 22 Μαρτίου 2023


Ο Γερμανικός Ιδεαλισμός, ιδιαιτέρως στην κορύφωση του στον στοχασμό του Hegel, αντιπροσωπεύει την πρώτη, την πληρέστερη, και ίσως την πιο βαθιά προσπάθεια κατανόησης του νοήματος της ιστορίας. Ο ιδεαλισμός είχε ήδη αποδεχτεί τη διδασκαλία του Διαφωτισμού περί ιστορικής προόδου πριν την επανάσταση, και στήριξε μάλιστα την επανάσταση στην αρχή της. Λόγω όμως της καταστροφικής κατάληξής της θεώρησε απαραίτητο να αναθεωρήσει τόσο την ιστορία όσο και την πρόοδο. Το αποτέλεσμα ήταν μια νέα θεώρηση της ιστορικής προόδου, βασισμένη σε μια νέα κατανόηση της σχέσης ανθρώπου και φύσεως. Η πρώιμη νεωτερικότητα είχε δώσει προτεραιότητα στην φύση και τους φυσικούς νόμους, ενώ ο ύστερος Διαφωτισμός αναγνώρισε την ανθρώπινη ελευθερία και την επανάσταση ως αποφασιστικής σημασίας. Ο ιδεαλισμός προσπάθησε να συμφιλιώσει τα δυο αυτά στοιχεία σε μια νέα αντίληψη περί πραγματικότητας. Η φύση, σύμφωνα με τον ιδεαλισμό, δεν επιβάλλει νόμους στον ζωώδη άνθρωπο, ούτε ο άνθρωπος είναι ο απόλυτος κυρίαρχος της φύσεως. Και οι δυο είναι απαραίτητοι ο ένας για τον άλλο, και συμφιλιώνονται στη συνείδηση και τη λογική. Η ιστορία λοιπόν δεν κατανοείται πια ως η πλήρης απελευθέρωση του ανθρώπου και ολοκληρωτική υποταγή της φύσεως, αλλά ως διαλεκτική διαδικασία της προσέγγισης τους. Το τέλος της ιστορίας δεν είναι λοιπόν μια ανθρωπότητα ελεύθερη από όλους τους φυσικούς περιορισμούς, αλλά μια ανθρωπότητα, η ελευθερία της οποίας ταυτίζεται με τη λογική φύση. Η ιστορία λοιπόν δεν γίνεται αντιληπτή ως μια γραμμική ανάπτυξη ή μια απλή συσσώρευση γνώσης, αλλά ως διαλεκτική ανάπτυξη της συνείδησης. Η ιστορία λοιπόν οδηγεί επανειλημμένως τον άνθρωπο στην αντίφαση και τον οδηγεί προς τον σκοπό του, αφού τον παρασύρει πρώτα σε κάθε δυνατό σφάλμα. Είναι λοιπόν αδύνατο να προεκτείνουμε το παρόν βάσει απλών υπολογιστικών συλλογισμών και να προβλέψουμε το μέλλον, καθώς μια τέτοια πρόβλεψη είναι πάντα απλώς μια γενίκευση του παρόντος και αυτό σημαίνει γενίκευση ενός συγκεκριμένου σφάλματος. Συνεπώς, κάθε επανάσταση που επιδιώκει να εγκαθιδρύσει μια πλήρη ή ριζική ανθρώπινη ελευθερία είναι απαραιτήτως πλανεμένη.

Ο Hegel βέβαια ισχυρίζεται πως η ιστορία έφτασε στο τέλος και την ολοκλήρωση της κατά την εποχή του, και πως είναι δυνατόν να εξετάσει κανείς αναδρομικά την ολότητα της ιστορικής εξέλιξης και να γνωρίσει απόλυτα. Η γνώση αυτή όμως δεν είναι μια βάση επαναστατικής μεταμόρφωσης ή θεμελιώδους μεταρρύθμισης της κοινωνίας, και οδηγεί απλώς στην ολοκλήρωση βασικών αλλαγών, που έχουν ήδη συμβεί. Ο ιδεαλισμός τελειώνει λοιπόν με την έννοια της αποδοχής και συμφιλίωσης.

Όπως ο Ιδεαλισμός, έτσι και ο Ρομαντισμός στράφηκε κατά της Επανάστασης. Ο ρομαντισμός όμως υιοθέτησε μια ριζικά διαφορετική κατεύθυνση. Όπως έχουμε δει, η νεωτερικότητα χαρακτηρίζεται από τη συνείδηση, από το δυισμό υποκειμενικότητας και αντικειμενικότητας. Ο γερμανικός ιδεαλισμός προσπάθησε να συμφιλιώσει το υποκειμενικό με το αντικειμενικό, δηλαδή την ανθρώπινη ελευθερία και τη φύση, στη βάση μιας νέας αντίληψης για τη συνείδηση. Η άγγλο-γαλλική παράδοση αντιθέτως, θεωρούσε πως το αντικειμενικό, αυτό δηλαδή που οράται και βιώνεται, ήταν αποφασιστικής σημασίας. Ο ρομαντισμός, στο άλλο άκρο, δεν ανακάλυπτε την αλήθεια στην παρατήρηση ή τη συνείδηση περί των αντικειμένων, αλλά στην αυτό-συνειδησία ή την ενδοσκόπηση του υποκειμένου, όχι στις κινήσεις των άστρων, αλλά στις κινήσεις της ανθρώπινης καρδιάς.

Σύμφωνα με τον ρομαντισμό, ο άνθρωπος έχει πρόσβαση στο αιώνιο, και συνεπώς στην αλήθεια, όχι μέσω λογικού υπολογισμού και κατανόησης, αλλά δια της αίσθησης. Η διάνοια αντιθέτως απομονώνει τον άνθρωπο στην ατομικότητα του, αποξενώνοντας τον από το Θεό, τη φύση και τους συνανθρώπους του, υποσκάπτοντας έτσι την ενότητα και την αρμονία της παραδοσιακής ζωής. Οι συνέπειες ενός τέτοιου διαφωτισμού είναι, σύμφωνα με τον ρομαντισμό, η αποξένωση και η επανάσταση. Στον τομέα της πολιτικής, της επίθεσης του ρομαντισμού κατά του Διαφωτισμού ηγήθηκε η Ιστορική Σχολή, υπό την ηγεσία των Savigny, Ranke, και άλλων. Ο Διαφωτισμός αντιλαμβάνονταν τον άνθρωπο ως θεμελιωδώς ατομικό, και επιδίωκε να εγκαθιδρύσει ένα πολιτικό σύστημα, που να εγγυάται ατομικά φυσικά ή ανθρώπινα δικαιώματα. Ένας τέτοιος καθολικός ατομικισμός όμως, υποσκάπτει την κοινότητα, η οποία αναδύεται από τις παραδοσιακές συνήθειες και νόμους. Σύμφωνα με την Ιστορική Σχολή όμως, μια τέτοια παραδοσιακή κοινότητα είναι το αληθινό κέντρο της ανθρώπινης ζωής και η βάση κάθε ατομικής ανάπτυξης. Η επίθεση της Ιστορικής Σχολής στο Διαφωτισμό και την Επανάσταση, δεν στρέφεται κατά της ίδιας της ιστορίας ή των δικαιωμάτων, αλλά μόνο κατά της καθολικότητος τους, δηλαδή κατά της διάνοιας. Το αποτέλεσμα αυτού είναι η δημιουργία εθνικών ή τοπικών ιστοριών, που σκοπό έχουν να δοξάσουν και να ενισχύσουν την κοινότητα. Η ιστορία για την Ιστορική Σχολή δεν είναι μια γραμμική ή διαλεκτική ανάπτυξη της ανθρώπινης ελευθερίας και της καθολικής λογικής, αλλά κήπος με πολλά διαφορετικά άνθη, το καθένα με τον δικό του ιδιαίτερο χαρακτήρα και ανάγκες. Μια δέσμη δικαιωμάτων δεν μπορεί επομένως να ικανοποιήσει όλους τους ανθρώπους, και είναι επομένως απαραίτητο να απομονωθούν και να εκφραστούν ιδιαίτερα αγγλικά, γαλλικά, ή γερμανικά δικαιώματα, μέσω της διερεύνησης των ιστοριών και παραδόσεων των διαφόρων λαών.

Μια τέτοια σύλληψη τοπικών ή εθνικών ιστοριών, έστησε πράγματι ένα ανάχωμα ενάντια στον χιλιασμό, και προσέδωσε μια βάση στην παραδοσιακή κοινότητα, αλλά το κόστος ήταν υψηλό. Η άποψη αυτή της ιστορίας οδήγησε από την μια στην ανάδυση του ρομαντικού εθνικισμού, ο οποίος προωθήθηκε με διάφορες, πολλές φορές πολεμοχαρείς μορφές, και από την άλλη στον πολιτισμικό σχετικισμό, που θεωρεί όλες τις σταθερές ως ιδιοσυγκρασιακές και περιστασιακές. Και οι δυο αυτές πτυχές οδηγήθηκαν δυστυχώς στα άκρα από την ανικανότητα της Ιστορικής Σχολής να κατασκευάσει ένα πειστικό σύστημα συγκεκριμένων εθνικών δικαίων. Και πράγματι, κάθε περί δικαίου σύλληψη είχε κάποια ιστορική νομιμοποίηση, επιτρέποντας σχεδόν σε κάθε διδασκαλία, όσο ανώμαλη ή περίεργη και να ήταν, να παρελαύνει κάτω από το λάβαρο του εθνικισμού ή του Volk (λαός), και να ενισχύει τον φανατισμό της με ένα παθιασμένο πατριωτισμό.

Η κατάρρευση της φιλοσοφίας και ιδιαιτέρως της μεταφυσικής μετά το 1848, και η συνεπαγόμενη αύξηση του κύρους και της επιδραστικότητας των φυσικών επιστημών, οδήγησε στην αντίληψη πως και η ιστορία θα έπρεπε να είναι μια θετική επιστήμη. Αυτή η αντίληψη οδήγησε εκ μέρους της στην επαναπροσέγγιση της άγγλο-γαλλικής και της γερμανικής παράδοσης. Αυτό ήταν ιδιαίτερα προφανές στην κίνηση εντός της Ιστορικής Σχολής, προς μια πιο θετικιστική επιστήμη της ιστορίας. Ο Sybel, μαθητής των Savigny και Ranke, ισχυρίστηκε για παράδειγμα, πως η ιστορία είναι ανώτερη της φιλοσοφίας, όχι απλώς επειδή ασχολείται με το έθνος και όχι με την ανθρωπότητα, αλλά και επειδή καταπιάνεται με δεδομένα και όχι με τη λογική, πράγμα που την καθιστά πιο συμβατή με την φυσική επιστήμη. Το αποτέλεσμα αυτής της εξέλιξης ήταν η αυξανόμενη ταύτιση της ιστορικής με την μηχανική αιτιότητα, και την ανάπτυξη μιας ιστορικής λογικής, ανάλογης προς τη λογική των φυσικών επιστημών.

Ενώ η εφαρμογή αυτή της επιστημονικής μεθοδολογίας στην μελέτη της ιστορίας αύξησε δραματικά το εύρος και την ερμηνευτική της ισχύ, το πέτυχε μόνο θυσιάζοντας κάθε απαίτηση προσδιορισμού σταθερών για την ανθρώπινη διαγωγή. Η επιστήμη και η επιστημονική ιστορία επομένως καταπιάνονται με δεδομένα, και όχι με αξίες. Η αντίληψη αυτή περί ιστορίας βρήκε το φιλοσοφικό της σπίτι στον νεοκαντιανικό διαχωρισμό επιστήμης και ηθικής, ο οποίος επέτρεψε, στο όνομα της επιστήμης, την εγκατάλειψη της ερώτησης περί των αξιών με ήσυχη τη συνείδηση. Η απαλλαγμένη αξιών ιστορική ή κοινωνική επιστήμη, «λύνει» με τον τρόπο αυτό το πρόβλημα των αξιών αποποιούμενη κάθε ευθύνης, και διαβεβαιώνοντας πως οι αξίες αναδύονται με κάποιο γενικό και αόριστο τρόπο από τις συγκεκριμένες ιστορικές συνθήκες. Αυτό βέβαια δεν είναι τίποτε άλλο, παρά η επιστροφή στη συμβατικότητα (conventionalism), την οποία η ιστορία θεωρούσε πως ξεπέρασε.

Με την αποτυχία αυτής της νεοκαντιανικής ή θετικιστικής επιστήμης της ιστορίας να απαντήσει στο ερώτημα περί αξιών και να παράσχει ένα θεμέλιο για την αλληλεπίδραση φύσης και ελευθερίας, ο στοχασμός επέστρεψε πίσω στον Hegel, ο οποίος είχε εκφράσει μια αντίληψη περί ιστορίας, βασισμένη στη συμφιλίωση φύσης και ελευθερίας, όπως και δεδομένων και αξιών. Η περεταίρω εξέλιξη της περί ιστορίας αντίληψης ήταν στην ουσία μια διαρκώς αυξανόμενη ριζοσπαστικοποίηση της θέσης του Hegel. Λίγοι όμως είναι αυτοί που αποδέχτηκαν τον Hegel χωρίς κριτική, αλλά και αυτοί που τον απέρριψαν, παραμένουν στον ορίζοντα του.

Ο πρώτος και οπωσδήποτε ο πολιτικά σημαντικότερος από αυτούς τους εγελιανούς, ήταν ο Μαρξ. Κατά την άποψη του δεν υπάρχει διάκριση μεταξύ ιστορίας και φύσεως ή δεδομένων και αξιών. Ως προς αυτό το σημείο παραμένει μέσα στον ιδεαλιστικό ορίζοντα. Ο στοχασμός του όμως παίρνει μια σαφώς υλιστική στροφή. Η ιστορία είναι κατά την άποψη του «ερμηνεία των πραγμάτων όπως είναι και όπως συνέβησαν», και επομένως «κάθε βαθύ φιλοσοφικό πρόβλημα διαλύεται και καταλήγει ένα εμπειρικό δεδομένο». Η historia rerum gestarum είναι απλώς μια αντανάκλαση της αληθινά πραγματικής res gestae. Η επίκαιρη ιστορία όμως δεν κατανοείται ως συμφιλίωση της ανθρώπινης ελευθερίας και της φύσεως, αλλά ως συγκεκριμένη ανάπτυξη μέσων παραγωγής, τα οποία θα επιτρέψουν την κυριαρχία επί της φύσεως και την εγκαθίδρυση ενός βασιλείου τέλειας ανθρώπινης ελευθερίας και δημιουργικότητας. Ο Μαρξ λοιπόν επιστρέφει με τον τρόπο αυτό στην περί προόδου ιδέα του Διαφωτισμού. Η διδασκαλία αυτή όμως ριζοσπαστικοποιείται στα χέρια του Μαρξ, δια της καθυπόταξης της φιλοσοφίας στην ιστορία. Ενώ ο Διαφωτισμός και ο Ιδεαλισμός αποδέχονταν την προτεραιότητα της φιλοσοφίας ως προς την ιστορία, το ότι δηλαδή η αιωνιότητα της λογικής καθιστά κατανοητό το επίκαιρο, ο Μαρξ πίστευε πως η ιστορία ως res gestae καθορίζει τον χαρακτήρα ολόκληρης της φιλοσοφίας. Η φιλοσοφία είναι για τον Μαρξ ιδεολογία, και είναι πολύ απομακρυσμένη από την αποκάλυψη της αλήθειας περί του ανθρώπου και των αξιών. Αποκαλύπτει μόνο τις προκαταλήψεις και τις επιθυμίες μιας συγκεκριμένης εποχής και τάξεως. Ο Μαρξ όμως δεν πέφτει με τον τρόπο αυτό στον σχετικισμό. Η ιστορία δίνει κατεύθυνση στον άνθρωπο. Αυτή μόνη είναι η πηγή της αλήθειας, και αυτή μόνη μπορεί να μας πει τι οφείλουμε να κάνουμε: είναι για μας «το ένα και το παν».

Συνεχίζεται

Δεν υπάρχουν σχόλια: