Παρασκευή 17 Μαρτίου 2023

Ο ΜΗΔΕΝΙΣΜΟΣ ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΤΟΝ ΝΙΤΣΕ - Michael Gillespie (63)

 Συνέχεια από: Τρίτη 7 Μαρτίου 2023

Nihilism Before Nietzsche

Michael Allen Gillespie

Μετάφραση: Γιώργος Ν. Μερτίκας

ΕΒΔΟΜΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Ο ΔΙΟΝΥΣΟΣ ΚΑΙ Ο ΘΡΙΑΜΒΟΣ ΤΟΥ ΜΗΔΕΝΙΣΜΟΥ

Οι ρομαντικές καταβολές του διονυσιακού

Ακόμη και αυτή η σύντομη πραγμάτευση της πρωιμότερης ιστορίας του διονυσιακού αποκαλύπτει τη μεγάλη οφειλή του Nietzsche στους πρώτους Γερμανούς ρομαντικούς οι οποίοι εμπνεύστηκαν από τον Fichte. Το μέγεθος αυτής της οφειλής γίνεται ακόμη σαφέστερο εάν εξετάσουμε το σύγγραμμα του Creuzer "Συμβολισμός και μυθολογία", το οποίο ήταν σημαντικό για την πρωιμότερη κατανόηση του διονυσιακού. Ο Creuzer, όπως ο Hegel και ο Schelling, επηρεάστηκε από τη φιχτιανή φιλοσοφία της απόλυτης υποκειμενικότητας. Κατά την άποψή του, η θρησκεία εν γένει είναι η προοδευτική αποκάλυψη αυτού του απόλυτου. Ο κόσμος δεν είναι παρά ο αλλοτριωμένος εαυτός του απόλυτου, το ουκ εγώ το οποίο δημιουργήθηκε από το απόλυτο εγώ, για να χρησιμοποιήσουμε φιχτιανή ορολογία, και η διαδικασία με την οποία αυτό το είναι αποκαλύπτεται στον άνθρωπο είναι επίσης η διαδικασία με την οποία επανέρχεται στον εαυτό του και ανασυγκροτεί τη χαμένη ενότητά του. Η ιστορία της θρησκείας, σύμφωνα με τον Creuzer, είναι η ιστορία της συμφιλίωσης του απόλυτου με τον εαυτό του.

Για τον Creuzer η ελληνική θρησκεία είναι ένα στάδιο στη διηνεκή αποκάλυψη του θεϊκού, που άρχισε στην αρχαία Ινδία. Αυτή η ανατολική αποκάλυψη ήλθε στους Έλληνες μέσω των Αιγυπτίων και των ορφικών λατρειών, όπως και εκείνη των πυθαγορείων. Στο επίκεντρό της, υποστηρίζει ο Creuzer, υπήρχε ένας θεός των θεών, τον οποίο οι Ινδοί αποκαλούσαν Βισνού, οι Αιγύπτιοι Όσιρι και οι Έλληνες Διόνυσο. Ήταν η φύση προσωποποιημένη. Η περιγραφή του Creuzer βρίσκεται σε αντίθεση με την ελληνική άποψη για τον Διόνυσο ως τον νεότερο των θεών, αλλά ισχυρίζεται ότι ο Διόνυσος αντιμετωπιζόταν ως ο νεότερος επειδή έφθασε στην Ελλάδα αργότερα από τους άλλους θεούς. Στην ανατολική αποκάλυψη και στην απόκρυφη θρησκεία των Ελλήνων αναγνωριζόταν ως κορυφαίος και πρωτογενής. Ωστόσο μπορούσε να κατακτήσει αυτή τη θέση εφ' όσον θα εμπλεκόταν σε μάχη με τον Απόλλωνα, του οποίου η φωτεινή λατρεία είχε προ πολλού καθιδρυθεί στην Ελλάδα. Η ιστορία της ελληνικής θρησκείας είναι η ιστορία της κατίσχυσης του Διονύσου και της καθυπόταξης του Απόλλωνα. Ο Διόνυσος αναγνωρίστηκε ως ο θεός ο οποίος βρίσκεται στην απαρχή του κόσμου και εμπλέκεται στη δημιουργία του, ως η αστείρευτη δύναμη της φύσης, το μοναδικό ζωντανό ον το οποίο δημιουργεί τον κόσμο από τη δική του πλησμονή. Οι υπόλοιποι θεοί είναι μεμονωμένες στιγμές του Διονύσου, προσωπεία της μοναδικής γνήσιας πραγματικότητας. Αυτοί οι θεοί και όλα τα ατομικά όντα είναι η αυτοαλλοτρίωση αυτής της αρχέγονης ενότητας. Τα ανθρώπινα όντα είναι επομένως στιγμές του υπέρτατου όντος, του Διονύσου, και κατά συνέπεια ποθούν να επανενωθούν μαζί του στην αρχέγονη ενότητα.

Ο Διόνυσος, όπως ο Όσιρις, είναι λοιπόν ο θεός του διασκεδασμού και της συμφιλίωσης, ο οποίος επανειλημμένως διαμελίζεται και επανειλημμένως αναγεννάται. Τα μυστήριά του είναι η εξύμνηση της επιστροφής και της αναδημιουργίας του. Αυτή η συμφιλίωση, ωστόσο, συνεπάγεται την άρνηση κάθε ατομικότητας. Η εποχή του Διονύσου, σύμφωνα με τον Creuzer, είναι η εποχή του Σίβα, του εξολοθρευτή, ο οποίος επαναφέρει καθετί στο αρχέγονο πυρ ή γίγνεσθαι.

Η διονυσιακή θρησκεία όμως δεν μπορεί να ικανοποιήσει τον πνευματικό πόθο για συμφιλίωση. Ο Creuzer, όπως οι ιδεαλιστές, πιστεύει ότι η πραγματική συμφιλίωση απαιτεί μια ενέργεια της ύψιστης ελευθερίας με την οποία ό,τι εξωτερικεύεται από το είναι του θεού μπορεί να επανέλθει στον θεό. Η συμφιλίωση επομένως δεν είναι ποτέ δυνατόν να επέλθει μέσω της φύσης, διότι αυτή πάντοτε εμπεριέχει κάποιο στοιχείο αναγκαιότητας το οποίο αντιτίθεται στην ελευθερία και στην υποκειμενικότητα. Αυτός ο σπουδαίος σκοπός στον οποίο αποβλέπει κάθε θρησκεία τελικά επιτυγχάνεται από τον χριστιανισμό. Ο Διόνυσος πρέπει συνεχώς να θυσιάζεται και να αναγεννάται προκειμένου να λυτρώσει τους πιστούς του από τα δεινά, επειδή είναι η θεοποίηση της φύσης και περιορίζεται από τους κύκλους της φύσης. Ο Χριστός, αντιθέτως, αντιπροσωπεύει την πραγματική ελευθερία επειδή ανυψώνεται υπεράνω της φύσης. Η αυτοθυσία του είναι μοναδική, έγινε άπαξ διά παντός. Επομένως υπόσχεται στους πιστούς του μια σωτηρία που τους απελευθερώνει από τους κύκλους της φύσης, από τον χρόνο και από τα δεινά.

Όπως ο Hegel και ο Goethe, τους οποίους θαυμάζει, ο Creuzer καθυποτάσσει το δαιμονιακό στο θεϊκό. Το σύνολο των προγενέστερων θεών, και ο Διόνυσος ειδικότερα, συλλαμβάνονται ως αποτυχημένες απόπειρες να ανασυγκροτηθεί η αρχέγονη ενότητα και να συνενωθεί ο άνθρωπος με το αρχέγονο είναι. Από μια θεϊκή προοπτική, αυτές οι θρησκείες είναι οι αποτυχημένες προσπάθειες του απόλυτου να ανασυγκροτήσει την ταυτότητα που κατακερματίστηκε από τη δημιουργία του κόσμου. Για τον Creuzer, όπως και για τον Fichte, η βασική δύναμη στην ανθρώπινη ζωή είναι ο πόθος, αλλά, σε αντίθεση με τον Fichte και εγγύτερα στο πνεύμα των Hegel και Schelling, πιστεύει ότι αυτός ο πόθος βαθμηδόν ικανοποιείται μέσω του χριστιανισμού.

Ακόμη και από αυτή τη σύντομη περιγραφή αρχίζουμε να κατανοούμε το μεγάλο χρέος του Nietzsche στη ρομαντική ιδέα του Διονύσου. Πολλά από τα βασικά χαρακτηριστικά του νιτσεϊκού Διονύσου είναι ήδη παρόντα στον Creuzer. Στην πραγματικότητα, ο Nietzsche και ο Creuzer διαφέρουν μόνο ως προς δύο αποφασιστικά σημεία. Πρώτον, ο Creuzer απορρίπτει ρητά την αισθητική ανάγνωση του Διονύσου, οποία είναι τόσο σημαντική για τον Nietzsche. Γι' αυτό δεν κάνει σχεδόν την παραμικρή μνεία για τη συνάφεια του Διονύσου με την τραγωδία. Δεύτερον, ο Nietzsche απορρίπτει τη θεώρηση του Creuzer για τον Διόνυσο, μια και τον παρουσιάζει ως ατελή προσέγγιση του χριστιανικού Θεού. Οι δύο αυτές διαφορές είναι συναφείς. Ο χριστιανικός Θεός κατά την άποψη του Nietzsche είναι η άρνηση της τραγωδίας, η φυγή από τις αντιφάσεις αυτού του κόσμου σε κάποιο ορθολογικό εκείθεν. Το να βλέπει κανείς τον Διόνυσο ως ατελή εκδοχή του χριστιανικού Θεού είναι, λοιπόν, δυνατόν μόνο εάν αποδέχεται την ύπαρξη του ιδεώδους ή υπερβατικού κόσμου που ο χριστιανισμός παρουσιάζει ως πραγματικότητα. Εάν αυτός ο κόσμος είναι σκέτος μύθος, τότε ο Διόνυσος δεν μπορεί να είναι απλώς ένας ατελής χριστιανικός Θεός. Πράγματι, ο χριστιανικός Θεός εμφανίζεται τότε ως ατελής μορφή του Διονύσου. Ο Nietzsche υποστηρίζει σε μια όψιμη σημείωση: «Ας απομακρύνουμε την ύψιστη καλοσύνη από την έννοια του Θεού: είναι άνευ αξίας για ένα θεό. Ας απομακρύνουμε, επίσης, την ύψιστη σοφία: γι' αυτή την ανόητη ιδέα ενός Θεού ο οποίος είναι τέρας σοφίας ευθύνεται η ματαιοδοξία των φιλοσόφων: θα πρέπει να τους μοιάζει όσο το δυνατόν περισσότερο. Όχι! Θεός είναι η ύψιστη δύναμη - αυτό αρκεί! Καθετί απορρέει από αυτό, “ο κόσμος” απορρέει από αυτό!».

Με τον θάνατο του χριστιανικού Θεού ο Διόνυσος, σύμφωνα με τον Nietzsche, προβάλλει από μόνος του ως ο θεός της φύσης και των κύκλων της φύσης, της γένεσης, του θανάτου και της αναγέννησης, ως ο θεός της τραγωδίας και ο θεός της κωμωδίας, κοντολογίς ως ο θεός της ζωής.

Ο Nietzsche υπερβαίνει τον Creuzer σε σημαντικά ζητήματα, προσεγγίζοντας την αντιρομαντική κριτική του Heine και άλλων, προκειμένου να μετασχηματίσει τη ρομαντική συνταύτιση του Διονύσου και του Χριστού σε αντίθεση. Η αντίθεση ανάμεσα στον Διόνυσο και στον Χριστό που κατασκευάζει ο Nietzsche συγκαλύπτει, ωστόσο, τις υποκείμενες ομοιότητες ανάμεσα στους δύο, που είναι φανερές στον Creuzer και τις οποίες ο Nietzsche αποδέχεται σιωπηλά. Επιπλέον, ακόμη και όσα στοιχεία πιστεύει ο Nietzsche ότι διαχωρίζουν αποφασιστικά τον Διόνυσο από τον χριστιανικό Θεό σε τελική ανάλυση απορρέουν από αυτό τον Θεό, που γίνεται κατανοητός με νομιναλιστικό τρόπο ως ο Θεός της βούλησης. Ο Nietzsche όμως προφανώς δεν γνώριζε τον καθοριστικό ρόλο που έπαιζε αυτός ο χριστιανικός Θεός στη διαμόρφωση της ιδέας του για το διονυσιακό, επειδή δεν κατανοούσε τις ιδεαλιστικές καταβολές είτε της έννοιας του διονυσιακού είτε της έννοιας της βούλησης, που φαντάζεται ότι είναι ουσιώδης για το διονυσιακό. Πίστευε, όπως είδαμε, ότι η αντίληψή του για το διονυσιακό και τη βούληση για δύναμη ήταν καινοφανής και επαναστατική. Μια προσεκτικότερη εξέταση της γένεσης αυτής της ιδέας στον γερμανικό ιδεαλισμό θέτει και αυτό τον ισχυρισμό υπό αμφισβήτηση.

Η ΤΡΑΓΙΚΗ ΤΑΥΤΙΣΗ ΤΗΣ ΦΥΣΕΩΣ ΜΕ ΤΗΝ ΦΥΣΗ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΑΚΥΡΩΣΕ Ο ΚΥΡΙΟΣ ΠΡΟΣΛΑΜΒΑΝΟΝΤΑΣ ΜΟΝΟΝ ΤΑ ΑΔΙΑΒΛΗΤΑ ΠΑΘΗ, ΦΤΑΝΕΙ ΣΕ ΜΙΑ ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΑΠΟΚΟΡΥΦΩΣΗ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: