Ο ΔΙΟΝΥΣΟΣ ΚΑΙ Ο ΘΡΙΑΜΒΟΣ ΤΟΥ ΜΗΔΕΝΙΣΜΟΥ
Ο Διόνυσος είναι η τελική απάντηση του Nietzsche στον μηδενισμό του χριστιανισμού. Ωστόσο αυτός ο Διόνυσος είναι πράγματι το ενάλλαγμα στη χριστιανική παράδοση; Μια πλήρης απάντηση σε αυτό το ερώτημα ξεπερνά το πλαίσιο αυτού του συγγράμματος, αλλά σε ό,τι ακολουθεί θα προσπαθήσω να δείξω πως σε σημαντικά ζητήματα αντλεί από τη χριστιανική παράδοση όπως εκφράζεται στον ρομαντισμό και στον γερμανικό ιδεαλισμό.
Έχει υποστηριχθεί συχνά ότι ο Nietzsche είναι ρομαντικός, αλλά αυτός ο ισχυρισμός καθίσταται προβληματικός από το γεγονός ότι ο ίδιος ο Nietzsche είναι ιδιαίτερα επικριτικός όσον αφορά τον ρομαντισμό. Κατά την άποψή του, ο ρομαντισμός και ο γερμανικός ιδεαλισμός είναι τα τελευταία κατάλοιπα της χριστιανικής ηθικότητας. Η κριτική του Nietzsche στον ρομαντισμό δεν αποδεικνύει, ωστόσο, ότι δεν ήταν ρομαντικός ή ότι δεν επηρεάστηκε από αυτόν. Ο ρομαντισμός που γνώριζε και επέκρινε ο Nietzsche ήταν ο όψιμος ρομαντισμός, και προφανώς τον γνώριζε κυρίως στη γαλλική και στη γερμανική εκδοχή του. Ουσιαστικά ο Wagner ήταν το βασικό του παράδειγμα. Αντιθέτως, καθώς φαίνεται, γνώριζε ελάχιστα για τον πρώιμο ρομαντισμό, με τον οποίο έχει τη μεγαλύτερη συγγένεια. Επιπλέον, ό,τι γνώριζε γι' αυτούς τους ρομαντικούς συχνά το γνώριζε από δεύτερο χέρι, για παράδειγμα από τον Goethe, του οποίου η σχέση με τον ρομαντισμό ήταν αρκετά αμφίλογη. Ανεξάρτητα από τις γνώσεις του για τον ρομαντισμό, όμως, ο Nietzsche είτε δεν κατανοούσε είτε επιθυμούσε να αποκρύψει όσα όφειλε η σκέψη του στον πρώιμο ρομαντισμό. Αυτό αληθεύει ιδιαίτερα για την έννοια του διονυσιακού.
Η έννοια του διονυσιακού πρωτοεμφανίστηκε τον δέκατο όγδοο αιώνα στο έργο των Heinse, Hamann και Herder. Στηριζόμενος σε αυτά τα έργα, ο Winckelmann έδωσε στην έννοια έναν αισθητικό ορισμό, παρουσιάζοντας τον Διόνυσο και τον Απόλλωνα ως υποδείγματα της ιδεώδους ομορφιάς στο σύγγραμμά του “Ιστορία της αρχαίας τέχνης”, το οποίο ο Nietzsche γνώριζε άριστα. Η έννοια ήταν σημαντική για τους πρώτους Γερμανούς ρομαντικούς. Ο μαθητής του Fichte Friedrich Schlegel διατεινόταν, για παράδειγμα, ότι ο Διόνυσος ήταν ο θεός της αθάνατης χαράς, της θαυμαστής πληρότητας και της απελευθέρωσης. Ο Nietzsche κατά πάσα πιθανότητα δεν γνώριζε το σχετικό σύγγραμμα του Schlegel, αλλά επηρεάστηκε έντονα από το έργο του έτερου Schlegel, του August Wilhelm Schlegel, στον οποίο η χρήση της έννοιας ήταν παρόμοια με εκείνη του αδελφού του.
Δύο άλλοι μαθητές του Fichte, ο Novalis και ο Hölderlin, στηριζόμενοι στο μυστήριο της θείας κοινωνίας, συνταύτισαν τον Διόνυσο με τον Χριστό.[Ο φίλος του Ηölderlin Hegel παρουσίαζε το διονυσιακό ως ανολοκλήρωτη μορφή της χριστιανικής πνευματικότητας]. Αυτή η συνταύτιση ήταν αποφασιστική για τον ρομαντισμό και συνέβαλε να καθιερωθεί ο Διόνυσος ως ο θεός της καθολικής συμφιλίωσης.
Οι ρομαντικοί αντιμετώπιζαν τον Διόνυσο ως το απόγειο της ελληνικής κουλτούρας, ενώ οι υπέρμαχοι του κλασικισμού έβλεπαν το διονυσιακό ως ασθένεια. Οι βασικοί υπέρμαχοι της ρομαντικής τοποθέτησης ήσαν ο Georg Creuzer, ο οποίος στο σύγγραμμά του “Συμβολισμός και μυθολογία των αρχαίων εθνών” τοποθετούσε ελληνικά, αιγυπτιακά και ινδικά μυστήρια υπό την επιρροή του Διονύσου, και ο Joseph Görres, ο οποίος περιέγραφε τη μυθική καταγωγή του κόσμου ως τα επιφάνια του Διονύσου. Ο κυριότερος υπέρμαχος της κλασικής θεώρησης ήταν ο Johann Voss, ο οποίος με το έργο του “Αντισυμβολισμός” στρεφόταν ενάντια στον Creuzer. Ο Goethe παρακολούθησε αυτή τη διαμάχη και τον βοήθησε να διαμορφώσει την ιδέα του για την αντίθεση ρομαντισμού και κλασικισμού, η οποία επηρέασε έντονα τον Nietzsche. Ο Nietzsche δανείστηκε το σύγγραμμα του Creuzer από τη βιβλιοθήκη στα τελευταία στάδια της εργασίας του πάνω στη “Γένεση”, αλλά πιθανώς ήταν ήδη αρκετά εξοικειωμένος με αυτή τη διαμάχη χάρη στον φίλο του Johann Bachofen, ο οποίος στο έργο του “Ταφικός συμβολισμός των αρχαίων” ισχυριζόταν ότι η απόκρυφη ορφική θρησκεία παρέβλεψε την αρχή της εσωτερικής ενότητας στο σύνολο της κοσμικής ζωής και ότι ο Διόνυσος συνένωνε ένα πλήθος θεοτήτων. Ο Nietzsche μνημονεύει, επίσης, το έργο του Christian Lobeck “Αγλαόφημος”, τη ρομαντική απάντηση στον Voss, προκειμένου να αναιρέσει την περιγραφή του για το διονυσιακό ως «ποταπή φλυαρία».
Ο πρώτος φιλόσοφος που χρησιμοποίησε με σοβαρότητα τον όρο ήταν ο Schelling, στο έργο του “Φιλοσοφία της μυθολογίας”. Προφανώς γνώριζε την έννοια από τους κουνιάδους του τους Schlegel. Ο τρόπος με τον οποίο παρουσιάζει τον Διόνυσο ως τη μεθυστική δύναμη της ποιητικής μεγαλοφυΐας και τον Απόλλωνα ως την αντενεργό δύναμη της μορφής που αρνείται τον Διόνυσο μοιάζει εκπληκτικά με εκείνον του Nietzsche, αλλά δεν υπάρχει κάποια μαρτυρία ότι ο Nietzsche διάβασε αυτό το έργο. Όπως ο Bachofen, ωστόσο, ο Schelling στηρίχθηκε σε μεγάλο βαθμό στον Creuzer. Αυτή τη ρομαντική θεώρηση του διονυσιακού ασπάστηκαν σιωπηλά ο Karl Müller στο “Εγχειρίδιο της αρχαιολογίας της τέχνης”, ο Ludwig Preller στο σύγγραμμά του “Ελληνική μυθολογία” και ο Friedrich Welcker στο έργο “Μύθοι των ελληνικών θεών”. Ο Nietzsche συμβουλεύτηκε τα δύο τελευταία συγγράμματα ενώ συνέγραφε τη “Γένεση”.
Παρά το γεγονός ότι στηρίζεται στους ρομαντικούς, ο Nietzsche θεωρεί τη δική του έννοια του διονυσιακού ως αντιρομαντική. [Ο Nietzsche υποστηρίζει ότι «σε τελική ανάλυση είναι ζήτημα δύναμης: η ρομαντική τέχνη στο σύνολό της θα μπορούσε να αναπροσανατολιστεί από έναν προικισμένο καλλιτέχνη με μεγάλη βούληση για δύναμη προς μία εντελώς αντιρομαντική κατεύθυνση, ή -για να χρησιμοποιήσω τη διατύπωσή μου- προς το διονυσιακό»]. Καθώς φαίνεται, κατέληξε σε αυτό το συμπέρασμα επειδή, όπως και ο Heine, απέρριπτε τη ρομαντική ταύτιση του Διονύσου και του Χριστού. Στο σύγγραμμά του “Θεοί στην εξορία” ο Heine παρωδούσε τη ρομαντική απόπειρα να συνταυτιστούν ο Διόνυσος και ο Χριστός, αντιπαραθέτοντάς τους και εξεικονίζοντας τον Διόνυσο ως μεφιστοφελικό, ελκυστικό και ανήθικο θεό. Η σύνθεση του Διονύσου και του Εσταυρωμένου, την οποία πολλοί ρομαντικοί είχαν αποδεχθεί, μετατοπιζόταν έτσι σε αντίθεση. Αυτή η αντίθεση εκλαϊκεύτηκε από τον Robert Hamerling στο δημοφιλές έργο του “Ο Αχασβερός στη Ρώμη”. Γνωρίζουμε ότι ο Nietzsche διάβασε άλλα έργα του Hamerling, και ίσως είχε διαβάσει και αυτό.
Η αρχική πηγή έμπνευσης του Nietzsche σε σχέση με το διονυσιακό ήταν μάλλον η υδατογραφία του Bonaventura Genelli που απεικόνιζε τον Διόνυσο ανάμεσα στις Μούσες ο Nietzsche την είδε και τη συζήτησε με τον Wagner στο Τρίμπσεν. Ο Genelli άντλησε την ιδέα για την υδατογραφία του από τον ποιητή του κύκλου “Sturm und Drang” Maler Müller, ο οποίος ήταν ένας ειλικρινής συνήγορος του δαιμονικού γιγαντισμού, που υπήρξε σημαντικότατος για τους πρώτους ρομαντικούς. Ο Genelli εντυπωσιάστηκε από το γεγονός ότι ο Müller απέδιδε αυτή την άγρια και μεθυστική ελευθερία στον Διόνυσο και θέλησε να το απεικονίσει σε υδατογραφία. Για τον Nietzsche αυτή η υδατογραφία ήταν μια αλληγορία της μετάβασης από τον βαρβαρισμό που προλογιζε την άνοιξη του Ομήρου· ο αρχαϊκός Διόνυσος και ο Απόλλωνας του Genelli είναι υπ' αυτή την έννοια πρότυπα για τον Nietzsche. Αυτή η αρχική πηγή έμπνευσης προφανώς οδήγησε τον Nietzsche σε παλαιότερες πηγές για τον Διόνυσο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου