Τρίτη 7 Μαρτίου 2023

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ (162)

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ 

Συνέχεια από Τετάρτη, 1η Μαρτίου 2023


                                                   Jacob Burckhardt

                                                       ΤΟΜΟΣ 3ος
                              ΜΕΡΟΣ ΕΒΔΟΜΟ:
ΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΜΟΥΣΙΚΗ
                                          IΙ. ΕΞΑΜΕΤΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ

1. Η ΟΜΗΡΙΚΗ ΕΠΟΠΟΙΙΑ - 4


Σκοπός του ποιητή είναι εδώ να ερμηνεύσει, με την μεγαλύτερη δυνατή πληρότητα, δια της συμπεριφοράς των μνηστήρων, την έννοια μιας απόλυτα ασεβούς, ανθρώπινης εκδίκησης, να την επεκτείνει προς όλες τις κατευθύνσεις, και να την οδηγήσει στη σθεναρότερη δυνατή κατάληξη. Πρόκειται για την εικόνα της ύβρεως και την καταστροφή που εμπεριέχει. Ιδού γιατί αναδεικνύεται εδώ όλη η αθλιότητα της Ιθάκης· ο ακροατής γίνεται, μέσα από μια προϊούσα αγανάκτηση, μάρτυρας του πλήθους των προσώπων που συμμετέχουν στο κακό, και της έκτασης του κακού. Η 16η Ραψωδία είναι κατά το μεγαλύτερό της μέρος αφιερωμένη σ’ αυτή την αγανάκτηση: ο ποιητής μάς κοινωνεί την απελπισία του Λαέρτη, απαριθμεί τους μνηστήρες σύμφωνα με την καταγωγή τους, μας αποκαλύπτει τις προβλέψεις του Οδυσσέα, ο οποίος αναμένει τη δυσμενή μεταχείρισή του, μας εισάγει στο συμβούλιο κατά το οποίο αποφασίζουν μυστικά τη δολοφονία του Τηλέμαχου, και μας θυμίζει την προηγούμενη μεγαλοψυχία του Οδυσσέα απέναντι στους χειρότερους εχθρούς του, τον Αντίνοο και τον Ευρύμαχο. Απέναντι σε όλα αυτά η εκδίκηση γίνεται αρτιότερη δια της υπομονής και της επιφυλακτικότητας. Ο Οδυσσέας, και μόνο για να δοκιμάσει τη σύζυγό του, είναι σε θέση να ελέγχει απόλυτα την επιθυμία του· η σύζυγος, οι συμπολίτες του και οι φίλοι του δεν θα πρέπει να τον αναγνωρίσουν παρά μόνον όταν θα έχει εκδικηθεί ολοσχερώς τους μνηστήρες και θα έχει αποδείξει ότι ελέγχει την κατάσταση.

Στο μεταξύ, και μετά την περιγραφή της παραμονής στη νήσο των Φαιάκων, η μορφή του ήρωα έχει προκαλέσει στον ακροατή ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον, και μια μαγική επιρροή. Στην παρελθούσα βιωτή του υπήρξε ένας μεγάλος άνδρας ανάμεσα σε αρκετούς άλλους, η προσωπικότητά του είχε διαφανεί, αλλά παράλληλα με αυτές του Αχιλλέα, του Αγαμέμνονα, του Αίαντα. Τώρα αναδεικνύεται μόνος, μέσα από το γενικό πλαίσιο, πλήρως και πραγματικά παρών, καθιστάμενος πλέον για εμάς ο πιο φημισμένος Έλληνας, δίπλα στον Σωκράτη. Αντιπροσωπεύει λοιπόν μία από τις δύο μορφές του αρχαίου κόσμου που εξέφρασαν την απόλυτη πραγματικότητα, δηλαδή το ελληνικό ιδανικό, όχι μόνο σε ιδιαίτερες χρονικές περιόδους ή συνθήκες του βίου, αλλά το ιδανικό καθαυτό, και τούτο χωρίς την παρεμβολή ουδενός φαντασιακού στοιχείου, αλλά ενσαρκωμένου απολύτως σε ένα μοναδικό πρόσωπο, πρότυπο ζωντάνιας και δράσης.

Η μορφή του αναδεικνύεται μέσα από τους τέσσερις μονολόγους του κατά τη διάρκεια του ναυαγίου, καθώς κολυμπά, και αμέσως μόλις πατά στη γη, και αποδεικνύουν στον ακροατή ότι διατηρεί τον αυτοέλεγχο τόσο κατά την πάλη του με τα κύματα, όσο και κατά την θαυμαστή συνομιλία του με τη Ναυσικά. Η οδύνη του μεγάλου μάρτυρα γίνεται ακόμη πιο έντονη σε όλη τη διάρκεια του πρώτου ημίσεως του έπους, και οι πλέον τραγικές στιγμές του, θα έβαζαν ασφαλώς σε δοκιμασία την αντοχή του ακροατή αν δεν τις αφηγείτο, όπως αναφέραμε, ο ίδιος ο επιζών. Θυμίζουμε το διάλογο με την ψυχή της μητέρας του Αντίκλειας, που έσβησε από τον πόνο της για κείνον, και της οποίας η σπαρακτική περιγραφή της κατάστασης που επικρατεί στην Ιθάκη, και της οδύνης που κατατρύχει την σύζυγο και τον πατέρα του, εμφανίζει την σκοτεινή όψη της πατρίδας του. Από την μητέρα του Οδυσσέα ο ακροατής πληροφορείται μόνο ότι η αναμονή της επιστροφής του υιού της την οδήγησε στο θάνατο, διότι ο Οδυσσέας είναι απ’ αυτούς των οποίων η αναμονή συνοδεύεται από θανατηφόρο οδύνη. Μπορούμε να φανταστούμε την κατάσταση στην οποία βρίσκεται, περιγράφοντας την πιο εφιαλτική στιγμή της ζωής του, όταν βλέπει τη Σκύλλα να αρπάζει και να καταβροχθίζει τους συντρόφους του, που τον καλούν ακόμα με το όνομά του και απλώνουν χέρια βοηθείας. Και τέλος να αναφέρουμε εν συντομία μερικά ατομικά χαρακτηριστικά, όπως την οξύτητα με την οποία απαντά στον Ευρύμαχο.

Σε όλες αυτές τις καταστάσεις διατηρεί αλώβητη την αξιοπρέπειά του, ακόμη και όταν ο ακροατής θα μπορούσε να τον εκλάβει ως κομπαστή, εκεί όπου αρπάχτηκε από μια αγριοσυκιά, περιμένοντας να εκβράσει η Χάρυβδη το κύμα που αναρρόφησε. Σχετικά με κάποιες από τις φανταστικές του περιπέτειες στις οποίες είναι ακαταπόνητος η Αθηνά του λέει γελώντας: «Ποια η ανάγκη ακόμη και στην πατρίδα σου να εμφανίζεσαι ψεύτης !» Πανέμορφη είναι και η περιπέτεια που διηγείται στον Εύμαιο, η οποία παρουσιάζει τόσες ομοιότητες με αυτά που πραγματικά έζησε, ώστε σε ορισμένα σημεία το πάθος της αφήγησης του ήρωα να την καθιστά αληθινή.

Συναινεί στα παράπονα των δικών του ανθρώπων, πριν τον αναγνωρίσουν, και τους ρωτά με ύφος βίαιο και έντονα επικριτικό, γιατί τα ανέχθηκαν όλα αυτά. Αλλά το χάρισμα του βασιλέα είναι ότι γνωρίζει πότε να σιωπά· υπάρχει επίσης εξαιρετική ένταση στα λόγια που απευθύνει στον Τηλέμαχο: «Αν πραγματικά είσαι με το μέρος μου και ανήκεις στο ίδιο αίμα, κανείς δεν θα μάθει ότι ο Οδυσσέας επέστρεψε» κ.ο.κ.

Τα πέντε βασικά πρόσωπα του έπους, η Πηνελόπη, ο Τηλέμαχος, ο Εύμαιος και η Ευρύκλεια, σχηματίζουν γύρω του έναν κλοιό. Η πλήρης ωριμότητα των χαρακτήρων τους δεν εμφανίζεται παρά μόνο μετά την αριστοτεχνική ολοκλήρωση του χαρακτήρα του Οδυσσέα. Αλλά η Ναυσικά και η Πηνελόπη δεν θα ήσαν ποτέ προσιτές στους μελλοντικούς Έλληνες· και πόσο απαράμιλλα επική εμφανίζεται η φυσιογνωμία του Εύμαιου ! Δεν διαθέτει κανένα απολύτως ειδυλλιακό στοιχείο. Κανένα πάθος, καμιά φυσική εξομοίωση δεν διακρίνονται σ’ αυτόν. Αντίθετα μια μικρής κλίμακας ισχύς, μια αφοσίωση στο καθήκον, και η προσήλωση στον απόντα αφέντη του. Μαζί με την Ευρύκλεια προσωποποιούν την ιδιοκτησία που αμύνεται ενάντια στους κακοποιούς και τους ληστές.

Η εκδίκηση οφείλει να είναι απόλυτα πλήρης και ολοσχερής. Για τούτο γίνεται σκόπιμα διάκριση μεταξύ καλών και κακών μνηστήρων, όλοι όμως υπόκεινται στην ποινή του θανάτου. Ο Οδυσσέας προειδοποιεί έναν απ’ αυτούς, τον Αμφίνομο, αλλά μάταια. Ο θρίαμβος του στην πάλη με τον Ίρο αναδεικνύει τον επαίτη Οδυσσέα σε όλη την βεβαιότητα του μεγαλείου του· μαζεύει τον κουρελιασμένο σάκο του και ξανακάθεται στο πλατύσκαλο.

Ο διάλογος με την Πηνελόπη στην 9η Ραψωδία απεικονίζει την τελειότητα της τέχνης του ποιητή που καθυστερεί τη στιγμή μιας εντελώς ειλικρινούς συζήτησης μεταξύ των δύο πρωταγωνιστών, πριν την τελική περιπέτεια και την αναγνώριση από τη σύζυγο· ο Οδυσσέας διηγείται όλο και περισσότερα πραγματικά γεγονότα, η αληθινή προσωπικότητά του ξεπροβάλει όλο και περισσότερο πίσω από το προσωπείο, η εσωτερική ταραχή της Πηνελόπης γίνεται όλο και πιο έντονη· αλλά απέναντι στην ταραχή της συζύγου του, ο Οδυσσέας διατηρεί ένα βλέμμα σταθερό και σκληρό σαν ατσάλι. Στην περίφημη σκηνή του λουτήρα, όταν η Ευρύκλεια τον αναγνωρίζει, την αρπάζει από το λαιμό, σε μια ίσως υπερβολικά βίαιη κίνηση, προβλέποντας τί θα μπορούσε να συμβεί· αντίθετα η οργή του απέναντι στις αδιάντροπες υπηρέτριες είναι απόλυτα δικαιολογημένη.

Τέλος στις Ραψωδίες 20 – 22 μπαίνουμε στη τελική ευθεία, όπου όλα τα πρόσωπα της Οδύσσειας είναι παρόντα. Αμέσως η διαδικασία ολόκληρη εντείνεται και επιταχύνεται. Στο ξεκίνημα του τελευταίου δείπνου γίνεται αμέσως αντιληπτό ότι τα πνεύματα οξύνονται· μετά από τα οργισμένα λόγια του Τηλέμαχου, το κόκκαλο από το πόδι βοδιού που εκσφενδονίζει ο Χτήσιππος στον Οδυσσέα, ακολουθεί ο τελευταίος διάλογος σχετικά με το γάμο της Πηνελόπης, το τρομαχτικό όραμα του Θεοκλύμενου, και τέλος η Πηνελόπη παραδίδει το τόξο του Εύρυτου. Καθώς κανένας δεν κατορθώνει να το τεντώσει, το ζητά ο Οδυσσέας, ενώ οι μνηστήρες αρχίζουν να φοβούνται ότι θα το πετύχει· ο Οδυσσέας αγγίζει το τόξο και το τεντώνει· ο ποιητής αφηγείται με κάθε λεπτομέρεια την γλυκεία μελωδία που αναδύεται από τη χορδή του και τη βροντή που εξαπολύει το Ζεύς· και ύστερα σημαδεύει με τη σαΐτα.

Αμέσως πετάει από πάνω του τα ράκη, και εδώ αρχίζει η τελευταία πράξη του έργου, που περιλαμβάνει την άγρια, τρομαχτική και μεγαλοπρεπή εκδίκηση, η οποία μπορεί να συγκριθεί μόνο με τη σφαγή των Νιμπελούγκεν, και η οποία αντισταθμίζει ολόκληρο το υπόλοιπο έπος. Μέσα σε επτά στίχους ο Οδυσσέας συγκεντρώνει ότι έχει να πει στους μνηστήρες και ρίχνεται στη μάχη, της οποίας τα κίνητρα και οι εναλλαγές εκφράζουν μια ολοκληρωμένη τέχνη. Ο ήρωας ανταπεξέρχεται χωρίς κανένα δισταγμό ή διαπραγμάτευση, σαν πραγματικός αφέντης και κύριος. Η άκρως ρεαλιστική περιγραφή των διαφορετικών μορφών θανάτωσης, από τα τινάγματα των ποδιών των κρεμασμένων υπηρετριών, ως την στιγμή εκτέλεσης του Μελάνθιου, αποδεικνύουν ότι ο ποιητής υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας παρόμοιων συμβάντων.

Πολλών αποσπασμάτων της 23ης και 24ης Ραψωδίας αμφισβητείται η γνησιότητα, ή θεωρούνται ατυχείς παρεμβολές· ενδέχεται όμως ο επίμονος δισταγμός της Πηνελόπης να αναγνωρίσει το προφανές να αποτελεί ένα αρχαίο και αυθεντικό στοιχείο του έπους. Απολύτως αυθεντικό είναι πάντως το ότι η ευτυχής έκβαση των γεγονότων συντελείται χωρίς τη συμμετοχή της, και ενώ κοιμάται, όπως ακριβώς και οι Φαίακες απόθεσαν τον Οδυσσέα κοιμισμένο στην παραλία της Ιθάκης. H αναφορά στους νεκρούς μνηστήρες υποβαθμίζεται με την πρόθεση να αναδειχθεί η ανδρεία του Αχιλλέα κατά την περιγραφή της κηδείας του από τον Αγαμέμνονα στον Κάτω Κόσμο (24η Ραψωδία)· αντίθετα, μεγαλοπρεπής είναι η σκηνή της αναγνώρισης του Οδυσσέα από τον Λαέρτη, στον οποίο όμως θα πρέπει να αποδείξει ότι είναι γιός του. Η οριστική κατάληξη (νίκη επί των στασιαστών και η νικηφόρα επίθεση με το δόρυ του Λαέρτη) μοιάζει αμφίβολη, αλλά επίσης μεγαλόπρεπη είναι η τελική απόφαση του Δία, παρότι συνοδεύεται από το βροντερό κεραυνό του, με την οποία ζητά από τους κατοίκους της Ιθάκης τη λήθη και τη συμφιλίωση.

Αλλά ο ακροατής γνωρίζει ήδη ότι ο Οδυσσέας και η Πηνελόπη δεν θα παραμείνουν ένα ευτυχισμένο βασιλικό ζευγάρι, όπως συμβαίνει στα παραμύθια· σύμφωνα με διαταγή του Τειρεσία, ο ήρωας θα πρέπει ακόμη να μεταβεί στη χώρα χωρίς αλάτι, στην οποία τα κουπιά χρησιμοποιούνται ως φτυάρια, προκειμένου να προσφέρει εξιλαστήρια θυσία στον Ποσειδώνα.

Η Οδύσσεια χειρίζεται με ασφάλεια την επική παράδοση, όπως αποδεικνύεται από ορισμένες εμφανείς παρεμβολές. Ο Οδυσσέας για παράδειγμα δηλώνει απερίφραστα εξ ονόματος το αοιδού:

«Τούτα και εκείνα τα αφηγήθηκα ήδη χθες, και απεχθάνομαι να επαναλαμβάνω όσα έχω περιγράψει με κάθε λεπτομέρεια»

Αν λοιπόν υπάρχουν ενοχλητικές επαναλήψεις, όπως ο λόγος του Μενέλαου, και αρκετά αποσπάσματα από την επίκληση των νεκρών, ή αν συναντάμε άχρηστους παραλληλισμούς με όσα έχουν ήδη λεχθεί, όπως η δεύτερη σκηνή με τον Μέλανθο, δεν θα πρέπει να τις αποδώσουμε στον Όμηρο. Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο με στερεότυπες προτάσεις και στίχους όπως:

«Κι έτσι μοιράστηκαν το δείπνο που είχε ετοιμαστεί και προσφερθεί για όλους»
«Και μόλις κορέσθηκε η δίψα και η πείνα τους…» κ τ. λ.
«Όταν ο ήλιος πια βασίλεψε και πήραν τα σκοτάδια»
Και κατά την αναχώρηση από το παλάτι:
«Τίναξε το καμτσίκι του και τ’ άλογα όρμησαν πετώντας»

και αρκετές ακόμη παρόμοιες εκφράσεις. Όλα αυτά αρμόζουν στον επικό χαρακτήρα του ποιήματος περισσότερο από οποιαδήποτε παραλλαγή. Αντίθετα ο ποιητής κατανοεί απόλυτα πότε χρειάζεται να χρησιμοποιήσει πραγματικές παραλλαγές, και γνωρίζει για παράδειγμα ακριβώς γιατί προσδίδει διαφορετική μορφή στην υποδοχή του Τηλέμαχου από τον Μενέλαο από αυτήν του Νέστωρα· ο Μενέλαος πρέπει ν’ αποκτήσει το προβάδισμα και να αναφερθεί αμέσως στον Οδυσσέα, ακριβώς για να μην επαναληφθεί το ίδιο μοτίβο με αυτό της Πύλου.

Τα επίθετα που προσαρτώνται στους ανθρώπους και τα πράγματα, και επαναλαμβάνονται ανεξάντλητα, είναι επίσης στερεότυπα που αρμόζουν στο επικό ύφος, έτσι ώστε ακόμα και σε στιγμές μεγάλης συγκίνησης και οδύνης, στους πιο σπαρακτικούς όρκους, να απεικονίζεται η ωμή αλήθεια:

«…αυτά τα ταχύτατα πλοία, αυτά τα άλογα της θάλασσας,
που καλπάζουν μέσα στα άγρια κύματα»

Ακόμα και όταν οι μνηστήρες ετοιμάζονται για τη δολοφονική εκστρατεία τους, ο ακροατής γίνεται μέτοχος της συμβατικής περιγραφής του σκάφους με το κατάρτι του, τους ιστούς και τα κουπιά του.

(συνεχίζεται)

Δεν υπάρχουν σχόλια: