Συνέχεια από: Παρασκευή 2 Δεκεμβρίου 2022
Hegel, Heidegger και το θεμέλιο της Ιστορίας
Michael Allen Gillespie
The University of Chicago Press, 1984
Κεφάλαιο 1: Το περί Ιστορίας ερώτημα γ
Όλη η χριστιανική ιστορία είναι με την έννοια αυτή γραμμένη sub specie aeternitatis (με αναφορά προς την αιωνιότητα). Ο χρόνος δεν κατανοείται πια ως το βασίλειο του εφήμερου, που κυβερνάται από τα καπρίτσια ή τη μοίρα, αλλά ως το ξεδίπλωμα της αιωνιότητας προς τα πίσω και προς τα μπρος, ένα ξεδίπλωμα μέσα από τη στιγμή της δημιουργίας, δηλαδή τον καιρό μέσα στον οποίο ο Χριστός έρχεται στον κόσμο. Αυτό το μοναδικό γεγονός είναι λοιπόν το κλειδί για όλη τη Δημιουργία, καθώς κάθε άλλο γεγονός προέρχεται από αυτό και είναι κατανοητό μόνο μέσα από αυτό. Η ιστορία καθίσταται με τον τρόπο αυτό προφητική, γιατί όπως οι προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης ήταν σε θέση να προβλέψουν τον ερχομό του Χριστού με τα μέσα της θείας εμπνεύσεως, έτσι και στη βάση αυτής της νέας κατανομής, καθίσταται κατανοητή η σημασία ολόκληρου του παρελθόντος και ολόκληρου του μέλλοντος.
Από εδώ και πέρα, το μέτρο για όλα τα πράγματα δεν ήταν η εμπειρία του αιώνιου μέσα στο επίκαιρο, αλλά η αποκάλυψη του αιώνιου μέσα στη Γραφή. Η αξιοπιστία του αυτόπτη μάρτυρα, που χαρακτήριζε την αρχαία ιστορία, παράμεινε, και στην πραγματικότητα εντάθηκε, καθώς ο αυτόπτης μάρτυρας θεωρήθηκε ως θείος ή τουλάχιστο εμπνευσμένος από το θεϊκό στοιχείο. Η σημασία του άμεσα ιδωμένου, όπως και του ανθρώπου, μειώθηκε αντίστοιχα. Ο άνθρωπος, που είναι σε κάθε περίπτωση ανεπαρκής και αναξιόπιστος μάρτυρας σε σύγκριση με τον Θεό, καθίσταται ακόμα πιο αναξιόπιστος λόγω του προπατορικού αμαρτήματος, το οποίο σύμφωνα με το χριστιανικό δόγμα προκαλεί μια αναγκαστική τύφλωση στην ψυχή του ανθρώπου. Επιπλέον, η σημασία κάθε γεγονότος είναι απείρως μικρότερη σε σύγκριση προς το γεγονός, και είναι ουσιαστικά ανάξιο παρατήρησης ή καταγραφής. Συνεπώς, η Γραφή είναι πάντοτε πιο σημαντική για την κατανόηση των γεγονότων από την διερεύνηση των ίδιων των γεγονότων.
Η Γραφή καθορίζει επίσης την ουσία της ιστορίας. Εφόσον η ιστορία είναι μια αναφορά των σκοπών του Θεού για τον άνθρωπο, από τη δημιουργία μέχρι την Παρουσία, είναι καθολική ή οικουμενική. Είναι η ιστορία όλων των ανθρώπων. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει πως όλοι οι άνθρωποι είναι το ίδιο σημαντικοί: διακρίνονται ως προς τη σχέση τους με τον Θεό. Η χριστιανική ιστορία επομένως είναι μια έκθεση του αγώνα μεταξύ πιστών απίστων, της πολιτείας του Θεού και της πολιτείας των ειδωλολατρών. Και οι πλευρές κατανοούνται βέβαια ως μέσα της θείας βουλήσεως, και ο αγώνας ως η δοκιμασία της πίστεως, που θα καθορίσει την σωτηρία. Ακόμα και το αποτέλεσμα της μάχης αυτής το προλέγει η Γραφή-πως η πηγή της ανθρώπινης αθανασίας δεν είναι οι καλές πράξεις ή η σοφία, αλλά η πίστη, δεν είναι η κοσμική επιτυχία, αλλά η εγγύτητα προς τον Θεό. Με τον τρόπο αυτό η χριστιανική ιστορία προσφέρει ένα ανάχωμα κατά του δολώματος της ηθικής και της πολιτικής ζωής την οποία σκιαγραφούν οι αρχαίοι ιστορικοί. Η χριστιανική ιστορία είναι ουσιαστικά ένας αναστοχασμός πάνω στη σχέση Θεού και ανθρώπου, και δεν σκοπεύει στην πολιτική σταθερότητα ή τη δόξα, αλλά στη διάδοση της πίστης, ούτε στην ανακάλυψη του αιώνιου μέσα στο επίκαιρο, αλλά στο να καταδείξει το επίκαιρο ως την έκπτυξη του αιώνιου, και τον προσδιορισμό της ολοκλήρωσης του μέσα στην πρόβλεψη της Παρουσίας
Η ιστορία όπως την αντιλαμβάνονταν οι Έλληνες και οι Ρωμαίοι φτάνει με τον Χριστιανισμό σε ένα τέλος. Η ιστορία για τους αρχαίους είναι εκείνη η μορφή γλώσσας η οποία αποκαλύπτει τι είναι ουσιώδες και επομένως αιώνιο, μέσα στις επίκαιρες υποθέσεις των ανθρώπων. Για τον Χριστιανισμό όμως, το αιώνιο εμφανίστηκε μόνο μια φορά μέσα στο επίκαιρο, και κατόπιν το υπερβαίνει. Η απαστράπτουσα αμεσότητα του αιώνιου, η οποία έλαμψε μέσα από το επίκαιρο για τους ποιητές, φιλοσόφους και ιστορικούς, αποσύρεται μέσα στο σκοτάδι της υπερβατικής πραγματικότητας, η οποία μπορεί να αποκτηθεί και να κατανοηθεί μόνο με τη μεσολάβηση της αποκάλυψης. Ως αποτέλεσμα του γεγονότος αυτού, η ιστορία εξαφανίζεται σχεδόν κατά τον Μεσαίωνα. Ακόμα και τα χρονικά είναι σπάνια, και είναι συνήθως κάτι λίγο περισσότερο από λίστες με πάπες και αυτοκράτορες. Ο μεσαιωνικός άνθρωπος αντιλαμβάνονταν τον χρόνο με βάση την αιωνιότητα, και έβρισκε δύσκολο να πιστέψει πως απλώς χρονικές διαφορές μπορεί να είναι πολύ σημαντικές. Ο άνθρωπος ζούσε στο τέλος του χρόνου και αποζητούσε μόνο να προσδιορίσει την εγγύτητα του στη μετάβαση προς την αιωνιότητα. Η ένταση μεταξύ επίκαιρου και αιώνιου που χαρακτήριζε την αρχαιότητα είχε διαλυθεί χάριν του αιώνιου από τον Χριστιανισμό, και η ιστορία κατέστη επομένως περιττή.
Η σημασία της ιστορίας για την ανθρώπινη ζωή έγινε πάλι φανερή κατά την νεωτερικότητα. Η πρώιμη νεωτερικότητα όμως, αντιλαμβανόταν την ιστορία ακόμα βάσει του αρχαίου μοντέλου, ως historia rerum gestarum, και μόνο από τα μέσα του18ου αιώνα κατανοήθηκε ως res gestae (τα πράγματα που έγιναν). Κατά τον 15ο αιώνα για παράδειγμα, θεωρήθηκε ως γειτνιάζουσα προς την ρητορική και την ποίηση, και το 1651, ο Hobbes τη θεωρούσε ακόμα ως «καταγραφή της γνώσης περί των γεγονότων», και τη διαίρεσε σε δυο κλασικά είδη, τη φυσική και την πολιτική ιστορία. Για την πρώιμη νεωτερικότητα, η ιστορία ήταν ακόμα ένα λογοτεχνικό είδος, και όχι μέσα στα πράγματα ή περί αυτών. Αν και ιστορικοί της εποχής της Αναγέννησης, όπως ο Μακιαβέλλι, αναγνώριζαν την ικανότητα του ανθρώπου να επηρεάζει τη μοίρα του, ήταν ακόμα πεπεισμένοι, πως την ιστορία δεν διοικούσε η λογική ή ο σκοπός, αλλά η τύχη.
Πως έγινε λοιπόν, και η ιστορία από historia rerum gestarum κατέληξε να κατανοείται ως res gestae; Εμείς που είμαστε συνηθισμένοι να σκεφτόμαστε έτσι για την ιστορία, δεν προσλαμβάνουμε κάτι εξαιρετικό σε αυτή την μεταμόρφωση, και ίσως να ξαφνιαζόμαστε μόνο πως οι αρχαίοι απέτυχαν να δουν την προφανή αυτή αλήθεια. Αυτοί μάλλον θα έβρισκαν μια τέτοια έννοια τόσο γελοία, όσο και την ιδέα πως υπήρχε ένα επίκαιρο ή πραγματικό βασίλειο της φιλοσοφίας ή της ποίησης. Αυτή η μεταμόρφωση λοιπόν δεν είναι κοινή ή ασήμαντη, ούτε εύκολα κατανοητή. Είναι όμως σαφές, πως κατά περίεργο τρόπο συνδέεται με την ίδια την νεωτερικότητα. Η νεωτερικότητα χαρακτηρίζεται από την απόρριψη των παραδοσιακών αυθεντιών και την διατύπωση νέων κριτηρίων αληθείας. Σε αντίθεση προς την αρχαιότητα, η οποία είχε ανακαλύψει την αλήθεια μέσα στην άνθηση του αιώνιου μέσα στο επίκαιρο, και τον Χριστιανισμό, ο οποίος πίστευε πως είχε βρει την αλήθεια μέσα στην αποκάλυψη ενός αιώνιου και υπερβατικού Θεού, η νεωτερικότητα βρίσκει την αλήθεια μέσα στον άνθρωπο, που είναι ένα συνειδητό και αυτό-συνειδητό ον.
Η νεωτερικότητα χαρακτηρίζεται επομένως από την συνείδηση, και αναγνωρίζει ως πραγματικό μόνο ό,τι αναδύεται δια της συνειδήσεως, είτε δια της παρατήρησης είτε δια της ενδοσκόπησης. Η συνείδηση λοιπόν καθίσταται το κριτήριο αλήθειας για την νεωτερικότητα. Η συνείδηση δεν είναι απλή σκέψη. Από τη μια είναι η αντίληψη ή αίσθηση των αντικειμένων, και από την άλλη είναι αυτοσυνειδησία, δηλαδή η συνείδηση της συνείδησης που χαρακτηρίζει το υποκείμενο. Η συνείδηση επομένως δεν είναι η απλή εμπειρική συνείδηση μέσα στο κεφάλι ενός υποκειμένου, αλλά το ζευγάρι υποκειμενικότητας και αντικειμενικότητας, ή σύμφωνα με τις έννοιες του Descartes η res extensa και η res cogitans, η οποία συνιστά την πληρότητα της πραγματικότητας για την νεωτερικότητα. Τόσο η εκτατή πραγματικότητα της φύσεως, όσο και η εσωτερική πραγματικότητα του ανθρώπινου εαυτού, αναδύονται από την συνείδηση και παραμένουν εκεί, πράγμα που συνεπώς παρέχει το κριτήριο της αλήθειας για την κάθε πραγματικότητα (realm). Πραγματικό είναι μόνο αυτό που ο άνθρωπος μπορεί να διαβεβαιώσει δια της παρατήρησης ή ενδοσκόπησης, και κάθε τι άλλο είναι απλώς η προβολή της φαντασίας. Επομένως, η κατάλληλη μελέτη για τον άνθρωπο δεν είναι η εξήγηση της Γραφής, αλλά η μελέτη της φύσεως και της ανθρώπινης ψυχής.
Η πρώιμη νεωτερικότητα έστρεψε την προσοχή της στη φύση, και το αποτέλεσμα ήταν η μοντέρνα φυσική επιστήμη, η οποία επιδιώκει να καθορίσει τις αιτίες των γεγονότων, και εν τέλει να χειραγωγήσει τη φύση για το συμφέρον του ανθρώπου. Η διερεύνηση της ανθρώπινης φύσης λαμβάνει χώρα μέσα στον ίδιο ορίζοντα, ως εμπειρική ψυχολογία, που επιδιώκει να καθορίσει τις αιτίες του ανθρώπου, σε αντίθεση προς την απλή φυσική κίνηση. Βάσει αυτής της άποψης, ο άνθρωπος παρακινείται από πάθη που προκαλούν τα φυσικά αντικείμενα. Ορισμένα πάθη όμως είναι πιο ισχυρά και αποφασιστικά από άλλα, δηλαδή η επιθυμία για αυτοσυντήρηση, ή η αμείωτη προσπάθεια απόκτησης δύναμης και μετά την απόκτηση δύναμης. Οι πρώιμοι νεωτεριστές πίστευαν, βάσει αυτής της αντίληψης, πως μπορούσαν να καθορίσουν τις αρχές της φυσικής δικαιοσύνης ή του φυσικού δικαίου: αν η ευτυχία προκύπτει από την ικανοποίηση των παθών, σκέφτηκαν, η δικαιοσύνη πρέπει να συνίσταται στην μέγιστη δυνατή ικανοποίηση των παθών του καθενός, η οποία όμως να συνάδει με την ικανοποίηση όλων. Ως ελάχιστη προϋπόθεση, η κυβέρνηση πρέπει να παρέχει την ασφάλεια σε όλους και να δίνει στον καθένα την ευκαιρία να ικανοποιεί τις επιθυμίες του. Αυτή βέβαια είναι η βάση του μοντέρνου ατομικισμού και φιλελευθερισμού, και της μοντέρνας διδασκαλίας περί φυσικού δικαίου. Με τον τρόπο αυτό, η πρώιμη νεωτερικότητα έβλεπε πως η φύση παρουσίαζε στον άνθρωπο ένα αιώνιο κριτήριο δικαίου ή δικαιοσύνης, βάσει του οποίου μπορούσε να κρίνει τις ανθρώπινες πράξεις και να εκτιμά την νομιμότητα των πολιτικών θεσμών.
Από εδώ και πέρα, το μέτρο για όλα τα πράγματα δεν ήταν η εμπειρία του αιώνιου μέσα στο επίκαιρο, αλλά η αποκάλυψη του αιώνιου μέσα στη Γραφή. Η αξιοπιστία του αυτόπτη μάρτυρα, που χαρακτήριζε την αρχαία ιστορία, παράμεινε, και στην πραγματικότητα εντάθηκε, καθώς ο αυτόπτης μάρτυρας θεωρήθηκε ως θείος ή τουλάχιστο εμπνευσμένος από το θεϊκό στοιχείο. Η σημασία του άμεσα ιδωμένου, όπως και του ανθρώπου, μειώθηκε αντίστοιχα. Ο άνθρωπος, που είναι σε κάθε περίπτωση ανεπαρκής και αναξιόπιστος μάρτυρας σε σύγκριση με τον Θεό, καθίσταται ακόμα πιο αναξιόπιστος λόγω του προπατορικού αμαρτήματος, το οποίο σύμφωνα με το χριστιανικό δόγμα προκαλεί μια αναγκαστική τύφλωση στην ψυχή του ανθρώπου. Επιπλέον, η σημασία κάθε γεγονότος είναι απείρως μικρότερη σε σύγκριση προς το γεγονός, και είναι ουσιαστικά ανάξιο παρατήρησης ή καταγραφής. Συνεπώς, η Γραφή είναι πάντοτε πιο σημαντική για την κατανόηση των γεγονότων από την διερεύνηση των ίδιων των γεγονότων.
Η Γραφή καθορίζει επίσης την ουσία της ιστορίας. Εφόσον η ιστορία είναι μια αναφορά των σκοπών του Θεού για τον άνθρωπο, από τη δημιουργία μέχρι την Παρουσία, είναι καθολική ή οικουμενική. Είναι η ιστορία όλων των ανθρώπων. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει πως όλοι οι άνθρωποι είναι το ίδιο σημαντικοί: διακρίνονται ως προς τη σχέση τους με τον Θεό. Η χριστιανική ιστορία επομένως είναι μια έκθεση του αγώνα μεταξύ πιστών απίστων, της πολιτείας του Θεού και της πολιτείας των ειδωλολατρών. Και οι πλευρές κατανοούνται βέβαια ως μέσα της θείας βουλήσεως, και ο αγώνας ως η δοκιμασία της πίστεως, που θα καθορίσει την σωτηρία. Ακόμα και το αποτέλεσμα της μάχης αυτής το προλέγει η Γραφή-πως η πηγή της ανθρώπινης αθανασίας δεν είναι οι καλές πράξεις ή η σοφία, αλλά η πίστη, δεν είναι η κοσμική επιτυχία, αλλά η εγγύτητα προς τον Θεό. Με τον τρόπο αυτό η χριστιανική ιστορία προσφέρει ένα ανάχωμα κατά του δολώματος της ηθικής και της πολιτικής ζωής την οποία σκιαγραφούν οι αρχαίοι ιστορικοί. Η χριστιανική ιστορία είναι ουσιαστικά ένας αναστοχασμός πάνω στη σχέση Θεού και ανθρώπου, και δεν σκοπεύει στην πολιτική σταθερότητα ή τη δόξα, αλλά στη διάδοση της πίστης, ούτε στην ανακάλυψη του αιώνιου μέσα στο επίκαιρο, αλλά στο να καταδείξει το επίκαιρο ως την έκπτυξη του αιώνιου, και τον προσδιορισμό της ολοκλήρωσης του μέσα στην πρόβλεψη της Παρουσίας
Η ιστορία όπως την αντιλαμβάνονταν οι Έλληνες και οι Ρωμαίοι φτάνει με τον Χριστιανισμό σε ένα τέλος. Η ιστορία για τους αρχαίους είναι εκείνη η μορφή γλώσσας η οποία αποκαλύπτει τι είναι ουσιώδες και επομένως αιώνιο, μέσα στις επίκαιρες υποθέσεις των ανθρώπων. Για τον Χριστιανισμό όμως, το αιώνιο εμφανίστηκε μόνο μια φορά μέσα στο επίκαιρο, και κατόπιν το υπερβαίνει. Η απαστράπτουσα αμεσότητα του αιώνιου, η οποία έλαμψε μέσα από το επίκαιρο για τους ποιητές, φιλοσόφους και ιστορικούς, αποσύρεται μέσα στο σκοτάδι της υπερβατικής πραγματικότητας, η οποία μπορεί να αποκτηθεί και να κατανοηθεί μόνο με τη μεσολάβηση της αποκάλυψης. Ως αποτέλεσμα του γεγονότος αυτού, η ιστορία εξαφανίζεται σχεδόν κατά τον Μεσαίωνα. Ακόμα και τα χρονικά είναι σπάνια, και είναι συνήθως κάτι λίγο περισσότερο από λίστες με πάπες και αυτοκράτορες. Ο μεσαιωνικός άνθρωπος αντιλαμβάνονταν τον χρόνο με βάση την αιωνιότητα, και έβρισκε δύσκολο να πιστέψει πως απλώς χρονικές διαφορές μπορεί να είναι πολύ σημαντικές. Ο άνθρωπος ζούσε στο τέλος του χρόνου και αποζητούσε μόνο να προσδιορίσει την εγγύτητα του στη μετάβαση προς την αιωνιότητα. Η ένταση μεταξύ επίκαιρου και αιώνιου που χαρακτήριζε την αρχαιότητα είχε διαλυθεί χάριν του αιώνιου από τον Χριστιανισμό, και η ιστορία κατέστη επομένως περιττή.
Η σημασία της ιστορίας για την ανθρώπινη ζωή έγινε πάλι φανερή κατά την νεωτερικότητα. Η πρώιμη νεωτερικότητα όμως, αντιλαμβανόταν την ιστορία ακόμα βάσει του αρχαίου μοντέλου, ως historia rerum gestarum, και μόνο από τα μέσα του18ου αιώνα κατανοήθηκε ως res gestae (τα πράγματα που έγιναν). Κατά τον 15ο αιώνα για παράδειγμα, θεωρήθηκε ως γειτνιάζουσα προς την ρητορική και την ποίηση, και το 1651, ο Hobbes τη θεωρούσε ακόμα ως «καταγραφή της γνώσης περί των γεγονότων», και τη διαίρεσε σε δυο κλασικά είδη, τη φυσική και την πολιτική ιστορία. Για την πρώιμη νεωτερικότητα, η ιστορία ήταν ακόμα ένα λογοτεχνικό είδος, και όχι μέσα στα πράγματα ή περί αυτών. Αν και ιστορικοί της εποχής της Αναγέννησης, όπως ο Μακιαβέλλι, αναγνώριζαν την ικανότητα του ανθρώπου να επηρεάζει τη μοίρα του, ήταν ακόμα πεπεισμένοι, πως την ιστορία δεν διοικούσε η λογική ή ο σκοπός, αλλά η τύχη.
Πως έγινε λοιπόν, και η ιστορία από historia rerum gestarum κατέληξε να κατανοείται ως res gestae; Εμείς που είμαστε συνηθισμένοι να σκεφτόμαστε έτσι για την ιστορία, δεν προσλαμβάνουμε κάτι εξαιρετικό σε αυτή την μεταμόρφωση, και ίσως να ξαφνιαζόμαστε μόνο πως οι αρχαίοι απέτυχαν να δουν την προφανή αυτή αλήθεια. Αυτοί μάλλον θα έβρισκαν μια τέτοια έννοια τόσο γελοία, όσο και την ιδέα πως υπήρχε ένα επίκαιρο ή πραγματικό βασίλειο της φιλοσοφίας ή της ποίησης. Αυτή η μεταμόρφωση λοιπόν δεν είναι κοινή ή ασήμαντη, ούτε εύκολα κατανοητή. Είναι όμως σαφές, πως κατά περίεργο τρόπο συνδέεται με την ίδια την νεωτερικότητα. Η νεωτερικότητα χαρακτηρίζεται από την απόρριψη των παραδοσιακών αυθεντιών και την διατύπωση νέων κριτηρίων αληθείας. Σε αντίθεση προς την αρχαιότητα, η οποία είχε ανακαλύψει την αλήθεια μέσα στην άνθηση του αιώνιου μέσα στο επίκαιρο, και τον Χριστιανισμό, ο οποίος πίστευε πως είχε βρει την αλήθεια μέσα στην αποκάλυψη ενός αιώνιου και υπερβατικού Θεού, η νεωτερικότητα βρίσκει την αλήθεια μέσα στον άνθρωπο, που είναι ένα συνειδητό και αυτό-συνειδητό ον.
Η νεωτερικότητα χαρακτηρίζεται επομένως από την συνείδηση, και αναγνωρίζει ως πραγματικό μόνο ό,τι αναδύεται δια της συνειδήσεως, είτε δια της παρατήρησης είτε δια της ενδοσκόπησης. Η συνείδηση λοιπόν καθίσταται το κριτήριο αλήθειας για την νεωτερικότητα. Η συνείδηση δεν είναι απλή σκέψη. Από τη μια είναι η αντίληψη ή αίσθηση των αντικειμένων, και από την άλλη είναι αυτοσυνειδησία, δηλαδή η συνείδηση της συνείδησης που χαρακτηρίζει το υποκείμενο. Η συνείδηση επομένως δεν είναι η απλή εμπειρική συνείδηση μέσα στο κεφάλι ενός υποκειμένου, αλλά το ζευγάρι υποκειμενικότητας και αντικειμενικότητας, ή σύμφωνα με τις έννοιες του Descartes η res extensa και η res cogitans, η οποία συνιστά την πληρότητα της πραγματικότητας για την νεωτερικότητα. Τόσο η εκτατή πραγματικότητα της φύσεως, όσο και η εσωτερική πραγματικότητα του ανθρώπινου εαυτού, αναδύονται από την συνείδηση και παραμένουν εκεί, πράγμα που συνεπώς παρέχει το κριτήριο της αλήθειας για την κάθε πραγματικότητα (realm). Πραγματικό είναι μόνο αυτό που ο άνθρωπος μπορεί να διαβεβαιώσει δια της παρατήρησης ή ενδοσκόπησης, και κάθε τι άλλο είναι απλώς η προβολή της φαντασίας. Επομένως, η κατάλληλη μελέτη για τον άνθρωπο δεν είναι η εξήγηση της Γραφής, αλλά η μελέτη της φύσεως και της ανθρώπινης ψυχής.
Η πρώιμη νεωτερικότητα έστρεψε την προσοχή της στη φύση, και το αποτέλεσμα ήταν η μοντέρνα φυσική επιστήμη, η οποία επιδιώκει να καθορίσει τις αιτίες των γεγονότων, και εν τέλει να χειραγωγήσει τη φύση για το συμφέρον του ανθρώπου. Η διερεύνηση της ανθρώπινης φύσης λαμβάνει χώρα μέσα στον ίδιο ορίζοντα, ως εμπειρική ψυχολογία, που επιδιώκει να καθορίσει τις αιτίες του ανθρώπου, σε αντίθεση προς την απλή φυσική κίνηση. Βάσει αυτής της άποψης, ο άνθρωπος παρακινείται από πάθη που προκαλούν τα φυσικά αντικείμενα. Ορισμένα πάθη όμως είναι πιο ισχυρά και αποφασιστικά από άλλα, δηλαδή η επιθυμία για αυτοσυντήρηση, ή η αμείωτη προσπάθεια απόκτησης δύναμης και μετά την απόκτηση δύναμης. Οι πρώιμοι νεωτεριστές πίστευαν, βάσει αυτής της αντίληψης, πως μπορούσαν να καθορίσουν τις αρχές της φυσικής δικαιοσύνης ή του φυσικού δικαίου: αν η ευτυχία προκύπτει από την ικανοποίηση των παθών, σκέφτηκαν, η δικαιοσύνη πρέπει να συνίσταται στην μέγιστη δυνατή ικανοποίηση των παθών του καθενός, η οποία όμως να συνάδει με την ικανοποίηση όλων. Ως ελάχιστη προϋπόθεση, η κυβέρνηση πρέπει να παρέχει την ασφάλεια σε όλους και να δίνει στον καθένα την ευκαιρία να ικανοποιεί τις επιθυμίες του. Αυτή βέβαια είναι η βάση του μοντέρνου ατομικισμού και φιλελευθερισμού, και της μοντέρνας διδασκαλίας περί φυσικού δικαίου. Με τον τρόπο αυτό, η πρώιμη νεωτερικότητα έβλεπε πως η φύση παρουσίαζε στον άνθρωπο ένα αιώνιο κριτήριο δικαίου ή δικαιοσύνης, βάσει του οποίου μπορούσε να κρίνει τις ανθρώπινες πράξεις και να εκτιμά την νομιμότητα των πολιτικών θεσμών.
Συνεχίζεται
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου