Συνέχεια από: Δευτέρα 28 Νοεμβρίου 2022
Hegel, Heidegger και το θεμέλιο της Ιστορίας
Michael Allen Gillespie
The University of Chicago Press, 1984
Κεφάλαιο 1: Το περί Ιστορίας ερώτημα β
Η ιστορία βέβαια, όπως η φιλοσοφία και η ποίηση, δεν αποσκοπεί μόνο στην αποκάλυψη του αιώνιου, αλλά και στη διατήρηση της πόλεως. Και οι τρεις αυτοί τομείς έχουν τόσο θεωρητικό, όσο και πρακτικό στόχο, έστω και αν η φιλοσοφία και η ποίηση δυσκολεύονται να συμφιλιώσουν τους δυο αυτούς στόχους, και τείνουν μάλλον στο να αποκαλύψουν την άβυσσο μεταξύ του συμβατικού και του φυσικού, ή μεταξύ των υποθέσεων των ανθρώπων και των θεών. Και πράγματι, από πολιτικής άποψης, η φιλοσοφία και η ποίηση λένε στον άνθρωπο πιο συχνά αυτό που δεν είναι, παρά αυτό που είναι, δίνοντας έμφαση στη θνητότητα, για να καταδείξουν την πηγή της αθανασίας του. Η ιστορία αντιθέτως, αποκαλύπτει την αιωνιότητα των συγκεκριμένων πολιτικών πράξεων, και εγγυάται συνεπώς μια αθάνατη φήμη για τους ενάρετους και γενναίους, και μια αθάνατη αισχύνη για τους κακούς και δειλούς, δίνοντας κίνητρο στους ανθρώπους να θυσιάσουν τις εφήμερες απολαύσεις τους, τον πλούτο, και ακόμα και τη ζωή τους για την υπηρεσία της πόλεως. Με τον τρόπο αυτό, η ιστορία βάζει την πόλη στο κέντρο της ελληνικής ζωής, και αθανατοποιεί εκείνες τις πράξεις που οδηγούν στη διατήρηση και δόξα της. Μια τέτοια αθανατοποίηση του επίκαιρου είναι δυνατή μόνο και μόνο, επειδή το αιώνιο ακτινοβολεί μέσα από τα ίδια τα γεγονότα. Αυτό δεν σημαίνει, πως οι Έλληνες πίστευαν ότι το επίκαιρο είναι αιώνιο. Αντιθέτως, η επικαιρότητα και η αιωνιότητα ήταν ως προς το μεγαλύτερο μέρος τους διαχωρισμένα. Υπάρχουν όμως περιστάσεις κατά τις οποίες το σχήμα της επικαιρότητας προσεγγίζει αυτό της αιωνιότητας, όταν δηλαδή το αιώνιο εμφανίζεται ως το, και μέσα στο επίκαιρο. Μέσα από τέτοιες περιστάσεις ο ιστορικός αθανατοποιεί και προσεγγίζει την αλήθεια της φιλοσοφίας και της ποίησης. Έτσι για παράδειγμα ο Θουκυδίδης μπόρεσε να γράψει ένα έργο «για κάθε εποχή», επειδή ενώπιον του είχε «τον μεγαλύτερο πόλεμο όλων των εποχών». Ακόμα και σε αυτή την περίπτωση, δεν περιέγραψε απλώς το επίκαιρο, αλλά συνέθεσε τους λόγους των διάφορων ρητόρων, για να αναδείξει αυτό που ήταν κατάλληλο για την περίσταση. Με αυτή την έννοια, ο ιστορικός επιλέγει ένα γεγονός ή μια πράξη, που με τον καθαρότερο δυνατό τρόπο αποκαλύπτει ή σωματοποιεί αυτό που είναι ουσιαστικό ή αιώνιο στην ανθρώπινη ζωή, και το επεξεργάζεται με όποιο τρόπο είναι απαραίτητο, για να αναδείξει το πραγματικά αληθινό στοιχείο μέσα σε αυτό.
Εμείς οι μοντέρνοι ασκούμε κριτική στους αρχαίους ιστορικούς εξαιτίας αυτών ακριβώς των ανωμαλιών, και αμφιβάλλουμε αν το έργο τους είναι πραγματικά ιστορία. Υπό το φως αυτής της αντίληψης δηλώνεται συχνά, πως ήταν ανίκανοι να αναπτύξουν μια αληθινή ιστορική επιστήμη, είτε γιατί τους έλειπε η αίσθηση της ιστορίας ή της επικαιρότητας, είτε διότι είχαν μόνο μια στοιχειώδη ή πρωτόγονη αντίληψη για τις επιστημονικές μεθόδους, είτε ήταν πολύ επιβαρυμένοι με το μυθολογικό παρελθόν, ώστε δεν μπορούσαν να αναγνωρίζουν τις αληθινές συνδέσεις μεταξύ των γεγονότων. Ενώ όλοι αυτοί οι ισχυρισμοί μπορεί να είναι με κάποια έννοια ορθοί, παρερμηνεύουν θεμελιωδώς την ελληνική αντίληψη περί ιστορίας. Η αλήθεια είναι, πως οι Έλληνες δεν ήταν ανίκανοι να αναπτύξουν μια ιστορική επιστήμη, αλλά δεν ήθελαν. Η μεθοδολογία τους ήταν διαφορετική από τη δική μας, γιατί ο σκοπός τους ήταν διαφορετικός από τον δικό μας (Κάποιος μοναχός είχε ρωτήσει τον Άγιο Σιλουανό, γιατί οι Γερμανοί είναι ανώτεροι από τους Ρώσους. Ο Άγιος τον ρώτησε τι εννοεί. Ο μοναχός είπε, πως είναι πιο προχωρημένοι στην τεχνική, με μηχανές, εργοστάσια,… Ο Άγιος τότε του είπε, πως οι Ρώσοι δεν είναι προχωρημένοι σε αυτά, διότι δεν τους ενδιαφέρουν. Έχουν άλλο σκοπό) . Η ιστορία για τους Έλληνες δεν παρέχει μια λογική και ολοκληρωμένη εξήγηση του επίκαιρου, πράγμα κατά την αντίληψη τους αδύνατο, αλλά προσπαθεί να αποκαλύψει το αιώνιο μέσα στο επίκαιρο και να προσφέρει με τον τρόπο αυτό το θεμέλιο για την ανθρώπινη αθανασία. Τα γεγονότα καθ’ εαυτά και η σύνδεση μεταξύ τους, που έχουν τόση σημασία για μας σήμερα, έχουν σημασία για τους Έλληνες μόνο εφόσον μέσα τους είναι παρόν το αιώνιο, και μπορεί να εξαχθεί από αυτά και να διατηρηθεί μέσα στις λέξεις. Δηλαδή, τα γεγονότα έχουν σημασία, εφόσον οι ένδοξες πράξεις των γενναίων ανδρών μπορούν να προφυλαχθούν από την λήθη (oblivion) την οποία θα εμπεριείχε διαφορετικά η αναγκαιότητα του θανάτου τους.
Η ιστορία δηλαδή αναγνωρίζει και αθανατοποιεί τις πράξεις που διατηρούν και δοξάζουν την πόλη, και ως τέτοιες είναι δυνατόν να πραγματοποιηθούν μόνο μέσα στη συνάφεια της πόλεως, γιατί μόνο μέσα σε μια τέτοια σχετικά μικρή κοινότητα είναι σημαντικές οι ατομικές πράξεις. Δεν εκπλήσσει λοιπόν, πως ο εκφυλισμός της πόλεως και ο εκφυλισμός της ιστορίας πάνε χέρι-χέρι. Αυτό το πρώτο κατέστη προφανές στην ύστερη φάση της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας, όταν η πολιτική απαίτηση για δόξα υπονόμευσε την φιλοσοφική απαίτηση για την αλήθεια στην ιστορία. Η ιστορία δε γραφόταν πια, «μια για πάντα», από αυτούς που ήταν εκτός εξουσίας, αλλά από αυτούς που εμπλέκονταν στις δημόσιες υποθέσεις, εξυπηρετώντας τις πολιτικές αναγκαιότητες της στιγμής. Η ιστορία κατέστη με τον τρόπο αυτό ένα απλό ρητορικό εργαλείο. Όπως με όλα τα εργαλεία, είναι ακόμα δυνατόν να διακρίνουμε την καλή και την κακή χρήση. Ο Καίσαρας έγραψε εξαιρετικές αναφορές για τους πολέμους που διεξήγαγε στη Gaul, που είχαν όμως ως σκοπό (οι αναφορές) να αναδείξουν το μεγαλείο του. Ο Κικέρων αντιθέτως προσπάθησε να διατηρήσει την υπηρεσία της ιστορίας προς το κράτος. Κατά την αντίληψη του, η ιστορία είναι μέρος της ρητορικής που κάνει χρήση του κατεστημένου, τονίζει όμως και τα ηθικά μαθήματα της ιστορίας. Ο Λίβιος με τόν τρόπο αυτό θυσίασε σε πολλές περιπτώσεις ενσυνείδητα την αλήθεια χάριν της δόξας της Ρώμης, και με σκοπό να διατηρήσει προς μίμηση τα υποδείγματα στρατιωτικής αρετής.[ΟΠΩΣ ΘΥΣΙΑΖΟΥΜΕ ΣΗΜΕΡΑ ΤΗΝ ΑΛΗΘΕΙΑ ΧΑΡΙΝ ΤΗΣ ΔΟΞΑΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΔΙΑΧΩΡΙΖΟΝΤΑΣ ΤΕΣ] Η ιστορία ως ενότητα θεωρητικής και πρακτικής σοφίας διαλύεται χάριν του πρακτικού. Ενώ διατηρεί μια κάποια ευγένεια, ο ανώτερος φιλοσοφικός χαρακτήρας της και η σύνδεση της με το αιώνιο χάνονται με τον τρόπο αυτό.
Αλλά ακόμα και αυτή η πολιτική αποστολή της ιστορίας εξαφανίστηκε με την καταστροφή της πόλεως κάτω από την αυτοκρατορία. Με την κατάλυση της πόλεως, όλοι οι άνθρωποι έγιναν αυτό που ο Αριστοτέλης είχε παλαιότερα ισχυριστεί, θεοί ή θηρία, είτε θεϊκοί και παντοδύναμοι αυτοκράτορες είτε ιδιώτες πολίτες με δικαιώματα, αλλά χωρίς υποχρεώσεις, με περιουσία, αλλά χωρίς την ικανότητα να τελέσουν ευγενείς πράξεις. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια η ιστορία εκφυλίστηκε, καταλήγοντας από τη μια γενική (παγκόσμια) ιστορία, και βιογραφία από την άλλη. Η γενική ιστορία αναδύθηκε ως συγκέντρωση και οργάνωση των ατομικών ιστοριών των προηγουμένως ανεξάρτητων κρατών, που είχαν απορροφηθεί από την αυτοκρατορία, και σκοπό είχε να παράσχει μια βάση συνεννόησης για το εμπόριο και τις συναλλαγές. Ο ηθικός και ο πολιτικός σκοπός, τον οποίο ο Κικέρων θεωρούσε πως ανήκει ακόμα στην ιστορία, είχε φτάσει με τον τρόπο αυτό σε ένα τέλος. Η ιστορία είχε συνεπώς μειωθεί σε κάτι λιγότερο από ένα εργαλείο οικονομικών και διοίκησης, που στηριζόταν ολοκληρωτικά στις εκτιμήσεις άλλων, χωρίς να προσποιείται πως κατανοεί και αξιολογεί τα σύγχρονα της γεγονότα. Μια τέτοια εκτίμηση όμως διεξαγόταν με μια διαφορετική μορφή: η ιστορία είχε καταστεί βιογραφία.
Η ιστορία για τους Έλληνες καταπιανόταν με ευγενείς πράξεις ανδρών μέσα στα πλαίσια της πόλεως.[Η ΠΟΛΙΣ ΟΜΩΣ ΔΕΝ ΗΤΑΝ ΜΙΑ ΑΠΛΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΕΛΕΥΘΕΡΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ ΑΛΛΑ ΕΙΚΟΝΑ ΤΟΥ ΣΥΜΠΑΝΤΟΣ. Η ΟΠΟΙΑ ΕΠΑΙΡΝΕ ΖΩΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΟΣΜΙΚΗ ΨΥΧΗ, Η ΟΠΟΙΑ ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΥΣΕ ΤΗΝ ΑΤΟΜΙΚΗ, ΒΑΣΕΙ ΤΗΣ ΕΝΟΤΗΤΟΣ ΤΗΣ ΜΕ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ, ΤΗΝ ΑΡΜΟΝΙΑ ΤΟΥ ΣΥΜΠΑΝΤΟΣ] Η διάχυση των διαφόρων πόλεων μέσα στην παγκόσμια αυτοκρατορία, έβαλε ένα τέλος στις ευγενείς πράξεις, καθώς κανένας συνηθισμένος πολίτης θα ήταν ποτέ σε θέση να παίξει πραγματικά σημαντικό ρόλο σε ένα τόσο μεγάλο κράτος. Τα μόνα πρόσωπα ικανά για πραγματικά ευγενείς ή αγενείς πράξεις ήταν οι αυτοκράτορες, αλλά ήταν τόσο απόμακροι από τους συνανθρώπους τους, ώστε να θεωρούνται θεϊκοί, και επομένως οι πράξεις τους δεν μπορούσαν να υποστούν έπαινο ή κριτική σύμφωνα με τα ανθρώπινα κριτήρια. Δεν προκαλεί λοιπόν έκπληξη που η ιστορία έκανε τόπο στη βιογραφία, και πως η απαίτηση προς την ιστορία για ρητορική δοξολογία και κολακεία ξεπέρασε και διέλυσε την πολιτική επιδίωξη για αρετή και δημόσια πνευματικότητα. Αυτό είναι φανερό ήδη στην κατάλυση της διάκρισης ιστορίας και δράματος στην ύστερη ελληνιστική τέχνη, όπως και στον Τάκιτο και τους ύστερους Ρωμαίους βιογράφους. Ο δρόμος προς την ιστορία ως διήγηση είναι σχεδόν σίγουρα επακόλουθο αυτής της κατάλυσης.
Σύγχρονη προς τον εκφυλισμό της ελληνικής και ρωμαϊκής ιστορίας κάτω από την αυτοκρατορία, ήταν η άνοδος της χριστιανικής ιστορίας. Αυτή η νέα μορφή ιστορίας ήταν αποτέλεσμα της σύγκρουσης της ιουδαϊκής ή χριστιανικής σκέψης με το έργο των αρχαίων ιστορικών. Οι πρώτες χριστιανικές ιστορίες, για να είμαστε βέβαιοι, στηρίχτηκαν σχεδόν αποκλειστικά στις αναφορές στον αρχαίο Ιουδαϊσμό και στη ζωή του Χριστού και των Αποστόλων, θα ήταν όμως εσφαλμένο να δούμε την πηγή αυτού του είδους της ιστορίας στην ούτω καλούμενη ιστορικότητα της Καινής Διαθήκης. Στα αρχαία εβραϊκά δεν υπάρχει ούτε μια λέξη που να σημαίνει ιστορία, και η έννοια αυτή είναι ξένη προς την αρχαία εβραϊκή σκέψη. Η χριστιανική ιστορία είναι μάλλον το αποτέλεσμα της συνάντησης θεολογίας και ιστορίας. Αντιμέτωποι με τις αναφορές για την ένδοξη ειδωλολατρική αρχαιότητα, οι χριστιανοί ιστορικοί έπρεπε να βρουν κάποιο μέσο ώστε να δείξουν, πως οι πράξεις και οι χαρακτήρες που περιγράφονται από τους ειδωλολάτρες ιστορικούς, δεν μπορούν σε καμιά περίπτωση να συναγωνιστούν αυτούς στις Γραφές, ώστε να αποσπάσουν τους ανθρώπους από τα αρχαία μοντέλα της καλής ή ευγενούς ζωής. Ο σκοπός τους δεν ήταν απλά να αρνηθούν την κλασική αρχαιότητα, αλλά να την υποτάξουν στην χριστιανική αντίληψη περί του κόσμου.
Η σύνθεση αυτή της χριστιανικής θεολογίας και αρχαίας ιστορίας επέφερε μια αποφασιστική αλλαγή στην αντίληψη περί ιστορίας. Η αυθεντική ελληνική αντίληψη περί ιστορίας ως μαρτυρίας διατηρείται στην χριστιανική ιστορία, αλλά δεν είναι πια γνώση αυτού που βλέπεται, αλλά γνώση του Θεού δια της μαρτυρίας των Αποστόλων. Η ιστορία που αναζητούσε το αιώνιο μέσα στο επίκαιρο καθίσταται με τον τρόπο αυτό αποκάλυψη του αιώνιου καθ’ εαυτού, μαρτυρία της κρυμμένης αλήθειας ή η σημασία των γεγονότων ως ολότητα, που έρχεται στο φως, και είναι με τον τρόπο αυτό ορατότητα μέσα και διά του Λόγου, δηλαδή του Χριστού. Η ιστορία με τον τρόπο αυτό στηρίζεται έτσι, όχι στη θέα ή τον στοχασμό, όχι στην άμεση εμπειρία και κατανόηση του αιώνιου, αλλά στην αυθεντία και τη μεσολάβηση της Γραφής, δηλαδή στον ίδιο τον Λόγο. Η ιστορία για τον Χριστιανισμό λοιπόν δεν είναι μια διερεύνηση ή αναφορά των γεγονότων, με σκοπό να ξεχωρίσουν και να αθανατοποιηθούν οι ευγενείς πράξεις, αλλά η πίστη σε ένα και μόνο γεγονός, τον καιρό, που αποκαλύπτει την μέχρι τότε κρυμμένη αλήθεια και την τάξη σε όλη τη δημιουργία.
Συνεχίζεται
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου