Τετάρτη 26 Απριλίου 2023

Παύλος Χριστόπουλος - Η έννοια του θανάτου στον άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή (13)

  Συνέχεια από: Τρίτη 25 Απριλίου 2023

ΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΣ ΑΘ. ΠΑΥΛΟΣ - Πτυχιούχος ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ 

ΘΕΜΑ
«Η έννοια του θανάτου στον άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή»

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ
ΘΑΝΑΤΟΣ ΚΑΙ ΠΤΩΣΗ
Β. 3. Σωματικός θάνατος
Β. 3. 1. 
Οι δερμάτινοι χιτώνες

Η στιγμή της παρακοής των προπατόρων, δεν μπορεί να λογιστεί απλά ως μια στιγμή απερισκεψίας375. Αποτελεί το μεγαλύτερο και κατ’ εξοχήν πρόβλημα καθώς εισάγει τη μίξη της ηδονής με την οδύνη στον άνθρωπο που απολυτοποιεί  την κτιστότητά του. Το σχήμα αυτό αποτελεί τον κοινό παρονομαστή σε όλα τα αντιμαχόμενα νέα δεδομένα με τα οποία θα ασχοληθεί η ενότητα αυτή. Προτού, όμως, εισχωρήσουμε στα «δώρα» τα οποία εισέπραξε ο Αδάμ κατά την παράβαση, οφείλουμε να σταθούμε σε μια πολύ σημαντική διευκρίνηση. Παρότι ο άνθρωπος συνειδητά επέλεξε – και εξακολουθεί να επιλέγει – το δρόμο του μηδενισμού, ο Θεός ξεχειλίζοντας από την άπειρη θέληση για την επιστροφή του στην κατά φύση πορεία, τοποθετεί πλάι σε κάθε αρνητικής φοράς κίνηση, ένα θετικού περιεχομένου μέσο για την επιστροφή του. Έτσι, για κάθε αρνητική μεταπτωτική συνέπεια, ο Θεός μηχανεύεται τρόπο τινά ώστε να το εξελίξει σε μέσο επανόδου του κτίσματός του.

Ο κόσμος της πτώσης λοιπόν, χαρακτηρίζεται από μια γενικευμένη αστάθεια και πολλά αντιμαχόμενα σχήματα. Η αστάθεια βέβαια αποτελεί στοιχείο της κτιστότητας εξ αιτίας του ότι προέρχεται η κτίση από το μη ον, όπως αναλύσαμε σε προηγούμενες παραγράφους, αλλά η μεταπτωτική πραγματικότητα διαφέρει σε αρκετά σημεία. Διότι, η κίνηση των κτιστών ως φυσική ενέργεια σκοπεύει στην ολοκλήρωση, την εν Θεώ στάσης και στην απάθεια ως δωρεά. Αντίθετα, η απόφαση του ανθρώπου να λειτουργήσει ανεξάρτητα από την θεία χάρη, όχι μόνο παγίωσε αυτή την κατά φύση τρεπτότητα, αλλά στις περισσότερες περιπτώσεις την μετέτρεψε σε παρά φύσιν πραγματικότητα. Η αποστολή του Αδάμ ώστε να περικλείσει όλον τον κόσμο στο «είναι» του και να τον παραδώσει στο Θεό, λησμονείται. Πλέον, η φύση διακρίνεται για την άστατη φορά της σε κοσμολογικό αλλά και σε ανθρωπολογικό πλαίσιο. 

Το νέο πτωτικό γίγνεσθαι στην ανθρώπινη πραγματικότητα αποτυπώνεται στα κείμενα του οσίου. Η αμαρτία διασπά την κτιστολογία και εισάγει αντιμαχόμενα σχήματα. Ένα από αυτά τα μεταπτωτικά σχήματα απαντάται στη θεωρία περί διπλής δημιουργίας376, μια θεωρία ιδιαίτερη καθώς είναι από τις περιπτώσεις εκείνες που ελλοχεύει ο κίνδυνος να υποπέσουμε σε σχολαστικές διατυπώσεις377.  Έτσι, μέσω αυτής αναδύεται η ερμηνεία με βάση το αγιογραφικό χωρίο378  περί «δερμάτινων χιτώνων» 379. 

Μνημονεύοντας το παλαιοδιαθηκικό απόσπασμα380, παρατηρούμε πως μετά την παράβαση οι πρωτόπλαστοι «χάνουν» τον παράδεισο στερούμενοι παράλληλα όχι μόνο όλα τα αγαθά τα οποία είχαν αλλά εισπράττοντας ως αντιδιαστολή ορισμένα επιτίμια. Έτσι, ο Αδάμ με λύπη και κόπο θα κερδίζει την τροφή του ενώ η Εύα με πόνο θα γεννάει. Κυρίως όμως, θα δοκιμάσουν και οι δύο το θάνατο από τον οποίο και δεν θα μπορούν να δραπετεύσουν. Οι «δερμάτινοι χιτώνες» δε θα μπορέσουν να σταματήσουν αυτή την τροπή, των γεννήσεων και των θανάτων που θα συνοδεύουν όλες τις επόμενες γενεές. Η αναζήτηση απαντήσεων για την ουσία πίσω από τους «δερμάτινους χιτώνες» αλλά και κυρίως για την χρησιμότητα στη ζωή του ανθρώπου κρίνεται επιτακτική. 

Αναλύοντας τη θεματική για τους «δερμάτινους χιτώνες», οφείλουμε να εισάγουμε ορισμένες παραμέτρους. Κατά πρώτον, όπως είδαμε και στην ενότητα στη οποία έγινε λόγος για την οντολογία του ανθρώπου και την απόδοση του «κατ’ εικόνα», αλλά και στη θεματική για την προγονική παραδείσια ζωή, οι Πατέρες δε συστηματοποίησαν την ερμηνευτική τους. Το ίδιο, ακριβώς, ισχύει και για την επιμέρους διδασκαλία για τους «δερμάτινους χιτώνες» 381. Παρά τις διαφορές, το κοινό στοιχείο που συναντάμε στην πατερική ερμηνευτική είναι αφενός μεν πως η κατάσταση αυτή αποτελεί στοιχείο μεταπτωτικό, αφετέρου δε, πως δεν απαρτίζει το σώμα του ανθρώπου382. Έτσι, τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν τους «δερμάτινους χιτώνες», που κατά τον όσιο Μάξιμο είναι το σχήμα της ηδονής και της οδύνης, είναι προϊόντα που η πτώση του γνωμικού ανθρώπου επιφέρει. Αντίστοιχα, μόνο οι ωριγενικές και γνωστικίζουσες αντιλήψεις μπορούν να θεωρήσουν πως οι «χιτώνες» αποτελούν το «κατώτερο» σώμα

Κατά δεύτερον, θα μπορούσε να λεχθεί πως οι «χιτώνες» εκφράζουν την νεκρότητα την οποία «ντύθηκε» ο άνθρωπος μετά την πτώση. Η νεκρότητα αυτή, κατά τον όσιο Μάξιμο, εισάγεται από τον άνθρωπο καθώς εκείνος προσπαθεί με τρόπο τεχνητό να δημιουργήσει τις ιδιότητες του Θεού αλλά χωρίς Θεό. Δεδομένου ότι ο Θεός είναι αυτοζωή, η ξεχωριστή πορεία του ανθρώπου μακριά από αυτήν, οδηγεί αναπόφευχθα στο θάνατο383. Ο άνθρωπος ως κτιστός είναι δεκτικός φθοράς και αλλοίωσης ανάλογα με την πορεία της επιλογής του. Έτσι, η νεκρότητα δεν αποτελεί το χαρακτηριστικό εκείνο των εκ του μη όντως δημιουργημάτων, αλλά την απουσία ζωής, την απουσία του Θεού στην οντολογία του. Άλλο, δηλαδή η θνητότητα ως ιδιότητα της φύσης και άλλο ο θάνατος ως την θεληματική πραγματοποίησή της στο πρόσωπο του ανθρώπου384. Πλέον, το στοιχείο αυτό, αποτελεί την εμπλοκή της ψυχοσωματικής ενότητας του ανθρώπου στο άλογο μέρος της κτίσης. Εν τέλει, οι «δερμάτινοι χιτώνες» αποτελούν την προσκόλληση στην ύλη, γεγονός για το οποίο ο πρώτος άνθρωπος έπεσε.

Με την ίδια ακριβώς λογική θα μπορούσαμε να εντάξουμε και την διαίρεση του άνδρα και της γυναίκας καθώς και της γαμικής σχέσης που αναπτύσσεται με τη πτώση. Είναι κοινή των πατέρων γραμμή πως προ πτώσης ο γάμος όπως τον γνωρίζουμε σήμερα δε υπήρχε στο σχέδιο του Θεού385. Για το πώς θα γινόταν τα προπτωτικά «αὐξάνεσθαι καὶ πληθύνεσθαι»386 και «προσκολληθήσεται πρὸς τήν γυναῖκα αὐτοῦ καὶ ἔσονται οἱ δύο εἰς σάρκα μία»387 δεν το γνωρίζουμε καθώς δε μπορούμε να έχουμε εικόνα της προπτωτικής ζωής αλλά θα τολμήσουμε να πούμε πως δεν έχει κανένα λόγο η απάντηση σε ένα σχολαστικού τύπου ερώτημα388. Το ζητούμενο σε μια τέτοια προβληματική θα πρέπει να είναι όχι το πριν της παραβάσεως γίγνεσθαι, αλλά η μετά από αυτήν αξιοποίηση της ζωής με στόχο την επάνοδο στην κατά Θεό πορεία.

Ωστόσο, ο άγιος Μάξιμος θα επιχειρήσει να θέσει αυτή την προβληματική με βάση την πρόγνωση που ο Θεός παρατηρεί με σκοπό να τοποθετήσει ως ενεργούμενη την παιδαγωγία του σε οποιαδήποτε επιλογή του ανθρώπου. Χωρίς να αποσπάται από την πατερική γραμμή, θεωρεί πως το σχήμα που γνωρίζουμε σήμερα για τον γάμο, είναι προϊόν της πτώσης389 και ταυτόχρονα η νέα πραγματικότητα που εισέρχεται ο άνθρωπος. Παράλληλα, όμως, ενώ θα μπορούσε κανείς να διακρίνει αρκετές ομοιότητες με τον άγιο Γρηγόριο Νύσσης στο θέμα της «διπλής δημιουργίας» 390, ο όσιος Μάξιμος θεωρεί πως τα δύο φύλλα δεν αποτελούν προϊόν της πτώσης391 αλλά η φυσική διαίρεση αυτή έχει ως στόχο την ενοποίηση και την υπέρβαση της. Γίνεται δηλαδή διαχωρισμός στο μεταπτωτικό σχήμα ανδρός και γυναικός από την αρχική δημιουργία των δύο φύλων. Καμία αντίθεση δε μπορεί να παρατηρηθεί, πάντως, στους δύο αγίους διότι είτε λόγω πρόγνωσης της πτώσης επινοήθηκε η διαίρεση κατά τον άγιο Νύσσης, είτε εξαρχής με σκοπό την υπέρβαση και την πορεία προς το εσχατολογικό «οὐκ ἔνι ἄρσεν καὶ θῆλυ»392 του αγίου Μαξίμου, ο παρονομαστής παραμένει ο ίδιος καθότι το αποτέλεσμα της πτώσης είναι η ηδονή και η οδύνη ως προβληματική κατάσταση της οντολογίας του ανθρώπου. Ταυτόχρονα, θα επαναλάβουμε πως η κίνηση προς το Θεό είναι το ζητούμενο και όχι ο ορισμός γενικοτήτων για κάτι που εν τέλει δε δύναται να ξέρουμε με σιγουριά. Έτσι κατανοείται και ο τονισμός πως ο γάμος όπως τον γνωρίζουμε σήμερα, δηλαδή η δια σποράς σύλληψη και η δια φθοράς γέννηση, αποτελεί μεταπτωτικό στοιχείο. Τα φύλα πέραν του αυτού σχήματος έχουν πλήρη θέση στην «καλά λίαν» δημιουργία με την αλληλοσυμπλήρωση των να αποτελεί άρρητο μυστήριο στην προπτωτική κατάσταση393. 

Έτσι, η μεταπτωτική κατάσταση αναδύει αρκετές προβληματικές για την ανθρώπινη ιστορία. Από τη μία διακρίναμε την λεγόμενη «διπλή δημιουργία» ως μια θεωρία που μπορεί να βρει βάση στα έργα του αγίου με την επεξήγηση πως ο σκοπός του Θεού για τον άνθρωπο ήταν η κατά χάριν θέωση (ως πρώτη με μια οντολογική έννοια) με τον τελευταίο όμως να διαλέγει το δρόμο του μηδενισμού (και την ενεργοποίηση της παιδαγωγικής ισχύος ως δεύτερη). Το δημιουργικό σχέδιο του Θεού είναι ενιαίο με διάφορες εκφάνσεις. Από την άλλη, το σχήμα του ανδρός και της γυναικός αποτελεί μεταπτωτικό στοιχείο μόνο μέσω του αλλημαχόμενου σχήματος της ηδονής και της οδύνης που επήλθε μετά εκτροπή του ανθρώπου. Διότι το σχήμα αυτό είναι που υποδουλώνει τον άνθρωπο και ανακάμπτει την ανοδική πορεία του. Έτσι κατανοούνται και οι εκφράσεις του αγίου περί πτωτικής πράξης μεταξύ των φύλων καθώς αυτή συνδέεται με την ηδονή και την προσκόλληση σε αυτή.394

Σημειώσεις



375 Όπως είδαμε και στην προηγούμενη θεματική, η προβληματική στην παράβαση του Αδάμ δεν έγκειται στο γεγονός της παρακοής ως λανθασμένης επιλογής, αλλά κυρίως στην στάση που ανέπτυξαν οι προπάτορες μετά από αυτήν. Ενώ λοιπόν, ο Θεός θέλει να ορίσει μια νέα αρχή για το πλάσμα του, ο άνθρωπος με δαιμονική εμμονή στηρίζει την παραφθορική του πορεία και ουσιαστικά επικυρώνει την μεταπτωτική κατάστασή του.
376. Η προβληματική για την ερμηνευτική της συγκεκριμένης θεματολογίας πηγάζει κυρίως από το κείμενο του αγίου Γρηγορίου Νύσσης, Περί κατασκευής του ανθρώπου, PG 44, 184 – 185 στο οποίο συναντάμε, ίσως, όλα τα ελατήρια για την πατερική ερμηνευτική στο θέμα του πριν και του μετά της πτώσης. Σύμφωνα πάντως με το Ματσούκα θα πρέπει να αναλύεται σε συνάρτηση με το έργο του Μεγάλου Βασιλείου, Εἰς τὴν Ἐξαήμερον, PG 29. Αρχικά, με τον όρο περί «διπλής δημιουργίας» εννοείται πως ο Θεός δεν έπλασε εξ αρχής τον ιστορικό άνθρωπο αλλά τον ιδεατό και τον μη ιστορικό προ πτώσης άνθρωπο (Ματσούκα, «Οι δυο Δημιουργίες στο έργο του Γρηγορίου Νύσσης»: Κληρονομία 21ΑΒ, 1989, 177). Ο λόγος για τον οποίο προβαίνει ο άγιος Νύσσης σε μια τέτοια σκέψη είναι επειδή αδυνατεί να ταυτίσει το μεταπτωτικό άνθρωπο με τον δημιουργημένο κατ’ εικόνα Θεού. Αν και όπως παρατηρεί ο Ματσούκας «ξένοι και δικοί μας ερευνητές ασπάζονται την θέση για δύο δημιουργίες», ο ίδιος αλλά και ο Χρήστου («Το ανθρώπινο πλήρωμα κατά τη διδασκαλία του Γρηγορίου Νύσσης»: Κληρονομία 4Α, 1970) διαφοροποιούν την ερμηνευτική τους σε μια πιο προσεκτική ανάλυση των χωρίων, καταλήγοντας στη απόρριψη της θέσης αυτής και στην άποψη πως μία ήταν η δημιουργία. Κυριότερο επιχείρημα είναι πως δε δύναται ο Θεός στην αρχή της δημιουργίας να μην κάνει κάτι εξ αρχής τέλειο, στο πλαίσιο, βέβαια, της σχετικής τελειότητας των κτισμάτων. Χωρίς να μπορούμε να αναλύσουμε ιδιαίτερα της θέσεις των δύο καθηγητών – κάτι τέτοιο θα ξέφευγε από την θεματολογία μας – θα αρκεστούμε στα εξής δύο σημεία. Κατά πρώτον, ο ίδιος ο άγιος επίσκοπος Νύσσης εξ αρχής θέτει τις σκέψεις που θα ακολουθήσουν στο πεδίο του στοχασμού και όχι του δόγματος (Χρήστου ο. π. σελ. 41). Αυτό είναι αξιοσημείωτο διότι ούτε παραθέτει τη σκέψη του προ τετελεσμένη ενώπιον της «κοινής των Πατέρων δόξας» αλλά και κινείται στα «επιτρεπτά» για τους ανατολικούς Πατέρες όρια των υποθέσεων και των στοχασμών (Ματσούκα ο. π. σελ. 186). Έτσι, παρουσιάζει τον «καθόλου άνθρωπο» ως το πλήρωμα της ανθρωπότητας χωρίς καμία διαίρεση. Η αναφορά του αγίου σε αυτή την καθολικότητα του του ανθρώπου φρονούμε πως ταιριάζει με τους λόγους των όντων του αγίου Μαξίμου. Κατ’ επέκταση, ο «καθόλου άνθρωπος» φανερώνει το λόγο του ανθρώπου, που προϋπάρχει στο Λόγο του Θεού σπερματικά όπως και όλοι οι λόγοι των κτιστών όντων. Θεωρούμε αυτή την εξήγηση πιο κοντά στη διδασκαλία των αγίων καθώς έτσι διασφαλίζεται τόσο η ιστορικότητα των πρωτοπλάστων όσο και η καθολικότητα του ανθρώπου ως σκοπό της κινήσεώς του. Εν τέλει, με βάση τα παραπάνω δεδομένα δε δύναται να αποδεχτούμε τον ορισμό περί «δύο δημιουργιών» έστω και τεχνικά, διότι η δημιουργία είναι μία με μια πορεία – κίνηση προς την ολοκλήρωση. Άλλωστε, η όποια θεώρηση τέτοιων προβληματικών με στατικά κριτήρια αφαιρεί τη δυναμική του καθ’ ομοίωση και εγκλωβίζει τη δημιουργία σε δυναστικά στεγανά τα οποία ο Θεός τοποθετεί a priori. Όπως και να έχει, αποτελεί ενδιαφέρον μια πιο προσεκτική και ολοκληρωμένη μελέτη από μελλοντικές εργασίες.
377 Βλ. Ιωάννη Γ. Κουρεμπελέ, Ηδονοδοξία:…, σελ. 100.
378 Γεν 3:21.
379 Για μια εποπτική μελέτη του θέματος βλ. Παναγιώτη Νέλλα, Ζώον θεούμενον: Προοπτικές για μια ορθόδοξη κατανόηση του ανθρώπου, Αθήνα: Εποπτεία, 1979. 380 Γεν 3:16-24.
381 Βλ. Παναγιώτη Νέλλα, Ζώον θεούμενον…, σελ. 49.
382 Ο. π., σελ. 47 – 48.
383 Περί διαφόρων αποριών, PG 91, 1157A.
384 Ερμηνεία εις το Πάτερ ημών, PG 90, 904A.
385 Βλ. Παναγίωτη Νέλλα, Ζώον θεούμενον…, σελ. 80.
386 Γεν 1:28.
387 Γεν 2:24.
388 Βλ. Παναγιώτη Νέλλα, Ζώον θεούμενον:…, σελ. 81: «Οι άγιοι πατέρες περιορίζονται να προσδιορίσουν ότι τα είδη της φθοράς, η ηδονική έλξη, η σαρκική ένωση και η βιολογική γέννηση, δεν υπήρχαν προπτωτικά. Επειδή, όμως, ο σκοπός τους δεν είναι να δώσουν απάντηση σε ένα ερώτημα που απασχολεί την διάνοια, αρνούνται να υποστηρίξουν καταφατικά οποιαδήποτε σχετική με το θέμα αυτό θέση. Έχουμε εδώ μια εφαρμογή της αποφατικότατας στην ανθρωπολογία. Επιδίωξη των πατέρων είναι να δημιουργήσουν με τις συνεχές αρνήσεις τη δυναμική εκείνη κατάσταση, που δεν θα επιτρέψει στον άνθρωπο να εγκατασταθεί σε ένα οποιοδήποτε σημείο πριν από το τέλος το Θεό, αλλά θα τον ωθεί ακατάπαυστα προς το Τέλος του». Πάντως, ο όσιος ομιλεί γενικά για μια «πνευματική εις πλήθος αυξήσεως» του ανθρώπου. Βλ. Περί διαφόρων αποριών, PG 91, 1341C.
389 Προς Θαλάσσιον, PG 90, 312.
390 Περί διαφόρων αποριών, PG 91, 1348A. Για το θέμα αυτό έγινε νύξη σε προηγούμενη παραπομπή και αρκεί να ανακαλέσουμε στη μνήμη μας το ότι ως πρώτη δημιουργία θα μπορούσε να λογιστεί ο σκοπός του Θεού και ως δεύτερη η με βάση την προοπτική της πτώσης πρόγνωση του δημιουργού. Εν τέλει, ομιλούμε για μία δημιουργία με διαφορετικά στάδια ή ακόμα και με διαφορετικό τρόπο εκφοράς.
391 Περί διαφόρων αποριών, PG 91, 1305CD.
392 Γαλ. 3:28.
393 Στο σημείο αυτό θα θέλαμε να μνημονεύσουμε τη θέση του πατρός Επιφανίου Θεοδωρόπουλου, Υποθήκες Ζωής, Ιερόν Ησυχαστήριον Κεχαριτομένης Θεοτόκου, 1992, σελ. 169, η οποία υπομνηματίζει θα λέγαμε τη θέση του αγίου Μαξίμου. Στα μαθητικά μας χρόνια με τη διαρκή αναζήτηση απαντήσεων με σχολαστικό, όμως, πνεύμα και ελλιπές πατερικό υπόβαθρο, εξεπλάγην με την θέση του πατρός Επιφανίου, πως «από την ανατομική κατασκευή του ανδρός και της γυναικός συμπεραίνουμε ότι και στον Παράδεισο η διαιώνιση του ανθρωπίνου είδους θα εγένετο ανηδόνως και ανωδύνος». Τότε, δε δόθηκε η απαιτούμενη προσοχή, με τον άγιο αυτό γέροντα να μας σκανδαλίζει παρά να μας αναπαύει. Πλέον, μέσα από τα γραπτά του αγίου μπορούμε να κατανοήσουμε τη λογική του πατρός θεωρώντας εξαιρετικά ενδιαφέρουσα μια τέτοια οπτική και σίγουρα πολύ κοντά στη θεολογία της ηδονής και της οδύνης του Ομολογητή αγίου. 
394 Προς Θαλάσσιον, PG 90, 628C.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου