Πέμπτη 8 Ιουνίου 2023

HANS URS VON BALTHASAR--ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ (THEO-LOGIK) (91)

Συνέχεια από Τρίτη, 23 Μαΐου 2023


                                               HANS URS VON BALTHASAR

                                                 ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ (THEOLOGIK)
                                                                  Τρίτος Τόμος

                       ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ (DER GEIST DER WAHRHEIT)
(Οι δύο προηγούμενοι τόμοι: 1) Αλήθεια τού κόσμου (Wahrheit der Welt), 2) Αλήθεια τού Θεού (Wahrheit Gottes) )
                                                         Johannes Verlag, 1987

                                                         4. ΓΙΑ ΤΟ ΦΙΛΙΟΚΒΕ

                                                  6. ΠΝΕΥΜΑ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΙΚΟ

δ) Διάκριση των πνευμάτων (2η συνέχεια)

Μπορεί άραγες να γνωρίζη ο άνθρωπος, αν κατοική εντός του το Άγιο Πνεύμα, κι αν επενεργή, ως «η άκτιστη αγάπη», τη χάρη τής «κτιστής αγάπης» σ’ αυτόν; 

 Μπορεί άραγες να έχη ο χριστιανός την εμπειρία τής παρουσίας τής χάριτος του Αγίου Πνεύματος στον εαυτό του;

Το βασικό αυτό πρόβλημα εμφανίζεται ήδη στην «απόφανση» του αγίου Θωμά (Ακινάτη…), ότι το Άγιο Πνεύμα μπορεί να ενεργήση στην πνευματική μας φύση μόνον επειδή διαθέτουμε ήδη μιαν αγαπητική, εκ Δημιουργίας, δύναμη. «Μ’ αυτό δεν αποκλείεται το ότι το Άγιο Πνεύμα, που είναι η άκτιστη αγάπη, μπορεί να κινήση την ψυχή τού ανθρώπου, που διαθέτει μια κτιστή αγάπη, σε μια πράξη αγάπης, όπως κινεί άλλωστε όλες τις υπάρξεις στις πράξεις τους ο Θεός, στις οποίες κλίνουν ωστόσο λόγω τής ίδιας τους της δυνατότητας.

«Όποιος διαθέτει την υπερφυσική αγάπη, μπορεί να υποθέση, βασισμένος σε πιθανά «σημεία», ότι διαθέτει αυτήν την αγάπη…, αλλά κανείς δεν μπορεί να το γνωρίζη με σιγουριά, εκτός αν του το αποκαλύψη ο ίδιος ο Θεός», μια αβεβαιότητα που προκύπτει εξάλλου «απ’ την ομοιότητα ανάμεσα στη φυσική και τη χαρισματική αγάπη».

το ίδιο ισχύει και για τη διδασκαλία που «αναπτύσσεται» στην Α’ Επιστολή τού Ιωάννη, όπου η δεδωρημένη σε μας μέσω τού «χρίσματος» με το Πνεύμα «γνώση» εμφανίζεται μεν ως αδιάπτωτη, συνοδευόμενη ωστόσο πάντοτε από τούς εν μέρει πολύ συγκεκριμένους «όρους» τής χριστιανικής μεταστροφής, όπως είναι π.χ. μια ενεργητική αγάπη προς τον πλησίον, η τήρηση των εντολών, αλλά και η γνώση ότι είμαστε αμαρτωλοί και χρειαζόμαστε άφεση των αμαρτιών, καθώς και η έως τέλους «παραμονή» μέσα απ’ όλους τούς πειρασμούς στη διδασκαλία, κι όλ’ αυτά, όπως τονίζεται, εν πίστει. Η καθοδήγηση μέσω τού Πνεύματος και η υποδοχή τής μαρτυρίας του δεν υφίσταται καν δίχως την εξάσκηση της εντολής τής αγάπης στη σύνολη ζωή τού χριστιανού.

Ενώ όμως αυτή η τόσο συγκεκριμένη «κατάθεση» για τους δυό αγγέλους ή τα δυό πνεύματα που συνοδεύουν δια βίου τον άνθρωπο αναπτύσσεται απ’ τον Ωριγένη και όσους τον ακολουθούν, και διατηρείται ακόμα στον Μεσαίωνα (μέχρι και το μεγάλο και συγκεντρωτικό όλων τών παραδιδομένων σύγγραμμα “De discretione sprirituum” του Διονυσίου τού Καρτάουζερ), η ιδέα αυτή θα μπορούσε να έχη, παρ’ όλ’ αυτά, σταδιακά εξασθενήσει μπροστά στο καινοδιαθηκικό αίτημα περί «διακρίσεως των πνευμάτων», το οποίο και αναφέρει σαφώς ως χάρισμα του Αγίου Πνεύματος ο Παύλος (Α’ Κορ. 12, 10), και ως την τέχνη μιας «εξεταστικής» διακρίσεως, ενός «δοκιμάζειν», το οποίο και πολλές φορές ο ίδιος απαιτεί (Ρωμ. 12, 2 – Εφ. 5, 7. 11 – Φιλ. 1, 9-10), ενώ και ο Ιωάννης ζητά «τον έλεγχο των πνευμάτων, αν είναι ή όχι απ’ τον Θεό» στην Α’ του Επιστολή (4, 1), εννοώντας σαφώς το Πνεύμα τού Θεού απ’ τη μια, και το Πνεύμα «αυτού τού κόσμου» ή τού «Αντιχρίστου» ή απλώς τού «Σατανά» απ’ την άλλη. Όταν (λοιπόν) μιλούν ο άγιος Βερνάρδος, ο Ριχάρδος τού Αγίου Βίκτωρα ή ο Θωμάς Ακινάτης για discretio-διάκριση (spirituum-πνευμάτων), τότε έχουν μπροστά τους αυτό το καινοδιαθηκικό είτε-είτε, και το ίδιο θα πρέπη να πούμε και για τους «διακριτικούς κανόνες» τού Ιγνατίου (Λογιόλα). Για τον Παύλο πρόκειται σαφώς για «τη γνώση τού θελήματος του Θεού, τη διάκριση αυτού που είναι το καλύτερο» (Ρωμ. 2, 18), το οποίο και πρέπει να το διδαχθούμε, εφ’ όσον μόνον όσοι έχουν αναπτυχθή πνευματικά το πληροφορούνται (Εβρ. 5, 13-14), ή οι «πνευματικοί», όπως λέει διακρίνοντάς τους κι ο Παύλος· που συγκαταλέγοντας τη «διάκριση των πνευμάτων» στα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος, αναφέρεται σε μια «δυνατότητα», την οποίαν και «εμπιστεύεται» ή «αποδίδει» στην εσωτερική εγρήγορση, τη λεπτότητα της αίσθησης αλλά και την εκκλησιαστικότητα του κάθε «ζωντανού» χριστιανού. Ζητά λοιπόν από ολόκληρη την κοινότητα των Κορινθίων, να μην πλανηθή από τον όφι όπως η Εύα, δεχόμενη «ένα άλλο πνεύμα» («πνεύμα έτερον») (Β’ Κορ. 11, 3 κ.ε.), διαφορετικό απ’ το Πνεύμα τού Θεού («πνεύμα Θεού», Ρωμ. 8, 9), το οποίο και «κατοικεί σε εσάς». Για το οποίο και υφίστανται πολλά κριτήρια μέσα στην κοινότητα, οι «καρποί τού Πνεύματος», η παρρησία, η ειρήνη ανάμεσά τους, η αδελφική αγάπη, η υπακοή απέναντι στον Κύριο, αλλά και στο εκκλησιαστικό αξίωμα (Β’ Κορ. 10), η στάση (η «τοποθέτηση») απέναντι στον ενανθρωπήσαντα Χριστό: «Κανένας που μιλά εν πνεύματι Θεού δεν μπορεί να πη: καταραμένος ο (επίγειος) Ιησούς, και κανένας δεν μπορεί να πη πως ο Ιησούς είναι ο Κύριος, παρά εν Αγίω Πνεύματι» (Α’ Κορ. 12, 3) (( Α’ Κορ. 12, 1 κ.ε.: «Περί δέ τών πνευματικών, αδελφοί, ου θέλω υμάς αγνοείν. οίδατε ότι, ότε έθνη ήτε, πρός τά είδωλα τά άφωνα ως αν ήγεσθε απαγόμενοι. διό γνωρίζω υμίν ότι ουδείς εν Πνεύματι Θεού λαλών λέγει ανάθεμα Ιησούν, καί ουδείς δύναται ειπείν Κύριον Ιησούν ειμή εν Πνεύματι Αγίω. Διαιρέσεις δέ χαρισμάτων εισί, τό δέ αυτό Πνεύμα· καί διαιρέσεις διακονιών εισι, καί ο αυτός Κύριος· καί διαιρέσεις ενεργημάτων εισίν, ο δέ αυτός εστι Θεός, ο ενεργών τά πάντα εν πάσιν…» )) . Για να βρεθούμε έτσι στον «πυρήνα» τής Α’ επιστολής τού Ιωάννη· αν ολόκληρο το Ευαγγέλιο δεν συνιστά παρά μια πάλη περί πίστεως και απιστίας ως προς την ενανθρώπηση του Λόγου τού Θεού, αναγνωρίζει (και) η εν λόγω Επιστολή ως κριτήριο της διακρίσεως μεταξύ αλήθειας και ψεύδους, την ομολογία και μόνο ή την άρνηση της θεϊκής υιότητας του Ιησού (2, 22). Γνωρίζει ασφαλώς ο Ιωάννης, όπως και ο Παύλος, ίσως και σαφέστερα από εκείνον, ότι υπάρχει μια εσωτερική μαρτυρία τού «πνεύματος της αληθείας» (3, 24 – 4, 13), μιαν εσωτερική βεβαιότητα βασισμένη στο χρίσμα τού Πνεύματος (2, 27), η οποία είναι όμως μόνον τότε γνήσια ως προς τη διάκριση (discretion), όταν και αν συνυπάρχη τόσο με την «εξαρχής παραδεδομένη διδασκαλία» (2, 24), όσο και με την πράξη τής αδελφικής αγάπης: «Απ’ αυτό αναγνωρίζονται τα τέκνα τού Θεού και τα τέκνα τού διαβόλου: όποιος δεν πράττει δίκαια, δεν κατάγεται απ’ τον Θεό, καθώς και όποιος δεν αγαπά τον αδελφό του» (3, 10) (( Α’ Ιωάν. 3, 9 κ.ε.: « … Πάς ο γεγεννημένος εκ τού Θεού αμαρτίαν ου ποιεί, ότι σπέρμα αυτού εν αυτώ μένει· καί ου δύναται αμαρτάνειν, ότι εκ τού Θεού γεγέννηται. εν τούτω φανερά εστι τά τέκνα τού Θεού καί τά τέκνα τού διαβόλου. πάς ο μή ποιών δικαιοσύνην ουκ έστιν εκ τού Θεού, καί ο μή αγαπών τόν αδελφόν αυτού. ότι αύτη εστίν η αγγελία ήν ηκούσατε απ’ αρχής, ίνα αγαπώμεν αλλήλους, ου καθώς Κάϊν εκ τού πονηρού ήν καί έσφαξε τόν αδελφόν αυτού· καί χάριν τίνος έσφαξεν αυτόν; ότι τά έργα αυτού πονηρά ήν, τά δέ τού αδελφού αυτού δίκαια … » )) .

Έπρεπε να τα ξαναθυμηθούμε όλα αυτά, πριν ασχοληθούμε με τους ιγνατιακούς «κανόνες διακρίσεως» και με τον προορισμό τους, για την «εκλογή» (του θελήματος του Θεού και της «οδού προς ζωήν»). Γνωρίζουμε ότι οι «κανόνες διακρίσεως» διαμορφώνουν τον πρώτο, δοκιμασμένον απ’ τον Ιγνάτιο (Λογιόλα) στη Manresa πυρήνα τών «ασκήσεων», καθώς οι εμπειρίες παρηγοριάς και απόγνωσης τον κυρίευσαν σαν μια «καινούργια, παράξενη ζωή», όταν είδε κατ’ αρχάς «μέσα στην ολόφωτη μέρα ένα θαυμαστό όραμα, σαν ένα φίδι με πολλά επάνω του σημεία, που έλαμπαν σαν μάτια», «κάτι που του χάρισε μεγάλη παρηγοριά…, που γινόταν όλο και μεγαλύτερη, όσο πιο συχνά το έβλεπε». Συνειδητοποιώντας όμως ταυτόχρονα τις δυσκολίες μιας ζωής που εκλέχθηκε για τον Θεό. Δεν είχε δηλ. πια προθυμία να συμμετέχη στη θεία Λειτουργία και σε άλλες «προσευχητικές ασκήσεις», που συνοδεύονταν από «ένα πλήθος ενοχλήσεων και αμφιβολιών». Για να αναγνωρίση τελικά ως έναν αντικατοπτρισμό και μιαν απάτη τού Διαβόλου αυτό το «γοητευτικό πράγμα», δοκιμαζόμενος και στη συνέχεια από μεγάλες εσωτερικές «παρηγοριές», που τον οδηγούσαν να απέχη απ’ τις διάφορες σχολικές του εργασίες. Πρέπει να έχουμε λοιπόν υπ’ όψιν μας αυτές τις εμπειρίες, όταν διαβάζουμε την πρώτη περιγραφή περί παρηγοριάς και απογνώσεως (αρ. 315), καθώς φαίνεται ήδη εδώ, ότι «είναι ιδίωμα του κακού πνεύματος να “δαγκώνη”, να θλίβη και να θέτη εμπόδια, εμβάλλοντας για λανθασμένους λόγους ανησυχία», κάτι που αντιστοιχεί με ακρίβεια στις δαιμονικές «εμφανίσεις φωτός» στη Manresa, ενώ και η «παρηγοριά» που προσέφερε αυτή η θέαση δεν αντιστοιχεί επ’ ουδενί στην «πνευματική παρηγοριά» που περιγράφεται στον 3ον κανόνα (αρ. 316). Και να προκύψουν έτσι οι οδηγίες τις οποίες δίνει στην πρώτη σειρά κανόνων (314-327) ο Ιγνάτιος: προπαντός η απαντοχή και η «αντίδραση» (το agere contra) στον καιρό τής απογνώσεως (318-319, 323-324), η εξήγηση, γιατί ο Θεός επιτρέπει την απόγνωση (320, 322), η αποκάλυψη των σατανικών «ελιγμών» και ο τρόπος απόκρουσής τους (325-327). Και να φανερώση έτσι την αμφισημία τών «παρηγοριών» ακόμα σαφέστερα η δεύτερη σειρά κανόνων (328-336), όχι δηλ. εκείνων που προσφέρονται απ’ τον Θεό και «μόνον» στην παραδομένη σ’ αυτόν ψυχή (320), αλλά εκείνων για τις οποίες μπορεί να ανευρεθή μια οποιαδήποτε, «ψυχολογικά προετοιμασμένη βαθμίδα»: η διάκριση συνίσταται εδώ στο να «ανακαλύψη» ο άνθρωπος τον σκοπό για τον οποίον «παρέχεται» αυτή η παρηγοριά (331), κάτι που απαιτεί ύψιστη προσοχή στην «πορεία τών λογισμών» μας (333). Η κατεύθυνση που «χαράζει» ο Πονηρός αποβλέπει στους δικούς του σκοπούς (332), και γίνεται αισθητή «ως η ίδια του η φιδοουρά» (324). Ακόμα και ο τρόπος με τον οποίον εισέρχεται στο (ανθρώπινο) πνεύμα η παρηγοριά, είναι διαφορετικός ως προς την αντίληψή του: η παρηγοριά που οδηγεί στο αγαθό είναι «ήπια, ανάλαφρη και με γλυκύτητα» (335), εμφωλεύοντας σε θετικές κινήσεις (της ψυχής…) («το Πνεύμα εισέρχεται σιωπηλό, σαν σ’ ένα δικό του σπίτι με ανοιχτή την πόρτα»), ενώ εκείνη που παρασύρει στο πονηρό έχει «οξύτητα, σκληρότητα» και είναι «θορυβώδης», σαν να αναστέλλη και να αντιστρέφη με απειλητική βία την κίνηση προς τον Θεό. Το δε τελευταίο «μέτρο προφύλαξης» αφορά στη μετάβαση απ’ την άμεσα θεϊκή παρηγοριά (εμπειρία την οποία καθόλου δεν αμφισβητεί ο Ιγνάτιος) στον «καιρό που ακολουθεί», όπου η παρηγοριά «αντηχεί» ακόμα, όμως και ο άνθρωπος μπορεί να αντλήση, αυτόνομα πλέον, τα συμπεράσματά του· καθώς βρίσκεται όμως εδώ με τον εαυτό του, και όχι σε αμεσότητα με τον Θεό, καλείται να είναι πάλι σε εγρήγορση, εφ’ όσον τα συμπεράσματά του μπορούν να τον οδηγήσουν στη μιαν ή και στην αντίθετη κατεύθυνση (336).

Όλες αυτές οι οδηγίες ή παραινέσεις «συντονίζονται» πάνω στo κεντρικό πρωταρχικά «ζήτημα» των εξασκήσεων, την εκλογή τής οδού ζωής που καθορίζει για τον κάθε άνθρωπο ο Θεός, όπου και θα πρέπη να φανερωθή καθαρά η συμφωνία ανάμεσα στη θεϊκή και την ανθρώπινη ελευθερία· καθώς πρέπει «να μπορούμε να τελειοποιήσουμε κάθε κατάσταση ζωής, που μας χαρίζει ο Θεός και Κύριός μας, για να την εκλέξουμε» (άσκηση 135). Αυτή η «λεπτή» («τρυφερή») και επαπειλούμενη απ’ την ανθρώπινη ιδιοτέλεια, «καθαρή και άδολη» (pura y limpida) αμοιβαιότητα θεϊκής, απολύτως ελεύθερης προσφοράς και ανθρώπινης, απολύτως ελεύθερης συγκατάθεσης, δεν επιτρέπεται να «αμαυρωθή» από τίποτα, – κι αυτός είναι ο βασικός σκοπός τής ασκήσεως – αν πρέπη να επιτευχθή εν πάση αληθεία. Αυτή η διάκριση των πνευμάτων είναι ύψιστα, καθώς φαίνεται, υποκειμενική, οπότε απαγορεύεται αντίστοιχα να αναμείξη αυτός που παραδίδει την άσκηση τις δικές του γνώμες στον διάλογο ανάμεσα στον Θεό και την (κάθε) ψυχή (15). Πρέπει ωστόσο, εφ’ όσον καλείται να επιλεχθή μια ζωή «εντός τής αγίας μας μητέρας, της ιεραρχικής δηλ. Εκκλησίας» (170, 353), να επιτελείται οπωσδήποτε ο έλεγχος αυτής τής υποκειμενικότητας μέσα απ’ την αντικειμενικότητα της επίσημης Εκκλησίας, ενσαρκουμένης στο πρόσωπο αυτού που παραδίδει την άσκηση, ο οποίος και οφείλει να εξετάση απ’ την πλευρά του, μέσα απ’ την εκκλησιαστική γνώση τής διακρίσεως των πνευμάτων, την επιχειρούμενη απ’ τον ασκούμενο διάκριση (8-10, 14). Δεν είναι αρκετό να πούμε εδώ απλώς, ότι «αρκεί γι’ αυτό η ανθρώπινη λογική, υποστηριγμένη ωστόσο και φωτισμένη απ’ το φως της πίστεως, το οποίο κατάγεται πάλι απ’ τον Θεό, και το ένα δεν μπορεί να αντιστρατεύεται το άλλο, επειδή το αληθινό συμφωνεί αναγκαστικά με το αληθινό»· θα πρέπη δηλ. να χαρακτηρίσουμε ακριβέστερα αυτό το «φως της πίστεως» ως την ιδιαίτερη χάρη τού διακριτικού χαρίσματος που παρέχει το Άγιο Πνεύμα σ’ αυτόν που παραδίδει την άσκηση. Ένα χάρισμα συνδεδεμένο με το αντικειμενικό Πνεύμα τού εκκλησιαστικού αξιώματος έτσι, ώστε στην πραγματικότητα να μη μπορούν να αντιφάσκουν εδώ το υποκειμενικό και το αντικειμενικό πνεύμα, εφ’ όσον «ακούν» βέβαια αμφότερα και από κοινού τις «εμπνεύσεις» τού Πνεύματος. Ο H. Rahner έδειξε το πόσο εξισορροπημένη είναι αυτή η διδασκαλία, και πόσο μάταιες οι θυελλώδεις κατηγορίες ενάντια στο «ασκητικό έργο» (στα «γυμνάσματα»), αλλά και πόσο ευφυείς υπήρξαν εκείνοι που το υποστήριξαν (προπαντός ο Nadal και όψιμοι Ιησουίτες, και κατ’ αρχάς ο Suarez), που μπόρεσαν να αναφερθούν, δικαίως, στην μεγάλη παράδοση των Πατέρων.

( συνεχίζεται)

ΤΟ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΙΚΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΟΦΕΙΛΕΙ ΝΑ ΜΗΝ ΑΝΤΙΦΑΣΚΕΙ ΜΕ ΤΟ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΙΚΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΥ ΑΞΙΩΜΑΤΟΣ.

ΕΔΩ ΣΙΤΙΖΟΝΤΑΙ ΟΙ ΔΙΑΦΟΡΟΙ ΘΕΡΜΟΙ ΚΑΙ ΨΥΧΡΟΙ ΚΗΡΥΚΕΣ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΟΙΚΟΜΕΝΙΣΤΙΚΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΟΥ ΒΑΡΘΟΛΟΜΑΙΟΥ. ΑΛΛΑ ΚΑΙ Η ΠΛΕΙΟΝΟΤΗΣ ΤΩΝ ΠΙΣΤΩΝ ΠΟΥ ΕΧΟΥΝ ΑΠΟΜΕΙΝΕΙ ΚΑΘΩΣ ΑΓΝΟΟΥΝ ΣΥΝΕΙΔΗΤΑ ΤΗΝ ΕΜΠΕΙΡΙΑ ΤΩΝ ΑΙΩΝΩΝ ΟΤΙ ΔΕΝ ΚΑΝΕΙ ΤΟ ΡΑΣΟ ΤΟΝ ΠΑΠΑ.

ΟΣΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΚΑΚΟΔΟΞΙΑ ΤΟΥ ΧΡΙΣΜΑΤΟΣ ΒΛΕΠΟΥΜΕ ΚΑΘΑΡΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΗΣ.

ΠΡΟΣΟΧΗ ΣΤΟΥΣ ΟΥΝΙΤΕΣ ΚΑΡΔΙΝΑΛΙΟΥΣ ΠΟΥ ΖΟΥΝ ΑΝΑΜΕΣΑ ΜΑΣ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου