Συνέχεια από Δευτέρα, 24 Απριλίου 2023
HANS URS VON BALTHASAR
ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ (THEOLOGIK)
Τρίτος Τόμος
ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ (DER GEIST DER WAHRHEIT)
(Οι δύο προηγούμενοι τόμοι: 1) Αλήθεια τού κόσμου (Wahrheit der Welt), 2) Αλήθεια τού Θεού (Wahrheit Gottes) )
Johannes Verlag, 1987
4. ΓΙΑ ΤΟ ΦΙΛΙΟΚΒΕ
6. ΠΝΕΥΜΑ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΙΚΟ
δ) Διάκριση των πνευμάτων
Μπορεί άραγες να γνωρίζη ο άνθρωπος, αν κατοική εντός του το Άγιο Πνεύμα, κι αν επενεργή, ως «η άκτιστη αγάπη», τη χάρη τής «κτιστής αγάπης» σ’ αυτόν;
Μπορεί άραγες να έχη ο χριστιανός την εμπειρία τής παρουσίας τής χάριτος του Αγίου Πνεύματος στον εαυτό του;
Το βασικό αυτό πρόβλημα εμφανίζεται ήδη στην «απόφανση» του αγίου Θωμά (Ακινάτη…), ότι το Άγιο Πνεύμα μπορεί να ενεργήση στην πνευματική μας φύση μόνον επειδή διαθέτουμε ήδη μιαν αγαπητική, εκ Δημιουργίας, δύναμη. «Μ’ αυτό δεν αποκλείεται το ότι το Άγιο Πνεύμα, που είναι η άκτιστη αγάπη, μπορεί να κινήση την ψυχή τού ανθρώπου, που διαθέτει μια κτιστή αγάπη, σε μια πράξη αγάπης, όπως κινεί άλλωστε όλες τις υπάρξεις στις πράξεις τους ο Θεός, στις οποίες κλίνουν ωστόσο λόγω τής ίδιας τους της δυνατότητας.
«Όποιος διαθέτει την υπερφυσική αγάπη, μπορεί να υποθέση, βασισμένος σε πιθανά «σημεία», ότι διαθέτει αυτήν την αγάπη…, αλλά κανείς δεν μπορεί να το γνωρίζη με σιγουριά, εκτός αν του το αποκαλύψη ο ίδιος ο Θεός», μια αβεβαιότητα που προκύπτει εξάλλου «απ’ την ομοιότητα ανάμεσα στη φυσική και τη χαρισματική αγάπη».
το ίδιο ισχύει και για τη διδασκαλία που «αναπτύσσεται» στην Α’ Επιστολή τού Ιωάννη, όπου η δεδωρημένη σε μας μέσω τού «χρίσματος» με το Πνεύμα «γνώση» εμφανίζεται μεν ως αδιάπτωτη, συνοδευόμενη ωστόσο πάντοτε από τούς εν μέρει πολύ συγκεκριμένους «όρους» τής χριστιανικής μεταστροφής, όπως είναι π.χ. μια ενεργητική αγάπη προς τον πλησίον, η τήρηση των εντολών, αλλά και η γνώση ότι είμαστε αμαρτωλοί και χρειαζόμαστε άφεση των αμαρτιών, καθώς και η έως τέλους «παραμονή» μέσα απ’ όλους τούς πειρασμούς στη διδασκαλία, κι όλ’ αυτά, όπως τονίζεται, εν πίστει. Η καθοδήγηση μέσω τού Πνεύματος και η υποδοχή τής μαρτυρίας του δεν υφίσταται καν δίχως την εξάσκηση της εντολής τής αγάπης στη σύνολη ζωή τού χριστιανού.
Το πολυσυζητημένο θέμα τής «διακρίσεως των πνευμάτων» συνδέεται άμεσα με τα προηγούμενα, ενώ κάποια απ’ αυτά που ήδη «αποκτήθηκαν», συνομολογούνται κι εδώ. Δεν μπορούμε ωστόσο να επεξεργαστούμε διεξοδικά την ιστορική μορφή τού θέματος, εφ’ όσον στο προκείμενο σύγγραμμα δεν ασχολούμαστε με τα «πνεύματα», αλλά με το (ίδιο το) Άγιο Πνεύμα. Το οποίο και παρίσταται βέβαια παντού όπου διαμορφώνεται μια διδασκαλία περί «πνευμάτων», τόσο όταν πρόκειται για τη διάκριση, κοινωνικο-εκκλησιαστικά, της φύσεως και της οδού τού αληθινού πνεύματος τού Θεού από άλλα, αντίθετα πιθανώς πνεύματα, όσο και όταν η διάκριση του Πνεύματος του Θεού αφορά στην εκλογή και απόφαση του κάθε πιστού. Μπορούμε λοιπόν (αμέσως) να διακρίνουμε τρία πεδία «προβληματισμού»: το ζήτημα κατ’ αρχάς τού «δυαλισμού» θεϊκού και αντίθεου πνεύματος, όπως αυτό διατρέχει, μέσα απ’ την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη, την εκκλησιαστική μας παράδοση, μέχρι και τη διάκριση των πνευμάτων απ’ τον Ιγνάτιο Λογιόλα και τους σχολιαστές του. Το ζήτημα κατόπιν τών παύλειων χαρισμάτων, που διανέμονται (μεν) από ένα θεϊκό πνεύμα, χρειάζονται ωστόσο (κι αυτά) απ’ την πλευρά τους – στον τρόπο ακριβώς που «επιτελούνται» απ’ τους «χαρισματούχους» – μια διάκριση των πνευμάτων. Και το ζήτημα τέλος (συνδεδεμένο με το πρώτο ζήτημα) του συσχετισμού τών πνευμάτων αναμεταξύ τους, τα οποία και καθοδηγούν συνολικά την Εκκλησία στην εσωτερική της ζωή και στην ιεραποστολή.
1. Στην Παλαιά Διαθήκη, ο άνθρωπος τίθεται, απ’ τον Παράδεισο ακόμα, μπροστά σε μιαν επιλογή, ανάμεσα στο Πνεύμα τού Θεού και το πνεύμα τού Όφεως, κάτι το οποίο και συνεχίζεται στην προϊστορία μέχρι και τον Νώε ως μια ζωή με ή χωρίς τον Θεό, για να παρουσιασθή απ’ τον ίδιον τον Γιαχβέ στο Δευτ. (;) 30, 15 κ.ε., στην εκλογή «ζωής και ευδαιμονίας ή θανάτου και δυστυχίας», ως οι «δυό πιθανοί δρόμοι» ((!)) στον Ισραήλ. Οι δρόμοι αυτοί διακρίνονται βέβαια σαφώς οι ίδιοι αναμεταξύ τους, για τον άνθρωπο όμως, που ζη στην «ασάφεια» ή την «αμυδρότητα» της πίστεως (( ; )) , για τον οποίον το κακό μπορεί να ενδυθή και μ’ ένα παραπλανητικό ακόμα φως, και ο οποίος δεν μπορεί να διαγνώση την ίδια του την καρδιά και τις συνέπειες των πράξεών του, επείγει μια διαδικασία πνευματικής διακρίσεως των καθ’ εαυτών αντιθέτων. Με τους Προφήτες προετοιμάζεται με κόπο και πόνο η διάκριση ανάμεσα στη γνήσια και τη λανθασμένη «προφητεία»: Και οι δυό προφητικές «μορφές» «ισχυρίζονται» ότι μιλούν εκ μέρους τού Πνεύματος του Θεού, και πρέπει να ανευρεθούν τα κριτήρια εκείνα που θα διαχωρίσουν την αλήθεια απ’ το ψέμμα. « Ύποπτοι» είναι εκείνοι που προαναγγέλλουν ειρήνη και επιτυχία, εκεί όπου ο Θεός πρέπει να τιμωρήση ή να ελέγξη (Ιερ. 23), γιατί ο Θεός αποστέλλει τούς Προφήτες του για να διαφωτίσουν την τύφλωση των ανθρώπων, που «καλλιεργούν» εξασφαλίσεις απ’ τις δωρεές και τα σημεία τού Θεού (την Κιβωτό, τον Ναό), απέναντι στον Θεό! Υφίσταται λοιπόν ως κριτήριο (απ’ τους μεγάλους Προφήτες τής Γραφής μέχρι και τον Παύλο) η μαρτυρία μιας σαφούς κλήσεως από τον Θεό, καθώς και η αντίστοιχη προς την αποστολή ζωή. Υφίσταται επίσης η εκπλήρωση ή μη-εκπλήρωση των προαγγελθέντων. Υπάρχει και η πίστη στο Πνεύμα τής Διαθήκης και την εξ αυτής παράδοση (που θα παραμείνη και θα την επικαλεσθή και ο ίδιος ο Παύλος)· η διδασκαλία για τους δύο δρόμους «οξύνεται» μάλιστα στην Παλαιά Διαθήκη στους δρόμους είτε τού σοφού είτε τού «τρελλού» ή ανόητου, ανάμεσα στους οποίους δεν υφίσταται καμμιά τελικά επικοινωνία και κανένας δυνατός διάλογος.
Κάτι που οδηγεί, στην «αποκαλυπτική» και ενδιάμεση των δύο Διαθηκών «φιλολογία», στη διδασκαλία για δυό αντιπαρατιθέμενα «βασίλεια», στα οποία και προΐσταται ένα καλό και ένα κακό αντιστοίχως πνεύμα· δυό πνεύματα, που συνοδεύουν και τον κάθε ξεχωριστό άνθρωπο («θεωρία» για την οποίαν υπάρχουν διάφορα προηγηθέντα στοιχεία τόσο στην ελληνική όσο και τη λατινική αρχαιότητα, ενώ δεν αποκλείεται και κάποια ορισμένη, ιρανική επίδραση). Στις δε «πατριαρχικές διαθήκες» γίνεται λόγος τόσο για «δυό δρόμους» ή «οδούς» όσο και για «δυό πνεύματα», υπό κουμρανική ίσως ήδη επίδραση, όπου και αναπτύσσεται συστηματικά η διδασκαλία περί δύο πνευμάτων: ο Θεός «δημιούργησε τον άνθρωπο για να κυριαρχήση στον κόσμο και του παρείχε δυό πνεύματα, για να ζη (να διάγη) με αυτά, … τα πνεύματα της αλήθειας και της αδικίας …., και τα πνεύματα του φωτός και του σκότους», που μπορούν να ονομάζονται επίσης «σαρκικό» και «άγιο Πνεύμα», και όπου ο ενικός («πνεύμα τής αληθείας») και ο πληθυντικός («πνεύματα της αλήθειας») εναλλάσσονται. Και εφ’ όσον έχουν δημιουργηθή απ’ τον ίδιον τον Θεό, είναι (και) αγγελικοί ηγεμόνες (( ! )) . «Πνεύματα» και «οδοί» μπορούν μάλιστα να ταυτιστούν: «Υπάρχουν δυό οδοί στον κόσμο, στους οποίους και προηγούνται δυό άγγελοι: ο ένας τής δικαιοσύνης, κι ο άλλος τής κακίας». Η ιδέα ή η παράσταση αυτή περνάει και στα ιουδαιο-χριστιανικά και τα εξ αυτών επηρεασμένα κείμενα, όπου και γίνεται περισσότερο αναφορά σε αγγελικές υπάρξεις (στον ψευδο-Βαρνάβα) ή και στο ίδιο το Άγιο Πνεύμα του Θεού (στον Ποιμένα τού Ερμά). Εκεί όπου διακρίνονται οι ψευδείς και οι αληθινοί προφήτες, ο «Ερμάς» μιλά για το «θεϊκό πνεύμα», απαριθμώντας διάφορα χαρακτηριστικά τής διακρίσεως. Γνωρίζει όμως και τη διδασκαλία για τους «δυό αγγέλους που συνοδεύουν τον άνθρωπο, τον έναν τής δικαιοσύνης και τον άλλον τού κακού», μια θεώρηση που θα την παραλάβη τόσο ο Ωριγένης (αναφερόμενος στον «Ερμά»), αλλά «απ’ αυτόν και όλη η μοναστική ασκητική»: το καλό πνεύμα παρακινεί προς το καλό και ουράνιο, ενώ το κακό αναγνωρίζεται στη «σύγχυση και αποδυνάμωση του πνεύματος». Ο Γρηγόριος Νύσσης παραλαμβάνει επίσης τη διδασκαλία για τους δύο αγγέλους, ο Αθανάσιος επεκτείνει τη διδασκαλία για τη διάκριση των πνευμάτων στον «Βίο τού Αγίου Αντωνίου», ο Διάδοχος (Φωτικής) τη «δοκιμάζει» απέναντι στους Μασσαλιανούς, ενώ ο Κασσιανός και ο Μέγας Γρηγόριος την καθορίζουν οριστικά για τη Δύση.
( συνεχίζεται )
ΠΕΡΙ ΧΡΙΣΜΑΤΟΣ
Α ΙΩΑΝΝΟΥ 5
Α Ιω. 5,1 Πᾶς ὁ πιστεύων ὅτι Ἰησοῦς ἐστιν ὁ Χριστός, ἐκ τοῦ Θεοῦ γεγέννηται, καὶ πᾶς ὁ ἀγαπῶν τὸν γεννήσαντα ἀγαπᾷ καὶ τὸν γεγεννημένον ἐξ αὐτοῦ.
Α Ιω. 5,1 Καθένας που έχει την αληθινήν και ενεργόν πίστιν, ότι ο Ιησούς είναι ο Χριστός, ο Θεάνθρωπος λυτρωτής, έχει γεννηθή πνευματικώς από τον Θεόν και καθένας που αγαπά τον Θεόν, ο οποίος τον έχει γεννήσει πνευματικώς, αγαπά και τον αδελφόν του, που έχει γεννηθή από τον ίδιον Θεόν Πατέρα.
Α Ιω. 5,2 ἐν τούτῳ γινώσκομεν ὅτι ἀγαπῶμεν τὰ τέκνα τοῦ Θεοῦ, ὅταν τὸν Θεὸν ἀγαπῶμεν καὶ τὰς ἐντολὰς αὐτοῦ τηρῶμεν.
Α Ιω. 5,2 Με τούτο εδώ το γεγονός γνωρίζομεν, ότι αγαπώμεν ειλικρινώς τα τέκνα του Θεού, όταν αγαπώμεν τον Θεόν με όλην μας την δύναμιν και αγωνιζόμεθα να τηρούμεν τας εντολάς του.
Α Ιω. 5,3 αὕτη γάρ ἐστιν ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ἵνα τὰς ἐντολὰς αὐτοῦ τηρῶμεν· καὶ αἱ ἐντολαὶ αὐτοῦ βαρεῖαι οὐκ εἰσίν,
Α Ιω. 5,3 Διότι αυτή είναι η προς τον Θεόν ειλικρινής αγάπη, να τηρούμεν τας εντολάς του και αι εντολαί του δεν είναι καταθλιπτικαί και ακατόρθωτοι.
Α Ιω. 5,4 ὅτι πᾶν τὸ γεγεννημένον ἐκ τοῦ Θεοῦ νικᾷ τὸν κόσμον· καὶ αὕτη ἐστὶν ἡ νίκη ἡ νικήσασα τὸν κόσμον, ἡ πίστις ἡμῶν.
Α Ιω. 5,4 Διότι καθένας, που έχει αναγεννηθή από τον Θεόν, νικά τον αμαρτωλόν κόσμον, ο οποίος παρεμβάλλει δυσκολίας εις την τήρησιν του θείου θελήματος. Και αυτή είναι η νίκη, η οποία ενίκησε τον κόσμον της αμαρτίας, η πίστις ημών, (η οποία καταλύει την αμαρτίαν και οδηγεί στον δρόμον της αρετής και της ζωής).
Α Ιω. 5,5 τίς ἐστιν ὁ νικῶν τὸν κόσμον εἰ μὴ ὁ πιστεύων ὅτι Ἰησοῦς ἐστιν ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ;
Α Ιω. 5,5 Ποιός δε είναι εκείνος, που νικά πράγματι τον κόσμον των απατηλών τέρψεων και αμαρτιών, παρά μόνον εκείνος, που αδίστακτα πιστεύει, ότι ο Ιησούς είναι ο Υιός του Θεού, που ενηνθρώπησε δια την σωτηρίαν των ανθρώπων;
Α Ιω. 5,6 Οὗτός ἐστιν ὁ ἐλθὼν δι᾿ ὕδατος καὶ αἵματος, Ἰησοῦς Χριστός· οὐκ ἐν τῷ ὕδατι μόνον, ἀλλ᾿ ἐν τῷ ὕδατι καὶ τὸ αἵματι· καὶ τὸ Πνεῦμά ἐστι τὸ μαρτυροῦν, ὅτι τὸ Πνεῦμά ἐστιν ἡ ἀλήθεια.
Α Ιω. 5,6 Αυτός είναι ο Ιησούς Χριστός, ο Υιός και Λογος του Θεού, που ήλθε εις την γην ως άνθρωπος και απεδείχθη ως Μεσσίας δια του βαπτίσματος στο ύδωρ του Ιορδάνου, όπου εμαρτυρήθη από τον Πατέρα ως Υιός του αγαπητός και δια του αίματός του, που προσέφερε ως θυσίαν προς τον Θεόν δια την σωτηρίαν ημών. Και δεν απεδείχθη Μεσσίας δια του βαπτίσματος μόνον, αλλά και δια του αίματός του, που έχυσε ως θυσίαν επάνω στον σταυρόν. Αλλά και το Αγιον Πνεύμα είναι εκείνο, που μαρτυρεί περί αυτού και η μαρτυρία αυτή είναι απολύτως αληθινή, διότι το Πνεύμα το Αγιον είναι αυτή αύτη η αλήθεια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου