ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ
Συνέχεια από Τρίτη, 16 Μαΐου 2023
Jacob Burckhardt
ΤΟΜΟΣ 3ος
ΜΕΡΟΣ ΕΒΔΟΜΟ: ΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΜΟΥΣΙΚΗ
IΙΙ. Μ Ο Υ Σ Ι Κ Η - 2
Εξίσου σημαντικό όργανο με την κιθάρα ήταν ο αυλός που οφείλει την ανάδειξή του στον Όλυμπο από τη Φρυγία, τον εμπνευστή της εναρμόνιας κλίμακας, του πνευματώδους και φλογερού ρυθμού, στον οποίο η θέσις και η άρσις ακολουθούν τη σχέση 3 προς 2. «Χάρη στον αυλό η μουσική απέκτησε μια μεγαλύτερη ελευθερία, διότι απέδιδε ευκολότερα τους ήχους από ότι η κιθάρα, και επιπλέον οι αρχαίοι αυλητές είχαν τη συνήθεια να χειρίζονται τον διπλό αυλό. Ο Όλυμπος, τον οποίο μαζί με τον Müller θα τοποθετήσουμε στην περίοδο μεταξύ του 660 και του 620, υπήρξε ο δημιουργός των νόμων για αυλό, δηλαδή καθαυτό μελωδιών για αυλό (συνηθέστερα προς τιμήν των θεών). Ήταν γενικά «μελωδίες πένθιμες, με έντονο πάθος», ρυθμού λυδικού όπως αυτές που παρουσίασε στους Δελφούς για τον θάνατο του Πύθωνα· συνέθεσε όμως και ευχάριστες ψυχαγωγικές μελωδίες, και μερικές φλογερές και πομπώδεις. Ίσως να μην ήταν ο ίδιος ποιητής, αλλά να εκτελούσε τα έργα του χωρίς συνοδεία άσματος, παίζοντας μόνο τον αυλό. Ο αυλός θεωρείτο κατ’ εξοχήν διονυσιακό μουσικό όργανο, ενώ η λύρα και η κιθάρα απολλώνια. Εκτός από του νόμους του Ολύμπου, υπήρχε μια πυθική μουσική για αυλό χωρίς συνοδεία άσματος, την οποία εκτέλεσε στους Δελφούς ο Σακάδας· το άσμα με συνοδεία αυλού (πυθικόν αύλημα) επιτράπηκε κατά την πρώτη Πυθιάδα. Και παρότι ο Αρκάδας ποιητής Εχέμβροτος, βραβεύτηκε στα Πυθία γι αυτό το είδος της εκτέλεσης, το όνομά του αποσύρθηκε, επειδή το μέλος θεωρήθηκε σκυθρωπόν για την περίσταση· συνέχισαν όμως να τιμούν τον ποιητή για τις επιδόσεις του στη συνοδεία του εξάμετρου και του ελεγειακού διστίχου, των οποίων τις εκτελέσεις του εμπιστεύτηκε ο δημιουργός τους Κλωνάς. Ένα άλλο δημιούργημα της ίδιας εποχής είναι ο τριμελής νόμος του Σακάδα, του οποίου η πρώτη στροφή ήταν δωρικού, η δεύτερη φρυγικού και η τρίτη λυδικού γένους. Το κύρος του υπήρξε τόσο μεγάλο ώστε οι μελωδίες του να αντιπαραβάλλονται με τον μεταγενέστερο Πρόνομο τον Θηβαίο, όταν οικοδομείτο η νέα Μεσσήνη, στους ήχους του Βοιωτικού και του Αργείου αυλού· η αρχαία μελωδία διατηρήθηκε ζωντανή για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα, όπως ακριβώς και οι εκκλησιαστικές χορωδίες μας σήμερα.
Θα αφήσουμε κατά μέρος τα υπόλοιπα όργανα, τη σύριγγα, τη σαμβύκη που εφεύρε ο Ίβυκος, τη μάγαδι, το κρέμβαλον κ.τ.λ. Παρότι στις μεταγενέστερες εποχές τα πνευστά χρησιμοποιήθηκαν όσο και στις μέρες μας, εξ αιτίας της έλλειψης εγχόρδων, ο πλούτος σε ιδιαίτερα απηχήματα υπήρξε περιορισμένος. Θα περιοριστούμε στην αναφορά του συνδυασμού αυλού και λύρας που οφείλουμε στη σχολή του Επίγονου (απροσδιόριστης χρονολογίας), καθώς και στη μαζική χρήση αργότερα του δεύτερου οργάνου· ο Αθήναιος αναφέρει ότι στην επίσημη πομπή του Φιλάδελφου συμμετείχε χορωδία 600 ανδρών, από τους οποίους 300 έφεραν χρυσοποίκιλτες κιθάρες και χρυσά στέφανα. Είναι πάντως γεγονός ότι ο συνδυασμός οργάνου και ανθρώπινης φωνής ήταν προτιμότερος από την απλή οργανική μουσική· ο κιθαρωδός δηλαδή υπερίσχυε του κιθαριστή, και σε μεταγενέστερη εποχή φαίνεται ότι τα βραβεία προορίζονταν μόνο για το άσμα.
Αλλά η ύψιστη συμμετοχή ανθρώπινης φωνής αναδεικνύεται στα χορικά άσματα στα πλαίσια της λατρείας. Εδώ η ελληνική γλώσσα ανέδειξε έναν συνδυασμό μελωδίας και μέτρου που είναι αδύνατον να συλλάβουμε· δεν θα κατανοήσουμε ποτέ επίσης πώς αυτό το στοιχείο του μέτρου, παρόλη την αξιοσημείωτη εξέλιξη που γνώρισε, παρέμεινε κτήμα του λαού.
Η καλλιέργεια του χορικού άσματος συνδέεται επίσης με έναν μουσικό, ο οποίος όπως ο Τέρπανδρος, ήρθε στη Σπάρτη από άλλη περιοχή, τον Κρητικό Θαλήτα, που κλήθηκε περί το δεύτερο ήμισυ του 3ου αιώνα για να επαναφέρει την ειρήνη στην ταραγμένη πόλη, αλλά ο οποίος, σύμφωνα με προγενέστερο θρύλο, υπήρξε δάσκαλος του Λυκούργου. Οι κρητικές καταβολές του συνδέονται ασφαλώς τόσο με την επιβλητική και γαλήνια λατρεία του Απόλλωνα, όσο και με την οργιαστική του Δία, τους βαρβαρικούς και θορυβώδεις χορούς της, και την κλαγγή των όπλων των Κουρητών· η αρχαία κρητική λατρεία περιείχε πάντως καθαρτικό πνεύμα. Στη Σπάρτη ο Θαλήτας τελειοποίησε τη μουσική τάξη που είχε εισάγει ο Τέρπανδρος· δημιούργησε ένα ιδιαίτερο είδος παιάνα (ύμνος προς τιμήν του Απόλλωνα), και τα υπορχήματα, που συνιστούσαν αναπαραστάσεις μυθικών γεγονότων με χειρονομίες και χορό. Εκτός από την κρητική παράδοση χρησιμοποίησε επίσης τη μουσική και τη ρυθμική τέχνη του Ολύμπου. Ήδη ο παιάνας ήταν ένα πολύ ζωντανό μουσικό είδος, αλλά τα υπορχήματα υπήρξαν ακόμη πιο έντονα και ζωηρά. Η Σπάρτη αναδείχτηκε σε επίκεντρο του αρχαίου χορού και για τα δύο φύλα· και κατά τις γυμνοπαιδίες τα παιδιά μιμούνταν τις κινήσεις της πάλης και το παγκρατίου, στη συνέχεια όμως επιδίδονταν στις αγριότητες των βακχικών χορών· ο Θαλήτας, και η σχολή, του εισήγαγαν επίσης την παράδοση του πυρρίχιου χορού των όπλων, ενός ρυθμού που κυριάρχησε μεταξύ των Κρητών και τον Λακεδαιμονίων· στον Θαλήτα αποδίδεται ακόμη η δημιουργία υπορχηματικών συνθέσεων πυρρίχιου χορού, σε γρήγορο και ανάλαφρο ρυθμό, ενώ ο Ιέραξ από το Άργος, ο φημισμένος συνθέτης διάσημης μουσικής για τα Ανθεστήρια του Άργους, επινόησε τη μελωδία για έναν χορό που αναπαριστούσε το πένταθλο· υπάρχουν επίσης πληροφορίες ότι ένας άλλος μουσικός διδάσκαλος της ίδιας εποχής, ο Επιζεφύριος Λοκρός Ξενόκριτος, επινόησε ένα ιδιαίτερο είδος μουσικής, λοκριδικής ή ιταλικής παράδοσης, και συνέθεσε διθυράμβους με θέματα από την ηρωική μυθολογία.
Δυσκολευόμαστε να φαντασθούμε το πλήθος αυτών των χορικών ασμάτων. Όταν μία πόλη επιθυμούσε να αποστείλει προσφορές σε μια μεγάλη θεότητα, να αιτηθεί ή να υποβάλλει κάποιο ερώτημα, δεν στέλνει μόνο τον θεωρό της, αλλά επίσης, αν έχει τη δυνατότητα, και μια χορωδία εφοδιασμένη με μια συγκεκριμένη μελωδική σύνθεση για την περίσταση, την οποία και θα εκτελέσει φθάνοντας μπροστά το ναό, που αποκαλείται προσόδιον. Όταν οι Μεσσήνιοι απέστειλαν για πρώτη φορά, την εποχή του έβδομου βασιλέως τους, προσφορά στον Απόλλωνα της Δήλου, την συνόδεψε ανδρική χορωδία, η οποία απήγγειλε το προσόδιο που είχε συνθέσει ο Εύμηλος, ο συγγραφέας της επιγραφής στο κιβώτιο του Κύψελου, και τον 5ο αιώνα ο Πρόνομος, διδάσκαλος του Αλκιβιάδη, συνέθεσε, μεταξύ άλλων, για τους Χαλκιδείς του Ευρίπου ένα προσόδιο, προοριζόμενο να ψαλλεί στη Δήλο. Συνήθιζαν επίσης να στέλνουν παιδικές χορωδίες με προσφορές στους Μεγάλους Αγώνες και στους φημισμένους ναούς. Η πολυτέλεια που επέδειξαν οι μεγάλες πόλεις αργότερα στο θέμα της λατρείας δεν επέτρεπε σε έναν χορό να εκτελέσει περισσότερες από μια μελωδία, αλλά ένα πλήθος από χορωδίες παρήλαυναν σε κάθε εορταστική εκδήλωση, ενώ η ελληνική εξισορρόπηση, δηλαδή η δυνατότητα τα επιτυχημένα χορικά να εκτελούνται και σε άλλες περιοχές από αυτές της δημιουργίας τους, ή ανεξάρτητα από την εκδήλωση για την οποία προορίζονταν, παραχωρήθηκε με μεγάλη χρονική καθυστέρηση. Η μαθητεία του χορού γινόταν για αιώνες χωρίς παρτιτούρες, με μόνη βοήθεια το άσμα και τη μελωδία, και ενδεχομένως την συνοδεία αυλού. Και έτσι ο λαός απέκτησε μιαν ευρύτατη πρακτική μουσική εξάσκηση· με αφορμή τη συμφορά που έπληξε τους κατοίκους της Αρκαδικής Κυναίθης, εξ αιτίας του γεγονότος ότι εγκατέλειψαν προσωρινά την πρακτική της μουσικής, ο Πολύβιος, ο οποίος τους συμβουλεύει εξ άλλου να βελτιώσουν τις επιδώσεις τους, μας παρουσιάζει την κατάσταση που επικρατούσε στην υπόλοιπη Αρκαδία: η μουσική πρακτική ήταν ελεύθερη και προσφερόταν νόμιμα σε όλους τους κατοίκους μέχρι την ηλικία των 30 ετών· τα παιδιά διδάσκονταν από πολύ νεαρή ηλικία τους ύμνους και τους παιάνες προς τιμήν των ηρώων, και των τοπικών θεών, και στη συνέχεια τις μελωδίες (σύγχρονες) του Φιλόξενου και του Τιμόθεου, τις οποίες, παιδιά και έφηβοι, εκτελούσαν κάθε χρόνο επί σκηνής με τη συνοδεία διονυσιακού αυλού. Επί πλέον, σε όλες τις συντεχνιακές συγκεντρώσεις παρεμβάλλονταν άσματα, και επειδή όλοι διδάσκονταν αυτή την τέχνη κανείς δεν είχε το δικαίωμα να αρνηθεί τη συμμετοχή του. Οι νέοι εξ άλλου διδάσκονταν στα θέατρα εμβατήρια με συνοδεία αυλού, καθώς και ιδιαίτερα πολύπλοκους χορούς. Υπήρχαν επίσης και χοροί γυναικών, και όλα αυτά διότι η μουσική καταπράυνε την τραχύτητα του βίου. Στη Σπάρτη, όπως και στη Θήβα, οι πάντες ήξεραν να χειρίζονται τον αυλό, αλλά ακόμη και στην Αθήνα αυτή η παράδοση διατηρήθηκε, ως την εποχή που ο Αλκιβιάδης επεδίωξε να την εξαλείψει με κάθε μέσο.
Το πλήθος των χορωδιών και όλων αυτών των μουσικών δραστηριοτήτων πρόσφερε την ευκαιρία, όπως είπαμε, σε ολόκληρο το λαό, να μετέχει της μουσικής από νεαρή ηλικία, και να συνεισφέρει με τις γνώσεις του στο έργο των κιθαρωδών, των κιθαριστών, των αυλητών κ.ο.κ. Επιπλέον, το πρωτόγονο στοιχείο του τελετουργικού των προσφορών συμπορεύτηκε για μεγάλο διάστημα με τις οποιεσδήποτε εξελίξεις, έτσι ώστε στη λατρεία των ναών, για παράδειγμα, μια πολύ αρχαία παράδοση να διατηρείται ακόμη την εποχή που πομπώδη χορωδιακά συγκροτήματα είχαν προσαρμοστεί στις απαιτήσεις των καιρών. Είναι βέβαιο ότι παρ’ όλους τους περιορισμούς που έθεταν στη μουσική η απουσία συγχορδίας, ή καθυστερημένη και ελλειμματική καταγραφή της μελωδίας, και η περιορισμένη χρήση οργάνων, η μουσική κατέκτησε ένα πολύ υψηλό επίπεδο τελειότητας, χωρίς το οποίο δεν θα μπορούσε να συγκαταλέγεται μεταξύ των σημαντικότερων ασχολιών του βίου.
(συνεχίζεται)
Θα αφήσουμε κατά μέρος τα υπόλοιπα όργανα, τη σύριγγα, τη σαμβύκη που εφεύρε ο Ίβυκος, τη μάγαδι, το κρέμβαλον κ.τ.λ. Παρότι στις μεταγενέστερες εποχές τα πνευστά χρησιμοποιήθηκαν όσο και στις μέρες μας, εξ αιτίας της έλλειψης εγχόρδων, ο πλούτος σε ιδιαίτερα απηχήματα υπήρξε περιορισμένος. Θα περιοριστούμε στην αναφορά του συνδυασμού αυλού και λύρας που οφείλουμε στη σχολή του Επίγονου (απροσδιόριστης χρονολογίας), καθώς και στη μαζική χρήση αργότερα του δεύτερου οργάνου· ο Αθήναιος αναφέρει ότι στην επίσημη πομπή του Φιλάδελφου συμμετείχε χορωδία 600 ανδρών, από τους οποίους 300 έφεραν χρυσοποίκιλτες κιθάρες και χρυσά στέφανα. Είναι πάντως γεγονός ότι ο συνδυασμός οργάνου και ανθρώπινης φωνής ήταν προτιμότερος από την απλή οργανική μουσική· ο κιθαρωδός δηλαδή υπερίσχυε του κιθαριστή, και σε μεταγενέστερη εποχή φαίνεται ότι τα βραβεία προορίζονταν μόνο για το άσμα.
Αλλά η ύψιστη συμμετοχή ανθρώπινης φωνής αναδεικνύεται στα χορικά άσματα στα πλαίσια της λατρείας. Εδώ η ελληνική γλώσσα ανέδειξε έναν συνδυασμό μελωδίας και μέτρου που είναι αδύνατον να συλλάβουμε· δεν θα κατανοήσουμε ποτέ επίσης πώς αυτό το στοιχείο του μέτρου, παρόλη την αξιοσημείωτη εξέλιξη που γνώρισε, παρέμεινε κτήμα του λαού.
Η καλλιέργεια του χορικού άσματος συνδέεται επίσης με έναν μουσικό, ο οποίος όπως ο Τέρπανδρος, ήρθε στη Σπάρτη από άλλη περιοχή, τον Κρητικό Θαλήτα, που κλήθηκε περί το δεύτερο ήμισυ του 3ου αιώνα για να επαναφέρει την ειρήνη στην ταραγμένη πόλη, αλλά ο οποίος, σύμφωνα με προγενέστερο θρύλο, υπήρξε δάσκαλος του Λυκούργου. Οι κρητικές καταβολές του συνδέονται ασφαλώς τόσο με την επιβλητική και γαλήνια λατρεία του Απόλλωνα, όσο και με την οργιαστική του Δία, τους βαρβαρικούς και θορυβώδεις χορούς της, και την κλαγγή των όπλων των Κουρητών· η αρχαία κρητική λατρεία περιείχε πάντως καθαρτικό πνεύμα. Στη Σπάρτη ο Θαλήτας τελειοποίησε τη μουσική τάξη που είχε εισάγει ο Τέρπανδρος· δημιούργησε ένα ιδιαίτερο είδος παιάνα (ύμνος προς τιμήν του Απόλλωνα), και τα υπορχήματα, που συνιστούσαν αναπαραστάσεις μυθικών γεγονότων με χειρονομίες και χορό. Εκτός από την κρητική παράδοση χρησιμοποίησε επίσης τη μουσική και τη ρυθμική τέχνη του Ολύμπου. Ήδη ο παιάνας ήταν ένα πολύ ζωντανό μουσικό είδος, αλλά τα υπορχήματα υπήρξαν ακόμη πιο έντονα και ζωηρά. Η Σπάρτη αναδείχτηκε σε επίκεντρο του αρχαίου χορού και για τα δύο φύλα· και κατά τις γυμνοπαιδίες τα παιδιά μιμούνταν τις κινήσεις της πάλης και το παγκρατίου, στη συνέχεια όμως επιδίδονταν στις αγριότητες των βακχικών χορών· ο Θαλήτας, και η σχολή, του εισήγαγαν επίσης την παράδοση του πυρρίχιου χορού των όπλων, ενός ρυθμού που κυριάρχησε μεταξύ των Κρητών και τον Λακεδαιμονίων· στον Θαλήτα αποδίδεται ακόμη η δημιουργία υπορχηματικών συνθέσεων πυρρίχιου χορού, σε γρήγορο και ανάλαφρο ρυθμό, ενώ ο Ιέραξ από το Άργος, ο φημισμένος συνθέτης διάσημης μουσικής για τα Ανθεστήρια του Άργους, επινόησε τη μελωδία για έναν χορό που αναπαριστούσε το πένταθλο· υπάρχουν επίσης πληροφορίες ότι ένας άλλος μουσικός διδάσκαλος της ίδιας εποχής, ο Επιζεφύριος Λοκρός Ξενόκριτος, επινόησε ένα ιδιαίτερο είδος μουσικής, λοκριδικής ή ιταλικής παράδοσης, και συνέθεσε διθυράμβους με θέματα από την ηρωική μυθολογία.
Δυσκολευόμαστε να φαντασθούμε το πλήθος αυτών των χορικών ασμάτων. Όταν μία πόλη επιθυμούσε να αποστείλει προσφορές σε μια μεγάλη θεότητα, να αιτηθεί ή να υποβάλλει κάποιο ερώτημα, δεν στέλνει μόνο τον θεωρό της, αλλά επίσης, αν έχει τη δυνατότητα, και μια χορωδία εφοδιασμένη με μια συγκεκριμένη μελωδική σύνθεση για την περίσταση, την οποία και θα εκτελέσει φθάνοντας μπροστά το ναό, που αποκαλείται προσόδιον. Όταν οι Μεσσήνιοι απέστειλαν για πρώτη φορά, την εποχή του έβδομου βασιλέως τους, προσφορά στον Απόλλωνα της Δήλου, την συνόδεψε ανδρική χορωδία, η οποία απήγγειλε το προσόδιο που είχε συνθέσει ο Εύμηλος, ο συγγραφέας της επιγραφής στο κιβώτιο του Κύψελου, και τον 5ο αιώνα ο Πρόνομος, διδάσκαλος του Αλκιβιάδη, συνέθεσε, μεταξύ άλλων, για τους Χαλκιδείς του Ευρίπου ένα προσόδιο, προοριζόμενο να ψαλλεί στη Δήλο. Συνήθιζαν επίσης να στέλνουν παιδικές χορωδίες με προσφορές στους Μεγάλους Αγώνες και στους φημισμένους ναούς. Η πολυτέλεια που επέδειξαν οι μεγάλες πόλεις αργότερα στο θέμα της λατρείας δεν επέτρεπε σε έναν χορό να εκτελέσει περισσότερες από μια μελωδία, αλλά ένα πλήθος από χορωδίες παρήλαυναν σε κάθε εορταστική εκδήλωση, ενώ η ελληνική εξισορρόπηση, δηλαδή η δυνατότητα τα επιτυχημένα χορικά να εκτελούνται και σε άλλες περιοχές από αυτές της δημιουργίας τους, ή ανεξάρτητα από την εκδήλωση για την οποία προορίζονταν, παραχωρήθηκε με μεγάλη χρονική καθυστέρηση. Η μαθητεία του χορού γινόταν για αιώνες χωρίς παρτιτούρες, με μόνη βοήθεια το άσμα και τη μελωδία, και ενδεχομένως την συνοδεία αυλού. Και έτσι ο λαός απέκτησε μιαν ευρύτατη πρακτική μουσική εξάσκηση· με αφορμή τη συμφορά που έπληξε τους κατοίκους της Αρκαδικής Κυναίθης, εξ αιτίας του γεγονότος ότι εγκατέλειψαν προσωρινά την πρακτική της μουσικής, ο Πολύβιος, ο οποίος τους συμβουλεύει εξ άλλου να βελτιώσουν τις επιδώσεις τους, μας παρουσιάζει την κατάσταση που επικρατούσε στην υπόλοιπη Αρκαδία: η μουσική πρακτική ήταν ελεύθερη και προσφερόταν νόμιμα σε όλους τους κατοίκους μέχρι την ηλικία των 30 ετών· τα παιδιά διδάσκονταν από πολύ νεαρή ηλικία τους ύμνους και τους παιάνες προς τιμήν των ηρώων, και των τοπικών θεών, και στη συνέχεια τις μελωδίες (σύγχρονες) του Φιλόξενου και του Τιμόθεου, τις οποίες, παιδιά και έφηβοι, εκτελούσαν κάθε χρόνο επί σκηνής με τη συνοδεία διονυσιακού αυλού. Επί πλέον, σε όλες τις συντεχνιακές συγκεντρώσεις παρεμβάλλονταν άσματα, και επειδή όλοι διδάσκονταν αυτή την τέχνη κανείς δεν είχε το δικαίωμα να αρνηθεί τη συμμετοχή του. Οι νέοι εξ άλλου διδάσκονταν στα θέατρα εμβατήρια με συνοδεία αυλού, καθώς και ιδιαίτερα πολύπλοκους χορούς. Υπήρχαν επίσης και χοροί γυναικών, και όλα αυτά διότι η μουσική καταπράυνε την τραχύτητα του βίου. Στη Σπάρτη, όπως και στη Θήβα, οι πάντες ήξεραν να χειρίζονται τον αυλό, αλλά ακόμη και στην Αθήνα αυτή η παράδοση διατηρήθηκε, ως την εποχή που ο Αλκιβιάδης επεδίωξε να την εξαλείψει με κάθε μέσο.
Το πλήθος των χορωδιών και όλων αυτών των μουσικών δραστηριοτήτων πρόσφερε την ευκαιρία, όπως είπαμε, σε ολόκληρο το λαό, να μετέχει της μουσικής από νεαρή ηλικία, και να συνεισφέρει με τις γνώσεις του στο έργο των κιθαρωδών, των κιθαριστών, των αυλητών κ.ο.κ. Επιπλέον, το πρωτόγονο στοιχείο του τελετουργικού των προσφορών συμπορεύτηκε για μεγάλο διάστημα με τις οποιεσδήποτε εξελίξεις, έτσι ώστε στη λατρεία των ναών, για παράδειγμα, μια πολύ αρχαία παράδοση να διατηρείται ακόμη την εποχή που πομπώδη χορωδιακά συγκροτήματα είχαν προσαρμοστεί στις απαιτήσεις των καιρών. Είναι βέβαιο ότι παρ’ όλους τους περιορισμούς που έθεταν στη μουσική η απουσία συγχορδίας, ή καθυστερημένη και ελλειμματική καταγραφή της μελωδίας, και η περιορισμένη χρήση οργάνων, η μουσική κατέκτησε ένα πολύ υψηλό επίπεδο τελειότητας, χωρίς το οποίο δεν θα μπορούσε να συγκαταλέγεται μεταξύ των σημαντικότερων ασχολιών του βίου.
(συνεχίζεται)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου