Συνέχεια από: Παρασκευή 12 Μαίου 2023
Η γραφή ώς παράδοση
Η αποδόμηση τού λογοτεχνικού κανόνα στον Kafka και στόν Harold Bloom
Ι. 2 Η ιστορία τής σωτηρίας καί η βιογραφία β
Κανένα σχήμα, καμιά γνώση τής Γραφής, δεν εξηγεί την αβυσσαλέα ειρωνεία αυτού τού γέλιου. Γιατί αν το βιβλιάριο τού Θεού είναι η Γένεσις, και έχει αναλάβει τήν τήρηση τών λογιστικών τής ζωής και τής ενοχής τού ανθρώπου, τότε οι συγγραφικές προσπάθειες τού Κ. θα μπορούσαν να εμπνεύσουν ένα «χρηματιστηριακό ανέκδοτο». Ατέλειωτη (άπειρη) θα ήταν η ιστορία την οποία θά είχε να επεξεργαστεί στο βιβλίο του, μια τερατώδης «δουλειά», την οποία έπρεπε να παραμερίσει, για να μπορέσει να ξεκινήσει: έτσι λοιπόν, κάποιος άλλος τού παίρνει κυριολεκτικά το μολύβι από το χέρι.
Το δικαστήριο δεν επιτρέπει καμιά αμφιβολία, πως το ίδιο είναι ο τόπος τής Γραφής. Ο Κ. είναι υποχρεωμένος να αισθάνεται ένοχος εν ονόματι ενός γραπτού νόμου, που διαδίδεται μέσα στα βιβλία, αρχεία, θρύλους και μέσα στα μυθιστορήματα ακόμα. Κάθε τόσο προσφέρει (ο νόμος αυτός) μέσα από εικόνες, σημάδια και περικοπές, διάφορους τρόπους ανάγνωσης τής αυθεντίας του. Το γεγονός πώς ο Κ. πλανάται για το μυστικό του νόημα, τού προσάπτεται μέσα στον καθεδρικό ναό ως η πιο μοιραία παράλειψη στην διαδικασία τής δίκης του. Το τι όμως καθορίζουν τα βιβλία τής ιστορίας στην πραγματικότητα, δεν εκφράζεται με σαφήνεια. Από την άλλη όμως, δεν παραμένει για πολύ αμφίβολο, το πού είναι γραμμένα. Από τα «νομικά βιβλία» πού βρίσκονται στο γραφείο τού δικαστή, ο Κ. ανοίγει «αυτό που βρίσκεται πάνω στα άλλα(P48), και είναι και το πιο σημαντικό ταυτόχρονα. Η εικόνα ενός γυμνού ζευγαριού τον αηδιάζει. Αγνοεί το νόημα τής Γενέσεως, που διηγείται την ενοχή αυτού τού ζευγαριού και τών απογόνων του. Το ότι πρόκειται για το βιβλίο τής Γενέσως μαρτυρεί η τριάδα «ενοχή», «νόμος», «ντροπή», την οποία το μυθιστόρημα διαμορφώνει και που στο βιβλικό κείμενο είχε ένα συγκεκριμένο περιεχόμενο. Από εδώ προέρχονται και οι μεταφορές «δικαστήριο» και «δικαστής» που βρίσκουμε στο μυθιστόρημα. Όμως, και μετά από την πρώτη έρευνα, γίνεται συχνή υπόδειξη στο γεγονός πως το δικαστήριο βασίζεται στην Γραφή. Στα δικηγορικά γραφεία αντιγράφονται τα αρχεία τού δικαστηρίου (P57), ο Titorelli μιλά για «θρύλους» (P133), όπου βρίσκονταν αθωωτικές αποφάσεις, που ελευθέρωναν από την θανατική ποινή, ο πνευματικός παραθέτει τις παραβολές του από τα γραπτά περί τού νόμου, και εκφέρει «γνώμες» περί τού θέματος, τις οποίες πιθανόν να διάβασε. Η κυρία Grubach έχει δίκαιο, όταν χαρακτηρίζει τις εκδηλώσεις στο δικαστήριο ως «κάτι μορφωμένο» (P22).
Το δικαστήριο όμως παρεμποδίζει τήν αποκρυπτογράφηση τών εγγράφων του, με το να τα χαρακτηρίζει «υπηρεσιακά μυστικά» (Ρ99). Ακόμα και για τους δικαστικούς υπαλλήλους παρέμενε κρυφή η έκταση μιάς ιστορίας ενοχής και της ίδιας τής δίκης, «η δικαστική υπόθεση εμφανίζεται λοιπόν στον ορίζοντα τών υπαλλήλων, χωρίς να γνωρίζουν από πού προέρχεται, και συνεχίζεται, συχνά χωρίς να μάθουν προς τα πού» (Ρ103). Γιατί στην απρόβλεπτη ποικιλία τών σημασιών τής ενοχής (που προέρχεται από την πτώση)-λόγω τής οποίας το «παράπονο» τού Κ. θα αποτύχει-αντιστοιχεί «το επίπεδο και η πρόοδος (άνοδος)» τού δικαστηρίου, που σύμφωνα με την γνώμη τού Huld είναι «άπειρη και ακόμα και για τον κατηγορούμενο απρόβλεπτη» (στο ίδιο σημείο). Ο Titorelli τέλος, βλέπει στον άπειρο «οργανισμό» τον λόγο για τον οποίο στο δικαστήριο τίποτα δεν ξεχνιέται και «κανένα αρχείο δεν χάνεται» (Ρ136). Πάντως ο ζωγράφος οφείλει την κληρονομημένη του σχέση προς το δικαστήριο στα γραπτά πού τού άφησε ο πατέρας του, και με τα οποία, βάσει «μυστικών κανόνων» προσδίδει στο δικαστήριο τα εικονογραφικά χαρακτηριστικά τής αιωνιότητας. Γιατί μόνο αυτός που γνωρίζει τις σημειώσεις εκείνες, «έχει την ικανότητα να ζωγραφίζει δικαστές. Αλλά και αν τις έχανα, θα τού έμεναν τόσοι κανόνες, τούς οποίους κουβαλάω στο κεφάλι μου, ώστε κανείς δε θα μπορούσε να αμφισβητήσει την θέση μου. Κάθε δικαστής θέλει να ζωγραφισθεί έτσι, όπως οι παλιοί μεγάλοι δικαστές ζωγραφίσθηκαν, και αυτό μπορώ να το κάνω μόνο εγώ» (Ρ130).
Το ότι οι ζωγραφιές τών δικαστών εξυπηρετούν μόνο την «κενοδοξία» και είναι «επινοήσεις» (Ρ94), ο Κ. το είχε μάθει από τις διηγήσεις τής Leni. Η εικονογραφική μυθοποίηση τού δικαστηρίου στην οποία προβαίνει ο Titorelli, δεν μπορεί να του αποδείξει τίποτα, αλλά μόνο το υπάρχον διήγημα πάλι δια μέσου τής αυθεντίας τών παραδεδομένων κανόνων. Βελτίωση τών θρύλων και τών γραπτών.
Ο πνευματικός είναι αυτός που εξηγεί στον Κ. με ποιο τρόπο η γραφή είναι λόγος νομιμοποίησης τού δικαστηρίου και τών μυστικών του. Στα εισαγωγικά για τον νόμο γραπτά καταδεικνύει, πως μια αρχικά «απλή» ιστορία καθίσταται «ανεπίσημη» (Ρ188) και απρόβλεπτη. Η γραφή είναι ο τόπος πρόσληψης μιας ολότητας γνωμών, μιας άπειρης προόδου τών ερμηνειών, χωρίς ποτέ η ίδια να αλλάζει: «Η γραφή είναι απαράλλακτη, και οι γνώμες είναι συχνά μόνο μια έκφραση απελπισίας για το δεδομένο αυτό» (Ρ185).
Η γραφή μπορεί, όπως συμβαίνει στην περίεργη αυτή εξήγηση, να ονομαστεί «αμετάβλητη», όταν η ίδια είναι ο νόμος, από τον οποίο υποτίθεται πως παραθέτει χωρία ο πνευματικός. Η πολλαπλότητα τών γνωμών δεν εκφέρει κάποια κρίση για το νόημα τού νόμου, πράγμα που θα ταίριαζε σε ένα δικαστήριο, αλλά είναι «έκφραση τής απελπισίας» για την αμετάβλητη παρουσία τής γραφής. Απελπισία για το αμετάβλητο, ή αλλιώς: το αμετάβλητο, για το οποίο θα γραφτεί μια τεράστια ιστορία λόγω απελπισίας, είναι λογοτεχνικοί προσδιορισμοί μιας γραφής τού θανάτου. Ο πνευματικός παραμένει στην ερμηνευτική παράδοση τών κανονικών κειμένων, όταν στην γραφή βλέπει τον λόγο τής απελπισίας. Γιατί το «ιερό πρωτότυπο» τής γραφής ξεκινά με την διήγηση για τον θάνατο. Το πανάρχαιο κείμενο για την πτώση είναι «η εισαγωγική γραφή στον νόμο» και το επεισόδιο, για το οποίο δίνει κυρίως την μαρτυρία σύμφωνα με την προσταγή τού απολύτου πνεύματος, και είναι η προσωποποίηση μιας εντελώς «απλής ιστορίας», τα ερμηνευτικά συμπεράσματα τής οποίας χάνονται στο άπειρο. Ο πνευματικός όμως δεν ενδιαφέρεται εάν οι ερμηνείες τής Γραφής αποδίδουν το ορθό νόημά της:
«Οι εξηγητές λένε για το θέμα: „η ορθή θεώρηση ενός πράγματος και η εσφαλμένη κατανόηση του ίδιου πράγματος δεν αλληλοαποκλείονται πλήρως“» (Ρ185).
Συνεχίζεται
Η ΠΙΣΤΗ ΣΤΗΝ ΓΡΑΦΗ ΚΑΙ ΜΙΑ ΔΥΤΙΚΟΥ ΤΥΠΟΥ ΣΩΤΗΡΙΑ ΧΩΡΙΣ ΛΥΤΡΩΣΗ ΠΗΡΕ ΗΔΗ ΤΗΝ ΘΕΣΗ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΤΗΣ ΣΩΤΗΡΙΑΣ.
Αμέθυστος
Η αποδόμηση τού λογοτεχνικού κανόνα στον Kafka και στόν Harold Bloom
Ι. 2 Η ιστορία τής σωτηρίας καί η βιογραφία β
Κανένα σχήμα, καμιά γνώση τής Γραφής, δεν εξηγεί την αβυσσαλέα ειρωνεία αυτού τού γέλιου. Γιατί αν το βιβλιάριο τού Θεού είναι η Γένεσις, και έχει αναλάβει τήν τήρηση τών λογιστικών τής ζωής και τής ενοχής τού ανθρώπου, τότε οι συγγραφικές προσπάθειες τού Κ. θα μπορούσαν να εμπνεύσουν ένα «χρηματιστηριακό ανέκδοτο». Ατέλειωτη (άπειρη) θα ήταν η ιστορία την οποία θά είχε να επεξεργαστεί στο βιβλίο του, μια τερατώδης «δουλειά», την οποία έπρεπε να παραμερίσει, για να μπορέσει να ξεκινήσει: έτσι λοιπόν, κάποιος άλλος τού παίρνει κυριολεκτικά το μολύβι από το χέρι.
Το δικαστήριο δεν επιτρέπει καμιά αμφιβολία, πως το ίδιο είναι ο τόπος τής Γραφής. Ο Κ. είναι υποχρεωμένος να αισθάνεται ένοχος εν ονόματι ενός γραπτού νόμου, που διαδίδεται μέσα στα βιβλία, αρχεία, θρύλους και μέσα στα μυθιστορήματα ακόμα. Κάθε τόσο προσφέρει (ο νόμος αυτός) μέσα από εικόνες, σημάδια και περικοπές, διάφορους τρόπους ανάγνωσης τής αυθεντίας του. Το γεγονός πώς ο Κ. πλανάται για το μυστικό του νόημα, τού προσάπτεται μέσα στον καθεδρικό ναό ως η πιο μοιραία παράλειψη στην διαδικασία τής δίκης του. Το τι όμως καθορίζουν τα βιβλία τής ιστορίας στην πραγματικότητα, δεν εκφράζεται με σαφήνεια. Από την άλλη όμως, δεν παραμένει για πολύ αμφίβολο, το πού είναι γραμμένα. Από τα «νομικά βιβλία» πού βρίσκονται στο γραφείο τού δικαστή, ο Κ. ανοίγει «αυτό που βρίσκεται πάνω στα άλλα(P48), και είναι και το πιο σημαντικό ταυτόχρονα. Η εικόνα ενός γυμνού ζευγαριού τον αηδιάζει. Αγνοεί το νόημα τής Γενέσεως, που διηγείται την ενοχή αυτού τού ζευγαριού και τών απογόνων του. Το ότι πρόκειται για το βιβλίο τής Γενέσως μαρτυρεί η τριάδα «ενοχή», «νόμος», «ντροπή», την οποία το μυθιστόρημα διαμορφώνει και που στο βιβλικό κείμενο είχε ένα συγκεκριμένο περιεχόμενο. Από εδώ προέρχονται και οι μεταφορές «δικαστήριο» και «δικαστής» που βρίσκουμε στο μυθιστόρημα. Όμως, και μετά από την πρώτη έρευνα, γίνεται συχνή υπόδειξη στο γεγονός πως το δικαστήριο βασίζεται στην Γραφή. Στα δικηγορικά γραφεία αντιγράφονται τα αρχεία τού δικαστηρίου (P57), ο Titorelli μιλά για «θρύλους» (P133), όπου βρίσκονταν αθωωτικές αποφάσεις, που ελευθέρωναν από την θανατική ποινή, ο πνευματικός παραθέτει τις παραβολές του από τα γραπτά περί τού νόμου, και εκφέρει «γνώμες» περί τού θέματος, τις οποίες πιθανόν να διάβασε. Η κυρία Grubach έχει δίκαιο, όταν χαρακτηρίζει τις εκδηλώσεις στο δικαστήριο ως «κάτι μορφωμένο» (P22).
Το δικαστήριο όμως παρεμποδίζει τήν αποκρυπτογράφηση τών εγγράφων του, με το να τα χαρακτηρίζει «υπηρεσιακά μυστικά» (Ρ99). Ακόμα και για τους δικαστικούς υπαλλήλους παρέμενε κρυφή η έκταση μιάς ιστορίας ενοχής και της ίδιας τής δίκης, «η δικαστική υπόθεση εμφανίζεται λοιπόν στον ορίζοντα τών υπαλλήλων, χωρίς να γνωρίζουν από πού προέρχεται, και συνεχίζεται, συχνά χωρίς να μάθουν προς τα πού» (Ρ103). Γιατί στην απρόβλεπτη ποικιλία τών σημασιών τής ενοχής (που προέρχεται από την πτώση)-λόγω τής οποίας το «παράπονο» τού Κ. θα αποτύχει-αντιστοιχεί «το επίπεδο και η πρόοδος (άνοδος)» τού δικαστηρίου, που σύμφωνα με την γνώμη τού Huld είναι «άπειρη και ακόμα και για τον κατηγορούμενο απρόβλεπτη» (στο ίδιο σημείο). Ο Titorelli τέλος, βλέπει στον άπειρο «οργανισμό» τον λόγο για τον οποίο στο δικαστήριο τίποτα δεν ξεχνιέται και «κανένα αρχείο δεν χάνεται» (Ρ136). Πάντως ο ζωγράφος οφείλει την κληρονομημένη του σχέση προς το δικαστήριο στα γραπτά πού τού άφησε ο πατέρας του, και με τα οποία, βάσει «μυστικών κανόνων» προσδίδει στο δικαστήριο τα εικονογραφικά χαρακτηριστικά τής αιωνιότητας. Γιατί μόνο αυτός που γνωρίζει τις σημειώσεις εκείνες, «έχει την ικανότητα να ζωγραφίζει δικαστές. Αλλά και αν τις έχανα, θα τού έμεναν τόσοι κανόνες, τούς οποίους κουβαλάω στο κεφάλι μου, ώστε κανείς δε θα μπορούσε να αμφισβητήσει την θέση μου. Κάθε δικαστής θέλει να ζωγραφισθεί έτσι, όπως οι παλιοί μεγάλοι δικαστές ζωγραφίσθηκαν, και αυτό μπορώ να το κάνω μόνο εγώ» (Ρ130).
Το ότι οι ζωγραφιές τών δικαστών εξυπηρετούν μόνο την «κενοδοξία» και είναι «επινοήσεις» (Ρ94), ο Κ. το είχε μάθει από τις διηγήσεις τής Leni. Η εικονογραφική μυθοποίηση τού δικαστηρίου στην οποία προβαίνει ο Titorelli, δεν μπορεί να του αποδείξει τίποτα, αλλά μόνο το υπάρχον διήγημα πάλι δια μέσου τής αυθεντίας τών παραδεδομένων κανόνων. Βελτίωση τών θρύλων και τών γραπτών.
Ο πνευματικός είναι αυτός που εξηγεί στον Κ. με ποιο τρόπο η γραφή είναι λόγος νομιμοποίησης τού δικαστηρίου και τών μυστικών του. Στα εισαγωγικά για τον νόμο γραπτά καταδεικνύει, πως μια αρχικά «απλή» ιστορία καθίσταται «ανεπίσημη» (Ρ188) και απρόβλεπτη. Η γραφή είναι ο τόπος πρόσληψης μιας ολότητας γνωμών, μιας άπειρης προόδου τών ερμηνειών, χωρίς ποτέ η ίδια να αλλάζει: «Η γραφή είναι απαράλλακτη, και οι γνώμες είναι συχνά μόνο μια έκφραση απελπισίας για το δεδομένο αυτό» (Ρ185).
Η γραφή μπορεί, όπως συμβαίνει στην περίεργη αυτή εξήγηση, να ονομαστεί «αμετάβλητη», όταν η ίδια είναι ο νόμος, από τον οποίο υποτίθεται πως παραθέτει χωρία ο πνευματικός. Η πολλαπλότητα τών γνωμών δεν εκφέρει κάποια κρίση για το νόημα τού νόμου, πράγμα που θα ταίριαζε σε ένα δικαστήριο, αλλά είναι «έκφραση τής απελπισίας» για την αμετάβλητη παρουσία τής γραφής. Απελπισία για το αμετάβλητο, ή αλλιώς: το αμετάβλητο, για το οποίο θα γραφτεί μια τεράστια ιστορία λόγω απελπισίας, είναι λογοτεχνικοί προσδιορισμοί μιας γραφής τού θανάτου. Ο πνευματικός παραμένει στην ερμηνευτική παράδοση τών κανονικών κειμένων, όταν στην γραφή βλέπει τον λόγο τής απελπισίας. Γιατί το «ιερό πρωτότυπο» τής γραφής ξεκινά με την διήγηση για τον θάνατο. Το πανάρχαιο κείμενο για την πτώση είναι «η εισαγωγική γραφή στον νόμο» και το επεισόδιο, για το οποίο δίνει κυρίως την μαρτυρία σύμφωνα με την προσταγή τού απολύτου πνεύματος, και είναι η προσωποποίηση μιας εντελώς «απλής ιστορίας», τα ερμηνευτικά συμπεράσματα τής οποίας χάνονται στο άπειρο. Ο πνευματικός όμως δεν ενδιαφέρεται εάν οι ερμηνείες τής Γραφής αποδίδουν το ορθό νόημά της:
«Οι εξηγητές λένε για το θέμα: „η ορθή θεώρηση ενός πράγματος και η εσφαλμένη κατανόηση του ίδιου πράγματος δεν αλληλοαποκλείονται πλήρως“» (Ρ185).
Συνεχίζεται
Η ΠΙΣΤΗ ΣΤΗΝ ΓΡΑΦΗ ΚΑΙ ΜΙΑ ΔΥΤΙΚΟΥ ΤΥΠΟΥ ΣΩΤΗΡΙΑ ΧΩΡΙΣ ΛΥΤΡΩΣΗ ΠΗΡΕ ΗΔΗ ΤΗΝ ΘΕΣΗ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΤΗΣ ΣΩΤΗΡΙΑΣ.
Αμέθυστος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου