Σάββατο 1 Ιουλίου 2023

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ (181)

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ 

Συνέχεια από Τετάρτη, 21 Ιουνίου 2023

Jacob Burckhardt
ΤΟΜΟΣ 3ος
ΜΕΡΟΣ ΕΒΔΟΜΟ:
ΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΜΟΥΣΙΚΗ
IV. Η ΠΟΙΗΣΗ ΕΚΤΟΣ ΤΟΥ ΑΠΛΟΥ ΕΞΑΜΕΤΡΟΥ

6. ΧΟΡΙΚΗ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ.


Ο χορικός λυρισμός (ποίηση, μουσική και όρχηση), έχει πολύ αρχαία παράδοση σε ολόκληρη την Ελληνική επικράτεια· ασκήθηκε με επιμονή από τους Δωριείς, αρχικά με απλές μουσικές επωδούς, όπως το γυναικείο άσμα προς τιμήν του Διονύσου στην Ήλιδα, και ο επινίκιος ύμνος των Ολυμπιακών Αγώνων. Θρησκευτικές τελετές, αθλητικοί αγώνες, γάμοι, κηδείες, υπήρξαν ευκαιρίες που ποτέ δεν αγνοήθηκαν, και οδήγησαν στη γέννηση ύμνων, προσοδίων, υπορχημάτων, παρθενείων, παιάνων, υμεναίων και θρήνων. Κανένα έθνος δεν ανέπτυξε σε τέτοιο βαθμό τη χορική λυρική ποίηση, φαινόμενο που ερμηνεύεται από το γεγονός ότι η θρησκεία δεν υπήρξε ένας παράγων υπεράνω, ή παρακείμενος της πόλης, αλλά λατρεία και ζωή ήταν συνυφασμένες. Επιπλέον τα μέλη του χορού, ή βηματιστές, ήταν άλλοτε τα ίδια με τους άδοντες και άλλοτε διαφορετικά, ενώ χορός και άσμα αλληλοσυμπληρώνονταν.

Αυτό το είδος της ποίησης γνώρισε μεγάλη άνθηση και ποικιλία, χάρη στην εξέλιξη της μουσικής (με τη συμβολή του ρυθμού και του μέτρου) από τους Τέρπανδρο, Όλυμπο και Θαλέτα (για τον οποίο ή όρχηση είναι εξίσου σημαντική). Ελάχιστα δείγματα διασώζονται, αλλά δεδομένων των υπέρογκων χρηματικών εισφορών, τόσο της ίδιας της πόλης όσο και ιδιωτών, μπορούμε να συμπεράνουμε την έκταση αυτής της δραστηριότητας, η οποία υπήρξε επίσης αντικείμενο άμιλλας· στην Αθήνα οι φυλές συναγωνίζονταν, μεταξύ άλλων, και στις επιδόσεις των χορωδιών, και οι χορηγίες, όπως γνωρίζουμε, αποτελούσαν σημαντική δέσμευση για του πολίτες. Κάθε σημαντική πόλη, ιδιαίτερα στις δωρικές επικράτειες της Πελοποννήσου, διέθετε τους δικούς της χοράρχες, οι οποίοι αφιέρωναν τη ζωή τους στην εκπαίδευση και την ανάδειξη χορωδιών, και έτσι βαθμιαία, μαζί με τις αρχαϊκές λαϊκές μορφές, που εξακολουθούσαν να επιβιώνουν, εμφανίστηκαν οι πλουσιότερες μορφές τέχνης τις οποίες ήδη αναφέραμε. Επιπλέον η μετρική τέχνη εξελίχθηκε σε βαθμό που της επέτρεψε να διεισδύσει εξίσου στην ποίηση, τη μουσική και την όρχηση· δυστυχώς οι γνώσεις μας προέρχονται κυρίως από την ποίηση, δηλαδή το ένα τρίτο της όλης δημιουργίας, το οποίο πιθανότατα να μην είναι και το πλέον αντιπροσωπευτικό, επειδή ο λόγος προσαρμόζεται δυσκολότερα στις απαιτήσεις των δύο υπολοίπων μορφών της τέχνης.

Αρχαιότερος χορικός ποιητής υπήρξε ο Αλκμάν, κατά το δεύτερο ήμισυ του 7ου αιώνα. Λέγεται ότι ήταν Λύδιος, ότι έφτασε ως δούλος στη Σπάρτη, όπου απελευθερώθηκε. Η μουσική του βασίστηκε στον Τέρπανδρο και τον Θαλέτα, αλλά προσέφερε και νέα στοιχεία. Δεν χρησιμοποίησε το χορό ως απλό όργανο, όπως ο Πίνδαρος, αλλά του έδωσε φωνή διαλόγου στον ενικό και στον πληθυντικό. Συνέθεσε χορικά άσματα διαφόρων ειδών, που εξυμνούσαν θεούς και ανθρώπους – το σημαντικότερο απόσπασμα που διασώζεται ανήκει στα Παρθένεια, λυρικό ποίημα που ψαλλόταν από χορό νεανίδων· συνέθεσε επίσης ερωτικά άσματα που εκτελούνταν ως μονωδίες με συνοδεία λύρας· αμφίβολο είναι το αν συνέθεσε και εμβατήρια. Χρησιμοποίησε διαφορετικές μορφές στίχων και στροφών, στη δωρική διάλεκτο της Σπάρτης, διανθισμένης ενίοτε με επικό χρώμα.

Ακολουθεί ο Στησίχορος (643-560 π. Χ.), πολίτης της ιωνικο-δωρικής Ιμέρας της Σικελίας, αλλά οζολο-λοκρικής καταγωγής. Το όνομα με το οποίο έγινε γνωστός που σημαίνει «ο στήσας χορόν», είναι πιθανότατα προσωνύμιο, και λέγεται ότι στην πραγματικότητα αποκαλείτο Τεισίας. Καινοτομία του υπήρξε η μαζική εισαγωγή του επικού στοιχείου στον χορικό λυρισμό. Και τούτο εξ αιτίας της πιεστικής απαίτησης να αποφευχθεί η ομοιομορφία των διαφορετικών μορφών της λυρικής ποίησης, γεγονός που υπαγόρευε την εισαγωγή μυθικών στοιχείων και κατά συνέπεια του ίδιου του έπους. Στο Στησίχορο συναντάμε μύθους του Ηρακλή, του Πηλέα και του Μελέαγρου, καθώς και δραματικά ιστορικά γεγονότα, όπως η δολοφονία της Ραδίνης και του αδελφού της Λεόντιχου από έναν τύραννο της Κορίνθου. Για να ερμηνεύσουμε αυτή την καινοτομία θα πρέπει να ανατρέξουμε στα επικά στοιχεία που συναντάμε στον Πίνδαρο· τα στοιχεία αυτά προσαρμόστηκαν σε σημαντικά χορικά άσματα που συνοδεύονταν από μουσικά όργανα, διάφορες ρυθμικές δομές και τη χορική όρχηση. Επιπλέον τα ποιήματα είχαν τόσο μεγάλη έκταση ώστε η Ορέστεια να χωριστεί τελικά σε δύο βιβλία. Αποσπάσματά της συνόδευαν ασφαλώς πένθιμες τελετές και εορτασμούς, κυρίως στην Μεγάλη Ελλάδα, στη μνήμη ηρώων της Τροίας.

Από τον Στησίχορο διασώζονται μερικά αποσπάσματα απαράμιλλου κάλλους, όπως το όνειρο της Κλυταιμνήστρας, και το θαυμαστό απόσπασμα του θεού Ήλιου, που ανατέλλει πάνω από τη χρυσή ακμή της γης και κατευθύνεται προς την άλλη άκρη του κόσμου. Η εξέλιξη αυτή οδήγησε στην αναγέννηση ενός εξιδανικευμένου από τον λυρισμό μύθου· αλλά ο ποιητής αυτός χρησιμοποίησε μιαν εντελώς ελεύθερη μορφή του, ενσωματώνοντας τα εγκώμια ορισμένων μυθικών μορφών στα άσματά του, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις εμφανίζεται και ο ίδιος προσωπικά στην πλοκή του μύθο. Λέγεται ότι έχασε το φως του μετά από ένα υβριστικό ποίημα κατά της Ελένης της Τροίας, και ότι η όρασή του επανήλθε όταν αργότερα αντικατέστησε το ποίημά του με τον ισχυρισμό ότι στην Τροία δεν υπήρξε παρά ένα ομοίωμα της Ελένης.

Έχουμε αναφέρει ήδη ότι ο Στησίχορος συνετέλεσε στην ανάδειξη της βουκολικής ποίησης σε καλλιτεχνικό είδος· συνέθεσε επίσης ύμνους και παιάνες που συνόδεψαν για πολλά χρόνια την ελληνική ποίηση, ενώ για τα επιθαλάμιά του χρησιμοποίησε και πάλι επικο-μυθικά προσχήματα· το Επιθαλάμιο της Ελένης στον Θεόκριτο αποτελεί δικό του αντίγραφο. Χρησιμοποίησε επική γλώσσα εμπλουτισμένη με τα τρέχοντα δωρικά ιδιώματα.

Ο Αρίων ο Λέσβιος από τη Μήθυμνα (περί το 600 π. Χ.) τελειοποίησε τον διθύραμβο (ένα αρχαιότατο είδος ποίησης), με την έννοια ότι υπήρξε ο πρώτος στην Κόρινθο που εισήγαγε στην όρχηση αυτό το είδος παραληρηματικής διονυσιακής ποίησης, συνδυασμού, κατά την παράδοση, άγριας χαράς και απροσμέτρητης οδύνης, προσδίδοντάς του χαρακτηριστικά εκλεπτυσμένης τέχνης. Πρόκειται για ένα είδος κυκλικής όρχησης, γύρω από το βωμό, με τη συνοδεία, όχι πλέον του αυλού, αλλά της κιθάρας, της οποίας ο Αρίων υπήρξε ο μεγαλύτερος δεξιοτέχνης. Απολύτως τίποτε δεν διασώθηκε από τους διθυράμβους του, ούτε από τους ύμνους του, ενώ το ποίημα για τον Ποσειδώνα που του αποδίδεται είναι ψευδεπίγραφο.

Στο δεύτερο μισό του 6ου αιώνα διαπρέπει ο Ίβυκος από το Ρήγιο, ένας περιπλανώμενος ποιητής που έζησε πολλά έτη στη Σάμο, στην αυλή του Πολυκράτη, του οποίου ύμνησε, μεταξύ άλλων, και τα τέκνα. Έχει αρκετά κοινά χαρακτηριστικά με τον Στησίχορο· αλλά τα μόνα έργα του που διασώζονται είναι ερωτικά άσματα, τα οποία δεδομένου του εύρους και της εξεζητημένης κατασκευής της στροφής τους εκτελέστηκαν πιθανότατα μόνο σε εορτές γενεθλίων και αθλητικών αγώνων. Ορισμένα εξαιρετικού κάλλους αποσπάσματα αντλούν από το μύθο το περιεχόμενο του ερωτικού άσματος (όπως για παράδειγμα του Γανυμήδη και του Τίθωνος), προσδίδοντας του κύρος και μια διαρκή ζωντάνια.

Ο Σιμωνίδης ο Κείος (556-468 π. Χ.) είχε πολύπλευρο ταλέντο και ήταν περισσότερο στοχαστής από ότι λυρικός ποιητής. Έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του ως χοράρχης στην πατρίδα του, στον χώρο που ασκούνταν οι χορωδίες, κοντά στο ναό του Απόλλωνα. Απέκτησε μεγάλο κύρος και άσκησε επιρροή επί του τυράννου Ιππάρχου των Αθηνών και των ηγεμόνων της Θεσσαλίας. Η εκτίμηση με την οποία των περιέβαλαν οι τύραννοι της Σικελίας ήταν τέτοια ώστε το 476 να του ανατεθεί η διαπραγμάτευση της ειρήνης μεταξύ του Ιέρωνα των Συρακουσών και του Θήρωνος του Ακράγαντα, στις όχθες του ποταμού Γέλα. Του ανατέθηκε επίσης η σύνθεση επιταφίων και ύμνων (ελεγειακών) προς τιμήν των ηρώων των Μηδικών Πολέμων, και τιμήθηκε με πολλά βραβεία σε ποιητικούς αγώνες. Συνέθεσε ύμνους, παιάνες, διθυράμβους και παρθένεια, κατόπιν παραγγελίας ιδιωτών και επ’ αμοιβή· χάρη στον Σιμωνίδη το επικό άσμα τελειοποιείται με την προσθήκη χορικής ποίησης, (ενώ μετά το 540, καθιερώνεται και το άγαλμα του νικητή). Η δομή των επινίκιων ύμνων του είναι παρόμοια με του Πινδάρου· η εξύμνηση μυθικών ηρώων αναμειγνύεται με τα εγκώμια των νικητών και περιλαμβάνει γενικές εκτιμήσεις για τον καθημερινό βίο καθώς και κριτικές απόψεις για κάθε συγκεκριμένη περίσταση· η κριτική είναι συνήθως μετριοπαθής και φιλάνθρωπη, στα αχνάρια της χαλαρότητας που διέκρινε την ιονική παράδοση απέναντι στα ήθη. Από τους πένθιμους ύμνους του διασώζεται ένα απόσπασμα του θρήνου της Δανάης για τον γυιό της Περσέα, «που κοιμάται τον ύπνο τον βαθύ»· οι θρήνοι του «δεν έχουν την ευγενή αξιοπρέπεια που διακρίνει τον Πίνδαρο, αλλά απευθύνονται στο συναίσθημα»· τον απασχολεί περισσότερο το πρόσκαιρο του βίου από ότι το προσφιλές στον Πίνδαρο επέκεινα, η αποτύπωση της σκέψης του είναι πιο λεπτή και ποικίλη, και το ύφος του πιο ανάλαφρο και λιγότερο απαισιόδοξο.

Τόσο στους χορικούς ύμνους όσο και στα επιγράμματα, ο Σιμωνίδης είναι ο πρώτος ποιητής που χρησιμοποιεί την αντίθεση, την τόσο προσφιλή αργότερα στους ρήτορες. Οι στίχοι του χαρακτηρίζονται από παραστατικότητα, όπως για παράδειγμα στο επίγραμμα (90): « Όταν ολόκληρη η Ελλάδα βρέθηκε στον κόψη του ξυραφιού»· αλλά ο επινίκιος ύμνος για την δυναστεία στων Σκοπάδων, από τον οποίο διασώζονται μόνο τρείς στροφές, συνιστά στην ουσία πεζό λόγο, διανθισμένο με περίτεχνο λυρισμό, στον οποίο συναντώνται όλα τα κοινά χαρακτηριστικά αυτής της ποίησης (κάτι που και στο παρελθόν συνέβη αρκετές φορές). Είμαστε όμως ευτυχείς που χάρη στα αποσπάσματα της Δανάης, και τα επιγράμματα αυτού του πληθωρικού ποιητή που διασώθηκαν, μπορούμε να διαμορφώσουμε μια διαφορετική άποψη από την τρέχουσα.

Ο ανιψιός και μαθητής του Βακχυλίδης, κύριος αντίπαλος του Πινδάρου στις σικελικές αυλές, υπήρξε ποιητής ευαίσθητος και εύχαρις, γοητευμένος από τα θέλγητρα του ιδιωτικού βίου, τον έρωτα και τον οίνο. Όλες του οι συνθέσεις, ακόμα και οι ερωτικοί και συμποτικοί ύμνοι, έχουν χορική μορφή. Είναι από τους πλέον αντιπροσωπευτικούς ποιητές της καθαυτό χορικής λυρικής ποίησης, αλλά σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως ο εντυπωσιακός παιάνας για τα αγαθά τις ειρήνης θα είχε περισσότερη γοητεία στην απλή μορφή της αιολικής στροφής, ή ακόμα και με τη μορφή ελεγείας· και πράγματι σε ένα επίσης όμορφο απόσπασμα στο οποίο εγκωμιάζει τον οίνο που διεγείρει την έμπνευση, χρησιμοποιεί απλούστερες στροφές τεσσάρων γραμμών. Το ύφος του ποιητή είναι πλησιέστερο προς τoν απαλό και γαλήνιο τόνο της ελεγείας.

Για τον Λάσο της Ερμιόνης, γνωρίζουμε μόνο ότι επανέφερε την παράδοση των διθυραμβικών αγώνων, και ότι υπήρξε επίσης θεωρητικός και διδάσκαλος του Πινδάρου. Ο Τιμοκρέων ο Ρόδιος, που υπήρξε αθλητής και ποιητής, είναι κυρίως γνωστός για τις υβριστικές χορικές συνθέσεις του κατά του Θεμιστοκλή, ένα είδος σθεναρού πεζού λόγου, αλλά απρόσμενα στεγνού, σε ένα εντελώς τεχνητό χορικό μέτρο, που δεν γνωρίζουμε πώς θα μπορούσε να αποδωθεί δια του άσματος. Από την Κόριννα τη Θηβαία, σύγχρονη του Πινδάρου, διαθέτουμε μόνο μερικά άτεχνα αποσπάσματα. Η απαρίθμηση απλών αντικειμένων, όπως αυτή που ο Φιλόξενος, ένας νέος ποιητής σύγχρονος του Αριστοφάνη, εισήγαγε στο Συμπόσιό του, πιθανότατα ένα νέο είδος διθυράμβου, δεν αποτελεί τέχνη, από την εποχή που η κωμωδία ελάφρυνε τον αθηναϊκό στίχο για να τον εντάξει στους πλέον απίθανους κωμικούς συνδυασμούς. Κατά τα άλλα ο Φιλόξενος εκτιμήθηκε ως ποιητής και μουσικός (αυλητής), για την προσφορά μιας νέας κατεύθυνσης στη διθυραμβική ποίηση (την οποία ακολούθησαν επίσης αργότερα ο Τιμόθεος και ο Τελέστης)· στη θέση του αρχαίου επίσημου ύφους, το οποίο συνόδευε τη θρησκευτική τελετουργία, εμφανίζεται ένα ποικίλο και εύπεπτο περιεχόμενο, που αγγίζει τον καθημερινό βίο από τη σκοπιά της δραματικής ποίησης και της μιμικής, παρότι το περιεχόμενό της εξακολουθεί να πραγματεύεται το μύθο.

(συνεχίζεται)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου