Τετάρτη 26 Ιουλίου 2023

Hegel, Heidegger και το θεμέλιο της Ιστορίας (16)

Συνέχεια από 19. Ιουλίου 2023

Hegel, Heidegger και το θεμέλιο της Ιστορίας

Κεφάλαιο 2: Το ερώτημα περί του θεμελίου της ιστορίας ζ


Από την Αντινομία στη Διαλεκτική


Η εγελιανή φιλοσοφία είναι θεμελιωδώς διαλεκτική. Η σημασία και ο χαρακτήρας αυτής της διαλεκτικής ουσίας όμως, αναδύονται από την πρόσληψη και μεταμόρφωση εκ μέρους του Hegel της διδασκαλίας περί αντινομίας του Kant. Ενώ η διαπραγμάτευση των αντινομιών, και ιδιαιτέρως της τρίτης αντινομίας, είναι κατά μια έννοια μια κατευθείαν εξήγηση της σημασίας τους για την καντιανή φιλοσοφία, με μια άλλη, και φιλοσοφικά πιο σπουδαία έννοια, είναι μια θεμελιώδης ριζοσπαστικοποίηση της περί αντινομιών διδασκαλίας, που παρέχει τη βάση για το φιλοσοφικό σύστημα του Hegel. Τόσο στις διαλέξεις του στη Νυρεμβέργη, όσο και στη Λογική, επαναδιατυπώνει επακριβώς την παρουσίαση της τρίτης αντινομίας εκ μέρους του Kant, και αναγνωρίζει σαφώς, πως η Θέσις (Thesis) υποστηρίζει την αιτιότητα δια της ελευθερίας και ή επιπροσθέτως προς την αιτιότητα δια της φύσεως. Εξηγώντας όμως τη Θέση, και μέσα στην επαναδιατύπωση της στο «Ιστορία της φιλοσοφίας», δηλώνει σαφώς και εσφλμένως, πως η Θέσις υποστηρίζει την αποκλειστική αιτιότητα της ελευθερίας. Η ασυνέπεια αυτή είναι τόσο πρόδηλη, που είναι δύσκολο να πιστέψει κανείς πως η κακοτεχνία του Hegel δεν είναι σκόπιμη.

Η μεταμόρφωση αυτή ριζοσπαστικοποιεί την αντινομία, με ένα τρόπο εντελώς απαράδεκτο για τον Kant: η φύση και η φυσική αιτιότητα ήταν εκ πρώτης όψεως αδιαμφισβήτητη. Ο Hegel προφανώς οξύνει την αντινομία για να παραστήσει ευκρινέστερα τη διαμάχη φύσεως και ελευθερίας, ως δυο, τουλάχιστο φαινομενικά, αυτάρκεις εναλλακτικές. Επιπλέον, στην περίπτωση αυτή προφανώς παραβλέπει ή απαλείφει την υποκείμενη ερώτηση περί επάρκειας της εξήγησης του όλου με όρους των φυσικών νόμων. Ο Kant φαίνεται να μην είχε ποτέ λάβει υπόψιν την δυνατότητα, πως η ελευθερία μόνη της μπορεί να καθορίζει το όλον, και ισχυρίζεται πως αν ήταν έτσι, τότε η ελευθερία θα ήταν μόνο κατ’ όνομα διαφορετική από την φυσική αναγκαιότητα. Η αξιολόγηση της Γαλλικής Επανάστασης εκ μέρους του Hegel, όπως έχουμε δει, φαίνεται να καταδεικνύει πως στην αντιπαράθεση του προς τον Kant, έλαβε σοβαρά υπόψιν τη δυνατότητα μιας αποκλειστικής αιτιότητας δια της ελευθερίας: είδε την παντοδυναμία της ελευθερίας μέσα στην τυραννία της λογικής και στην Τρομοκρατία. Η μεταμόρφωση της αντινομίας εκ μέρους του λοιπόν φαίνεται να σκοπεύει στην έκφραση της αληθινής αντινομίας, του αληθινού κινδύνου για το ανθρώπινο πνεύμα, όπως το έβλεπε.

Ο Kant λύνει σύμφωνα με τον Hegel την αντινομία, καθιστώντας την απόλυτη, ως όριο ή ορίζοντα κάθε δυνατής εμπειρίας και γνώσης. Αυτή η αρνητική έκφραση του απολύτου είναι κατά κάποιο τρόπο άρνηση της δυνατότητας της θετικής γνώσης της αληθινής ενότητας και θεμελίου της γνώσης και του Είναι. Η φιλοσοφία του Kant λοιπόν δεν καταλήγει στη γνώση, αλλά στην πίστη, σε ένα δηλαδή επέκεινα που η γνώση δεν μπορεί ποτέ να φτάσει. Ο υπερβατικός ιδεαλισμός, σύμφωνα με τον Hegel, ποτέ δεν φτάνει τα ανώτερα πράγματα, και ιδιαιτέρως, ποτέ δεν ανακαλύπτει το αληθινό θεμέλιο.

Ο Kant λύνει την αντινομία κατά την άποψη του Hegel, μόνο δια του απόλυτου διαχωρισμού των δυο άκρως διαφορετικών, αλλά συμπληρωματικών, και σύμφωνα με τον Kant, πιθανώς αρμονικών πραγματικοτήτων, ένας διαχωρισμός τον οποίο, όπως το επισημαίνει ο Hegel, ο Kant επικυρώνει στην κριτική της υποθετικής (speculative) θεολογίας. Ο Kant μεταμορφώνει λοιπόν αυτό που μέχρι εκείνη τη στιγμή αναγνωρίζονταν πάντα ως πράγματα σε φαινομενικές εμφανίσεις των αληθινά νοουμένων πραγμάτων καθ’ εαυτών. Ο Kant είναι σε θέση να ισχυριστεί, πως όχι τα πράγματα καθ’ εαυτά, αλλά μόνο τα φαινόμενα είναι αντιφατικά, και πως η αντίφαση αυτή παράγεται από τον περιορισμό των ανθρώπινων δυνατοτήτων, δηλαδή από τις κατηγορικές μορφές της συνείδησης. Ο Hegel βέβαια θεωρεί την εξήγηση αυτή ανεπαρκή, επειδή σύμφωνα με τον Kant, η εφαρμογή των κατηγοριών είναι απαραίτητη, καθώς δεν υπάρχει καθορισμός, εκτός δια μέσου των κατηγοριών. Η λογική λοιπόν δεσμεύεται από την αναγκαιότητα της εφαρμογής ή όχι των κατηγοριών για την σκέψη, και συνεπώς όχι για την ύπαρξη. Συνεπώς, οι αντιφάσεις που αναδύονται δια των κατηγοριών είναι από μόνες τους απαραίτητες.

«Η αντινομία αυτή παραμένει έτσι στην εσωτερική μας ζωή. Όπως προηγουμένως ο Θεός έπρεπε να συμπεριλάβει όλες τις αντιφάσεις στον εαυτό του, έτσι τώρα το κάνει η αυτό-συνειδησία». Κατά τη γνώμη του Hegel, η λύση στην αντινομία σύμφωνα με τον υπερβατικό ιδεαλισμό διασφαλίζεται μόνο δια της αποθέωσης της αυτό-συνειδησίας. Προσλαμβάνοντας την προοπτική του υπερβατικού και απρόσιτου Θεού, η αυτό-συνειδησία μπορεί να διατηρήσει την σύσταση των πραγμάτων εν εαυτά εντάσσοντας τις αντιφάσεις τους μέσα στην ουσία της. Και συνεχίζει ο Hegel, λέγοντας πως αυτό είναι «υπερβολική καλοσύνη προς τα πράγματα. Θα ήταν πολύ κακό αν αντέφασκαν προς τον εαυτό τους. Αυτό το πνεύμα (το ύψιστο) όμως, είναι αντίφαση, η οποία δεν θεωρείται κακή». Για να διασφαλίσει και να διατηρήσει την λογικότητα της πραγματικότητας, ο Kant θυσίασε, σύμφωνα με τον Hegel, την ενότητα της αυτό-συνειδησίας ή του πνεύματος, που είναι το θεμέλιο της λογικής. Η λογική τόσο της φαινομενικής φύσεως και της νοούμενης ελευθερίας εξαρτάται από την ενότητα της αυτό-συνειδησίας ή του πνεύματος. Έτσι, αν η αυτό-συνειδησία ή το πνεύμα είναι τα ίδια αντιφατικά, η τάξη της φύσεως και η ηθικότητα είναι ουσιαστικά χωρίς θεμέλιο και επομένως άλογη. Και ο Hegel συμπεραίνει: «Το αντιφατικό καταστρέφει τον εαυτό του. Το πνεύμα καθ’ εαυτώ είναι έτσι ερείπιο, παράνοια». Ενώ ο Kant έβρισκε ασφάλεια και ένα είδος ευχαρίστησης στον στοχασμό των έννομων κινήσεων του ουρανού πάνω και της εξίσου έννομης ηθικής πραγματικότητας εντός, ο Hegel, όπως και ο Pascal, ήταν τρομαγμένος από αυτούς τους άπειρους σκοτεινούς χώρους ανάμεσα, από την άκρα αποξένωση μέσα σε αυτό το πνεύμα, μέσα σε αυτή την αυτό-συνειδησία, δια της οποίας οι δυο αυτές πραγματικότητες είχαν την ύπαρξη τους.

Η κριτική του Hegel εδώ είναι καλά θεμελιωμένη, αλλά όχι εντελώς δίκαιη προς τον Kant, ο οποίος δεν ενδιαφερόταν απλώς να διασφαλίσει τη σύσταση της εμπειρικής πραγματικότητας για τις φυσικές επιστήμες, αλλά και τη σύσταση της νοούμενης πραγματικότητας για την ηθικότητα. Το πνευματικό και το φυσικό, όπως τα αντιλαμβάνονταν, είναι διακριτά, και η αντίφαση δεν αναδύεται στο ένα ή στο άλλο-και επομένως δεν αναδύεται εντός του πνεύματος-αλλά στην επιφάνεια επαφής τους μέσα στην αυτό-συνειδησία. Η αναγνώριση δυο διαφορετικών ικανοτήτων της διάνοιας δεν είναι αναγκαίως αναγνώριση της αμοιβαίας αντίφασης τους. Μπορεί να είναι απλώς αμοιβαία αποκλειόμενες. Στην περίπτωση αυτή η ενότητα της αυτό-συνειδησίας και λογικής είναι πράγματι μυστηριώδης, αλλά όχι αναγκαίως αδύνατη. Το θεμέλιο της διάκρισης αυτής βρίσκεται στην κατά Leibniz και Kant διάκριση των δυο αρχών της λογικής-την αρχή της επαρκούς αιτίας και την αρχή της μη αντιφάσεως. Η από πλευράς του Hegel ριζοσπαστικοποίηση της αντινομίας υποσκάπτει αυτή την διάκριση: στην καρδιά της αντινομίας δεν βρίσκεται το ερώτημα περί της επάρκειας της φυσικής αιτίας και της πιθανής αναγκαιότητας της ελεύθερης αιτιότητας, για να εξασφαλίσει αυτή την επάρκεια, αλλά η αντιπαράθεση μιας αποκλειστικής αιτιότητας σύμφωνα με την ελευθερία και μιας αποκλειστικής αιτιότητας σύμφωνα με την φυσική αναγκαιότητα. Κατά την άποψη του Hegel, η ελευθερία, όπως έγινε σαφές κατά την Γαλλική Επανάσταση, δεν περιορίζεται στην νοούμενη πραγματικότητα, ούτε η φυσική αναγκαιότητα είναι απλώς κάτι μέσα στα φαινόμενα. Δεν μπορούν επομένως να εναρμονισθούν με τον περιορισμό σε ξεχωριστές περιοχές. Αλληλοεπιδρούν παντού και πάντα. Το δεδομένο, πως βρίσκονται σε αντίφαση, πρέπει να παρθεί στα σοβαρά, σύμφωνα με τον Hegel, και η αποτυχία του Kant να το κάνει είναι σημάδι φιλοσοφικής αδυναμίας.

Η προσπάθεια του Kant να αποφύγει μια τέτοια ριζοσπαστικοποίηση με τη θετική αποδοχή στην «Κριτική του πρακτικού λόγου» μιας ηθικής πραγματικότητας, στην οποία η ελευθερία έχει μια απόλυτη και αυτονόητη ύπαρξη, ανεξάρτητη από τη φυσική πραγματικότητα, κάλυψε, αλλά δεν ξεπέρασε την αντίφαση. «Η αντίφαση αυτή, που δεν μπορεί να υπερβαθεί από αυτό το σύστημα και η οποία το καταστρέφει, καθίσταται πραγματικά ασυνεπής, καθώς αυτό το απόλυτο κενό (δηλαδή η απόλυτη αυθορμησία και αυτονομία) οφείλει να δώσει περιεχόμενο στον εαυτό της ως πρακτικός λόγος και να επεκτείνει τον εαυτό της με τη μορφή των υποχρεώσεων». (GW 2:318). Έτσι, σύμφωνα με τον Hegel, η αρχή της απόλυτης ελευθερίας της αυτό-συνειδησίας ή του πνεύματος, που ο Rousseau παραδέχτηκε ως ουσιώδη, και οι καταστρεπτικές πολιτικές της συνέπειες, δηλαδή η Γαλλική Επανάσταση, μειώνονται σε τυχαία γεγονότα και διαψεύδονται, μέσα στο θεωρητικό περιορισμό της ελευθερίας στην ηθική σφαίρα. Αν η ελευθερία είναι ενεργός και συνεπώς πραγματικά αιτιώδης, τότε πρέπει να είναι ικανή να μεταμορφώσει και να καταστρέψει το φυσικό. Η πεποίθηση του Kant πως η ελευθερία ταυτίζεται στην πραγματικότητα με την ηθικότητα, είχε κατά τον Hegel απορριφθεί από τη Γαλλική Επανάσταση. Αυτός ο ισχυρισμός περί ελευθερίας χτύπησε τη φύση με τέτοια βιαιότητα, που κάθε προσπάθεια να χαρακτηριστεί ως «ηθικότητα» πρέπει να απέσπασε γενική αποδοκιμασία, καθώς ήταν ακριβώς η ηθική καθαρότητα των κύριων παραγόντων της, που προκάλεσε τις ακρότητες. Η ηθικότητα και επομένως η ελευθερία καθίσταται χωρίς νόημα μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο-η έννοια των καθολικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων υποσκάπτει την ηθική κοινότητα που τους έδωσε ουσία. Χωρίς την ουσία της κοινότητας, χωρίς ένα ήθος, η ηθικότητα καθίσταται απλώς τυπική και, τουλάχιστο δυνητικά, τρομακτική.

Συνεχίζεται

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου