Συνέχεια από 8. Ιουλίου 2023
Κεφάλαιο 2: Το ερώτημα περί του θεμελίου της ιστορίας στ
Michael Allen Gillespie
The University of Chicago Press, 1984
The University of Chicago Press, 1984
Η κατάρρευση της πνευματικής ενότητας στην Γερμανία
Το ότι η συμφιλίωση αυτή έπρεπε να συμβεί πρώτα στη Γερμανία, δεν ήταν κάτι τυχαίο στα μάτια του Hegel. Αισθανόταν πως μια τέτοια πνευματική συμφιλίωση ήταν περισσότερο αναγκαία στη Γερμανία παρά στην Αγγλία ή τη Γαλλία, επειδή, κατά πρώτον, οι Γερμανοί ήταν πιο πνευματικοί, και κατά δεύτερον, επειδή τους έλειπαν ακόμα και οι ατελείς πολιτικοί θεσμοί της Γαλλίας και της Αγγλίας, και επομένως μπορούσαν να βασιστούν μόνο στο πνεύμα ως πηγή ενότητας. Σύμφωνα με τον Hegel, τόσο στη πρακτική τους ζωή, όσο και στους φιλοσοφικούς τους στοχασμούς, οι Άγγλοι ήταν ριζωμένοι στην εμπειρική αποσπασματικότητα της εμπειρίας, οι Γάλλοι παρομοίως στην αφηρημένη καθολικότητα, ενώ «η Γερμανία ξεκινούσε από μια συγκεκριμένη ιδέα, με συγκεκριμένη συναισθηματική (gemütsvoll) και πνευματική εσωτερικότητα». Η φιλοσοφία και η θρησκεία ήταν επομένως εγγενώς πιο σημαντικές για τη Γερμανία, παρά για την Αγγλία ή τη Γαλλία, και ήταν πράγματι η πρωταρχική βάση της εθνικότητας.
Αυτή η πνευματική ενότητα ήταν για χρόνια σωματοποιημένη στην Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Αυτός ο θεσμός συνιστούσε τη Γερμανία, αλλά σύμφωνα με τον Hegel δεν ήταν ένα κράτος με δυνάμεις και πραγματική πολιτική εξουσία, δηλαδή δεν ήταν ένας πολιτικά δρων, αλλά μια αυτοκρατορία, δηλαδή μια έννοια, ένα ηθικό ον χωρίς κίνηση στον εαυτό του. Την αποτυχία αυτή των Γερμανών να διαμορφώσουν τους εαυτούς τους σε πραγματικό κράτος, ο Hegel την αποδίδει στην παρανόηση της αληθινής φύσης της ελευθερίας, μια παρανόηση ταιριαστή στην χαρακτηριστική γι’ αυτούς εσωστρέφεια. Η ελευθερία γι’ αυτούς δεν ήταν καθολική, αλλά συγκεκριμένη, δεν βασιζόταν δηλαδή σε ένα σύστημα λογικών νόμων και δικαιωμάτων, αλλά στο έθιμο και την θετική περιουσία και τα πολιτικά δικαιώματα. Επιπλέον, η αποσπασματικότητα (particularism) την οποία εισήγαγε αυτή η αντίληψη περί ελευθερίας, είχε μεγεθυνθεί σε μεγάλο βαθμό από την άνοδο της μεγαλοαστικής κοινωνίας, μέσω της εξατομικευτικής της δύναμης. Η πνευματική αυτή εσωστρέφεια και η συνεπαγόμενη έλλειψη οποιασδήποτε πραγματικής αίσθησης ορθολογικής υπευθυνότητας και υποχρέωσης, υπέσκαψε τη δυνατότητα των ορθολογικών πολιτικών θεσμών. Αυτή η ίδια εσωστρέφεια όμως, αύξησε τη συνδετική δύναμη της θρησκείας σε τέτοιο βαθμό, που η θρησκεία, υποστηριζόμενη από την φιλοσοφία και την τέχνη, αντικατέστησε τους νομικούς και πολιτικούς θεσμούς, ως βάση της ζωής μέσα στην κοινότητα.
Για το λόγο αυτό, η μεταρρύθμιση απειλούσε την ύπαρξη της Γερμανίας. Η πνευματική ενότητα, την οποία διατηρούσε η θρησκεία, είχε επισκιασθεί, και το έθνος είχε διχασθεί και ξεκίνησε πόλεμο με τον εαυτό του. Αντί να ξεχωρίσει από το κράτος, η θρησκεία μετέφερε τις διαιρέσεις της μέσα στο κράτος, με καταστροφικά αποτελέσματα. Μετά το τέλος του Τριακονταετούς Πολέμου, με το μεγαλύτερο μέρος της Γερμανίας να είναι ερείπια, και χωρίς κανένα πραγματικό νικητή, οι διαιρέσεις αυτές αναγνωρίστηκαν και θεσμοποιήθηκαν με το Σύμφωνο της Βεστφαλίας. Το σύμφωνο αυτό όμως, χρησίμευσε μόνο στο να θεσμοποιήσει την ένταση και τον ανταγωνισμό που είχε δημιουργήσει το θρησκευτικό σχίσμα, και μεγέθυνε καθαρά πολιτικές διαφορές, όπως στην περίπτωση του Επταετούς Πολέμου.
Αν και υπέσκαψε την ενότητα της Γερμανίας, η Μεταρρύθμιση και ιδιαιτέρως η προτεσταντική αρχή, δημιούργησε το θεμέλιο για τη συμφιλίωση της ελευθερίας και της φυσικής αναγκαιότητας, και συνεπώς την εγκαθίδρυση ενός ορθολογικού κράτους. Η προτεσταντική αρχή, σύμφωνα με τον Hegel, είναι η αρχή της ελεύθερης πνευματικότητας. Αποφασιστικής σημασίας ήταν η έμπνευση του Λούθηρου, πως η αλήθεια του πνεύματος δεν χρειάζεται τη μεσολάβηση μιας προνομιούχας τάξης, αλλά είναι ανοικτή σε όλους τους ανθρώπους. Όλοι οι άνθρωποι λοιπόν μπορούν να γνωρίσουν και να καταλάβουν τι είναι θεμελιωδώς αληθές, και επομένως, τι είναι θεμελιωδώς ορθό, και κατά συνέπεια τι οφείλουν να πράξουν. Τα ανθρώπινα όντα μπορούν να δράσουν ηθικά βάσει της δικής τους συνείδησης και χωρίς κατευθυντήριες γραμμές από τους ανώτερους τους. Η προτεσταντική αρχή λοιπόν δημιουργεί μια νέα μοντέρνα αίσθηση ελευθερίας. Δεν είναι η παλιά γερμανική ελευθερία, ως θετικό δικαίωμα, ούτε η αγγλική ελευθερία της αυθαίρετης επιθυμίας, ούτε η γαλλική ελευθερία της καθολικής βούλησης, αλλά ελευθερία ως αυτό-προσδιορισμός: «Αυτό είναι το ουσιαστικό περιεχόμενο της Μεταρρύθμισης: ο άνθρωπος είναι προορισμένος δια του εαυτού του να είναι ελεύθερος». Η ελευθερία αυτή είναι επομένως ατομικιστική, εφόσον είναι ανοικτή στον καθένα να προσδιορίσει τον εαυτό του, αλλά δεν είναι αυθαιρετή και δεν απελευθερώνει τις επιθυμίες, επειδή είναι η ελευθερία για να δράσει κανείς ηθικά, δηλαδή σε αρμονία με το θεϊκό, και επομένως με την συγκεκριμένη λογική βούληση, όπως αυτή εκδηλώνεται δημοσίως στην χριστιανική κοινότητα και ιδιωτικά στη συνείδηση.
Η αρχή αυτή σύμφωνα με τον Hegel, δεν βρήκε την πραγματοποίηση της στην Αγγλία ή τη Γαλλία, αλλά στη Γερμανία, λόγω της εσωστρέφειας του γερμανικού συναισθήματος. Η πρόσβαση στο πνευματικό στην Γαλλία παρέμεινε περιορισμένη στον κλήρο, και ο γενικός πληθυσμός μπορούσε να κατανοήσει μόνο έμμεσα τις θεμελιώδεις αλήθειες. Ήταν επομένως ανίκανοι ουσιαστικά να γνωρίζουν αυτά που εν τέλει έπρεπε, και ήταν επομένως εξαρτημένοι από τον κλήρο, που τους κατεύθυνε στις ηθικές τους υποχρεώσεις. Η απαίτηση των επαναστατών για ελευθερία στράφηκε συνεπώς στην Γαλλία αναγκαστικά εναντίον της Εκκλησίας και κατέληξε στην αυθαιρεσία της απεριόριστης, και άκρως αφηρημένης υποκειμενικότητας. Η απαίτηση για ελευθερία στην προτεσταντική Γερμανία δεν χρειάστηκε να στραφεί κατά της θρησκείας, καθώς η θρησκεία από μόνη της ήταν μια διδασκαλία περί ελευθερίας. Η πολιτική ελευθερία στη Γερμανία μπορούσε επομένως να επιτευχθεί σε συμφωνία με τις βασικές και γενικές αρχές της ηθικής και της τάξεως. Η Αγγλία, όπως και η Γερμανία, ήταν μια προτεσταντική χώρα. Η θρησκεία βέβαια ήταν λιγότερο σημαντική για τους Άγγλους, και σε κάθε περίπτωση, λόγω της μοναρχίας, δεν είχε καμιά εγκυρότητα, δεν υπήρχαν περιορισμοί ως προς την αποκέντρωση της επιρροής των ευγενών, που δια του ελέγχου των εισοδημάτων των κληρικών, ήταν σε θέση να διαλέγουν τους πάστορες τους, ώστε να ταιριάζουν στις αρχές τους. Ενώ η Μεταρρύθμιση είναι απαραίτητη προϋπόθεση για ένα ορθολογικό κράτος, η αρχή την οποία γεννά είναι ανεπαρκής χωρίς την υποστήριξη ενός διαφωτισμένου μονάρχη. Ο Φρειδερίκος ο Β’ ήταν το παράδειγμα τέτοιου μονάρχη για τον Hegel.
Το μεγαλείο του Φρειδερίκου του Β’ κατά την κατανόηση του Hegel, δεν βρισκόταν στην στρατιωτική του ιδιοφυία, αλλά στην επιτυχία του να εκκοσμικεύσει και να θεσμοποιήσει αυτή την προτεσταντική αρχή μέσα στους νόμους, και να εγκαθιδρύσει έτσι ένα δίκτυο για την συμφιλίωση των συγκεκριμένων και των καθολικών βουλήσεων, εναρμονίζοντας το προσωπικό συμφέρον με τις ανάγκες του κράτους. Βρήκε στην προτεσταντική αρχή τα θεμέλια της ανωτερότητας του κράτους επί όλων των κοινωνικών ομάδων, ως εκπρόσωπος και εγγυητής των δικαιωμάτων του κάθε ανθρώπου. Το κράτος συνεπώς αντεκατέστησε την θρησκεία ως τελική αυθεντία σε υποθέσεις δικαιοσύνης και δικαιωμάτων. Ο Φρειδερίκος ο Β’ μπόρεσε επομένως να χωρίσει την εκκλησία από το κράτος, και να ανατρέψει τις πρόνοιες της Συνθήκης της Βεστφαλίας, που εγγυόταν θρησκευτική ανοχή. Ο Ιωσήφ ο Β’ αντιθέτως ηττήθηκε, σε μια παρόμοια προσπάθεια στην καθολική Αυστρία, όταν συγκεκριμένα συμφέροντα επέμειναν στη διατήρηση των παραδοσιακών τους δικαιωμάτων και προνομίων, και αρνήθηκαν να αναγνωρίσουν την νομιμότητα των φυσικών ή καθολικών δικαιωμάτων του ανθρώπου.
Η προτεσταντική αρχή δεν μπορεί να επιβληθεί απλά από πάνω, από ένα διαφωτισμένο μονάρχη, αλλά πρέπει να αναβλύσει από τα συναισθήματα του λαού. Πρέπει επομένως να είναι ήδη παρούσα στο κράτος, με μια τουλάχιστον ασαφή έννοια, πριν επιχειρηθεί οποιαδήποτε πολιτική μεταμόρφωση, και τότε πρέπει να διατυπωθεί συστηματικά και να προωθηθεί, ώστε ο γενικός πληθυσμός να την πληροφορηθεί. Χωρίς μια τέτοια μεταμόρφωση της βασικής προδιάθεσης και των συναισθημάτων του λαού, από το κράτος θα λείπει, σύμφωνα με τον Hegel, η αποφασιστικότητα, απαραίτητη για να διατηρηθεί στην εποχή της κρίσεως. Αυτό το μάθημα είχε μάθει ο Hegel από την κατάρρευση της Γερμανίας ενώπιον της Γαλλικής Επανάστασης και του Ναπολέοντα. Σε αυτή τη σύγκρουση, τα γερμανικά κράτη (Stände) απέτυχαν να ενωθούν σε μια κοινή άμυνα, πράγμα που κατέστησε σαφές, πως δεν είχαν συλλάβει και ενσαρκώσει την αλήθεια της Μεταρρύθμισης, πως δηλαδή η αληθινή ελευθερία μπορεί να υπάρχει μόνο μέσα και ως μέρος μιας ηθικής κοινότητας ελεύθερων ανθρώπων. Από τη μια φοβόντουσαν αυτό που τους φαινόταν ως απολυταρχία ενός Φρειδερίκου Β’ ή Ιωσήφ Β’, επειδή δεν είχαν καταλάβει τις αρχές των μοναρχών, σε μεγάλο βαθμό επειδή, όσο φιλελεύθερες και να ήταν οι προθέσεις τους, οι μέθοδοι τους ήταν απολυταρχικές. Ακόμα πιο σημαντικό όμως, είναι πως τα γερμανικά κράτη αντιλαμβάνονταν την ελευθερία τους ως δικαίωμα να κάνουν ότι τους αρέσει, να στηρίξουν ή να μη στηρίξουν το έθνος αν το θεωρούσαν ταιριαστό, και δικαιολογούσαν την έλλειψη υποστήριξης στη βάση του δικαιώματος επανάστασης κατά τον Robespierre. Αυτό οδήγησε στην αναρχία. Ο φόβος του κράτους από τις δεσποτικές υπεξαιρέσεις των θετικών του δικαιωμάτων, δημιούργησε μια κατάσταση, στην οποία φαινόταν πως μόνο ένας τέτοιος δεσποτισμός φαινόταν ο μοναδικός δρόμος διατήρησης της κρατικής ακεραιότητας. Οι Γερμανοί βρέθηκαν διχασμένοι μεταξύ της ελευθερίας τους και του συμφέροντος τους, και δεν ήταν ικανοί να τις συμφιλιώσουν. Ανίκανοι ή απρόθυμοι να διαλέξουν είτε δρόμο τον Άγγλων είτε εκείνο των Γάλλων, ήταν παραλυμένοι, ηττημένοι και κατακρεουργημένοι. Η Γερμανία είχε καταντήσει σύμφωνα με τον Hegel ένα Gedankenstaat, ένα κράτος σκεπτόμενο, και οι Γερμανοί κάτι λίγο περισσότερο από Quakers της Ευρώπης. Η πολιτική αυτή ανεπάρκεια όμως δεν μπορούσε να θεραπευθεί, κατά τον Hegel, με πολιτικά μέσα μόνο, επειδή βασιζόταν σε μια βαθύτερη παρανόηση περί της σχέσης ελευθερίας και φυσικής αναγκαιότητας. Η λύση δεν βρισκόταν στην απλή πολιτική επιβολή της προτεσταντικής αρχής, αλλά στην συστηματική θεωρητική έκθεση της. Μόνο όταν θα είχε σαφώς και εις βάθος διατυπωθεί, θα μπορούσε αληθινά να πληροφορήσει το γενικό κοινό με συναισθήματα απαραίτητα για ένα ορθολογικό κράτος. Ένας νέος τρόπος σκέψης, μια φιλοσοφική επανάσταση ήταν απαραίτητη, και κατά τον Hegel, ο Kant ήταν αυτός που έθεσε την επανάσταση αυτή σε κίνηση.
Ο υπερβατικός ιδεαλισμός είναι μια απόληξη της άποψης του Hegel για την αγγλική και την γαλλική φιλοσοφία. «Hume και Rousseau» είναι τα δυο σημεία εκκίνησης για τη γερμανική φιλοσοφία. Ο Kant επομένως παραμένει μέσα στον ορίζοντα που εγκαθίδρυσαν οι Bacon και Locke από τη μια, και οι Descartes, Rousseau και ο γαλλικός διαφωτισμός από την άλλη, και ο στοχασμός του είναι μια προσπάθεια να λύσει τη διαμάχη μεταξύ των δυο αυτών παραδόσεων και να τις συμφιλιώσει. Η αντιπαράθεση, η οποία χαρακτηρίζει την μοντέρνα ευρωπαϊκή σκέψη, δεν είναι στην ουσία κάτι διαφορετικό από την αντιπαράθεση ελευθερίας και φυσικής αναγκαιότητας, που βρίσει την πρωταρχική της έκφραση στην Τρίτη αντινομία, και την προσωρινή της λύσει στον υπερβατικό ιδεαλισμό. Η Τρίτη αντινομία για τον Hegel ενσαρκώνει τη σύγκρουση που εμφανίζεται στη Γαλλική Επανάσταση και την αγγλική μεγαλοαστική τάξη. Τα πρακτικά πολιτικά προβλήματα, τα οποία αντιπροσωπεύουν, εμφανίζονται στη σαφή αντιπαραβολή με τη πνευματική ζωή στη Γερμανία. Ενώ είναι ίσως λιγότερο καταστροφικά από την τυραννία της ελευθερίας μέσα μέσα στην Επανάσταση, και λιγότερο απελευθερωτικό από το νόμο της φυσικής επιθυμίας στην μεγαλοαστική κοινωνία, η αντιπαράθεση φύσεως και ελευθερίας που εμφανίζεται στην Τρίτη αντινομία, είναι όμως ακόμα πιο καταστροφική για την ανθρώπινη πνευματικότητα. Η αποτυχία του υπερβατικού ιδεαλισμού να φροντίσει για τη σχέση των δυο πλευρών της αντιπαράθεσης, εγκαινιάζει όχι μόνο τη δυνατότητα, αλλά την πραγματικότητα της τελικής αποξένωσης τους.
Σύμφωνα με τον Hegel, ο υπερβατικός ιδεαλισμός επιφέρει έτσι την πτώση της μεταφυσικής, που ως οχύρωμα της θρησκείας παρείχε το θεμέλιο για την συμφιλίωση της αντίθεσης της πνευματικής ελευθερίας και φυσικής αναγκαιότητας. Η κατάρρευση αυτή παράγει αυτό που ο Hegel αποκαλεί «Το παράδοξο έργο…να βλέπεις καλλιεργημένους ανθρώπους χωρίς μεταφυσική». Οι ίδιες συγκρουόμενες δυνάμεις, που εξερράγησαν τόσο καταστρεπτικά στη Γαλλία και συνέθλιψαν πλήρως την ηθική κοινότητα στην Αγγλία, βρίσκονται μέσα στην καρδιά της ανθρώπινης πνευματικότητας, και δεν υπήρχε πια ούτε καν ένα μεταφυσικό ή θεολογικό θεμέλιο για τη συμφιλίωση τους. Η προοπτική λοιπόν της αποδόμησης της ανθρώπινης πνευματικότητας, σε μεγαλύτερο ακόμα βαθμό από αυτό που για πολλούς σύγχρονους του Hegel πρέπει να αποτελούσε μια πιο τρομακτική προοπτική, αυτή του θριάμβου και της τυραννίας της αχαλίνωτης ελευθερίας ή του απεριόριστου νατουραλισμού, εν ολίγοις η προοπτική ενός μηδενισμού που θα τα κάλυπτε όλα, και η ηθική αποδόμηση που θα επέφερε στη Γερμανία, αποκάλυψε στον Hegel την ανάγκη της φιλοσοφίας, και αποτελούσε έκκληση για μια νέα μεταφυσική προς εγκαθίδρυση ενός νέου θεμελίου για τη σχέση ελευθερίας και φυσικής αναγκαιότητας, και συνεπώς της ιστορίας. Η πηγή του σφάλματος του Kant, βρίσκεται κατά την εκτίμηση του Hegel στην αρνητική του μεθοδολογία. Στον περιορισμό της κατανόησης στο πεπερασμένο, ο Kant φαίνεται να εγκαταλείπει κάθε απαίτηση γνώσης του απείρου ή του θεϊκού. Αυτό είναι κατά τον Hegel απλώς η άρνηση της θετικής γνώσης του απολύτου. Καθώς το απόλυτο ή το όλο υπερβαίνει ακόμα και μια άπειρη ολότητα των πεπερασμένων προκαθορισμών, κατανοώντας ποιο είναι περιορισμένο στο πεπερασμένο, προσπαθεί να συλλάβει το όλο αρνητικά, δηλαδή δια της αντίθεσης. Ο Hegel θεωρούσε την προσπάθεια για αυτή την αρνητική κατανόηση του απολύτου ως την ώθηση πίσω από τον υπερβατικό ιδεαλισμό. Ο Hegel χαρακτηρίζει τον υπερβατικό ιδεαλισμό ως «αποφατική» ή αρνητική θεολογία, που προσπαθεί να δείξει την ύπαρξη του θεϊκού ή απόλυτου, καταδεικνύοντας την μερικότητα ή την αντίφαση όλων των προσπαθειών σύλληψης του απολύτου με όρους κοσμικών ή πεπερασμένων κατηγοριών. Αυτή η αρνητική προσπάθεια σύλληψης του απείρου, είναι βέβαια ανεπαρκής χωρίς την αδιαμφισβήτητη πίστη στην άμεση παρουσία του Θεού. Αν η ύπαρξη του απολύτου βρίσκεται ήδη σε αμφιβολία, μια τέτοια προσπάθεια μπορεί να χρησιμεύσει μόνο για να υποσκάψει την περαιτέρω την πίστη του ανθρώπου στην ενότητα του όλου. Η φιλοσοφία που σκοπεύει σε μια θετική γνώση του απολύτου, καθίσταται απαραίτητη σε μια τέτοια κατάσταση. Η αντίφαση μέσα στην αντινομία μεταξύ αντικειμενικής πραγματικότητας του φαινομενικού ή φυσικής αναγκαιότητας και της υποκειμενικής πραγματικότητας της νοούμενης ή λογικής ελευθερίας, δια της οποίας ο Kant αναζητά να καταλάβει το απόλυτο, υποσκάπτει περαιτέρω την πνευματική ενότητα και ανοίγει τη δυνατότητα για μια ακραία πολιτική και πνευματική αποξένωση. Μέσα σε αυτή την απορία και με τη ματιά στραμμένη στη λύση της μέσα στην θετική γνώση του απολύτου, αρχίζει η φιλοσοφία του Hegel.
Συνεχίζεται με «Από την αντινομία στη διαλεκτική»
Αυτή η πνευματική ενότητα ήταν για χρόνια σωματοποιημένη στην Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Αυτός ο θεσμός συνιστούσε τη Γερμανία, αλλά σύμφωνα με τον Hegel δεν ήταν ένα κράτος με δυνάμεις και πραγματική πολιτική εξουσία, δηλαδή δεν ήταν ένας πολιτικά δρων, αλλά μια αυτοκρατορία, δηλαδή μια έννοια, ένα ηθικό ον χωρίς κίνηση στον εαυτό του. Την αποτυχία αυτή των Γερμανών να διαμορφώσουν τους εαυτούς τους σε πραγματικό κράτος, ο Hegel την αποδίδει στην παρανόηση της αληθινής φύσης της ελευθερίας, μια παρανόηση ταιριαστή στην χαρακτηριστική γι’ αυτούς εσωστρέφεια. Η ελευθερία γι’ αυτούς δεν ήταν καθολική, αλλά συγκεκριμένη, δεν βασιζόταν δηλαδή σε ένα σύστημα λογικών νόμων και δικαιωμάτων, αλλά στο έθιμο και την θετική περιουσία και τα πολιτικά δικαιώματα. Επιπλέον, η αποσπασματικότητα (particularism) την οποία εισήγαγε αυτή η αντίληψη περί ελευθερίας, είχε μεγεθυνθεί σε μεγάλο βαθμό από την άνοδο της μεγαλοαστικής κοινωνίας, μέσω της εξατομικευτικής της δύναμης. Η πνευματική αυτή εσωστρέφεια και η συνεπαγόμενη έλλειψη οποιασδήποτε πραγματικής αίσθησης ορθολογικής υπευθυνότητας και υποχρέωσης, υπέσκαψε τη δυνατότητα των ορθολογικών πολιτικών θεσμών. Αυτή η ίδια εσωστρέφεια όμως, αύξησε τη συνδετική δύναμη της θρησκείας σε τέτοιο βαθμό, που η θρησκεία, υποστηριζόμενη από την φιλοσοφία και την τέχνη, αντικατέστησε τους νομικούς και πολιτικούς θεσμούς, ως βάση της ζωής μέσα στην κοινότητα.
Για το λόγο αυτό, η μεταρρύθμιση απειλούσε την ύπαρξη της Γερμανίας. Η πνευματική ενότητα, την οποία διατηρούσε η θρησκεία, είχε επισκιασθεί, και το έθνος είχε διχασθεί και ξεκίνησε πόλεμο με τον εαυτό του. Αντί να ξεχωρίσει από το κράτος, η θρησκεία μετέφερε τις διαιρέσεις της μέσα στο κράτος, με καταστροφικά αποτελέσματα. Μετά το τέλος του Τριακονταετούς Πολέμου, με το μεγαλύτερο μέρος της Γερμανίας να είναι ερείπια, και χωρίς κανένα πραγματικό νικητή, οι διαιρέσεις αυτές αναγνωρίστηκαν και θεσμοποιήθηκαν με το Σύμφωνο της Βεστφαλίας. Το σύμφωνο αυτό όμως, χρησίμευσε μόνο στο να θεσμοποιήσει την ένταση και τον ανταγωνισμό που είχε δημιουργήσει το θρησκευτικό σχίσμα, και μεγέθυνε καθαρά πολιτικές διαφορές, όπως στην περίπτωση του Επταετούς Πολέμου.
Αν και υπέσκαψε την ενότητα της Γερμανίας, η Μεταρρύθμιση και ιδιαιτέρως η προτεσταντική αρχή, δημιούργησε το θεμέλιο για τη συμφιλίωση της ελευθερίας και της φυσικής αναγκαιότητας, και συνεπώς την εγκαθίδρυση ενός ορθολογικού κράτους. Η προτεσταντική αρχή, σύμφωνα με τον Hegel, είναι η αρχή της ελεύθερης πνευματικότητας. Αποφασιστικής σημασίας ήταν η έμπνευση του Λούθηρου, πως η αλήθεια του πνεύματος δεν χρειάζεται τη μεσολάβηση μιας προνομιούχας τάξης, αλλά είναι ανοικτή σε όλους τους ανθρώπους. Όλοι οι άνθρωποι λοιπόν μπορούν να γνωρίσουν και να καταλάβουν τι είναι θεμελιωδώς αληθές, και επομένως, τι είναι θεμελιωδώς ορθό, και κατά συνέπεια τι οφείλουν να πράξουν. Τα ανθρώπινα όντα μπορούν να δράσουν ηθικά βάσει της δικής τους συνείδησης και χωρίς κατευθυντήριες γραμμές από τους ανώτερους τους. Η προτεσταντική αρχή λοιπόν δημιουργεί μια νέα μοντέρνα αίσθηση ελευθερίας. Δεν είναι η παλιά γερμανική ελευθερία, ως θετικό δικαίωμα, ούτε η αγγλική ελευθερία της αυθαίρετης επιθυμίας, ούτε η γαλλική ελευθερία της καθολικής βούλησης, αλλά ελευθερία ως αυτό-προσδιορισμός: «Αυτό είναι το ουσιαστικό περιεχόμενο της Μεταρρύθμισης: ο άνθρωπος είναι προορισμένος δια του εαυτού του να είναι ελεύθερος». Η ελευθερία αυτή είναι επομένως ατομικιστική, εφόσον είναι ανοικτή στον καθένα να προσδιορίσει τον εαυτό του, αλλά δεν είναι αυθαιρετή και δεν απελευθερώνει τις επιθυμίες, επειδή είναι η ελευθερία για να δράσει κανείς ηθικά, δηλαδή σε αρμονία με το θεϊκό, και επομένως με την συγκεκριμένη λογική βούληση, όπως αυτή εκδηλώνεται δημοσίως στην χριστιανική κοινότητα και ιδιωτικά στη συνείδηση.
Η αρχή αυτή σύμφωνα με τον Hegel, δεν βρήκε την πραγματοποίηση της στην Αγγλία ή τη Γαλλία, αλλά στη Γερμανία, λόγω της εσωστρέφειας του γερμανικού συναισθήματος. Η πρόσβαση στο πνευματικό στην Γαλλία παρέμεινε περιορισμένη στον κλήρο, και ο γενικός πληθυσμός μπορούσε να κατανοήσει μόνο έμμεσα τις θεμελιώδεις αλήθειες. Ήταν επομένως ανίκανοι ουσιαστικά να γνωρίζουν αυτά που εν τέλει έπρεπε, και ήταν επομένως εξαρτημένοι από τον κλήρο, που τους κατεύθυνε στις ηθικές τους υποχρεώσεις. Η απαίτηση των επαναστατών για ελευθερία στράφηκε συνεπώς στην Γαλλία αναγκαστικά εναντίον της Εκκλησίας και κατέληξε στην αυθαιρεσία της απεριόριστης, και άκρως αφηρημένης υποκειμενικότητας. Η απαίτηση για ελευθερία στην προτεσταντική Γερμανία δεν χρειάστηκε να στραφεί κατά της θρησκείας, καθώς η θρησκεία από μόνη της ήταν μια διδασκαλία περί ελευθερίας. Η πολιτική ελευθερία στη Γερμανία μπορούσε επομένως να επιτευχθεί σε συμφωνία με τις βασικές και γενικές αρχές της ηθικής και της τάξεως. Η Αγγλία, όπως και η Γερμανία, ήταν μια προτεσταντική χώρα. Η θρησκεία βέβαια ήταν λιγότερο σημαντική για τους Άγγλους, και σε κάθε περίπτωση, λόγω της μοναρχίας, δεν είχε καμιά εγκυρότητα, δεν υπήρχαν περιορισμοί ως προς την αποκέντρωση της επιρροής των ευγενών, που δια του ελέγχου των εισοδημάτων των κληρικών, ήταν σε θέση να διαλέγουν τους πάστορες τους, ώστε να ταιριάζουν στις αρχές τους. Ενώ η Μεταρρύθμιση είναι απαραίτητη προϋπόθεση για ένα ορθολογικό κράτος, η αρχή την οποία γεννά είναι ανεπαρκής χωρίς την υποστήριξη ενός διαφωτισμένου μονάρχη. Ο Φρειδερίκος ο Β’ ήταν το παράδειγμα τέτοιου μονάρχη για τον Hegel.
Το μεγαλείο του Φρειδερίκου του Β’ κατά την κατανόηση του Hegel, δεν βρισκόταν στην στρατιωτική του ιδιοφυία, αλλά στην επιτυχία του να εκκοσμικεύσει και να θεσμοποιήσει αυτή την προτεσταντική αρχή μέσα στους νόμους, και να εγκαθιδρύσει έτσι ένα δίκτυο για την συμφιλίωση των συγκεκριμένων και των καθολικών βουλήσεων, εναρμονίζοντας το προσωπικό συμφέρον με τις ανάγκες του κράτους. Βρήκε στην προτεσταντική αρχή τα θεμέλια της ανωτερότητας του κράτους επί όλων των κοινωνικών ομάδων, ως εκπρόσωπος και εγγυητής των δικαιωμάτων του κάθε ανθρώπου. Το κράτος συνεπώς αντεκατέστησε την θρησκεία ως τελική αυθεντία σε υποθέσεις δικαιοσύνης και δικαιωμάτων. Ο Φρειδερίκος ο Β’ μπόρεσε επομένως να χωρίσει την εκκλησία από το κράτος, και να ανατρέψει τις πρόνοιες της Συνθήκης της Βεστφαλίας, που εγγυόταν θρησκευτική ανοχή. Ο Ιωσήφ ο Β’ αντιθέτως ηττήθηκε, σε μια παρόμοια προσπάθεια στην καθολική Αυστρία, όταν συγκεκριμένα συμφέροντα επέμειναν στη διατήρηση των παραδοσιακών τους δικαιωμάτων και προνομίων, και αρνήθηκαν να αναγνωρίσουν την νομιμότητα των φυσικών ή καθολικών δικαιωμάτων του ανθρώπου.
Η προτεσταντική αρχή δεν μπορεί να επιβληθεί απλά από πάνω, από ένα διαφωτισμένο μονάρχη, αλλά πρέπει να αναβλύσει από τα συναισθήματα του λαού. Πρέπει επομένως να είναι ήδη παρούσα στο κράτος, με μια τουλάχιστον ασαφή έννοια, πριν επιχειρηθεί οποιαδήποτε πολιτική μεταμόρφωση, και τότε πρέπει να διατυπωθεί συστηματικά και να προωθηθεί, ώστε ο γενικός πληθυσμός να την πληροφορηθεί. Χωρίς μια τέτοια μεταμόρφωση της βασικής προδιάθεσης και των συναισθημάτων του λαού, από το κράτος θα λείπει, σύμφωνα με τον Hegel, η αποφασιστικότητα, απαραίτητη για να διατηρηθεί στην εποχή της κρίσεως. Αυτό το μάθημα είχε μάθει ο Hegel από την κατάρρευση της Γερμανίας ενώπιον της Γαλλικής Επανάστασης και του Ναπολέοντα. Σε αυτή τη σύγκρουση, τα γερμανικά κράτη (Stände) απέτυχαν να ενωθούν σε μια κοινή άμυνα, πράγμα που κατέστησε σαφές, πως δεν είχαν συλλάβει και ενσαρκώσει την αλήθεια της Μεταρρύθμισης, πως δηλαδή η αληθινή ελευθερία μπορεί να υπάρχει μόνο μέσα και ως μέρος μιας ηθικής κοινότητας ελεύθερων ανθρώπων. Από τη μια φοβόντουσαν αυτό που τους φαινόταν ως απολυταρχία ενός Φρειδερίκου Β’ ή Ιωσήφ Β’, επειδή δεν είχαν καταλάβει τις αρχές των μοναρχών, σε μεγάλο βαθμό επειδή, όσο φιλελεύθερες και να ήταν οι προθέσεις τους, οι μέθοδοι τους ήταν απολυταρχικές. Ακόμα πιο σημαντικό όμως, είναι πως τα γερμανικά κράτη αντιλαμβάνονταν την ελευθερία τους ως δικαίωμα να κάνουν ότι τους αρέσει, να στηρίξουν ή να μη στηρίξουν το έθνος αν το θεωρούσαν ταιριαστό, και δικαιολογούσαν την έλλειψη υποστήριξης στη βάση του δικαιώματος επανάστασης κατά τον Robespierre. Αυτό οδήγησε στην αναρχία. Ο φόβος του κράτους από τις δεσποτικές υπεξαιρέσεις των θετικών του δικαιωμάτων, δημιούργησε μια κατάσταση, στην οποία φαινόταν πως μόνο ένας τέτοιος δεσποτισμός φαινόταν ο μοναδικός δρόμος διατήρησης της κρατικής ακεραιότητας. Οι Γερμανοί βρέθηκαν διχασμένοι μεταξύ της ελευθερίας τους και του συμφέροντος τους, και δεν ήταν ικανοί να τις συμφιλιώσουν. Ανίκανοι ή απρόθυμοι να διαλέξουν είτε δρόμο τον Άγγλων είτε εκείνο των Γάλλων, ήταν παραλυμένοι, ηττημένοι και κατακρεουργημένοι. Η Γερμανία είχε καταντήσει σύμφωνα με τον Hegel ένα Gedankenstaat, ένα κράτος σκεπτόμενο, και οι Γερμανοί κάτι λίγο περισσότερο από Quakers της Ευρώπης. Η πολιτική αυτή ανεπάρκεια όμως δεν μπορούσε να θεραπευθεί, κατά τον Hegel, με πολιτικά μέσα μόνο, επειδή βασιζόταν σε μια βαθύτερη παρανόηση περί της σχέσης ελευθερίας και φυσικής αναγκαιότητας. Η λύση δεν βρισκόταν στην απλή πολιτική επιβολή της προτεσταντικής αρχής, αλλά στην συστηματική θεωρητική έκθεση της. Μόνο όταν θα είχε σαφώς και εις βάθος διατυπωθεί, θα μπορούσε αληθινά να πληροφορήσει το γενικό κοινό με συναισθήματα απαραίτητα για ένα ορθολογικό κράτος. Ένας νέος τρόπος σκέψης, μια φιλοσοφική επανάσταση ήταν απαραίτητη, και κατά τον Hegel, ο Kant ήταν αυτός που έθεσε την επανάσταση αυτή σε κίνηση.
Ο υπερβατικός ιδεαλισμός είναι μια απόληξη της άποψης του Hegel για την αγγλική και την γαλλική φιλοσοφία. «Hume και Rousseau» είναι τα δυο σημεία εκκίνησης για τη γερμανική φιλοσοφία. Ο Kant επομένως παραμένει μέσα στον ορίζοντα που εγκαθίδρυσαν οι Bacon και Locke από τη μια, και οι Descartes, Rousseau και ο γαλλικός διαφωτισμός από την άλλη, και ο στοχασμός του είναι μια προσπάθεια να λύσει τη διαμάχη μεταξύ των δυο αυτών παραδόσεων και να τις συμφιλιώσει. Η αντιπαράθεση, η οποία χαρακτηρίζει την μοντέρνα ευρωπαϊκή σκέψη, δεν είναι στην ουσία κάτι διαφορετικό από την αντιπαράθεση ελευθερίας και φυσικής αναγκαιότητας, που βρίσει την πρωταρχική της έκφραση στην Τρίτη αντινομία, και την προσωρινή της λύσει στον υπερβατικό ιδεαλισμό. Η Τρίτη αντινομία για τον Hegel ενσαρκώνει τη σύγκρουση που εμφανίζεται στη Γαλλική Επανάσταση και την αγγλική μεγαλοαστική τάξη. Τα πρακτικά πολιτικά προβλήματα, τα οποία αντιπροσωπεύουν, εμφανίζονται στη σαφή αντιπαραβολή με τη πνευματική ζωή στη Γερμανία. Ενώ είναι ίσως λιγότερο καταστροφικά από την τυραννία της ελευθερίας μέσα μέσα στην Επανάσταση, και λιγότερο απελευθερωτικό από το νόμο της φυσικής επιθυμίας στην μεγαλοαστική κοινωνία, η αντιπαράθεση φύσεως και ελευθερίας που εμφανίζεται στην Τρίτη αντινομία, είναι όμως ακόμα πιο καταστροφική για την ανθρώπινη πνευματικότητα. Η αποτυχία του υπερβατικού ιδεαλισμού να φροντίσει για τη σχέση των δυο πλευρών της αντιπαράθεσης, εγκαινιάζει όχι μόνο τη δυνατότητα, αλλά την πραγματικότητα της τελικής αποξένωσης τους.
Σύμφωνα με τον Hegel, ο υπερβατικός ιδεαλισμός επιφέρει έτσι την πτώση της μεταφυσικής, που ως οχύρωμα της θρησκείας παρείχε το θεμέλιο για την συμφιλίωση της αντίθεσης της πνευματικής ελευθερίας και φυσικής αναγκαιότητας. Η κατάρρευση αυτή παράγει αυτό που ο Hegel αποκαλεί «Το παράδοξο έργο…να βλέπεις καλλιεργημένους ανθρώπους χωρίς μεταφυσική». Οι ίδιες συγκρουόμενες δυνάμεις, που εξερράγησαν τόσο καταστρεπτικά στη Γαλλία και συνέθλιψαν πλήρως την ηθική κοινότητα στην Αγγλία, βρίσκονται μέσα στην καρδιά της ανθρώπινης πνευματικότητας, και δεν υπήρχε πια ούτε καν ένα μεταφυσικό ή θεολογικό θεμέλιο για τη συμφιλίωση τους. Η προοπτική λοιπόν της αποδόμησης της ανθρώπινης πνευματικότητας, σε μεγαλύτερο ακόμα βαθμό από αυτό που για πολλούς σύγχρονους του Hegel πρέπει να αποτελούσε μια πιο τρομακτική προοπτική, αυτή του θριάμβου και της τυραννίας της αχαλίνωτης ελευθερίας ή του απεριόριστου νατουραλισμού, εν ολίγοις η προοπτική ενός μηδενισμού που θα τα κάλυπτε όλα, και η ηθική αποδόμηση που θα επέφερε στη Γερμανία, αποκάλυψε στον Hegel την ανάγκη της φιλοσοφίας, και αποτελούσε έκκληση για μια νέα μεταφυσική προς εγκαθίδρυση ενός νέου θεμελίου για τη σχέση ελευθερίας και φυσικής αναγκαιότητας, και συνεπώς της ιστορίας. Η πηγή του σφάλματος του Kant, βρίσκεται κατά την εκτίμηση του Hegel στην αρνητική του μεθοδολογία. Στον περιορισμό της κατανόησης στο πεπερασμένο, ο Kant φαίνεται να εγκαταλείπει κάθε απαίτηση γνώσης του απείρου ή του θεϊκού. Αυτό είναι κατά τον Hegel απλώς η άρνηση της θετικής γνώσης του απολύτου. Καθώς το απόλυτο ή το όλο υπερβαίνει ακόμα και μια άπειρη ολότητα των πεπερασμένων προκαθορισμών, κατανοώντας ποιο είναι περιορισμένο στο πεπερασμένο, προσπαθεί να συλλάβει το όλο αρνητικά, δηλαδή δια της αντίθεσης. Ο Hegel θεωρούσε την προσπάθεια για αυτή την αρνητική κατανόηση του απολύτου ως την ώθηση πίσω από τον υπερβατικό ιδεαλισμό. Ο Hegel χαρακτηρίζει τον υπερβατικό ιδεαλισμό ως «αποφατική» ή αρνητική θεολογία, που προσπαθεί να δείξει την ύπαρξη του θεϊκού ή απόλυτου, καταδεικνύοντας την μερικότητα ή την αντίφαση όλων των προσπαθειών σύλληψης του απολύτου με όρους κοσμικών ή πεπερασμένων κατηγοριών. Αυτή η αρνητική προσπάθεια σύλληψης του απείρου, είναι βέβαια ανεπαρκής χωρίς την αδιαμφισβήτητη πίστη στην άμεση παρουσία του Θεού. Αν η ύπαρξη του απολύτου βρίσκεται ήδη σε αμφιβολία, μια τέτοια προσπάθεια μπορεί να χρησιμεύσει μόνο για να υποσκάψει την περαιτέρω την πίστη του ανθρώπου στην ενότητα του όλου. Η φιλοσοφία που σκοπεύει σε μια θετική γνώση του απολύτου, καθίσταται απαραίτητη σε μια τέτοια κατάσταση. Η αντίφαση μέσα στην αντινομία μεταξύ αντικειμενικής πραγματικότητας του φαινομενικού ή φυσικής αναγκαιότητας και της υποκειμενικής πραγματικότητας της νοούμενης ή λογικής ελευθερίας, δια της οποίας ο Kant αναζητά να καταλάβει το απόλυτο, υποσκάπτει περαιτέρω την πνευματική ενότητα και ανοίγει τη δυνατότητα για μια ακραία πολιτική και πνευματική αποξένωση. Μέσα σε αυτή την απορία και με τη ματιά στραμμένη στη λύση της μέσα στην θετική γνώση του απολύτου, αρχίζει η φιλοσοφία του Hegel.
Συνεχίζεται με «Από την αντινομία στη διαλεκτική»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου