Παρασκευή 28 Ιουλίου 2023

Άγ. Συμεών ο Νέος Θεολόγος - Βίβλος των ηθικών (2)

 Συνέχεια από: Δευτέρα 24 Ιουλίου 2023 

I. Ο Κύριος καταδικάζει τον Αδάμ και την Εύα. II. Εξορία από τον Παράδεισο. Βυζαντινό μωσαϊκό στο Palatine Chapel στο Παλέρμο, 12ος αι.

β. Παράβαση και εξορία του Αδάμ

1. Έτσι λοιπόν επλάσθηκε ο Αδάμ έχοντας άφθαρτο σώμα, υλικό βέβαια και καθόλου ακόμη πνευματικό, κι εγκαταστάθηκε από τον δημιουργό Θεό ως αθάνατος βασιλέας σε άφθαρτο κόσμο, και δεν εννοώ μόνο τον παράδεισο, αλλά σ’ όλη την κτίση κάτω από τον ουρανό. Ενώ όμως τους παρέδωσε και νόμο και τους παρήγγειλε να μη φάγουν από εκείνο μόνο το δένδρο, αυτός τον περιφρόνησε και απίστησε στον πλαστουργό και Δεσπότη, ο οποίος του είπε το εξής: «την ημέρα που θα φάγετε από αυτό, θα αποθάνετε με θάνατο», επειδή εθεώρησε πιστότερο τον διεστραμμένο όφι, που του είπε, «δεν θα αποθάνετε με θάνατο, αλλά την ημέρα που θα φάγετε, θα είσθε σαν θεοί, γνωρίζοντας το καλό και το κακό»· «και έφαγε από αυτόν». Αμέσως εγυμνώθηκε από την άφθαρτη περιβολή και δόξα και ενδύθηκε την γυμνότητά της φθοράς. 

Βλέποντας λοιπόν ο Αδάμ τον εαυτό του γυμνό, εκρύφθηκε και ράπτοντας φύλλα συκής τα περιεζώθηκε, προσπαθώντας να καλύψει την ασχημοσύνη του.

Έτσι, όταν ο Θεός τον ερώτησε, «Αδάμ, πού είσαι»; εκείνος απάντησε· «άκουσα την φωνή σου και αντιλαμβανόμενος την γύμνωσή μου, εφοβήθηκα κι εκρύφθηκα». Προσκαλώντας τον όμως ο Θεός προς μετάνοια, του λέγει· «και ποιος σου ανήγγειλε ότι είσαι γυμνός; Μήπως έφαγες από το δένδρο από το οποίο μόνο σου παρήγγειλα να μη φάγεις».

Εκείνος όμως δεν εθέλησε να πει το «ήμαρτον», αντίθετα μάλιστα προσήψε την αιτία στον Θεό που εδημιούργησε τα πάντα πολύ καλά, λέγοντας «η γυναίκα που μου έδωσες, αυτή μου έδωσε και έφαγα», κι εκείνη πάλι απέδωσε την αιτία στον όφι, και καθόλου δεν εθέλησαν να μετανοήσουν και να προσπέσουν στον Δεσπότη ή να ζητήσουν συγχώρηση. 

Τότε τους εξωθεί και τους αποβάλλει σαν από βασιλικά παλάτια και περίλαμπρους οίκους, από τον ίδιο δηλαδή τον παράδεισο, για να ευρίσκονται σ’ αυτή την γη ως εξόριστοι και υπερόριοι [πέρα από τα σύνορα].

2. «Κι αμέσως ετοποθέτησε την πύρινη ρομφαία να φυλάσσει την είσοδο του δένδρου της ζωής». Αυτό δεν σημαίνει ότι επρόκειτο να επανέλθουν πάλι μετά την ανάκληση σ’ αυτόν τον αισθητό και υλικό παράδεισο· άλλωστε δεν παρέμεινε βέβαια μέχρι τώρα γι’ αυτόν τον λόγο ο παράδεισος ούτε γι’ αυτό δεν τον καταράσθηκε αυτόν ο Θεός, αλλά ετηρήθηκε για να επέχει τον τύπο της μελλοντικής ακατάλυτης ζωής και να είναι εικόνα της αιώνιας βασιλείας των ουρανών· διότι, εάν δεν υπήρχε αυτός ο λόγος, έπρεπε εκείνος μάλλον ο παράδεισος να δεχθεί κατάρα, επειδή μέσα του έγινε η παράβαση.

Αλλά αυτό βέβαια δεν το κάνει, όμως την υπόλοιπη γη ολόκληρη, επειδή, όπως είπαμε, ήταν άφθαρτη όπως και ο παράδεισος, και προσέφερε αυτομάτως τα πάντα, για να μη έχει και πάλι ο Αδάμ βγαίνοντας από εκεί άμοχθο βίο, απαλλαγμένο από κόπους και ιδρώτες, την καταράσθηκε λέγοντας τα εξής· «καταραμένη να είναι η γη στα έργα σου· να την απολαμβάνεις με λύπες όλες τις ημέρες της ζωής σου· αγκάθια και ζιζάνια να φυτρώνει για σένα και θα τρώγεις το χόρτο του αγρού που είναι προορισμένο για τα θηρία και τα άλογα ζώα· με τον ιδρώτα του προσώπου σου θα τρώγεις τον άρτο σου, έως ότου επιστρέψεις στην γη από την οποία ελήφθηκες, διότι γη είσαι και στην γη θα επιστρέψεις».

3. Εύλογα λοιπόν άρμοζε σ’ εκείνον που διά της παραβάσεως κατάντησε στην φθορά και τον θάνατο να κατοικεί σε παρομοίως ρευστή και φθαρτή γη και να μετέχει επαξίως σε τέτοια τροφή. Πράγματι, επειδή η άφθονη απόλαυση, η άφθαρτη και ακάματη διαβίωση τον οδήγησε σε λήθη των αγαθών του Θεού και σε καταφρόνηση της δεδομένης εντολής, δικαίως καταδικάσθηκε σε κόπους και να καλλιεργεί με ιδρώτα την γη κι έτσι σιγά σιγά ν’ αποκομίζει από αυτήν τις τροφές σαν από κάποιον οικονόμο.

Είδες πως η γη πρώτα επήρε την κατάρα και εστερήθηκε την πρώτη αυτόματη βλάστηση, κι ύστερα εδέχθηκε τον παραβάτη; Χάριν ποιου και γιατί; Για να παρέχει συμμετρικώς, καλλιεργούμενη με ιδρώτα και κόπο από αυτόν, τα φυτά της για την επάρκειά του, μη καλλιεργούμενη όμως να μένει άκαρπη, αναφύοντας αγκάθια και ζιζάνια.

Μόλις λοιπόν εξήλθε αυτός από τον παράδεισο, όλη η κτίση που εδημιουργήθηκε από τον Θεό εκ του μη όντος βλέποντάς τον, δεν ήθελε να υποταγεί στον παραβάτη· ο ήλιος δεν ήθελε να λάμψει, η σελήνη δεν ερχόταν να φανεί, τα άστρα δεν επιθυμούσαν να ιδωθούν από αυτόν, οι πηγές δεν επρόκειτο να τρέξουν· οι ποταμοί δεν ήθελαν να ρέουν, ο αέρας εφρόντιζε από μόνος του να σταματήσει και να μη δίνει αναπνοή σ εκείνον που συγκρούσθηκε με τον Θεό· τα θηρία και όλα τα ζώα της γης, θεωρώντας τον απογυμνωμένο από την προηγούμενη δόξα, τον περιφρόνησαν κι αμέσως όλα ετραχύνθηκαν εναντίον του· ο ουρανός εκινήθηκε κάπως να πέσει δικαίως επάνω του και η γη δεν ήθελε να τον φέρει επάνω της.

4. Τι λοιπόν; Τι κάνει ο δημιουργός των όλων και πλάστης του Θεός, ο οποίος εγνώριζε προ καταβολής κόσμου ότι ο Αδάμ επρόκειτο να παραβεί την εντολή και προόρισε την κατά παλιγγενεσία ζωή και ανάπλασή του, με την ένσαρκη γέννηση του μονογενούς Υιού και Θεού;

Συγκρατεί τα πάντα με την δύναμη, την ευσπλαγχνία και αγαθότητά του, αναστέλλει την ορμή όλων των κτισμάτων και υποτάσσει αμέσως τα πάντα μπροστά του· έτσι ώστε η κτίση, η οποία κατασκευάσθηκε για να υπηρετεί τον άνθρωπο, γενόμενη από τον φθαρτό φθαρτή, όταν εκείνος πάλι ανακαινισθεί και γίνει πνευματικός, άφθαρτος και αθάνατος, ελευθερωμένη τότε κι αυτή από την δουλεία, αυτή λοιπόν η κτίση που ήταν από τον Θεό υποταγμένη στο προσκρούσαντα και τον υπηρετούσε, να συνανακαινισθεί μαζί του, να αφθαρτωθεί και να γίνει ολόκληρη πνευματική· διότι αυτό το προόρισε ο πολυεύσπλαγχνος Θεός και Κύριος προ καταβολής κόσμου.

5. Αλλά εφ᾽ όσον αυτά έγιναν έτσι σοφά από τον Θεό, ο Αδαμ αφού εδιώχθηκε από τον παράδεισο ετεκνοποίησε, έζησε και απέθανε· το ίδιο συνέβηκε και με τους απογόνους του.

Οι τότε άνθρωποι λοιπόν έχοντας νοερή την ανάμνηση της εκπτώσεως, διδασκόμενοι πάντως αυτήν από τον Αδάμ και την Εύα, εσέβονταν τον Θεό και τον εκτιμούσαν ως Δεσπότη. Γι’ αυτό ως γνωστόν και ο Άβελ μαζί με τον Κάιν του πρόσφεραν θυσίες από τα υπάρχοντά τους έτσι για τον Άβελ έχει γραφεί ότι τον πρόσεχε ο Θεός κατά την προσφορά και την θυσία, για τον Κάιν όμως καθόλου· και όταν το κατάλαβε τούτο ο Κάιν, λέγεται ότι ελυπήθηκε έως θανάτου και εξ αιτίας αυτού προχώρησε στον φθόνο και στον φόνο του αδελφού του.

Αλλά ο Ενώχ μετά από αυτά ευαρεστώντας τον Θεό μετατέθηκε από αυτόν, και ο Ηλίας αναλήφθηκε σε άρμα πυρός. Με αυτό εδίδαξε ο Θεός ότι, εάν μετά την απόφασή του κατά του Αδάμ, και των απογόνων του, εάν μετά την εξορία του, τους υιούς του που τον ευαρέστησαν ετίμησε τόσο πολύ με την μετάθεση και μακροζωία και τους ελευθέρωσε από την φθορά, δηλαδή την επιστροφή στην γη και την κατάβαση στον Άδη, ενώ επρόκειτο ύστερα ν’ αποθάνουν ή, για να ομιλήσω αληθέστερα, ν’ αλλαγούν, με πόση δόξα, τιμή και συμπάθεια θα αξίωνε εκείνον τον ίδιο επιτρέποντάς του να μένει μέσα στον παράδεισο, εάν δεν παρέβαινε την εντολή, ή και αν μετά την παράβαση μετανοούσε; 

6. Έτσι λοιπόν διδασκόμενοι οι παλαιοί μεταξύ τους για χρόνια τα περί Θεού κατά διαδοχή, εγνώριζαν τον ποιητή τους.

Ύστερα όμως, επειδή επληθύνθηκαν οι άνθρωποι, και παρέδωσαν από την νεότητα την σκέψη τους στα πονηρά, κατάντησαν στην λήθη και την άγνοια του δημιουργού τους Θεού· και όχι μόνον εσεβάσθηκαν είδωλα και δαίμονες ως θεούς, αλλά και την ίδια την κτίση που τους εδόθηκε από τον Θεό για να τους υπηρετεί την εθεοποίησαν, την ελάτρευσαν, και επιδόθηκαν σε κάθε ασέλγεια και ακάθαρτη πράξη, μιαίνοντας με τις άτοπες πράξεις τους την γη, τον αέρα, τον ουρανό και όλα τα κάτω από αυτόν.

Πράγματι, τίποτε από όλα τα άλλα δεν μολύνει έτσι και δεν απεργάζεται ακάθαρτο το καθαρό έργο του Θεού, όσο η θεοποίηση αυτού του ιδίου και η απόδοση ίσης με τον Θεό λατρείας, κατά περιφρόνηση του ποιητή και κτίστη του.

Έτσι λοιπόν θεοποιημένη και προσκυνούμενη από τους ανθρώπους όλη η κτίση, καταρρυπώθηκε και οδηγήθηκε σε τέλεια φθορά. Όταν μάλιστα επληρώθηκε ο κολοφώνας της υπερβολικής κακίας και όλα συνεκλείσθηκαν στην απείθεια, κατά τον θείο Απόστολο, τότε κατήλθε στην γη ο Υιός του Θεού και Θεός για ν’ αναπλάσει τον συντριμμένο, να ζωοποιήσει τον θανατωμένο και ν’ ανακαλέσει το πλάσμα του από την πλάνη.

7. Αλλά προσέχετε, παρακαλώ, στην ακρίβεια του λόγου· διότι ο λόγος θα αποβεί ωφέλιμος για σας και για τις μετέπειτα γενιές. Πρέπει όμως με κάποια εικόνα να ιδούμε την σάρκωση του Λόγου και την απόρρητη γέννησή του από την αειπάρθενο Μαρία και να γνωρίσομε καλά το από εκεί μυστήριο της οικονομίας το αποκρυμμένο προ των αιώνων για την σωτηρία του γένους μας.

Πηγή: https://www.pemptousia.gr/2022/03/paravasi-ke-exoria-tou-adam/

(Επιμέλεια: Στέλιος Κούκος)

Απόσπασμα από τον λόγο του Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου «Βίβλος των ηθικών», Λόγοι Α-Στ’, σε εισαγωγή, κείμενο, μετάφραση της Θεολόγου Αικατερίνας Γκόλτσου. Το βιβλίο κυκλοφορεί από τον εκδοτικό οίκο, το «Βυζάντιον», «Πατερικαί εκδόσεις Γρηγόριος ο Παλαμάς», 1988.

Το πρωτότυπο κείμενο


β΄. Περί τῆς παραβάσεως καί τῆς ἐξορίας τοῦ Ἀδάμ. 

1. Τοιγαροῦν καί ἐπλάσθη σῶμα μέν ἔχων ὁ Ἀδάμ ἅφθαρτον, ὑλικόν μέντοιγε καί ὅλον οὔπω πνευματικόν, καί ὡς βασιλεύς ἀθάνατος ἐν ἀφθάρτῳ κόσμῳ, οὐ λέγω μόνῳ τῷ παραδείσῳ, ἀλλ᾿ ἐν πάσῃ τῇ ὑπ᾿ οὐρανόν, κατέστη ὑπό τοῦ δημιουργοῦ Θεοῦ. Ἐπεί δέ καί νόμον αὐτοῖς δέδωκεν ἐντειλάμενος μή φαγεῖν ἐκ μόνου τοῦ ξύλου ἐκείνου, καταφρονήσας δέ ἠπίστευσε τῷ πλαστουργῷ καί δεσπότῃ οὕτως εἰπόντι αὐτῷ· “Ἧ δ᾿ ἄν ἡμέρᾳ φάγησθε ἀπ᾿ αὐτοῦ, θανάτῳ ἀποθανεῖσθε“, πιστότερον τόν σκολιόν ἡγησάμενος ὄφιν οὕτως εἰπόντα· “Οὐχί θανάτῳ ἀποθανεῖσθε, ἀλλ᾿ ᾗ δ᾿ ἄν ἡμέρᾳ φάγητε, ἔσεσθε ὡς θεοί γινώσκοντες καλόν καί πονηρόν· καί ἔφαγεν ἀπ᾿ αὐτοῦ”, εὐθύς ἐγυμνώθη τῆς ἀφθάρτου καταστολῆς καί δόξης καί τῆς φθορᾶς γυμνότητα ἐνεδύσατο. 

Ἰδών οὖν ἑαυτόν γυμνόν ὁ Ἀδάμ ἐκρύβη καί φύλλα συκῆς ῥάψας περιεζώσατο, τήν ἀσχημοσύνην αὐτοῦ καλύψαι πειρώμενος. 

Ὅθεν καί τοῦ Θεοῦ εἰπόντος αὐτῷ· “Ἀδάμ, ποῦ εἶ;”, “Τῆς φωνῆς σου” φησίν “ἤκουσα καί τήν γύμνωσίν μου κατανοήσας, φοβηθείς ἐκρύβην”. Πρός μετάνοιαν δέ αὐτόν ἐκκαλούμενος ὁ Θεός φησι πρός αὐτον· “Καί τίς ἀνήγγειλέ σοι ὅτι γυμνός εἶ, εἰ μή ἀπό τοῦ ξύλου οὗ ἐνετειλάμην σοι τούτου μόνου μή φαγεῖν, ἀπ᾿ αὐτοῦ ἔφαγες;”. 

Ἐπεί δέ εἰπεῖν ἐκεῖνος τό ἥμαρτον οὐκ ἠθέλησε, τοὐναντίον μᾶλλον μέν οὖν καί αἰτίαν προσῆψε τῷ πάντα καλά λίαν πεποιηκότι Θεῷ ἐν τῷ εἰπεῖν· “Ἡ γυνή ἥν δέδωκάς μοι, ὰὕτη ἔδωκέ μοι καί ἔφαγον”, κἀκείνη πάλιν τῷ ὄφει τήν αἰτίαν ἐπεγράψατο καί μετανοῆσαι καί προσπεσεῖν τῷ Δεσπότῃ ἤ συγχώρησιν ἐξαιτήσασθαι οὐδαμῶς ἠβουλήθησαν, τότε αὐτούς, ὥσπερ ἐκ παλατίων βασιλικῶν καί οἴκων πανευπρεπῶν, αὐτοῦ δή λέγω τοῦ παραδείσου, ἐξωθεῖ καί ἐκβάλλει, ἵνα ἐν ταύτῃ τῇ γῇ ὡς ἐξόριστοι διατελῶσι καί ὑπερόριοι.

2. “Καί εὐθύς ἔταξε τήν φλογίνην ῥομφαίαν τοῦ φυλάττειν τήν εἴσοδον τοῦ ξύλου τῆς ζωῆς”, οὐχ ὡς ἐν αὐτῷ μελλόντων πάλιν τῷ αἰσθητῷ τε καί ὑλικῷ παραδείσῳ μετά τήν ἀνάκλησιν ἐπανάγεσθαι· οὐδέ γάρ διά τοῦτο μέχρι τοῦ νῦν ἐτηρήθη, οὐδέ τούτου χάριν οὐ κατηράσατο αὐτόν ὁ Θεός, ἀλλά διά τό τύπον αὐτόν ἐπέχειν τῆς μελλούσης ἀκαταλύτου ζωῆς καί εἰκόνα τυγχάνειν τῆς ἀϊδίου βασιλείας τῶν οὐρανῶν· εἰ γάρ μή τοῦτο ἦν, ἐκεῖνον ἔδει καταραθῆναι μᾶλλον, ὡς ἐν αὐτῷ καί τῆς παραβάσεως γενομένης. 

Ἀλλά τοῦτο μέν οὐ ποιεῖ, τήν δέ λοιπήν ἅπασαν γῆν, ἐπεί, ὡς ἔφαμεν, ἄφθαρτος ἦν καθώς καί ὁ παράδεισος, πάντα αὐτομάτως προσφέρουσα, ἵν μή κἀκεῖθεν ἐξερχόμενος ὁ Ἀδάμ ἄμοχθον ἔχῃ καί αὖθις βίον, κόπων καί ἱδρώτων ἀπηλλαγμένον, προκατηράσατο αὐτήν οὕτως εἰπών· “Ἐπικατάρατος ἡ γῆ ἐν τοῖς ἔργοις σου· ἐν λύπαις φαγῇ αὐτήν πάσας τάς ἡμέρας τῆς ζωῆς σου· ἀκάνθας καί τριβόλους ἀνατελεῖ σοι καί φαγῇ τόν χόρτον τοῦ ἀγροῦ τόν τοῖς θηρίοις καί τοῖς ἀλόγοις ζῴοις ἀφωρισμένον· ἐν ἱδρῶτι τοῦ προσώπου σου φαγῇ τόν ἄρτον σου, ἕως τοῦ ἐπιστρέψαι σε εἰς τήν γῆν ἐξ ἧς ἐλήφθης, ὅτι γῆ εἶ καί εἰς γῆν ἀπελεύσῃ”.

3. Εἰκότως οὖν ἔδει τῷ εἰς φθοράν καί θάνατον κατενεχθέντι διά τῆς παραβάσεως ῥευστήν καί φθαρτήν ὡσαύτως γῆν κατοικεῖν καί τοιαύτης ἀξίως μετέχειν τροφῆς. Ἐπειδή γάρ ἡ ἄφθονος τρυφή, ἡ ἄφθαρτος καί ἀκάματος διαγωγή, εἰς λήθην τῶν παρά Θεοῦ γεγονότων ἀγαθῶν καί εἰς καταφρόνησιν αὐτόν τῆς δοθείσης ἤγαγεν ἐντολῆς, ἐν κόπῳ κατεδικάσθη δικαίως καί ἱδρῶτι τήν γῆν ἐργάζεσθαι καί οὕτω κατ᾿ ὀλίγον ἐξ αὐτῆς ὡς ὑπό οἰκονόμου τινός κομίζεσθαι τάς τροφάς. 

Εἶδες πῶς καταραθεῖσα ἡ γῆ πρότερον καί τῆς προτέρας αὐτομάτου βλαστήσεως στερηθεῖσα, οὕτως τόν παραβάτην ἐδέξατο; Οὗ χάριν καί διατί; Ἵνα ἐργαζομένη μέν παρ᾿ αὐτοῦ ἐν ἱδρῶτι καί κόπῳ παρέχῃ τά ἐξ αὐτῆς συμμέτρως φυόμενα εἰς αὐτάρκη χρείαν αὐτῷ, μή ἐργαζομένη δέ μένῃ ἄκαρπος, ἀκάνθας καί τριβόλους μόνον προσφέρουσα. 

Τοιγαροῦν καί ἐξελθόντα τοῦ παραδείσου αὐτόν πᾶσα ἡ κτίσις, ἡ ὑπό Θεοῦ παραχθεῖσα ἐκ τοῦ μή ὄντος, θεασαμένη, οὐκέτι ὑποταγῆναι τῷ παραβάντι ἐβούλετο· ὁ ἥλιος λάμψαι οὐκ ἤθελεν, ἡ σελήνη φᾶναι οὐκ ἔφερε, τά ἄστρα ὀφθῆναι τούτῳ οὐχ εἵλοντο, αἱ πηγαί βρύειν οὐκ ἔμελλον· οὐκ ἐβούλοντο ῥέειν οἱ ποταμοί, ἐφ᾿ ἑαυτόν ἐμελέτα ὁ ἀήρ συσταλῆναι καί μή δοῦναι τῷ προσκεκρουκότι ἀναπνοήν· τά θηρία καί πάντα τά ζῷα τῆς γῆς, γυμνωθέντα τοῦτον τῆς πρώην θεασάμενα δόξης, καταφρονήσαντα αὐτοῦ, ἐτραχύνθησαν ἅπαντα εὐθύς κατ᾿ αὐτοῦ· ὁ οὐρανός καταπεσεῖν δικαίως ἐπ᾿ αὐτόν οἱονεί πως κεκίνητο καί ἡ γῆ ἐπί τοῦ νώτου φέρειν τοῦτον οὐκ ἔστεγε.

4. Τί οὖν; Ὁ δημιουργήσας τά πάντα καί πλάσας τοῦτον Θεός, παραβῆναι μέλλοντα πρό καταβολῆς κόσμου γινώσκων τήν ἐντολήν τόν Ἀδάμ καί τήν ἐκ παλιγγενεσίας αὐτοῦ ζωήν καί ἀνάπλασιν διά τῆς ἐνσάρκου γεννήσεως τοῦ μονογενοῦς αὐτοῦ Υἱοῦ καί Θεοῦ προορίσας, τί ποιεῖ; 

Συγκρατεῖ πάντα τῇ οἰκείᾳ δυνάμει καί εὐσπλαγχνίᾳ καί ἀγαθότητι, ἀναστέλλει τήν ὁρμήν τῶν κτισμάτων ἁπάντων, εὐθύς καί τούτῳ τά πάντα ὡσαύτως καθυποτάττει, ἵνα τῷ δι᾿ οὗ γέγονεν ἀνθρώπῳ δυλεύσασα, φθαρτῷ φθαρτή γεγονυῖα, ὅτε πάλιν ἐκεῖνος ἀνακαινισθῇ καί πνευματικός, ἄφθαρτος καί ἀθάνατος γένηται, τότε καί αὐτήν ἐλευθερωθεῖσα τῆς δουλείας ἡ κτίσις ἡ ὑπό τοῦ Θεοῦ τῷ προσκεκρουκότι ὑποταγεῖσα καί αὐτῷ ἐκδουλεύσασα συνανακαινισθῇ αὐτῷ καί ἀφθαρτωθῇ καί πνευματική ὅλη γένηται· τοῦτο γάρ πρό καταβολῆς κόσμου ὁ πολυεύσπλαχνος Θεός καί Κύριος προωρίσατο.

5. Ἀλλά τούτων οὕτω σοφῶς ἐκ Θεοῦ γεγονότων, τοῦ παραδείσου ἐκβληθείς ὁ Ἀδάμ ἐτέκνωσεν, ἐβίωσε καί ἀπέθανεν· οὕτω δέ ὁμοίως καί οἱ ἐξ αὐτοῦ. 

Τοίνυν καί νεαράν τήν μνήμην ἔχοντες οἱ τότε ἄνθρωποι τῆς ἐκπτώσεως, ὑπό τοῦ Ἀδάμ καί τῆς Εὔας ταύτην ἐκδιδασκόμενοι, ἐσέβοντο τόν Θεόν καί ὡς δεσπότην ἐτίμων αὐτόν. Διά δή τοῦτο καί ὁ Ἄβελ σύν τῷ Κάϊν θυσίας ἐκ τῶν ὑπαρχόντων αὐτοῖς αὐτῷ προσέφερον· ὅθεν καί ἐπί μέν τοῦ Ἄβελ τῇ προσφορᾷ καί θυσίᾳ προσεσχηκέναι τόν Θεόν γέγραπται, ἐπί δέ τοῦ Κάϊν οὐκέτι· καί τοῦτο γνόντα τόν Κάϊν λυπηθῆναι λέγεται ἕως θανάτου καί ἐντεῦθεν πρός φθόνον καί φόνον τοῦ ἀδελφοῦ προχωρῆσαι.

Ἀλλ᾿ Ἐνώχ μέν μετά ταῦτα εὐαρεστήσας Θεῷ ὑπ᾿ αὐτοῦ μετετέθη, Ἠλίας δέ ἐν ἅρματι ἀνελήφθη πυρός, τοῦ Θεοῦ δεικνύντος ἐκ τούτων ὅτι, εἰ μετά τήν ἀπόφασιν τήν κατά τοῦ Ἀδάμ καί τοῦ σπέρματος αὐτοῦ ἐξενεχθεῖσαν, εἰ μετά τό ἐξόριστον αὐτόν παρ᾿ αὐτοῦ γενέσθαι τούς εὐαρεστήσαντας αὐτοῦ υἱούς οὕτως τῇ μεταθέσει καί μακροζωΐα ἐτίμησε καί τῆς φθορᾶς, ἤτοι τῆς εἰς γῆν ἀποστροφῆς καί τῆς ἐν τῷ ᾅδῃ καταβάσεως, αὐτούς ἠλευθέρωσεν ὕστερον τεθνήξεσθαι ἤ, ἀληθέστερον εἰπεῖν, ἀλλαγήσεσθαι μέλλοντας, πόσης ἄν αὐτόν ἐκεῖνον, εἰ μή παρέβη τήν ἐντολήν, ἤ καί μετά τό παραβῆναι εἰ μετενόησε, δόξης καί τιμῆς καί συμπαθείας ἠξίωσεν ἔνδον ἐάσας εἶναι τοῦ παραδείσου αὐτόν;

6. Οὕτως οὖν ἐπί χρόνους τά περί Θεοῦ κατά διαδοχήν διδασκόμενοι ὑπ᾿ ἀλλήλων τόν ποιητήν αὐτῶν οἱ παλαιοί ἐπεγίνωσκον. 

Ὕστερον δέ πληθυνθέντων τῶν ἀνθρώπων καί τήν ἑαυτῶν διάνοιαν ἐκ νεότητος ἐπί τά πονηρά ἐκδεδωκότων, εἰς λήθην καί ἄγνοιαν τοῦ πεποιηκότος αὐτούς Θεοῦ κατηνέχθησαν καί οὐ μόνον εἴδωλα καί δαίμονας ὡς θεούς ἐσεβάσθησαν, ἀλλά καί αὐτήν τήν κτίσιν τήν εἰς ὑπηρεσίαν αὐτῶν ὑπό τοῦ Θεοῦ δοθεῖσαν αὐτοῖς θεοποιήσαντες, ταύτῃ ἐλάτρευσαν, εἰς πᾶσάν τε ἀσέλγειαν καί ἀκάθαρτον πρᾶξιν ἑαυτούς ἐκδεδώκασι καταμιάναντες τήν γῆν, τόν ἀέρα, τόν οὐρανόν καί τά ὑπ᾿ αὐτόν ἅπαντα ταῖς πράξεσι ταῖς ἀτόποις αὐτῶν. 

Οὐδέν γάρ ἕτερον τῶν ἄλλων ἁπάντων οὕτω μιαίνει καί ἀκάθαρτον τό καθαρόν ἔργον ἀπεργάζεται τοῦ Θεοῦ, ὡς τό θεοποιηθῆναι αὐτό τοῦτο καί λατρευθῆναι ἴσα καί θεῷ παρά τόν πεποιηκότα καί κτίσαντα.

Τοιγαροῦν καί πᾶσα ἡ κτίσις παρά τῶν ἀνθρώπων θεοποιηθεῖσα καί προσκυνηθεῖσα κατερρυπώθη καί εἰς τελείαν κατήχθη φθοράν· ὅτε δέ ὁ κολοφών ἐπληρώθη τῆς ἄγαν κακίας καί εἰς ἀπείθειαν ἅπαντες συνεκλείσθησαν, κατά τόν θεῖον Ἀπόστολον, τότε κατῆλθεν ἐπί γῆς ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ καί Θεός ἀναπλάσαι τόν συντριβέντα, ζωοποιῆσαι τόν τεθανατωμένον καί τό ἑαυτοῦ πλάσμα ἐκ τῆς πλάνης ἀνακαλέσασθαι.

7. Ἀλλά προσέχετε, παρακαλῶ, τῇ ἀκριβείᾳ τοῦ λόγου· ἔσται γάρ ἡμῖν τε ὠφέλιμος ὁ λόγος καί ταῖς μετέπειτα γενεαῖς. Χρεών δέ ἐξ εἰκόνος τινός τήν τοῦ Λόγου σάρκωσιν καί τήν ἐκ τῆς ἀειπαρθένου Μαρίας ἀπόρρητον γέννησιν αὐτοῦ θεωρῆσαι καί γνῶναι καλῶς τό τῆς οἰκονομίας ἐκεῖθεν μυστήριον τό ἀποκεκρυμμένον πρό τῶν αἰώνων εἰς σωτηρίαν τοῦ γένους ἡμῶν.

Δεν υπάρχουν σχόλια: