Δευτέρα 31 Ιουλίου 2023

Άγ. Συμεών ο Νέος Θεολόγος - Βίβλος των ηθικών (3)

 Συνέχεια από: Παρασκευή 28 Ιουλίου 2023

Γ. Σάρκωση του Λόγου και με ποιον τρόπο εσαρκώθηκε για μας.

1. Συμβαίνει λοιπόν ό,τι και παλαιά με την πλάση της προμήτορος Εύας, οπότε ο Θεός έλαβε την έμψυχη πλευρά του Αδάμ και την αναδόμησε σε γυναίκα· γι’ αυτό λοιπόν δεν ενεφύσησε σ’ αυτήν πνοή ζωής όπως στον Αδάμ, αλλά το μέρος, το οποίο έλαβε από την σάρκα του, το ολοκλήρωσε σε σώμα γυναικός· και την απαρχή του πνεύματος, την οποία έλαβε μαζί με την έμψυχη σάρκα, την ετελειοποίησε σε ψυχή ζώσα, δημιουργώντας και με τα δύο συγχρόνως έναν άνθρωπο.
Με τον ίδιο λοιπόν τρόπο ο πλαστουργός και κτίστης Θεός, λαμβάνοντας από την αγία Θεοτόκο και αειπάρθενο Μαρία σαν ζύμη έμψυχη σάρκα και μικρή απαρχή από το φύραμα της φύσεώς μας, δηλαδή από την ψυχή και το σώμα μαζί, ένωσε με την ακατάληπτη και απρόσιτη θεότητά του, ή καλύτερα ένωσε ουσιωδώς όλη την υπόσταση της θεότητάς του με την δική μας ουσία· ανέμειξε αμίκτως την μία με την άλλη, την ανθρώπινη δηλαδή φύση με την δική του, την οικοδόμησε σε άγιο ναό για τον εαυτό του κι έτσι κατά τρόπο αναλλοίωτο και άτρεπτο ο ίδιος ο ποιητής του Αδάμ έγινε τέλειος άνθρωπος.

2. Διότι, όπως ο Θεός εδημιούργησε την γυναίκα από την πλευρά του Αδάμ, έτσι εδανείσθηκε σάρκα από την αειπάρθενο και Θεοτόκο θυγατέρα του Μαρία και αναλαμβάνοντάς την χωρίς σπορά εγεννήθηκε όπως και ο πρωτόπλαστος ώστε, όπως εκείνος προκάλεσε με την παράβαση την αρχή της γενέσεώς μας στην φθορά και στον θάνατο, ότι ο Χριστός και Θεός με την εκπλήρωση κάθε δικαιοσύνης να γίνει η απαρχή της αναπλάσεως και αθανασίας μας στην αφθαρσία.
Αυτό υπονοεί και ο θείος Παύλος λέγοντας «ο πρώτος άνθρωπος από την γη, ήταν γήινος, ο δεύτερος άνθρωπος, ο Κύριος, είναι από τον ουρανό· όπως είναι ο γήινος, τέτοιοι είναι και οι γήινοι· κι όπως είναι ο επουράνιος, τέτοιοι είναι κι οι επουράνιοι».
Και πάλι· «απαρχή ο Χριστός, ακολουθούν οι του Χριστού».
Πράγματι, επειδή εχρημάτισε τέλειος άνθρωπος και στην ψυχή και στο σώμα όμοιος κατά πάντα με μας εκτός από την αμαρτία, μεταδίδοντάς μας διά της πίστεως σ’ αυτόν από την θεότητά του, μας απεργάζεται συγγενείς του κατά την φύση και ουσία της θεότητάς του.
Και πρόσεχε, παρακαλώ, το καινό και παράδοξο του μυστηρίου.
Ο Θεός Λόγος έλαβε από εμάς σάρκα την οποία κατά φύσιν δεν είχε κι έγινε άνθρωπος, πράγμα που δεν ήταν· μεταδίδει σ’ εκείνους που πιστεύουν σ’ αυτόν την θεότητά του, την οποία κανείς ούτε από τους αγγέλους ούτε τους ανθρώπους απέκτησε, και γίνονται θέσει και χάριτι θεοί, πράγμα που δεν ήταν· έτσι λοιπόν χαρίζει σ’ αυτούς εξουσία να γίνουν υιοί Θεού, γι αυτό και έγιναν και γίνονται πάντοτε έτσι και ουδέποτε παύουν να γίνονται.
Κι άκου τον θείο Παύλο που παραινεί τούτο· «και όπως εφορέσαμε την εικόνα του γήινου, έτσι θα φορέσομε και την εικόνα του επουράνιου».
Αυτά λοιπόν για τούτα τα πράγματα. Ας συνεχισθεί όμως ο λόγος.

3. Επειδή λοιπόν ο Θεός των πάντων ήλθε στη γη με την σωματική του παρουσία για ν’ αναπλάσει και ν’ ανακαινίσει τον άνθρωπο, και για να ευλογήσει όλην την εξ αιτίας του καταραμένη κτίση, άκουε με προσοχή.
Πρώτα βέβαια την ψυχή την οποία ανέλαβε την εζωοποίησε και αφθαρτώνοντάς την την εθεοποίησε, ενώ το άχραντο και θείο του σώμα, παρ’ όλο που το εθέωσε, το έφερε ακόμη φθαρτό και υλικό. Πράγματι, εκείνο που τρώγει, πίνει, κοπιάζει και ιδρώνει, εκείνο που δεσμεύεται και τύπτεται, εκείνο που αναρτήθηκε και καθηλώθηκε στον σταυρό, είναι φυσικά φθαρτό και υλικό, διότι όλα αυτά αποτελούν ιδιώματα φθαρτού σώματος, γι’ αυτό και απέθανε και νεκρός ετοποθετήθηκε σε μνημείο.
Μετά όμως την ανάσταση, συνανέστησε κι αυτό το σώμα άφθαρτο, πνευματικό και σ’ όλους θείο και άυλο· και ούτε μάλιστα έλυσε βγαίνοντας τις σφραγίδες του μνήματος, αλλά και με κλειστές τις θύρες εισερχόταν κι εξερχόταν ανεμπόδιστα.
Γιατί όμως δεν απεργάσθηκε [τελειοποίησε] αμέσως μαζί με την ψυχή και το σώμα το οποίο ανέλαβε πνευματικό και άφθαρτο;
Επειδή τρώγοντας ο Αδάμ από το δένδρο, από το οποίο ο Θεός τον διέταξε να μη φάγει, αμέσως βέβαια μετά την παράβαση απέθανε με ψυχικό θάνατο, ενώ με σωματικό θάνατο ύστερα από πολλά χρόνια· και γι᾽ αυτό ανέστησε, εζωοποίησε και εθέωσε πρώτα την ψυχή που εδέχθηκε το επιτίμιο της θανατικής τιμωρίας, και κατόπιν έκανε το ίδιο και για το σώμα· οικονόμησε δηλαδή να απολάβει διά της αναστάσεως την αφθαρσία, ενώ σύμφωνα με την παλαιότερη απόφαση επέστρεφε με τον θάνατο στη γη.
Και όχι μόνον αυτό, αλλά κατέβηκε στον άδη και ελευθερώνοντας από τα αιώνια δεσμά τις ψυχές των αγίων που κρατούνταν εκεί, τις ανέστησε και τις κατέταξε σε τόπο αναπαύσεως και ανεσπέρου φωτός, ενώ τα σώματά τους τα συγκέντρωσε σε σωρούς μέχρι την κοινή ανάσταση.

Χριστός ένθρονος. Έργο Αγγέλου. Από το ναό του Αγίου Σπυρίδωνα του Φλαμπουριάρη. Μέσα 15ου αι. Μουσείο Ζακύνθου.

4. Το μυστήριο βέβαια αυτό δεν έγινε σ’ όλο τον κόσμο από την εποχή του Χριστού κατά τον τρόπο μόνο που ελέχθηκε, αλλά εγινόταν και στον καθένα από τους παλαιοτέρους αγίους και γίνεται πάντοτε μέχρι σήμερα.
Διότι λαμβάνοντας το Πνεύμα του Δεσπότη και Θεού μας, γινόμαστε συμμέτοχοι της θεότητας και της ουσίας του τρώγοντας όμως την παναμώμητη σάρκα του, δηλαδή τα θεία μυστήρια, γινόμαστε πραγματικά εξ ολοκλήρου σύσσωμοι και συγγενείς του, σύμφωνα και μ’ αυτά που λέγει ο θείος Παύλος· ότι δηλαδή «είμαστε οστούν από τα οστά του και σάρκα από την σάρκα του»· και πάλι· «από το πλήρωμα της θεότητάς του, εμείς», δηλαδή όλοι, «ελάβαμε χάρη αντί χάριτος».
Έτσι λοιπόν γινόμαστε, και εξομοιωνόμαστε με τον ίδιο τον φιλάνθρωπο Θεό και Δεσπότη μας κατά χάριν, ανακαινισμένοι και ανανεωμένοι στην ψυχή, άφθαρτοι και αναστημένοι ως εκ νεκρών ζωντανοί· βλέπομε αυτόν που αξιωθήκαμε να γίνομε όμοιοί του, όπως κάποιος θα μπορούσε να ιδεί το πρόσωπο του φίλου του από μακριά και να διαλεχθεί μαζί του και να ομιλήσει και ν’ ακούσει την φωνή του.

5. Έτσι λοιπόν οι από αιώνων άγιοι, οι οποίοι βλέπουν πνευματικώς και παλαιά και σήμερα, δεν βλέπουν σχήμα ή είδος ή αποτύπωμα, αλλά ασχημάτιστο φως, επειδή κι αυτοί διατελούν φως από το φως του Πνεύματος.
Όταν λοιπόν ο καθένας από τους αγίους γίνει έτσι, δεν γίνεται αμέσως και το σώμα του άφθαρτο και πνευματικό· αλλά, όπως ο πυρωμένος από την φωτιά σίδηρος λαμβάνει από την λαμπρότητά της κι αμέσως αποβάλλει το μελανό χρώμα, χωριζόμενος όμως πάλι από την φωτιά φαίνεται μαύρος και γίνεται ψυχρός.
Έτσι συμβαίνει και με τα σώματα των αγίων· όταν δηλαδή η χάρη ενωθεί με την ψυχή τους και μεταλάβουν του θείου πυρός, αγιάζονται και από την πυρά γίνονται κι αυτά διαυγή και αποκαθίστανται κατά πολύ διαφορώτερα και τιμιώτερα από τα άλλα σώματα.
Όταν όμως η ψυχή βγει και χωρισθεί από το σώμα, αμέσως κι αυτά παραδίδονται στην φθορά και διαλύονται με το παραμικρό.
Μερικά όμως διαμένουν για πολλούς χρόνους ούτε εντελώς άφθαρτα, ούτε πάλι τελείως φθειρόμενα, αλλά διασώζουν μέσα τους τα γνωρίσματα της αφθαρσίας και της φθοράς, με σκοπό ν’ αφθαρτωθούν τελείως και ν’ ανακαινισθούν στην τελευταία ανάσταση.

6. Για ποιο λόγο όμως και γιατί; Διότι δεν έπρεπε πριν από την ανακαίνιση των κτισμάτων ν’ αναστηθούν και ν’ αφθαρτωθούν τα ανθρώπινα σώματα· αλλά όπως πρώτη η κτίση παράχθηκε άφθαρτη κι έπειτα ο άνθρωπος, έτσι πάλι πρέπει πρώτη η κτίση να μεταποιηθεί από την φθορά στην αφθαρσία, και κατόπιν μαζί και συγχρόνως μ’ αυτήν ν’ αλλάξουν και ν’ ανακαινισθούν τα φθαρέντα σώματα των ανθρώπων ώστε και πάλι ο άνθρωπος, πνευματικός κι αθάνατος, να κατοικεί σε άφθαρτο, αΐδιο και πνευματικό τόπο.
Και ότι τούτο αληθεύει, άκουε τον απόστολο Πέτρο που λέγει· «θα έλθει η ημέρα του Κυρίου σαν κλέπτης την νύκτα, όπου οι ουρανοί θ’ ανοίξουν πυρούμενοι και θα γεννούν φλεγόμενα στοιχεία», όχι για να χαθούν αυτοί, αλλά για να αναχωνευθούν και να αναστοιχειωθούν για ανώτερο και αΐδιο τέλος.
Από που γίνεται φανερό αυτό;
Από τα ίδια πάλι τα λόγια του αποστόλου με τα οποία συνεχίζει λέγοντας· «και θα προσδοκούμε καινούς ουρανούς και καινή γη κατά την επαγγελία αυτού».
Σύμφωνα με ποιον και τίνος επάγγελμα;
Κατά το επάγγελμα του Χριστού και Θεού μας οπωσδήποτε, ο οποίος είπε, «ο ουρανός και η γη θα παρέλθουν, οι λόγοι μου όμως δεν θα παρέλθουν».
Παρέλευση του ουρανού εννοεί την αλλαγή αυτού, διότι ο ουρανός, λέγει, θ’ αλλάξει, αλλά οι λόγοι μου θα μένουν αναλλοίωτοι και πάγιοι.
Πράγματι, αυτό ανέκραξε ο προφήτης Δαυίδ όταν είπε, «και σαν περιβόλι θα τους ξετυλίξεις και θα αλλάξουν· εσύ όμως παραμένεις ο ίδιος και τα έτη σου δεν θα εκλείψουν».
Τι θα μπορούσε λοιπόν να γίνει σαφέστερο από αυτούς τους λόγους;

7. Αλλά ας εξετάσουμε (στο επόμενο κεφάλαιο δ) πώς θα ανακαινισθεί η κτίση και πώς θα αποκατασταθεί στο αρχαίο κάλλος.


(Επιμέλεια: Στέλιος Κούκος)

Απόσπασμα από τον λόγο του Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου «Βίβλος των ηθικών», Λόγοι Α-Στ’, σε εισαγωγή, κείμενο, μετάφραση της Θεολόγου Αικατερίνας Γκόλτσου. Το βιβλίο κυκλοφορεί από τον εκδοτικό οίκο, το «Βυζάντιον», «Πατερικαί εκδόσεις Γρηγόριος ο Παλαμάς», 1988.

Το πρωτότυπο κείμενο

γ΄. Περί τῆς τοῦ Λόγου σαρκώσεως καί κατά τίνα τρόπον δι᾿ ἡμᾶς ἐσαρκώθη. 



1. Καθάπερ οὖν ἐν τῇ πλάσει πάλαι τῆς προμήτορος Εὔας τήν τοῦ Ἀδάμ πλευράν ἐψυχωμένην ἔλαβεν ὁ Θεός καί εἰς γυναῖκα ταύτην ἀνῳκοδόμησε – διά τοῦτο γάρ οὐδέ ἐνεφύσησεν εἰς αὐτήν ὡς εἰς τόν Ἀδάμ πνοήν ζωῆς, ἀλλά τό μέρος, ὅ ἐκ τῆς σαρκός αὐτοῦ εἴληφεν, εἰς σῶμα γυναικός ὁλόκληρον ἀπετέλεσε· καί τήν ἀπαρχήν τοῦ πνεύματος, ἥν σύν τῇ ἐμψυχωμένῃ σαρκί εἴληφεν, εἰς ψυχήν ζῶσαν τελείαν πεποίηκε, τά ἀμφότερα ἄνθρωπον ἐργασάμενος ἅμα - , τόν αὐτόν δή τρόπον καί ἐκ τῆς ἁγίας θεοτόκου καί ἀειπαρθένου Μαρίας ἐψυχωμένην σάρκα λαβών ζύμην οἱονεί καί μικράν ἀπαρχήν ἐκ τοῦ φυράματος τῆς φύσεως ἡμῶν, ἤτοι ἐκ τῆς ψυχῆς ὁμοῦ καί τοῦ σώματος, ὁ πλαστουργός καί κτίστης Θεός ἥνωσε τῇ ἑαυτοῦ ἀκαταλήπτῳ καί ἀπροσίτῳ θεότητι, μᾶλλον δέ τῇ ἡμετέρᾳ οὐσίᾳ ὅλην τῆς θεότητος αὐτοῦ τήν ὑπόστασιν ἑνώσας οὐσιωδῶς, ἀμίκτως τε μίξας αὐτήν ἐκείνῃ, τήν ἀνθρωπίνην τῇ ἑαυτοῦ, ᾠκοδόμησε ταύτην εἰς ναόν ἅγιον ἑαυτῷ καί ἀναλλιώτως καί ἀτρέπτως αὐτός ὁ τοῦ Ἀδάμ ποιητής τέλειος ἐγένετο ἄνθρωπος.

2. Ὥσπερ γάρ ἐκ τῆς ἐκείνου πλευρᾶς τήν γυναῖκα ἐποίησε, καθά πρόσθεν εἰρήκαμεν, οὕτως ἐκ τῆς αὐτοῦ θυγατρός Μαρίας τῆς ἀειπαρθένου καί θεοτόκου σάρκα δανεισάμενος καί ἀναλαβών ἄνευ σπορᾶς ὁμοίως ἐγεννήθη τῷ πρωτοπλάστῳ, ἵνα καθάπερ ἐκεῖνος διά τῆς παραβάσεως ἀρχή τῆς ἐν φθορᾷ καί θανάτῳ γενέσεως ἡμῶν ἐχρημάτισεν, οὕτως ὁ Χριστός καί Θεός διά τῆς ἐκπληρώσεως ἁπάσης δικαιοσύνης ἀπαρχή τῆς ἐν ἀφθαρσίᾳ ἀναπλάσεως καί ἀθανασίας ἡμῶν γένηται. Τοῦτο γάρ βούλεται καί Παῦλος οὕτω λέγων ὁ θεῖος· “Ὁ πρῶτος ἄνθρωπος ἐκ γῆς χοϊκός, ὁ δεύτερος ἄνθρωπος ὁ Κύριος ἐξ οὐρανοῦ· οἷος ὁ χοϊκός, τοιοῦτοι καί οἱ χοϊκοί· καί οἷος ὁ ἐπουράνιος, τοιοῦτοι καί οἱ ἐπουράνιοι”. Καί πάλιν· “Ἀπαρχή Χριστός, ἔπειτα οἱ τοῦ Χριστοῦ”. Ἐπειδή γάρ ψυχῇ καί σώματι τέλειος ἐχρημάτισεν ἄνθρωπος ὅμοιος ἡμῶν κατά πάντα πλήν ἁμαρτίας, διά τῆς εἰς αὐτόν πίστεως μεταδιδούς ἡμῖν ἐκ τῆς αὐτοῦ θεότητος, συγγενεῖς καί ἡμᾶς αὐτοῦ κατά τήν τῆς θεότητος αὐτοῦ φύσιν καί οὐσίαν ἐργάζεται. Καί ὅρα μοι τοῦ μυστηρίου τό καινόν καί παράδοξον. Ἔλαβεν ὁ Θεός Λόγος ἥν κατά φύσιν οὐκ εἶχε σάρκα καί ἐγένετο ἄνθρωπος, ὅπερ οὐκ ἦν· μεταδίδωσι τοῖς πιστεύουσιν εἰς αὐτόν τῆς αὐτοῦ θεότητος, ἥν οὐδείς οὐδέπω ἀγγέλων ἤ ἀνθρώπων ἐκτήσατο, καί γίνονται θεοί, ὅπερ οὐκ ἦσαν, θέσει καί χάριτι· οὕτω γάρ χαρίζεται αὐτοῖς ἐξουσίαν τοῦ υἱούς Θεοῦ γίνεσθαι, διό καί ἐγένοντο καί ἀεί ὡσαύτως γίνονται καί οὐδέποτε τοῦ μή γίνεσθαι λήξουσι. Καί ἄκουε Παύλου τοῦτο παραινοῦντος τοῦ θείου· “Καί καθώς ἐφορέσαμεν τήν εἰκόνα τοῦ χοϊκοῦ, φορέσομεν καί τήν εἰκόνα τοῦ ἐπουρανίου”. Καί ταῦτα μέν περί τούτων· ἐχέσθω δέ καί αὖθις τῆς ἀκολουθίας ὁ λόγος.

3. Ἐπειδή γάρ διά τῆς σωματικῆς παρουσίας αὐτοῦ ὁ ἐπί πάντων Θεός τοῦ ἀναπλάσαι καί ἀνακαινίσαι τόν ἄνθρωπον ἐλήλυθεν ἐπί γῆς καί τήν δι᾿ αὐτόν καταραθεῖσαν ἅπασαν κτίσιν ἐπευλογῆσαι, ἄκουε νουνεχῶς! Πρῶτον μέν τήν ψυχήν ἥν ἀνέλαβεν ἐζώωσε καί ἀφθαρτώσας ἐθεοποίησε, τό δέ ἄχραντον αὐτοῦ καί θεῖον σῶμα, εἰ καί ἐθέωσεν, ἀλλ᾿ ἔτι φθαρτόν αὐτό καί ὑλικόν περιέφερε. Τό γάρ ἐσθίον καί πῖνον, τό κοπιοῦν καί ἱδρῶτας φέρον, τό δεσμούμενον καί τυπτόμενον, ἐπί σταυροῦ τε ἀναρτώμενον καί καθηλούμενον, φθαρτόν ἐστι δηλονότι καί ὑλικόν· ταῦτα γάρ ἅπαντα φθαρτοῦ σώματος ἰδιώματα καθεστήκασιν, ὅθεν καί ἀπέθανεν καί ἐν μνημείῳ κατετέθη νεκρός. Μετά δέ τό ἀναστῆναι ἄφθαρτον, καί αὐτό τό σῶμα πνευματικόν, θεῖον πάντῃ και ἄϋλον, συνανέστησεν· ἔνθεν τοι οὐδέ τάς σφραγῖδας τοῦ μνήματος ἔλυσεν ἐξελθών, ἀλλά καί τῶν θυρῶν κεκλεισμένων ἀκωλύτως εἰσήρχετο καί ἐξήρχετο. Διατί δέ οὐκ εὐθύς σύν τῇ ψυχῇ καί τό σῶμα ὅπερ ἀνέλαβε πνευματικόν καί ἄφθαρτον ἀπειργάσατο; Ἐπειδή φαγών καί ὁ Ἀδάμ ἐκ τοῦ ξύλου, οὗ ἐνετείλατο αὐτῷ ὁ Θεός μή φαγεῖν, εὐθύς μέν τόν τῆς ψυχῆς παραβάς ἀπέθανε θάνατον, τόν δέ τοῦ σώματος μετά πολλούς ὕστερον ἐνιαυτούς, καί διά τοῦτο τήν τό ἐπιτίμιον δεξαμένην ψυχήν τῆς τοῦ θανάτου τιμωρίας πρῶτον ἀνέστησέ τε καί ἐζώωσε καί ἐθέωσεν, εἶθ᾿ οὕτως τό σῶμα, κατά τήν πάλαι ἐξενεχθεῖσαν ἀπόφασιν ἀποστρέφειν διά τοῦ θανάτου εἰς γῆν, τήν ἀφθαρσίαν διά τῆς ἀναστάσεως ἀπολαβεῖν ᾠκονόμησεν· οὐ μόνον δέ, ἀλλά κατελθών ἐν τῷ ᾅδῃ, τῶν μέν ἐκεῖσε κατεχομένων ἁγίων τάς ψυχάς τῶν αἰωνίων ἐλευθερώσας δεσμῶν ἐξανέστησε καί εἰς τόπον ἀναπαύσεως καί φωτός ἀνεσπέρου κατέταξε, τά δέ σώματα αὐτῶν οὐκέτι, ἀλλ᾿ εἴασεν αὐτά ἐν σοροῖς μέχρι τῆς κοινῆς ἀναστάσεως.

4. Τό γοῦν μυστήριον τοῦτο οὐ μόνον τῷ ῥηθέντι τρόπῳ γέγονεν ἀπ᾿ ἀρχῆς Χριστοῦ ἐν ὅλῳ τῷ κόσμῳ, ἀλλά καί ἐφ᾿ ἑνί ἑκάστῳ τῶν πάλαι ἁγίων ἐγένετο καί μέχρι τοῦ νῦν ἀεί γίνεται. Λαμβάνοντες γάρ τό τοῦ Δεσπότου ἡμῶν καί Θεοῦ Πνεῦμα, συμμέτοχοι αὐτοῦ τῆς θεότητος καί τῆς οὐσίας γινόμεθα· ἐσθίοντες δέ τήν παναμώμητον αὐτοῦ σάρκα, τά θεῖα λέγω μυστήρια, σύσσωμοι αὐτοῦ καί συγγενεῖς ἐν ἀληθείᾳ ὁλοκλήρως γινόμεθα, καθώς καί αὐτός ὁ θεῖος Παῦλός φησιν ὅτι “ὀστοῦν ἐσμεν ἐκ τῶν ὀστέων αὐτοῦ καί σάρξ ἐκ τῆς σαρκός αὐτοῦ “ καί πάλιν, ὅτι “ἐκ τοῦ πληρώματος αὐτοῦ τῆς θεότητος, ἡμεῖς, δηλονότι πάντες, ἐλάβομεν καί χάριν ἀντί χάριτος”. Τοῦτο δέ γινόμενοι, ὅμοιοι αὐτῶ τῷ φιλανθρώπῳ Θεῷ καί Δεσπότῃ ἡμῶν κατά χάριν γινόμεθα, ἀνακαινιζόμενοι καί ἀνανεούμενοι τήν ψυχήν, ἀφθαρτοποιούμενοί τε καί ὡς ἐκ νεκρῶν ζῶντες ἐξανιστάμενοι, αὐτόν δηλαδή τόν ὅμοιον ἡμῖν γενέσθαι καταξιώσαντα βλέποντες καί βλεπόμενοι ὑπ᾿ αὐτοῦ οἱ ἀξιωθέντες ὅμοιοι γενέσθαι αὐτῷ, ὡς εἴ τις ἀπό μακρόθεν πρόσωπον φίλου αὐτοῦ καθορᾷ καί διαλέγεται αὐτῷ καί προσομιλεῖ καί φωνῆς ἀκούει αὐτοῦ.

5. Οὕτω τοιγαροῦν οἱ ἀπ᾿ αἰῶνος ἅγιοι, οἱ πάλαι τε καί νῦν πνευματικῶς βλέποντες, οὐ σχῆμα ἤ εἶδος ἤ ἐκτύπωμα βλέπουσιν, ἀλλά φῶς ἀσχημάτιστον, ὡς καί αὐτοί φῶς ἐκ τοῦ φωτός Πνεύματος χρηματίζοντες. Τοιοῦτος δέ ἕκαστος τῶν ἁγίων γινόμενος, οὐχί καί τό σῶμα αὐτοῦ εὐθύς ἄφθαρτον καί πνευματικόν γίνεται, ἀλλά καθάπερ σίδηρος ὑπό τοῦ πυρός ἐκπυρούμενος τῆς λαμπρότητος μέν αὐτοῦ μεταλαμβάνει καί τήν μελανίαν εὐθύς ἀποβάλλεται, χωριζόμενος δέ πάλιν τοῦ πυρός ψυχρός καί μέλας καθορᾶται καί γίνεται, οὕτω δή καί τά σώματα τῶν ἁγίων ὑπό τῆς ἑνωθείσης τῇ ψυχῇ αὐτῶν χάριτος, ἤτοι τοῦ θείου πυρός μταλαμβάνοντα, ἁγιάζονται καί ἐκπυρούμενα διαυγῆ καί αὐτά γίνονται καί πολύ τῶν ἄλλων σωμάτων διαφορώτερα καί τιμιώτερα ἀποκαθίστανται. Ἐπειδάν δέ ἡ ψυχή ἐξέλθῃ καί τοῦ σώματος χωρισθῇ, εὐθύς καί αὐτά τῇ φθορᾷ παραδίδονται καί ἐκ τοῦ κατά μικρόν διαλύονται· τά δέ καί ἐπί πολλούς χρόνους διαμένουσι, μήτε ἄφθαρτα μένοντα παντελῶς, μήτε πάλιν τελείως φθειρόμενα, ἀλλά καί τῆς ἀφθαρσίας καί τῆς φθορᾶς τά γνωρίσματα ἐν ἑαυτοῖς διασῴζουσιν, εἰς τήν τελευταίαν ἐξανάστασιν ἀφθαρτωθῆναι τελείως καί καί ἀνακαινισθῆναι τηρούμενα.

6, Τίνος οὖν ἕνεκεν καί διά τι; Ὅτι οὐκ ἔπρεπε πρό τῆς τῶν κτισμάτων ἀνακαινίσεως τά τῶν ἀνθρώπων ἀναστήσεσθαι καί ἀφθαρτωθήσεσθαι σώματα, ἀλλ᾿ ὥσπερ αὕτη παρήχθη πρῶτον ἄφθαρτος, ἔπειτα ὁ ἄνθρωπος, ὕστερον, οὕτω πάλιν πρῶτον τήν κτίσιν ἀπό τῆς φθορᾶς εἰς τήν ἀφθαρσίαν χρή μεταποιηθῆναι, εἴτ᾿ οὖν ἀλλαγῆναι, καί οὕτω σύν αὐτῇ καί ἅμα αὐτῇ καί τά φθαρέντα σώματα τῶν ἀνθρώπων ἀνακαινισθῆναι, ἵνα καί αὖθις πνευματικός καί ἀθάνατος ὁ ἄνθρωπος γεγονώς ἐν ἀφθάρτῳ χωρίῳ καί ἀϊδίῳ καί πνευματικῷ κατοικῇ. Καί ὅτι τοῦτό ἐστιν ἀληθές, ἄκουε Πέτρου λέγοντος τοῦ ἀποστόλου· “Ἥξει δέ ἠ ἡμέρα Κυρίου ὡς κλέπτης ἐν νυκτί, ἐν ᾗ οὐρανοί πυρούμενοι λυθήσονται καί στιχεῖα καυσούμενα τήκεται”, οὐχ ὡς ἀπολλυμένων τούτων, ἀλλ᾿ ὡς ἀναχωνευομένων δηλονότι καί ἀναστοιχειουμένων εἰς κρείττονά τε καί ἀΐδιον λῆξιν. Πόθεν τοῦτο δῆλον; Ἐξ αὐτῶν πάλιν τῶν ῥημάτων τοῦ ἀποστόλου, δι᾿ ὧν ἐπιφέρει λέγων· “Καινούς δέ οὐρανούς καί καινήν γῆν κατά τό ἐπάγγελμα αὐτοῦ προσδοκῶμεν”. Κατά ποῖον καί τίνος ἐπάγγελμα; Κατά τό τοῦ Χριστοῦ πάντως καί Θεοῦ ἡμῶν εἰπόντος· Ὁ οὐρανός καί ἡ γῆ παρελεύσεται, οἱ δέ λόγοι μου οὐ μή παρέλθωσιν”. Παρέλευσιν τοῦ οὐρανοῦ τήν ἐναλλαγήν αὐτοῦ εἰρηκώς, κἄν γάρ ὁ οὐρανός, φησίν, ἀλλαγήσεται, ἀλλ᾿ οἱ ἐμοί λόγοι τό ἀναλλοίωτον καί πάγιον ἕξουσι. Τοῦτο γάρ καί ὁ προφήτης Δαυίδ προανακέκραγε οὕτως εἰπών· “Καί ὡσεί περιβόλαιον ἐλίξεις αὐτούς καί ἀλλαγήσονται· σύ δέ ὁ αὐτός εἶ καί τά ἔτη σου οὐκ ἐκλείψουσι”. Τί τοίνυν τῶν λόγων τούτων σαφέστερον γένοιτ᾿ ἄν;

7. Ἀλλά σκοπήσωμεν πῶς ἡ κτίσις ἀνακαινισθήσεται καί εἰς τό ἀρχαῖον ἀποκατασταθήσεται κάλλος.

Δεν υπάρχουν σχόλια: