Βασίλης Βιλιάρδος
ΑνάλυσηΠολλές δυτικές κοινωνίες έχουν πια αποξενωθεί από τα σύνορα, σύμφωνα με τον F. Furedi – καθώς επίσης από τους κοινωνικούς περιορισμούς που έδιναν νόημα στην ανθρώπινη ζωή για αιώνες. Ειδικά στην ΕΕ, αρκετοί ισχυρίζονται πως τα σύνορα έχουν γίνει περιττά, στην εποχή της παγκοσμιοποίησης και της μαζικής μετανάστευσης – ενώ ορισμένοι φτάνουν ακόμη και στο σημείο να θέλουν να καταργήσουν εντελώς τα σύνορα.
Τα παραπάνω δεν αφορούν βέβαια μόνο τις επιθέσεις που δέχονται τα σύνορα, τα οποία χωρίζουν τα Έθνη μεταξύ τους – αλλά γενικότερα τα όρια που διαχωρίζουν τους ενήλικες από τα παιδιά, τις γυναίκες από τους άνδρες, τα ζώα από τους ανθρώπους, τους Πολίτες από τους μη Πολίτες, τους γηγενείς από τους μετανάστες, τον ιδιωτικό από το δημόσιο βίο κοκ.
Όλα αυτά καταγγέλλονται όλο και πιο συχνά ως αυθαίρετα, αφύσικα και άδικα – κάτι που συμβαίνει παράλληλα με τη διαμάχη, γύρω από τη μαζική μετανάστευση και τα φυσικά σύνορα. Έχουν δε στενή σχέση με τις συζητήσεις για τα παραδοσιακά όρια – τα οποία ασφαλώς χρειάζονται οι άνθρωποι, για να βρουν το δρόμο τους στην καθημερινή ζωή.
Παραδόξως τώρα, η προσπάθεια αλλαγής ή κατάργησης των παραδοσιακών συνόρων, συμβαδίζει με την επιταγή για τη θέσπιση νέων συνόρων. Για παράδειγμα, οι ακτιβιστές χωρίς σύνορα, απαιτούν ασφαλείς χώρους για πρόσφυγες και μετανάστες – οι αντίπαλοι της «πολιτιστικής οικειοποίησης» ζητούν γλωσσικούς ελέγχους, ενώ οι υποστηρικτές της πολιτικής ταυτότητας απασχολούνται με το διαχωρισμό των μειονοτήτων, από την υπόλοιπη, κυρίαρχη κοινωνία.
Η αποξένωση της κοινωνίας
Συνεχίζοντας η σύγχρονη κοινωνία, ιδιαίτερα οι πολιτιστικές και πολιτικές της ελίτ, αγωνίζεται να δώσει νόημα στα συμβολικά όρια – με την έννοια πως τόσο η ακαδημαϊκή βιβλιογραφία, όσο και τα ΜΜΕ, τονίζουν όλο και περισσότερο την αυθαίρετη και ρευστή φύση των συνόρων ή ορίων, αμφισβητώντας έμμεσα ή ρητά, την ηθική τους θέση και τη νομιμοποίηση τους.
Το γεγονός αυτό συμβαίνει συχνά υπό την επίδραση μεταμοντέρνων θεωριών, ιδιαίτερα του έργου του Γάλλου φιλοσόφου G. Deleuze – όπου τα σύνορα παρουσιάζονται ως αόριστες και τεχνητές κατασκευές. Ως παράδειγμα χρησιμοποιείται η «τεχνητότητα» των συνόρων, μεταξύ Ανατολής και Δύσης – πολιτισμένου και απολίτιστου ή Ευρώπης και Ασίας.
Η συγκεκριμένη τάση τώρα να αντιμετωπίζονται τα σύνορα, όπως επίσης άλλες έντονες διακρίσεις και οριοθετήσεις, αποκλειστικά με αρνητική οπτική γωνία, είναι πολύ διαδεδομένη στη σύγχρονη λαϊκή κουλτούρα – γεγονός που σημαίνει ότι, η ταύτιση με μία ρευστή κατάσταση πέρα από τα σύνορα, εκτός ορίων, παρουσιάζεται ως μία θετική και «προοδευτική» αρετή. Ειδικά στον τομέα των επιχειρήσεων, των δημοσίων σχέσεων και της διαφήμισης, ο ενθουσιασμός για το «απεριόριστο» είναι μία έκφανση της ανάληψης κινδύνων – του πρωτοποριακού πνεύματος και της εξερεύνησης του αγνώστου.
Μία τέτοια τοποθέτηση θα μπορούσε να θεωρηθεί, «εμπνευσμένη», εξαιρετικά θετική εάν, για παράδειγμα, αποτελούσε μία προσφυγή στη φωτισμένη καντιανή έννοια του κοσμοπολιτισμού – κάτι που όμως δεν συμβαίνει, αφού η πολιτισμική απόρριψη των συνόρων τροφοδοτείται δυστυχώς από πολυάριθμες, αντικρουόμενες παρορμήσεις.
Εν προκειμένω, η κυρίαρχη κινητήρια δύναμη είναι ο φόβος της ανάληψης ευθύνης για συμβολικές διακρίσεις και σαφή όρια – κάτι που ισχύει τόσο για την πολιτική, όσο και για την ανατροφή των παιδιών. Για παράδειγμα, από κάποιο χρονικό σημείο και μετά, οι γονείς και οι δάσκαλοι προσπαθούν να είναι φίλοι των νέων, αντί ηθικά πρότυπα και μέντορες τους – ενώ στην πολιτική έχουν πάψει να υπάρχουν ανάλογα πρότυπα και προσπάθειες να διδαχθούν οι κυβερνώμενοι από τους κυβερνώντες. Το γεγονός αυτό όμως είναι φανερό πως δεν έχει θετικές συνέπειες – όσο και αν το εξωραΐζει κανείς.
Βέβαια, σχετικά με το ότι τα σύνορα είναι κοινωνικές κατασκευές ταυτόχρονα τεχνητές και αυθαίρετες, είναι δύσκολο να διαφωνήσει κανείς – αφού όποιος κοιτάξει προσεκτικά έναν παγκόσμιο χάρτη, θα εντυπωσιαστεί από την τυχαία φύση του. Για παράδειγμα, πολλά από τα σύνορα της Αφρικής σχεδιάζονται σε ευθείες γραμμές, αποτελώντας μία απόδειξη της έλλειψης φαντασίας των αποικιοκρατικών δυνάμεων – ενώ η διαχωριστική γραμμή μεταξύ ενός παιδιού και ενός ενήλικα, διασχίζεται επανειλημμένα από τους νέους κατά την περίοδο της εφηβείας. Όσον αφορά δε τα σύνορα μεταξύ των Εθνών, τίθενται διαρκώς σε δοκιμασία – από πολιτικούς, από στρατούς, από τους παρόχους υπηρεσιών διαδικτύου, από τις πολυεθνικές, από τους λαθρεμπόρους, από τους μετανάστες κοκ.
Παρά το ότι όμως κανένα σύνορο δεν είναι άθικτο, τα σύνορα δεν είναι μόνο τεχνητές κατασκευές – αλλά αποτελούν τη φυσική ή συμβολική έκφραση μίας κοινωνικής ανάγκης. Με απλά λόγια, δεν μπορεί να περιμένει κανείς να αρέσει σε όλους ένα συγκεκριμένο όριο – εν τούτοις, αυτό το μέσο διαχωρισμού και οριοθέτησης, εκφράζει ανάγκες και προσδοκίες που είναι βαθιά ριζωμένες στην κοινωνία που, χωρίς σύνορα ή/και όρια, αποξενώνεται.
Η υπεράσπιση των συνόρων
Περαιτέρω, με δεδομένη τη στενή και προφανή σχέση μεταξύ σαφών συνόρων και εθνικής κυριαρχίας, δεν προξενεί έκπληξη το γεγονός ότι, η εθνική κυριαρχία έχει γίνει επίσης στόχος μίας κοσμοθεωρίας που είναι αντίθετη με τα σύνορα – με την εθνική κυριαρχία να απορρίπτεται ως μία ξεπερασμένη ιδέα που όχι μόνο διχάζει τους ανθρώπους και φέρνει τα Έθνη σε σύγκρουση μεταξύ τους αλλά, επί πλέον, που έχει καταστεί παρωχημένη, σε έναν παγκοσμιοποιημένο πλανήτη.
Η κριτική αυτή συμβαδίζει με την προσπάθεια υποβάθμισης της εθνικής ιθαγένειας – με την έννοια πως εισάγει διακρίσεις, επειδή δεν παρέχει στους ανθρώπους που ζουν ή/και που έχουν γεννηθεί σε άλλο μέρος του κόσμου, την ίδια θέση, το ίδιο status δηλαδή και τα ίδια δικαιώματα.
Από την άλλη πλευρά, η πολιτική φιλόσοφος κυρία H. Arendt, έχει υποστηρίξει σθεναρά ότι, «ένας Πολίτης είναι, εξ ορισμού, μέλος μίας συγκεκριμένης κοινότητας» – αναφέροντας πως «τα καθήκοντα του Πολίτη πρέπει να ορίζονται και να περιορίζονται όχι μόνο από τα καθήκοντα των συνανθρώπων του αλλά, επί πλέον, από τα όρια μίας επικράτειας». Καταλήγει δε στο εξής:
«Η φιλοσοφία μπορεί να συλλάβει τη γη ως το σπίτι της ανθρωπότητας και ως έναν ενιαίο άγραφο νόμο, αιώνιο και ισχύοντα για όλους. Η πολιτική ασχολείται με ανθρώπους που είναι υπήκοοι πολλών χωρών και κληρονόμοι πολλών παρελθόντων: οι νόμοι τους είναι οι θετικά στημένοι φράχτες που προστατεύουν και οριοθετούν εκείνο το χώρο, εντός του οποίου η ελευθερία δεν είναι μία έννοια (concept), αλλά μία ζωντανή πολιτική πραγματικότητα».
Εν προκειμένω οι αρχαίοι Έλληνες και πρόγονοί μας, όπως αργότερα η Arendt, χρησιμοποίησαν τη μεταφορική έννοια των τειχών της πόλης, για να απεικονίσουν την οριοθέτηση του δημοσίου χώρου της πόλης κράτους – όπου ο Ηράκλειτος είχε πει το εξής:
«Ένας λαός πρέπει να πολεμάει για τους Νόμους της πόλης, σαν να επρόκειτο για τα τείχη της».
Από τη συγκεκριμένη φράση του Ηρακλείτου, είναι φανερό πόσο μεγάλη σημασία πρέπει να δίνεται στην αλλαγή των Νόμων που προτείνουν οι κυβερνήσεις – ειδικά του Συντάγματος. Ανεξάρτητα όμως από αυτό, στα παραπάνω πλαίσια, η Arendt ανέπτυξε μία εντυπωσιακή, ευφάνταστη θεωρία, στην οποία η εμφάνιση των συνόρων εκφράστηκε μέσω του Νόμου – των νόμων δηλαδή των ελληνικών πόλεων κρατών, όπου μόνο με την ενίσχυση των συνόρων, ο Νόμος δημιουργεί τις προϋποθέσεις για έναν μόνιμο δημόσιο και πολιτικό χώρο διαλόγου. Έγραψε δε τα εξής:
«Κατ’ αρχήν, η νομοθεσία δημιουργεί έναν χώρο, εντός του οποίου έχει ισχύ – ενώ αυτός ο χώρος είναι ο κόσμος, στον οποίο μπορούμε να κινούμαστε ελεύθερα».
Με απλά λόγια, είπε το αυτονόητο: το ότι η πολιτική ελευθερία και η άσκηση της, είναι αδιανόητα χωρίς τη χωρική θεσμοθέτηση του δημοσίου βίου – χωρίς δηλαδή να υπάρχουν σαφή σύνορα της χώρας.
Η Arendt δεν ήταν πάντως σε καμία περίπτωση ο μοναδικός φιλόσοφος που τόνισε τη σημασία των εδαφικών περιορισμών για την άνθηση της πολιτικής ζωής – πόσο μάλλον της Δημοκρατίας. Ο John Locke, ένας από τους πατέρες της φιλελεύθερης φιλοσοφίας, μαζί με τον Jean Jacques Rousseau και τον Immanuel Kant, αντιλήφθηκε επίσης τη χωρική οριοθέτηση ως βάση της πολιτικής κυριαρχίας – καθώς επίσης ως προϋπόθεση, για τη διατήρηση της πολιτικής τάξης.
Η σημερινή επίθεση τώρα στην εθνική κυριαρχία και στο καθεστώς της ιθαγένειας, επικαλείται την υποτιθέμενη σημασία και υπεροχή των οικουμενικών και ανθρωπιστικών αξιών – όπου όμως ο οικουμενισμός γίνεται καρικατούρα του εαυτού του, όταν μετατρέπεται σε μία μεταφυσική δύναμη που υπερβαίνει τους κυρίαρχους εθνικούς θεσμούς.
Εν προκειμένω, η προσπάθεια «από-εδαφοποίησης» της κυριαρχίας και των πολιτικών δικαιωμάτων, υποβιβάζει τους ανθρώπους στα πιο αφηρημένα ατομικά χαρακτηριστικά τους – επειδή, όταν η ιδιότητα του Πολίτη, η ιθαγένεια του απογυμνώνεται από το ιδεολογικό και άυλο περιεχόμενο της, οι άνθρωποι χάνουν την ικανότητα τους να σκέφτονται και να ενεργούν ως πολιτική κοινότητα.
Ακριβώς για το λόγο αυτό, η Arendt επιχειρηματολόγησε ως εξής: «Η ίδρυση ενός κυρίαρχου παγκόσμιου κράτους, δεν θα ήταν η προϋπόθεση για την παγκόσμια ιθαγένεια, αλλά το τέλος κάθε ιθαγένειας. Δεν θα ήταν η κορύφωση της παγκόσμιας πολιτικής, αλλά κυριολεκτικά το τέλος της».
Παγκόσμια τυραννία
Συνεχίζοντας, όποιο και αν είναι το κίνητρο για την από-εδαφοποίηση της ιθαγένειας και για την αποδυνάμωση της εθνικής κυριαρχίας, το σίγουρο είναι πως αποτελεί μία επικίνδυνη πρόκληση για τη Δημοκρατία και για τη δημόσια ζωή – ενώ ότι και να σκεφθεί κανείς ή/και να πιστεύει για τα Έθνη-κράτη, δεν μπορεί να υπάρξει δημοκρατική δημόσια ζωή έξω από τα σύνορα τους. Με απλά λόγια, μόνο ως Πολίτες που αλληλοεπιδρούν σε μία γεωγραφικά περιορισμένη περιοχή, είναι δυνατόν να λειτουργήσουν οι άνθρωποι δημοκρατικά και να παράγουν σημαντικά αποτελέσματα.
Η ιδέα εδώ του «κοσμοπολίτικου Δικαίου» που αναπτύχθηκε από τον Kant στο δοκίμιο του «Διαρκής Ειρήνη» (Perpetual Peace, 1795), δηλώνει πως οι αλλοδαποί που εισέρχονται στο έδαφος ενός ξένου κράτους, δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται με εχθρότητα – ονομάζοντας αυτήν την απαίτηση «φυσικό δικαίωμα φιλοξενίας».
Εν τούτοις, η αναφορά του Kant στο δικαίωμα φιλοξενίας, δεν υπονοούσε το δικαίωμα εγκατάστασης – ενώ ο φιλόσοφος δεν αμφισβήτησε ποτέ τη νομιμότητα ή/και την αναγκαιότητα των εδαφικών συνόρων. Αντίθετα, ο Kant τοποθετήθηκε εναντίον ενός κόσμου χωρίς σύνορα – επειδή ένα παγκόσμιο κράτος θα οδηγούσε σε μία παγκόσμια τυραννία.
Ειδικότερα, ο φιλόσοφος υποστήριξε μία ομοσπονδιακή συνεργασία ελεύθερων και ανεξάρτητων κρατών – η οποία, κατά τον ίδιο, θα ήταν προτιμότερη από «μία ένωση χωριστών Εθνών, κάτω από μία εξουσία που υπερβαίνει και υποσκελίζει τις άλλες». Η άποψη λοιπόν του Kant, σύμφωνα με την οποία οι υπερεθνικοί νόμοι στερούνται το ηθικό βάθος που απαιτείται για την άσκηση εξουσίας, θυμίζει τις σημερινές συζητήσεις σχετικά με τη νομολογία της ΕΕ – η οποία συχνά είναι απαράδεκτη, αφού δεν εξυπηρετεί τα συμφέροντα των Πολιτών αλλά των ισχυρών κρατών, των πολυεθνικών, των τραπεζών κλπ.
Κατά τον Kant οι νόμοι γίνονται όλο και πιο αναποτελεσματικοί, όσο η κυβέρνηση διευρύνει το πεδίο εφαρμογής τους – γεγονός που σημαίνει πως το όραμα του για τον κοσμοπολιτισμό, διαφέρει θεμελιωδώς από την οπτική γωνία των σημερινών κοσμοπολιτών χωρίς σύνορα. Προφανώς δε, θα ήταν εντελώς αντίθετος με τη σημερινή δομή της ΕΕ – η οποία αποτελεί μία μικρογραφία του επιδιωκόμενου από τις ελίτ παγκοσμίου κράτους.
Τα παραπάνω δεν αφορούν βέβαια μόνο τις επιθέσεις που δέχονται τα σύνορα, τα οποία χωρίζουν τα Έθνη μεταξύ τους – αλλά γενικότερα τα όρια που διαχωρίζουν τους ενήλικες από τα παιδιά, τις γυναίκες από τους άνδρες, τα ζώα από τους ανθρώπους, τους Πολίτες από τους μη Πολίτες, τους γηγενείς από τους μετανάστες, τον ιδιωτικό από το δημόσιο βίο κοκ.
Όλα αυτά καταγγέλλονται όλο και πιο συχνά ως αυθαίρετα, αφύσικα και άδικα – κάτι που συμβαίνει παράλληλα με τη διαμάχη, γύρω από τη μαζική μετανάστευση και τα φυσικά σύνορα. Έχουν δε στενή σχέση με τις συζητήσεις για τα παραδοσιακά όρια – τα οποία ασφαλώς χρειάζονται οι άνθρωποι, για να βρουν το δρόμο τους στην καθημερινή ζωή.
Παραδόξως τώρα, η προσπάθεια αλλαγής ή κατάργησης των παραδοσιακών συνόρων, συμβαδίζει με την επιταγή για τη θέσπιση νέων συνόρων. Για παράδειγμα, οι ακτιβιστές χωρίς σύνορα, απαιτούν ασφαλείς χώρους για πρόσφυγες και μετανάστες – οι αντίπαλοι της «πολιτιστικής οικειοποίησης» ζητούν γλωσσικούς ελέγχους, ενώ οι υποστηρικτές της πολιτικής ταυτότητας απασχολούνται με το διαχωρισμό των μειονοτήτων, από την υπόλοιπη, κυρίαρχη κοινωνία.
Η αποξένωση της κοινωνίας
Συνεχίζοντας η σύγχρονη κοινωνία, ιδιαίτερα οι πολιτιστικές και πολιτικές της ελίτ, αγωνίζεται να δώσει νόημα στα συμβολικά όρια – με την έννοια πως τόσο η ακαδημαϊκή βιβλιογραφία, όσο και τα ΜΜΕ, τονίζουν όλο και περισσότερο την αυθαίρετη και ρευστή φύση των συνόρων ή ορίων, αμφισβητώντας έμμεσα ή ρητά, την ηθική τους θέση και τη νομιμοποίηση τους.
Το γεγονός αυτό συμβαίνει συχνά υπό την επίδραση μεταμοντέρνων θεωριών, ιδιαίτερα του έργου του Γάλλου φιλοσόφου G. Deleuze – όπου τα σύνορα παρουσιάζονται ως αόριστες και τεχνητές κατασκευές. Ως παράδειγμα χρησιμοποιείται η «τεχνητότητα» των συνόρων, μεταξύ Ανατολής και Δύσης – πολιτισμένου και απολίτιστου ή Ευρώπης και Ασίας.
Η συγκεκριμένη τάση τώρα να αντιμετωπίζονται τα σύνορα, όπως επίσης άλλες έντονες διακρίσεις και οριοθετήσεις, αποκλειστικά με αρνητική οπτική γωνία, είναι πολύ διαδεδομένη στη σύγχρονη λαϊκή κουλτούρα – γεγονός που σημαίνει ότι, η ταύτιση με μία ρευστή κατάσταση πέρα από τα σύνορα, εκτός ορίων, παρουσιάζεται ως μία θετική και «προοδευτική» αρετή. Ειδικά στον τομέα των επιχειρήσεων, των δημοσίων σχέσεων και της διαφήμισης, ο ενθουσιασμός για το «απεριόριστο» είναι μία έκφανση της ανάληψης κινδύνων – του πρωτοποριακού πνεύματος και της εξερεύνησης του αγνώστου.
Μία τέτοια τοποθέτηση θα μπορούσε να θεωρηθεί, «εμπνευσμένη», εξαιρετικά θετική εάν, για παράδειγμα, αποτελούσε μία προσφυγή στη φωτισμένη καντιανή έννοια του κοσμοπολιτισμού – κάτι που όμως δεν συμβαίνει, αφού η πολιτισμική απόρριψη των συνόρων τροφοδοτείται δυστυχώς από πολυάριθμες, αντικρουόμενες παρορμήσεις.
Εν προκειμένω, η κυρίαρχη κινητήρια δύναμη είναι ο φόβος της ανάληψης ευθύνης για συμβολικές διακρίσεις και σαφή όρια – κάτι που ισχύει τόσο για την πολιτική, όσο και για την ανατροφή των παιδιών. Για παράδειγμα, από κάποιο χρονικό σημείο και μετά, οι γονείς και οι δάσκαλοι προσπαθούν να είναι φίλοι των νέων, αντί ηθικά πρότυπα και μέντορες τους – ενώ στην πολιτική έχουν πάψει να υπάρχουν ανάλογα πρότυπα και προσπάθειες να διδαχθούν οι κυβερνώμενοι από τους κυβερνώντες. Το γεγονός αυτό όμως είναι φανερό πως δεν έχει θετικές συνέπειες – όσο και αν το εξωραΐζει κανείς.
Βέβαια, σχετικά με το ότι τα σύνορα είναι κοινωνικές κατασκευές ταυτόχρονα τεχνητές και αυθαίρετες, είναι δύσκολο να διαφωνήσει κανείς – αφού όποιος κοιτάξει προσεκτικά έναν παγκόσμιο χάρτη, θα εντυπωσιαστεί από την τυχαία φύση του. Για παράδειγμα, πολλά από τα σύνορα της Αφρικής σχεδιάζονται σε ευθείες γραμμές, αποτελώντας μία απόδειξη της έλλειψης φαντασίας των αποικιοκρατικών δυνάμεων – ενώ η διαχωριστική γραμμή μεταξύ ενός παιδιού και ενός ενήλικα, διασχίζεται επανειλημμένα από τους νέους κατά την περίοδο της εφηβείας. Όσον αφορά δε τα σύνορα μεταξύ των Εθνών, τίθενται διαρκώς σε δοκιμασία – από πολιτικούς, από στρατούς, από τους παρόχους υπηρεσιών διαδικτύου, από τις πολυεθνικές, από τους λαθρεμπόρους, από τους μετανάστες κοκ.
Παρά το ότι όμως κανένα σύνορο δεν είναι άθικτο, τα σύνορα δεν είναι μόνο τεχνητές κατασκευές – αλλά αποτελούν τη φυσική ή συμβολική έκφραση μίας κοινωνικής ανάγκης. Με απλά λόγια, δεν μπορεί να περιμένει κανείς να αρέσει σε όλους ένα συγκεκριμένο όριο – εν τούτοις, αυτό το μέσο διαχωρισμού και οριοθέτησης, εκφράζει ανάγκες και προσδοκίες που είναι βαθιά ριζωμένες στην κοινωνία που, χωρίς σύνορα ή/και όρια, αποξενώνεται.
Η υπεράσπιση των συνόρων
Περαιτέρω, με δεδομένη τη στενή και προφανή σχέση μεταξύ σαφών συνόρων και εθνικής κυριαρχίας, δεν προξενεί έκπληξη το γεγονός ότι, η εθνική κυριαρχία έχει γίνει επίσης στόχος μίας κοσμοθεωρίας που είναι αντίθετη με τα σύνορα – με την εθνική κυριαρχία να απορρίπτεται ως μία ξεπερασμένη ιδέα που όχι μόνο διχάζει τους ανθρώπους και φέρνει τα Έθνη σε σύγκρουση μεταξύ τους αλλά, επί πλέον, που έχει καταστεί παρωχημένη, σε έναν παγκοσμιοποιημένο πλανήτη.
Η κριτική αυτή συμβαδίζει με την προσπάθεια υποβάθμισης της εθνικής ιθαγένειας – με την έννοια πως εισάγει διακρίσεις, επειδή δεν παρέχει στους ανθρώπους που ζουν ή/και που έχουν γεννηθεί σε άλλο μέρος του κόσμου, την ίδια θέση, το ίδιο status δηλαδή και τα ίδια δικαιώματα.
Από την άλλη πλευρά, η πολιτική φιλόσοφος κυρία H. Arendt, έχει υποστηρίξει σθεναρά ότι, «ένας Πολίτης είναι, εξ ορισμού, μέλος μίας συγκεκριμένης κοινότητας» – αναφέροντας πως «τα καθήκοντα του Πολίτη πρέπει να ορίζονται και να περιορίζονται όχι μόνο από τα καθήκοντα των συνανθρώπων του αλλά, επί πλέον, από τα όρια μίας επικράτειας». Καταλήγει δε στο εξής:
«Η φιλοσοφία μπορεί να συλλάβει τη γη ως το σπίτι της ανθρωπότητας και ως έναν ενιαίο άγραφο νόμο, αιώνιο και ισχύοντα για όλους. Η πολιτική ασχολείται με ανθρώπους που είναι υπήκοοι πολλών χωρών και κληρονόμοι πολλών παρελθόντων: οι νόμοι τους είναι οι θετικά στημένοι φράχτες που προστατεύουν και οριοθετούν εκείνο το χώρο, εντός του οποίου η ελευθερία δεν είναι μία έννοια (concept), αλλά μία ζωντανή πολιτική πραγματικότητα».
Εν προκειμένω οι αρχαίοι Έλληνες και πρόγονοί μας, όπως αργότερα η Arendt, χρησιμοποίησαν τη μεταφορική έννοια των τειχών της πόλης, για να απεικονίσουν την οριοθέτηση του δημοσίου χώρου της πόλης κράτους – όπου ο Ηράκλειτος είχε πει το εξής:
«Ένας λαός πρέπει να πολεμάει για τους Νόμους της πόλης, σαν να επρόκειτο για τα τείχη της».
Από τη συγκεκριμένη φράση του Ηρακλείτου, είναι φανερό πόσο μεγάλη σημασία πρέπει να δίνεται στην αλλαγή των Νόμων που προτείνουν οι κυβερνήσεις – ειδικά του Συντάγματος. Ανεξάρτητα όμως από αυτό, στα παραπάνω πλαίσια, η Arendt ανέπτυξε μία εντυπωσιακή, ευφάνταστη θεωρία, στην οποία η εμφάνιση των συνόρων εκφράστηκε μέσω του Νόμου – των νόμων δηλαδή των ελληνικών πόλεων κρατών, όπου μόνο με την ενίσχυση των συνόρων, ο Νόμος δημιουργεί τις προϋποθέσεις για έναν μόνιμο δημόσιο και πολιτικό χώρο διαλόγου. Έγραψε δε τα εξής:
«Κατ’ αρχήν, η νομοθεσία δημιουργεί έναν χώρο, εντός του οποίου έχει ισχύ – ενώ αυτός ο χώρος είναι ο κόσμος, στον οποίο μπορούμε να κινούμαστε ελεύθερα».
Με απλά λόγια, είπε το αυτονόητο: το ότι η πολιτική ελευθερία και η άσκηση της, είναι αδιανόητα χωρίς τη χωρική θεσμοθέτηση του δημοσίου βίου – χωρίς δηλαδή να υπάρχουν σαφή σύνορα της χώρας.
Η Arendt δεν ήταν πάντως σε καμία περίπτωση ο μοναδικός φιλόσοφος που τόνισε τη σημασία των εδαφικών περιορισμών για την άνθηση της πολιτικής ζωής – πόσο μάλλον της Δημοκρατίας. Ο John Locke, ένας από τους πατέρες της φιλελεύθερης φιλοσοφίας, μαζί με τον Jean Jacques Rousseau και τον Immanuel Kant, αντιλήφθηκε επίσης τη χωρική οριοθέτηση ως βάση της πολιτικής κυριαρχίας – καθώς επίσης ως προϋπόθεση, για τη διατήρηση της πολιτικής τάξης.
Η σημερινή επίθεση τώρα στην εθνική κυριαρχία και στο καθεστώς της ιθαγένειας, επικαλείται την υποτιθέμενη σημασία και υπεροχή των οικουμενικών και ανθρωπιστικών αξιών – όπου όμως ο οικουμενισμός γίνεται καρικατούρα του εαυτού του, όταν μετατρέπεται σε μία μεταφυσική δύναμη που υπερβαίνει τους κυρίαρχους εθνικούς θεσμούς.
Εν προκειμένω, η προσπάθεια «από-εδαφοποίησης» της κυριαρχίας και των πολιτικών δικαιωμάτων, υποβιβάζει τους ανθρώπους στα πιο αφηρημένα ατομικά χαρακτηριστικά τους – επειδή, όταν η ιδιότητα του Πολίτη, η ιθαγένεια του απογυμνώνεται από το ιδεολογικό και άυλο περιεχόμενο της, οι άνθρωποι χάνουν την ικανότητα τους να σκέφτονται και να ενεργούν ως πολιτική κοινότητα.
Ακριβώς για το λόγο αυτό, η Arendt επιχειρηματολόγησε ως εξής: «Η ίδρυση ενός κυρίαρχου παγκόσμιου κράτους, δεν θα ήταν η προϋπόθεση για την παγκόσμια ιθαγένεια, αλλά το τέλος κάθε ιθαγένειας. Δεν θα ήταν η κορύφωση της παγκόσμιας πολιτικής, αλλά κυριολεκτικά το τέλος της».
Παγκόσμια τυραννία
Συνεχίζοντας, όποιο και αν είναι το κίνητρο για την από-εδαφοποίηση της ιθαγένειας και για την αποδυνάμωση της εθνικής κυριαρχίας, το σίγουρο είναι πως αποτελεί μία επικίνδυνη πρόκληση για τη Δημοκρατία και για τη δημόσια ζωή – ενώ ότι και να σκεφθεί κανείς ή/και να πιστεύει για τα Έθνη-κράτη, δεν μπορεί να υπάρξει δημοκρατική δημόσια ζωή έξω από τα σύνορα τους. Με απλά λόγια, μόνο ως Πολίτες που αλληλοεπιδρούν σε μία γεωγραφικά περιορισμένη περιοχή, είναι δυνατόν να λειτουργήσουν οι άνθρωποι δημοκρατικά και να παράγουν σημαντικά αποτελέσματα.
Η ιδέα εδώ του «κοσμοπολίτικου Δικαίου» που αναπτύχθηκε από τον Kant στο δοκίμιο του «Διαρκής Ειρήνη» (Perpetual Peace, 1795), δηλώνει πως οι αλλοδαποί που εισέρχονται στο έδαφος ενός ξένου κράτους, δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται με εχθρότητα – ονομάζοντας αυτήν την απαίτηση «φυσικό δικαίωμα φιλοξενίας».
Εν τούτοις, η αναφορά του Kant στο δικαίωμα φιλοξενίας, δεν υπονοούσε το δικαίωμα εγκατάστασης – ενώ ο φιλόσοφος δεν αμφισβήτησε ποτέ τη νομιμότητα ή/και την αναγκαιότητα των εδαφικών συνόρων. Αντίθετα, ο Kant τοποθετήθηκε εναντίον ενός κόσμου χωρίς σύνορα – επειδή ένα παγκόσμιο κράτος θα οδηγούσε σε μία παγκόσμια τυραννία.
Ειδικότερα, ο φιλόσοφος υποστήριξε μία ομοσπονδιακή συνεργασία ελεύθερων και ανεξάρτητων κρατών – η οποία, κατά τον ίδιο, θα ήταν προτιμότερη από «μία ένωση χωριστών Εθνών, κάτω από μία εξουσία που υπερβαίνει και υποσκελίζει τις άλλες». Η άποψη λοιπόν του Kant, σύμφωνα με την οποία οι υπερεθνικοί νόμοι στερούνται το ηθικό βάθος που απαιτείται για την άσκηση εξουσίας, θυμίζει τις σημερινές συζητήσεις σχετικά με τη νομολογία της ΕΕ – η οποία συχνά είναι απαράδεκτη, αφού δεν εξυπηρετεί τα συμφέροντα των Πολιτών αλλά των ισχυρών κρατών, των πολυεθνικών, των τραπεζών κλπ.
Κατά τον Kant οι νόμοι γίνονται όλο και πιο αναποτελεσματικοί, όσο η κυβέρνηση διευρύνει το πεδίο εφαρμογής τους – γεγονός που σημαίνει πως το όραμα του για τον κοσμοπολιτισμό, διαφέρει θεμελιωδώς από την οπτική γωνία των σημερινών κοσμοπολιτών χωρίς σύνορα. Προφανώς δε, θα ήταν εντελώς αντίθετος με τη σημερινή δομή της ΕΕ – η οποία αποτελεί μία μικρογραφία του επιδιωκόμενου από τις ελίτ παγκοσμίου κράτους.
Επίλογος
Ολοκληρώνοντας, η ταύτιση των ανθρώπων που γεννήθηκαν σε ένα κοινό περιβάλλον διαβίωσης είναι ο σημαντικότερος τρόπος, με τον οποίο η διαπροσωπική αλληλεγγύη μπορεί να αποκτήσει έναν δυναμικό πολιτικό χαρακτήρα – αφού οι άνθρωποι που ασκούν τα πολιτικά τους δικαιώματα, έχουν συγκεκριμένα συμφέροντα που αποτελούν τη βάση της αλληλεγγύης τους.
Επομένως, η στέρηση τους από αυτά τα συμφέροντα, θα μείωνε την ικανότητα τους να ενεργούν ως υπεύθυνοι Πολίτες – ενώ χωρίς υπεύθυνους Πολίτες, δεν υπάρχει δημοκρατία. Μία παγκόσμια διακυβέρνηση λοιπόν, θα ισοδυναμούσε με μία παγκόσμια τυραννία – κάτι που θα μπορούσε να ισχύει και για την ΕΕ, η οποία αποτελεί μία μικρογραφία της επιδιωκόμενης παγκοσμιοποίησης και κατάργησης των συνόρων, καθώς επίσης των εθνικών κρατών (ανάλυση).
Ολοκληρώνοντας, η ταύτιση των ανθρώπων που γεννήθηκαν σε ένα κοινό περιβάλλον διαβίωσης είναι ο σημαντικότερος τρόπος, με τον οποίο η διαπροσωπική αλληλεγγύη μπορεί να αποκτήσει έναν δυναμικό πολιτικό χαρακτήρα – αφού οι άνθρωποι που ασκούν τα πολιτικά τους δικαιώματα, έχουν συγκεκριμένα συμφέροντα που αποτελούν τη βάση της αλληλεγγύης τους.
Επομένως, η στέρηση τους από αυτά τα συμφέροντα, θα μείωνε την ικανότητα τους να ενεργούν ως υπεύθυνοι Πολίτες – ενώ χωρίς υπεύθυνους Πολίτες, δεν υπάρχει δημοκρατία. Μία παγκόσμια διακυβέρνηση λοιπόν, θα ισοδυναμούσε με μία παγκόσμια τυραννία – κάτι που θα μπορούσε να ισχύει και για την ΕΕ, η οποία αποτελεί μία μικρογραφία της επιδιωκόμενης παγκοσμιοποίησης και κατάργησης των συνόρων, καθώς επίσης των εθνικών κρατών (ανάλυση).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου