Συνέχεια από: Σάββατο 15 Ιουλίου 2023
ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΟ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΤΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ (ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΤΟΜΟΣ)
WINDELBAND WILHELM - HEIMSOETH HEINZ
Η ΕΡΙΔΑ ΓΙΑ ΤΙΣ ΓΕΝΙΚΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ (ΤΑ «ΚΑΘΟΛΟΥ»)
2. Όπως στὴν ἀρχαιότητα, ἔτσι καὶ τώρα, στὸ πλαίσιο τῆς προσπάθειας νὰ ἐξασφαλιστεῖ ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ πραγματικότητα τῶν γενικῶν ἀντικειμένων, ἐμφανίζεται ἡ χαρακτηριστικὴ ἰδέα ὅτι τὸ εἶναι ἔχει διαφορετικές βαθμίδες. Σύμφωνα μὲ αὐτὴ τὴ διδασκαλία ἕνα τμῆμα τοῦ εἶναι (τὸ γενικό) εἶναι κάτι παραπάνω ἀπὸ τὸ ἄλλο (τὸ ἐπιμέρους): Τὸ εἶναι θεωρεῖται κάτι πού, ὅπως κάθε ἄλλη ιδιότητα, ἐπιδέχεται συγκρίσεις, εἶναι δυνατὸ νὰ ἐνταθεῖ ἢ νὰ ἀποδυναμωθεῖ: στὸ ἕνα πράγμα ὑπάρχει περισσότερο εἶναι, στὸ ἄλλο λιγότερο. Συνηθίζουμε ἔτσι στὴν ἰδέα ὅτι ἡ ἔννοια τοῦ εἶναι (esse, existere) σχετίζεται μὲ τὴν ἔννοια τοῦ τί εἶναι (essentia), ἀκριβῶς ὅπως σχετίζονται τὰ ἄλλα γνωρίσματα καὶ οἱ ἄλλες ἰδιότητες, καὶ μάλιστα κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο ποὺ ἐπιδέχεται διαβαθμίσεις. Ἔτσι, ένα πράγμα έχει λιγότερο ἢ περισσότερο εἶναι, ἀκριβῶς ὅπως ἔχει λιγότερη ἢ περισσότερη έκταση, δύναμη, συνοχή. Καὶ ὅπως τὸ πράγμα αὐτὸ μπορεῖ νὰ δέχεται ἢ νὰ ἀποβάλλει τὶς ἄλλες ἰδιότητες, μπορεῖ ἐπίσης νὰ δέχεται ἢ νὰ χάνει καὶ τὴν ἰδιότητα τοῦ εἶναι. Πρέπει νὰ ἔχουμε διαρκῶς στὸ νοῦ μας αὐτὲς τὶς ἐκφράσεις καὶ τὴ γενικὴ κατεύθυνση τῆς ρεαλιστικῆς σκέψης, γιὰ νὰ κατανοήσουμε μιὰ σειρὰ ἀπὸ μεταφυσικὲς θεωρίες τοῦ Μεσαίωνα. Ἔτσι ἐξηγεῖται ἐπίσης καὶ ἡ πιὸ σημαντικὴ διδασκαλία ποὺ ἔπλασε ὁ ρεαλισμός: ἡ ὀντολογικὴ ἀπόδειξη τῆς ὕπαρξης τοῦ Θεοῦ, ὅπως διατυπώθηκε ἀπὸ τὸν ῎Ανσέλμο τῆς Κανταβρυγίας.
Ὅσο πιὸ γενικὸ εἶναι κάποιο ἀντικείμενο, τόσο πιὸ πραγματικὸ εἶναι. Απὸ αὐτὸ συνάγεται ὅτι ἐφόσον ὁ Θεὸς εἶναι τὸ πιὸ γενικὸ ὄν, εἶναι καὶ τὸ πιὸ πραγματικό· ἐφόσον εἶναι τὸ ἀπόλυτα γενικὸ ὄν, εἶναι καὶ τὸ ἀπόλυτα πραγματικό ens realissimum. Σύμφωνα λοιπὸν μὲ τὴν ἔννοιά του ὁ Θεὸς δὲν εἶναι μόνο τὸ πιὸ πραγπματικὸ ὂν σὲ σύγκριση μὲ τὰ ἄλλα ὄντα, ἀλλὰ καὶ τὸ ἀπόλυτα πραγματικό· ἀπὸ τὴν πραγματικότητά του δὲν νοεῖται ἄλλη μεγαλύτερη καὶ ἀνώτερη.
Κατὰ τὴν ἐξέλιξη αὐτῆς τῆς σειράς συλλογισμῶν ἡ ἔννοια τοῦ εἶναι συνδέθηκε ἀναπόσπαστα ἤδη στὴν ἀρχαιότητα μὲ τὸ ἄξιολογικό κατηγόρημα της τελειότητας. Οἱ διαβαθμίσεις τοῦ εἶναι ἀποτελοῦν ταυτόχρονα διαβαθμίσεις τῆς τελειότητας: ὅσο περισσότερο «εἶναι» κάτι, τόσο πιὸ τέλειο εἶναι· καὶ ἀντίστροφα: ὅσο πιὸ τέλειο εἶναι κάτι, τόσο περισσότερο «εἶναι». Επομένως ἡ ἔννοια τοῦ ἀνώτατου εἶναι εἶναι συνάμα ἡ ἔννοια μιᾶς ἀπόλυτης τελειότητας, δηλαδὴ μιᾶς τελειότητας ποὺ δὲν νοεῖται ἄλλη ἀνώτερη καὶ μεγαλύτερη ἀπὸ αὐτήν: ens perfectissimum.
Σύμφωνα μὲ αὐτὲς τὶς προϋποθέσεις ὁ "Ανσέλμος συμπεραίνει σωστὰ ὅτι καὶ μόνο ἀπὸ τὴν ἔννοια τοῦ Θεοῦ ὡς τοῦ πιὸ τέλειου καὶ πιὸ πραγματικοῦ ὄντος πρέπει ἀναγκαστικὰ νὰ ἕπεται καὶ ἡ ὕπαρξή του. Γιὰ νὰ ἐνισχύσει μάλιστα αὐτὸ τὸ συμπέρασμα καταφεύγει σε διαφορετικὲς ἀποδεικτικές διαδικασίες. Στο Monologium ἀκολουθεῖ τὸ παλαιὸ κοσμολογικὸ ἐπιχείρημα σύμφωνα μὲ τὸ ὁποῖο, ἀφοῦ γενικὰ ὑπάρχει εἶναι, κατανάγκην πρέπει νὰ δεχτοῦμε ἕνα ὑπέρτατο καὶ ἀπόλυτο εἶναι, ἀπὸ τὸ ὁποῖο ἀντλοῦν τὸ εἶναι τοὺς ὅλα τὰ ἄλλα ὄντα. Αὐτὸ ὅμως τὸ ἀπόλυτο εἶναι ἀντλεῖ τὸ εἶναι του ἀπὸ τὸν ἑαυτό του (aseitas), ἀπὸ τὴ δική του οὐσιαστικότητα. Κάθε ἐπιμέρους ὄν εἶναι δυνατὸ νὰ νοηθεῖ καὶ ὡς μὴ ὄν: ἡ οὐσία του δὲν ἀντλεῖ πραγματικότητα ἀπὸ τὸ ἴδιο, ἀλλὰ ἀπὸ κάτι ἄλλο (ἀπὸ αὐτὸ ἀκριβῶς τὸ ἀπόλυτο). Απεναντίας, τοῦτο τὸ τελειότατο εἶναι μποροῦμε νὰ τὸ ἐννοήσουμε μόνο ὡς κάτι ποὺ ἔχει ὀντότητα, καὶ συνεπῶς ἡ ὕπαρξή του ὀφείλεται σὲ μιὰ ἀναγκαιότητα τῆς ἴδιας τῆς φύσης του. Ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ (καὶ μόνο τοῦ Θεοῦ) συνεπάγεται τὴν ὕπαρξή του. Σε τελική λοιπόν ἀνάλυση ἡ ἀπόδειξη αὐτὴ βασίζεται στὸ βασικὸ ἐλεατικὸ διανόημα: ἔστιν εἶναι, τὸ εἶναι ὑπάρχει καὶ δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ νοηθεῖ παρὰ μόνο ὡς κάτι ποὺ ὑπάρχει.
Ὁ Άνσελμος, προσπαθώντας νὰ κάνει αὐτὸν τὸ συλλογισμό του πιὸ ἁπλὸ καὶ πιὸ κατανοητό, τὸν περιέπλεξε κατά περίεργο τρόπο. Στο Proslogium ἐπιχειρεῖ νὰ ἀποδείξει (πρόκειται γιὰ τὴ λεγόμενη ὀντολογικὴ ἀπόδειξη) ὅτι ἤδη ἡ ἔννοια τοῦ τελειότατου ὄντος συνεπάγεται ὅτι τὸ ὂν αὐτὸ εἶναι πραγματικὸ - ἐντελῶς ἄσχετα ἀπὸ τὸ εἶναι τῶν ἄλλων πραγμάτων. Καθὼς αὐτὴ ἡ ἔννοια νοεῖται, ἔχει ἤδη ψυχική πραγματικότητα: ὡς περιεχόμενο της συνείδησης η τελειότατη ουσία έχει ἕνα «εἶναι» (esse in intellectu). Αν ὅμως αὐτὴ ἡ τελειότατη ουσία ὑπῆρχε μόνο ὡς συνειδησιακό περιεχόμενο καὶ δὲν εἶχε καὶ μεταφυσικὴ πραγματικότητα (esse etiam in re), θὰ ἦταν δυνατὸ νὰ νοηθεί μια ακόμη πιο τέλεια ουσία, ποὺ δὲν θὰ εἶχε μόνο ψυχική αλλά και μεταφυσική πραγματικότητα. Έτσι ὅμως ἡ οὐσία ἐκείνη δὲν θὰ ἦταν ἡ πιὸ τέλεια ἀπὸ ὅλες. Επομένως ἤδη στὴν ἔννοια της τελειότατης ουσίας (quo maius cogitari non potest [ποὺ δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ νοηθεί άλλη καλύτερή της]) εμπεριέχεται καὶ τὸ ὅτι ἡ οὐσία αὐτὴ δὲν ὑπάρχει μόνο ὡς παράσταση ἀλλὰ ἔχει καὶ ἀπόλυτη πραγματικότητα.
Εἶναι ὁλοφάνερο ὅτι ἡ διατύπωση αὐτὴ δὲν εἶναι ἰδιαίτερα ἐπιτυχὴς καὶ ὅτι ὁ ᾿Ανσέλμος ἐκφράζει πολὺ ἀδέξια αὐτὸ ποὺ εἶχε στὸ νοῦ του. Δὲν χρειάζεται μεγάλη οξύνοια γιὰ νὰ ἀντιληφθεί κανεὶς ὅτι ὁ ᾿Ανσελμος ἀπέδειξε μόνο ὅτι ἂν νοηθεῖ ὁ Θεός (ὡς τελειότατο ὄν), πρέπει κατανάγκην να νοηθεῖ καὶ ὡς ὑπαρκτός, δηλαδὴ δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ νοηθεῖ ὡς μὴ ὄν. Ἡ ὀντολογικὴ ὅμως ἀπόδειξη ποὺ ἀναπτύσσεται στο Proslogium δὲν ἀποδείχνει οὔτε στὸ ἐλάχιστο ὅτι ἀναγκαστικὰ πρέπει νὰ νοηθεῖ ὁ Θεός, δηλαδή νὰ νοηθεῖ μιὰ τελειότατη οὐσία. Αὐτὸ ποὺ ἀνάγκαζε τὸν Ανσελμο νὰ παραδεχτεῖ αὐτὴ τὴν ἰδέα δὲν ἦταν μόνο ή θρησκευτική πεποίθησή του ἀλλὰ καὶ ἡ κοσμολογικὴ ἀπόδειξη ποὺ εἶχε διατυπωθεῖ στὸ Monologium. Πιστεύοντας ὅτι δὲν χρειαζόταν πιὰ νὰ βασιστεῖ σὲ αὐτὴν καὶ ὅτι ἀρκοῦσε ἡ ἔννοια τοῦ Θεοῦ γιὰ νὰ ἀποδειχτεῖ καὶ ἡ ὕπαρξή του, υἱοθετοῦσε τὴ βασικὴ ἰδέα τοῦ ρεαλισμοῦ ὅτι οἱ ἔννοιες, ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὴ γένεση καὶ τὴ θεμελίωσή τους στὸν ἀνθρώπινο νοῦ, εἶναι ἀληθινές, δηλαδή πραγματικές. Βασισμένος λοιπὸν στὸ ὅτι ἡ ἔννοια τοῦ Θεοῦ εἶναι μιὰ ψυχική πραγματικότητα, επιχείρησε νὰ ἀποδείξει συμπερασματικὰ ὅτι ἡ ἔννοια αὐτὴ ἔχει καὶ μεταφυσική πραγματικότητα.
Ἔτσι, ἀπὸ μιὰ ἄποψη ἡ πολεμικὴ τοῦ Gaunilo πραγματικά τὸν χτυπᾶ στὸ ἀδύνατο σημεῖο. Ὁ Gaunilo παρατήρησε ὅτι μὲ τὴ μέθοδο τοῦ ᾿Ανσέλμου θα μπορούσαμε νὰ ἀποδείξουμε ὅτι κάθε παράσταση, λ.χ. ἡ παράσταση ἑνὸς νησιοῦ, εἶναι πραγματική, ἀρκεῖ μόνο νὰ εἴχαμε συμπεριλάβει σὲ αὐτὴ τὴν παράσταση και τὸ γνώρισμα τῆς τελειότητας. Γιατὶ εἶναι φανερὸ ὅτι, ἂν τὸ τελειότατο νησὶ δὲν ἦταν πραγματικό, τὸ πραγματικό νησί, ποὺ θὰ εἶχε καὶ ὅλα τὰ ἄλλα γνωρίσματα του προηγούμενου, θὰ ἦταν ἀνώτερο σὲ τελειότητα. Τὸ μὴ πραγματικὸ θὰ ἦταν ὑποδεέστερο ἀπὸ τὸ πραγματικὸ ὡς πρὸς τὸ εἶναι, καὶ ἑπομένως δὲν θὰ ἦταν τελειότατο. Εδώ βέβαια μπορεῖ νὰ ἀπαντήσει κανεὶς ὅτι ἡ Έννοια τοῦ τελειότατου νησιοῦ εἶναι ἐντελῶς ἄχρηστο, καὶ αυθαίρετο πλάσμα της φαντασίας ἡ ἀκόμη ὅτι περιέχει μια εσωτερική αντίφαση, ἐνῶ ἀπεναντίας ἡ ἔννοια της απόλυτης πραγματικής ουσίας είναι κάτι ἀναγκαῖο καὶ δὲν περιέχει καμία αντίφαση. Αντί για αὐτὸ ὅμως ἡ ἀπάντηση του Άνσελμου ἐξαντλείται στην επανάληψη τοῦ ἐπιχειρήματος ὅτι ἐφόσον τὸ τελειότατο ον υπάρχει στη διάνοια, κατανάγκην ὑπάρχει καὶ στὰ πράγματα (in re).
Ἔτσι λοιπὸν ἡ πειστικότητα αὐτοῦ τοῦ ἐπιχειρήματος είναι πολύ μικρὴ γιὰ ὅποιον δὲν θεωρεῖ τὴν ἔννοια τοῦ ἀπόλυτου εἶναι αναγκαία (όπως κάνει ὁ ᾿Ανσέλμος, χωρὶς νὰ τὸ ὁμολογεῖ). Ωστόσο, ὅμως, τὸ ὀντολογικὸ ἐπιχείρημα είναι πολύτιμο στοιχείο γιὰ τὸ χαρακτηρισμό του μεσαιωνικού ρεαλισμοῦ, ποὺ τὸν ἐκφράζει με συνέπεια. Γιατί ἡ ἰδέα ὅτι τὸ ἀνώτατο ον οφείλει την πραγματικότητά του αποκλειστικά και μόνο στη δική του ουσία καί, ἐπομένως, ἡ πραγματικότητα αυτή πρέπει να αποδείχνεται ἀποκλειστικὰ ἀπὸ τὴν ἔννοια τοῦ ἀνώτατου ὄντος είναι η φυσική κατάληξη μιας διδασκαλίας ποὺ ἀνάγει τὸ εἶναι τῶν αἰσθητῶν πραγμάτων στη συμμετοχή τους σὲ ἔννοιες καὶ ἀναγνωρίζει ότι στὸ χῶρο τῶν ἐννοιῶν ἡ πραγματικότητα διαβαθμίζεται αξιολογικά, ἀνάλογα μὲ τὸ βαθμὸ τῆς γενικότητας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου