Συνέχεια από: Δευτέρα 3 Ιουλίου 2023
Hegel, Heidegger και το θεμέλιο της ΙστορίαςΚεφάλαιο 2: Το ερώτημα περί του θεμελίου της ιστορία ε
Michael Allen Gillespie
The University of Chicago Press, 1984
Η πρόσληψη της αντινομίας από τον Hegel: Η επανάσταση της ελευθερίας και η τυραννία της φυσικής επιθυμίας
The University of Chicago Press, 1984
Η πρόσληψη της αντινομίας από τον Hegel: Η επανάσταση της ελευθερίας και η τυραννία της φυσικής επιθυμίας
Ο Hegel σημειώνει στην «Φιλοσοφία της Ιστορίας»: «Το σύνταγμα της Αγγλίας αποτελείται από καθαρά συγκεκριμένα δικαιώματα και ειδικά προνόμια: η κυβέρνηση είναι ουσιαστικά διοικητικού χαρακτήρα, δηλαδή προσλαμβάνει τα συμφέροντα όλων των ειδικών κοινωνικών τάξεων και κλάσεων». Η Αγγλική κυβέρνηση σύμφωνα με τον Hegel απλώς ρυθμίζει προϋπάρχουσες κοινωνικές ομαδοποιήσεις, που αναδύονται από την τυχαία ομοιότητα συμφερόντων και φυσικών επιθυμιών. Το Αγγλικό κράτος ταυτίζεται ουσιαστικά με αυτό που περιγράφει ο Hobbes, ο οποίος διαπίστωσε πως η φύση και ο οργανισμός του κράτους πρέπει να εγκαθιδρυθούν στη βάση της ανθρώπινης φύσης, των ανθρώπινων κλίσεων, κτλ.,». Από αυτή την οπτική γωνία είναι χαρακτηριστικό «της αγγλικής φιλοσοφίας, η οποία είναι επίσης απλώς η σύλληψη του φυσικού μέσα στις σκέψεις. Οι δυνάμεις, οι νόμοι της φύσεως, είναι οι θεμελιώδεις καθορισμοί». Αυτός, και ως προς το θέμα αυτό και ο Locke, παραμένουν μέσα στην προϋπόθεση που έθεσε ο Bacon, πως η αλήθεια πρέπει να βρεθεί στα φυσικά πάθη και τις προσλήψεις του ανθρώπου, δηλαδή στην εμπειρία. Ως βάση του αγγλικού φιλελευθερισμού όμως, αυτό παράγει μόνο την εξατομίκευση. Το κράτος του Rousseau προοριζόταν να ιδρυθεί μέσα στην ελευθερία, αυτό του Hobbes στην φυσική αναγκαιότητα, αυτό του Rousseau στην γενική βούληση, αυτό του Hobbes στα συγκεκριμένα προσωπικά συμφέροντα. Το αγγλικό σύστημα είναι πιο συγκεκριμένο από το γαλλικό, καθώς είναι πιο αποκεντρωμένο, αυτή όμως η αποκέντρωση έχει τα μειονεκτήματα της: «Το γενικό συμφέρον είναι με τον τρόπο αυτό συγκεκριμένο, και το συγκεκριμένο μέσα σε αυτό γνωστό και επιθυμητό. Αυτοί όμως οι θεσμοί συγκεκριμένων συμφερόντων, δεν επιτρέπουν με κανένα τρόπο ένα γενικό σύστημα».
Το αγγλικό πολιτικό σύστημα δεν βασίζεται στην γενική βούληση, κατά τη γνώμη του Hegel, ούτε επικεντρώνεται στο κυρίαρχο πνεύμα της κοινότητας, αλλά εδράζεται στο ατομικό ίδιον συμφέρον των λογικών, δηλαδή υπολογιζόντων, ζώων. Η κυβέρνηση δεν εγκαθιδρύει ένα εθνικό χαρακτήρα, απλώς συντονίζει τις διάφορες ομάδες ειδικών συμφερόντων. Στην πραγματικότητα επομένως δεν υπάρχει καθολικό ή εθνικό συμφέρον, αλλά μόνο μια συλλογή συγκεκριμένων συμφερόντων που προέρχονται από φυσικές επιθυμίες-συνεπώς δεν υπάρχει κράτος με την αυστηρή έννοια του όρου. Πράγματι, το να ανήκει κανείς στο κράτος καθίσταται κάτι το προαιρετικό. Επομένως, σε αντίθεση προς την κυρίαρχη γνώμη, «πουθενά δεν υπάρχουν λιγότεροι θεσμοί πραγματικής ελευθερίας, απ’ ότι στην Αγγλία». Οι Άγγλοι αντιλαμβάνονται την ελευθερία τους, σύμφωνα με τον Hegel, ως ελευθερία ατόμων και οργανισμών, και η κυβέρνηση τους φαίνεται απαραίτητη μόνο για να διασφαλίζει την ιερότητα των συμβολαίων και της άμυνας, αλλά ακόμη και εδώ, δηλαδή στον στρατό, μπορούν να αγορασθούν θέσεις πάνω στις οποίες βασίζεται η ίδια η ύπαρξη του κράτους. Αυτό εγγυάται σύμφωνα με τον Hegel την κυριαρχία της φυσικής αναγκαιότητας με την μορφή ευκαιριακών ατομικών επιθυμιών και παθών. Μόνο η σωματοποιημένη καθολική βούληση μπορεί να είναι αληθινά λογική και ελεύθερη, και είναι ακριβώς αυτή η βούληση που θυσιάζεται χάριν του ατομικού συμφέροντος. Η αγγλική μεγαλοαστική κοινωνία επομένως, δεν είναι ελεύθερη, αλλά σκλαβωμένη στην φυσική επιθυμία. Ο αγγλικός φιλελευθερισμός, και κάθε φιλελευθερισμός που δεν πάει πέραν της αστικής κοινωνίας, είναι λοιπόν, κατά την γνώμη του Hegel, διεφθαρμένη, επειδή δεν είναι και ποτέ δε θα μπορέσει να είναι αληθινά φιλελεύθερη, δηλαδή αληθινά ελεύθερη.
Η κυριαρχία του ατόμου που διέπεται από την φυσική επιθυμία ενισχύει την γενική διαφθορά και εκφυλισμό των συνηθειών και ηθών, καθώς η αξία κάθε πράγματος κρίνεται μόνο με όρους της ανταλλακτικής του αξίας. Η πρακτική αγοράς και πώλησης ψήφων είναι ιδιαίτερα επιθετική και επιδεικνύει με τον πιο σαφή τρόπο την έλλειψη οποιασδήποτε πραγματικής ελευθερίας στην Αγγλία. Η ιδιοκτησία λοιπόν, και όχι η ανθρωπότητα, κυβερνά, και η αρχή της δημοκρατίας υπονομεύεται-η κυβέρνηση αντιπροσωπεύει και μιλά όχι για το γενικό καλό των ανθρώπων, αλλά για το συλλογικό καλό της ιδιοκτησίας.
Αυτή επίσης είναι η πηγή της μεγάλης αυστηρότητας της αγγλικής κυβέρνησης. Σε σύγκριση με την Γαλλία, αυτή η έμφαση πάνω σε συγκεκριμένα και πρακτικά θέματα διασφαλίζει μια κυβέρνηση ανθρώπων προπονημένων από την νεότητα τους σε πρακτικά προβλήματα της λειτουργίας του κράτους. Σε κανένα άλλο κράτος δεν είναι πιο σημαντική η εθνική οικονομία και σε κανένα άλλο κράτος δεν γίνεται πιο αποτελεσματική διαχείριση της, σε μεγάλο βαθμό επειδή το κέρδος εξαρτάται από την ικανότητα προσδιορισμού και ικανοποίησης των αναγκών των άλλων. Οι άνθρωποι λοιπόν οδηγούνται φυσικά στο να υπολογίσουν τις συγκεκριμένες ανάγκες και επιθυμίες των συνανθρώπων τους και είναι επιτυχείς στο βαθμό που τις αντιλαμβάνονται και καταλαβαίνουν πως να τις ικανοποιήσουν. Η ευημερία την οποία γεννά αυτό το σύστημα είναι βέβαια εχθρική προς τον ορθολογικό νόμο, και υποσκάπτει μάλλον παρά στηρίζει το κοινό καλό. Κατά πρώτον, αν αφεθεί μόνη της, η αστική κοινωνία παράγει ένα μικρό αριθμό πλούσιων πολιτών και μεγάλο αριθμό φτωχοποιημένου όχλου, όχι κατ’ ανάγκη ως αποτέλεσμα κάποιας εκμετάλλευσης-όπως θα το έθετε ο Marx-αλλά επειδή η εξειδίκευση και μερισμός της εργασίας μεγεθύνει τις προϋπάρχουσες φυσικές διαφορές μεταξύ των ανθρώπων, και επειδή μερικοί ξεκινούν τη ζωή τους με περισσότερο κεφάλαιο και έχουν επομένως μεγαλύτερη πιθανότητα επιτυχίας από άλλους, λόγω συγκυριών της γέννησης τους. Η ανέχεια που προκύπτει δεν είναι απλώς πολιτικά αποσταθεροποιητική, αλλά θεμελιωδώς απάνθρωπη, καθώς σύμφωνα με την άποψη του Hegel, η ανθρωπότητα του ανθρώπου δεν αναδύεται από την φυσική του ατομικότητα, αλλά από τον χαρακτήρα της ηθικής κοινότητας της οποίας είναι μέλος. Ούτε οι πλούσιοι είναι άνοσοι-η ανθρωπότητα τους όχι μόνο υποφέρει από την ίδια διάλυση και εξατομίκευση, και από ακόμα εντονότερη στενότητα και εξειδίκευση, σε σχέση προς τους φτωχούς, αλλά καθώς είναι πολύ πιο ικανοί προς ικανοποίηση των αναγκών τους, είναι πολύ λιγότερο πιθανό να βρουν ικανοποίηση, επειδή είναι προς συμφέρον όλων των άλλων να ανακαλύψουν νέες ανάγκες για τους πλούσιους, να τις υποδιαιρέσουν και να πολλαπλασιάσουν τις ανάγκες που ήδη έχουν. Ο Hegel λοιπόν συμπεραίνει πως κατά την περίοδο της ειρήνης η ζωή των μεγαλοαστών είναι βάλτος (Versumpfung) της ανθρωπότητας, και πως μόνο μέσω του πολέμου μπορεί ο μεγαλοαστός να ανυψωθεί πάνω από το συμφέρον του και ασχοληθεί με το κράτος, αλλά και σε αυτές τις περιπτώσεις ο πατριωτισμός του δεσμεύεται με την οικονομική και προσωπική ευημερία του. Και έτσι, εάν η κοινωνία αυτή δεν συμφιλιωθεί με τις αληθινές αρχές της ελεύθερης και ορθολογικής διακυβέρνησης, δεν θα μπορέσει ποτέ να αποτελέσει μια αληθινά ηθική κοινότητα, και επομένως τα μέλη της δε θα μπορέσουν να επιτύχουν αληθινή ελευθερία και ανθρωπότητα, αλλά θα παραμείνουν παγιδευμένα στην μοναξιά της ατομικότητας τους και τη σκλαβιά της φυσικής επιθυμίας.
Το πολιτικό πρόβλημα που ο Hegel έβλεπε στην Αγγλία και την Γαλλία ήταν η σχάση ή η αποξένωση της ελευθερίας και της φυσικής αναγκαιότητας. Η αφηρημένη ελευθερία της ανθρώπινης αυτοσυνειδησίας, όπως εκδηλώνεται στην καθολική βούληση, έπρεπε να συμφιλιωθεί με την συγκεκριμένη αναγκαιότητα της φυσικής επιθυμίας όπως εμφανίζεται στο ατομικό συμφέρον. Η λύση στο πρόβλημα του Hegel βρίσκεται επομένως στη συμφιλίωση των αρχών της Γαλλικής Επανάστασης και της συγκεκριμένης πραγματικότητας της αγγλικής αστικής κοινωνίας. «Στο εθνικό τους σύνταγμα οι Γάλλοι είχαν αρχίσει με αφαιρέσεις, γενικές σκέψεις που είναι αρνητικές ενάντια στην πραγματικότητα-οι Άγγλοι αντιθέτως με συγκεκριμένη πραγματικότητα για το άμορφο οικοδόμημα του συντάγματος τους. Οι συγγραφείς τους επίσης δεν είχαν ανυψώσει τους εαυτούς τους στις γενικές και θεμελιώδεις προτάσεις». Η Γαλλία και η Αγγλία, σύμφωνα με τον Hegel, είναι αντιθετικές στον βασικό τους εθνικό χαρακτήρα. Οι Γάλλοι αποδέχονται ως θεμελιώδη την έννοια της αφηρημένης ελευθερίας, που δεν είναι κάτι παραπάνω από την άρνηση της πραγματικότητας, του φυσικού. Οι Άγγλοι από την άλλη, θεωρούν τον φυσικό άνθρωπο μέσα στη συγκεκριμένη πραγματικότητα των αναγκών και επιθυμιών ως θεμελιωδώς πραγματικό, αποκλείοντας έτσι την όποια δυνατότητα ελευθερίας. Ένα ορθολογικό και καλό πολιτικό σύστημα προϋποθέτει την συμφιλίωση αυτών των δυο θέσεων. Μια τέτοια συμφιλίωση υποθέτει την πολιτική μεταμόρφωση των καθεστώτων στη βάση των αρχών, που και οι ίδιες είναι αποτέλεσμα της θεωρητικής λύσης της αντίφασης τους. Ο Hegel πίστευε πως διέκρινε την έναρξη μιας τέτοιας πολιτικής μεταμόρφωσης στη Γαλλία με την εγκαθίδρυση της Διεύθυνσης και του Code Napoleon. Ο Hegel είχε σε μεγάλη υπόληψη τον Ναπολέοντα, αν και όχι τόσο ως στρατηγό ή κατακτητή, αλλά ως νομοθέτη. Οι ευχές του για την επιτυχία του Ναπολέοντα και των Γάλλων προήλθαν πιθανόν από την εκτίμηση του, όχι για την επανάσταση, αλλά για τον συνδυασμό της λογικής και του μέτρου στους πολιτικούς θεσμούς του Ναπολέοντα, αν και έβλεπε κριτικά τις προσπάθειες του Ναπολέοντα, σημειώνοντας πως η προσπάθεια του να δώσει ένα μοντέρνο σύνταγμα στην Ισπανία απέτυχε, επειδή δεν ταίριαζε με τον εθνικό τους χαρακτήρα και το επίπεδο ανάπτυξης τους. Τέτοιες συνταγματικές μοναρχίες, όσο ατελείς και να είναι, πρόσφεραν κατά την γνώμη του Hegel έστω μια μερική συμφιλίωση των αρχών της Επανάστασης και του προσωπικού συμφέροντος της μεγαλοαστικής κοινωνίας, και περιόριζε σε ελάχιστο βαθμό τις πιο χονδροειδείς καταχρήσεις και των δυο. Έτσι λοιπόν, ο Hegel πιστεύει:
«Είναι βέβαια φανερό, πως μετά από δέκα χρόνια αγώνα και μιζέριας ενός μεγάλου μέρους της Ευρώπης, αρκετά έμαθαν (οι άνθρωποι), τουλάχιστον τα βασικά, ώστε να γίνουν πιο ανθεκτικοί στην αντίθεση τους προς τους τυφλούς θρήνους για την ελευθερία. Το νέφος της ελευθερίας σε αυτό το αιματηρό παιχνίδι, μέσα στο οποίο έπεσαν λαοί στην άβυσσο της μιζέριας, προσπαθώντας να το αγκαλιάσουν, έχει διαλυθεί, και συγκεκριμένες μορφές και έννοιες έχουν μπει στη σφαίρα του δημοφιλούς. Ο θρήνος της ελευθερίας δε θα έχει αποτέλεσμα. Η αναρχία διαχωρίστηκε από την ελευθερία, και το ότι μια σταθερή κυβέρνηση είναι απαραίτητη για την ελευθερία , έχει ριζώσει βαθιά, αλλά απλώς τόσο βαθιά, ώστε ο λαός πρέπει να συμμετάσχει στους νόμους και στις πιο σπουδαίες υποθέσεις του κράτους».
Στη Γαλλία βέβαια, τέτοιες μεταρρυθμίσεις παρέμειναν ανεπαρκείς επειδή η συγκέντρωση της εξουσίας, που άρχισε με την Επανάσταση, διασφάλισε την τρομοκρατία, και θεσμοθετημένη από τον Ναπολέοντα, δια του συστήματος αστυνομίας, απέτρεψε την πραγματική συμμετοχή των διάφορων κοινωνικών ομάδων στην κυβέρνηση. Αν επρόκειτο να εγκατασταθεί ένα ορθολογικό κράτος στη Γαλλία, αυτό το τελευταίο υπόλειμμα της «καθολικής βούλησης» του Robespierre έπρεπε να εγκαταλειφθεί. Μια τέτοια «αποκέντρωση» παρέμενε σύμφωνα με τον Hegel αδύνατη, για όσο δεν υπήρχε κάποιος πνευματικός δεσμός να αντικαταστήσει τον εξωτερικό πολιτικό δεσμό που συγκρατούσε ενωμένο το έθνος.
Ο Hegel πίστευε πως είχε διακρίνει μια παρόμοια, αν και ανεπαρκή, μεταμόρφωση στην Αγγλία, με την μεταρρύθμιση του ποινικού κώδικα από τον Peel, και την εισαγωγή του Reform Bill. Λόγω της παραδοχής, σε μεγάλο βαθμό, του μη λογικού χαρακτήρα του καθεστώτος, βασιζόμενου στα συγκεκριμένα συμφέροντα διαφόρων ατόμων και ομάδων, είχε αυξηθεί η πίεση για μια κοινοβουλευτική μεταρρύθμιση προς εγκαθίδρυση μεγαλύτερης συμμετρίας στη θέση του χαοτικού και διαταραγμένου συστήματος αντιπροσωπεύσης, με αναφορά σε αυτό που ο Hegel έβλεπε ως συμφιλίωση φυσικής επιθυμίας και ελεύθερης ορθολογικής κυβέρνησης. Είναι βεβαίως αληθές, πως ο Hegel πίστευε ότι το Reform Bill ήταν ανεπαρκές μέτρο για να ανορθώσει τις αβυσσαλέες συνθήκες της αγγλικής κοινωνίας. Παρόλα αυτά, θα ήταν εσφαλμένο να υποθέσουμε ότι δεν έβλεπε μια επέκταση του εκλογικού νόμου και την εξάλειψη των πιο ακραίων καταχρήσεων, ως τα πρώτο βήματα προς μια τέτοια ανόρθωση. Κατά την γνώμη του Hegel, οι μεταρρυθμίσεις αυτές παρέμεναν αναγκαστικά ανεπαρκείς, επειδή δεν υπήρχε πνευματική βάση στην Αγγλία για ένα ορθολογικό και πιο κεντρικό κράτος. Ενώ η Γαλλία και η Αγγλία αντιπροσώπευαν κρίσιμα στοιχεία της μοντέρνας πολιτικής ζωής, καμία δεν μπορούσε να υπηρετήσει πραγματικά ως μοντέλο ενός ορθολογικού κράτους. Ένα τέτοιο κράτος πρέπει οπωσδήποτε να συνδυάζει στοιχεία της καθεμιάς, αλλά χωρίς μια θεμελιώδη πνευματική μεταμόρφωση, ένας τέτοιος συνδυασμός θα παρέμενε αδύνατος. Κάθε μεταρρύθμιση λοιπόν πρέπει εν τέλει να παραμείνει ανεπαρκής, χωρίς μια αληθινή λύση στο πνευματικό πρόβλημα αυτής της αντίφασης. Ο Hegel το είχε ήδη επισημάνει το 1796, έχοντας υπόψη την πατρίδα του, τη Württemberg:
«Για όσο όλα παραμένουν στην παλιά κατάσταση, για όσο οι άνθρωποι δεν γνωρίζουν τα δικαιώματα τους, για όσο δεν είναι παρόν ένα καθολικό πνεύμα, για όσο η ισχύς των γραφειοκρατών δεν περιορίζεται, οι γενικές εκλογές θα επιφέρουν απλώς την κατάρρευση του συντάγματος μας».
Ο Hegel θεωρούσε ως αποστολή του την εγκατάσταση της βάσης για τη λύση αυτού του προβλήματος.
Τόσο η Γαλλική Επανάσταση όσο και η μεγαλοαστική κοινωνία που αναδύθηκε στην Αγγλία με τη βιομηχανική επανάσταση, κατέστησαν δυνατές λόγω προηγούμενων πνευματικών επαναστάσεων στην Γαλλία και την Αγγλία. Καθώς η φιλοσοφία ήταν υπεύθυνη για τις ασθένειες αυτές, θα μπορούσε κατά τον Hegel να επιφέρει και τις θεραπείες τους: όπως ο Rousseau προετοίμασε το δρόμο για την Γαλλική Επανάσταση, όπως οι Hobbes και Locke προετοίμασαν το θεμέλιο της μεγαλοαστικής κοινωνίας, έτσι ο Hegel πίστευε, πως αυτός θα μπορούσε να προετοιμάσει το θεμέλιο για τη συμφιλίωση των δυο αντίστοιχων αρχών, πρώτα στη Γερμανία, και κατόπιν σε ολόκληρη την Ευρώπη.
Συνεχίζεται με: Η κατάρρευση της πνευματικής ενότητας στην Γερμανία
Το αγγλικό πολιτικό σύστημα δεν βασίζεται στην γενική βούληση, κατά τη γνώμη του Hegel, ούτε επικεντρώνεται στο κυρίαρχο πνεύμα της κοινότητας, αλλά εδράζεται στο ατομικό ίδιον συμφέρον των λογικών, δηλαδή υπολογιζόντων, ζώων. Η κυβέρνηση δεν εγκαθιδρύει ένα εθνικό χαρακτήρα, απλώς συντονίζει τις διάφορες ομάδες ειδικών συμφερόντων. Στην πραγματικότητα επομένως δεν υπάρχει καθολικό ή εθνικό συμφέρον, αλλά μόνο μια συλλογή συγκεκριμένων συμφερόντων που προέρχονται από φυσικές επιθυμίες-συνεπώς δεν υπάρχει κράτος με την αυστηρή έννοια του όρου. Πράγματι, το να ανήκει κανείς στο κράτος καθίσταται κάτι το προαιρετικό. Επομένως, σε αντίθεση προς την κυρίαρχη γνώμη, «πουθενά δεν υπάρχουν λιγότεροι θεσμοί πραγματικής ελευθερίας, απ’ ότι στην Αγγλία». Οι Άγγλοι αντιλαμβάνονται την ελευθερία τους, σύμφωνα με τον Hegel, ως ελευθερία ατόμων και οργανισμών, και η κυβέρνηση τους φαίνεται απαραίτητη μόνο για να διασφαλίζει την ιερότητα των συμβολαίων και της άμυνας, αλλά ακόμη και εδώ, δηλαδή στον στρατό, μπορούν να αγορασθούν θέσεις πάνω στις οποίες βασίζεται η ίδια η ύπαρξη του κράτους. Αυτό εγγυάται σύμφωνα με τον Hegel την κυριαρχία της φυσικής αναγκαιότητας με την μορφή ευκαιριακών ατομικών επιθυμιών και παθών. Μόνο η σωματοποιημένη καθολική βούληση μπορεί να είναι αληθινά λογική και ελεύθερη, και είναι ακριβώς αυτή η βούληση που θυσιάζεται χάριν του ατομικού συμφέροντος. Η αγγλική μεγαλοαστική κοινωνία επομένως, δεν είναι ελεύθερη, αλλά σκλαβωμένη στην φυσική επιθυμία. Ο αγγλικός φιλελευθερισμός, και κάθε φιλελευθερισμός που δεν πάει πέραν της αστικής κοινωνίας, είναι λοιπόν, κατά την γνώμη του Hegel, διεφθαρμένη, επειδή δεν είναι και ποτέ δε θα μπορέσει να είναι αληθινά φιλελεύθερη, δηλαδή αληθινά ελεύθερη.
Η κυριαρχία του ατόμου που διέπεται από την φυσική επιθυμία ενισχύει την γενική διαφθορά και εκφυλισμό των συνηθειών και ηθών, καθώς η αξία κάθε πράγματος κρίνεται μόνο με όρους της ανταλλακτικής του αξίας. Η πρακτική αγοράς και πώλησης ψήφων είναι ιδιαίτερα επιθετική και επιδεικνύει με τον πιο σαφή τρόπο την έλλειψη οποιασδήποτε πραγματικής ελευθερίας στην Αγγλία. Η ιδιοκτησία λοιπόν, και όχι η ανθρωπότητα, κυβερνά, και η αρχή της δημοκρατίας υπονομεύεται-η κυβέρνηση αντιπροσωπεύει και μιλά όχι για το γενικό καλό των ανθρώπων, αλλά για το συλλογικό καλό της ιδιοκτησίας.
Αυτή επίσης είναι η πηγή της μεγάλης αυστηρότητας της αγγλικής κυβέρνησης. Σε σύγκριση με την Γαλλία, αυτή η έμφαση πάνω σε συγκεκριμένα και πρακτικά θέματα διασφαλίζει μια κυβέρνηση ανθρώπων προπονημένων από την νεότητα τους σε πρακτικά προβλήματα της λειτουργίας του κράτους. Σε κανένα άλλο κράτος δεν είναι πιο σημαντική η εθνική οικονομία και σε κανένα άλλο κράτος δεν γίνεται πιο αποτελεσματική διαχείριση της, σε μεγάλο βαθμό επειδή το κέρδος εξαρτάται από την ικανότητα προσδιορισμού και ικανοποίησης των αναγκών των άλλων. Οι άνθρωποι λοιπόν οδηγούνται φυσικά στο να υπολογίσουν τις συγκεκριμένες ανάγκες και επιθυμίες των συνανθρώπων τους και είναι επιτυχείς στο βαθμό που τις αντιλαμβάνονται και καταλαβαίνουν πως να τις ικανοποιήσουν. Η ευημερία την οποία γεννά αυτό το σύστημα είναι βέβαια εχθρική προς τον ορθολογικό νόμο, και υποσκάπτει μάλλον παρά στηρίζει το κοινό καλό. Κατά πρώτον, αν αφεθεί μόνη της, η αστική κοινωνία παράγει ένα μικρό αριθμό πλούσιων πολιτών και μεγάλο αριθμό φτωχοποιημένου όχλου, όχι κατ’ ανάγκη ως αποτέλεσμα κάποιας εκμετάλλευσης-όπως θα το έθετε ο Marx-αλλά επειδή η εξειδίκευση και μερισμός της εργασίας μεγεθύνει τις προϋπάρχουσες φυσικές διαφορές μεταξύ των ανθρώπων, και επειδή μερικοί ξεκινούν τη ζωή τους με περισσότερο κεφάλαιο και έχουν επομένως μεγαλύτερη πιθανότητα επιτυχίας από άλλους, λόγω συγκυριών της γέννησης τους. Η ανέχεια που προκύπτει δεν είναι απλώς πολιτικά αποσταθεροποιητική, αλλά θεμελιωδώς απάνθρωπη, καθώς σύμφωνα με την άποψη του Hegel, η ανθρωπότητα του ανθρώπου δεν αναδύεται από την φυσική του ατομικότητα, αλλά από τον χαρακτήρα της ηθικής κοινότητας της οποίας είναι μέλος. Ούτε οι πλούσιοι είναι άνοσοι-η ανθρωπότητα τους όχι μόνο υποφέρει από την ίδια διάλυση και εξατομίκευση, και από ακόμα εντονότερη στενότητα και εξειδίκευση, σε σχέση προς τους φτωχούς, αλλά καθώς είναι πολύ πιο ικανοί προς ικανοποίηση των αναγκών τους, είναι πολύ λιγότερο πιθανό να βρουν ικανοποίηση, επειδή είναι προς συμφέρον όλων των άλλων να ανακαλύψουν νέες ανάγκες για τους πλούσιους, να τις υποδιαιρέσουν και να πολλαπλασιάσουν τις ανάγκες που ήδη έχουν. Ο Hegel λοιπόν συμπεραίνει πως κατά την περίοδο της ειρήνης η ζωή των μεγαλοαστών είναι βάλτος (Versumpfung) της ανθρωπότητας, και πως μόνο μέσω του πολέμου μπορεί ο μεγαλοαστός να ανυψωθεί πάνω από το συμφέρον του και ασχοληθεί με το κράτος, αλλά και σε αυτές τις περιπτώσεις ο πατριωτισμός του δεσμεύεται με την οικονομική και προσωπική ευημερία του. Και έτσι, εάν η κοινωνία αυτή δεν συμφιλιωθεί με τις αληθινές αρχές της ελεύθερης και ορθολογικής διακυβέρνησης, δεν θα μπορέσει ποτέ να αποτελέσει μια αληθινά ηθική κοινότητα, και επομένως τα μέλη της δε θα μπορέσουν να επιτύχουν αληθινή ελευθερία και ανθρωπότητα, αλλά θα παραμείνουν παγιδευμένα στην μοναξιά της ατομικότητας τους και τη σκλαβιά της φυσικής επιθυμίας.
Το πολιτικό πρόβλημα που ο Hegel έβλεπε στην Αγγλία και την Γαλλία ήταν η σχάση ή η αποξένωση της ελευθερίας και της φυσικής αναγκαιότητας. Η αφηρημένη ελευθερία της ανθρώπινης αυτοσυνειδησίας, όπως εκδηλώνεται στην καθολική βούληση, έπρεπε να συμφιλιωθεί με την συγκεκριμένη αναγκαιότητα της φυσικής επιθυμίας όπως εμφανίζεται στο ατομικό συμφέρον. Η λύση στο πρόβλημα του Hegel βρίσκεται επομένως στη συμφιλίωση των αρχών της Γαλλικής Επανάστασης και της συγκεκριμένης πραγματικότητας της αγγλικής αστικής κοινωνίας. «Στο εθνικό τους σύνταγμα οι Γάλλοι είχαν αρχίσει με αφαιρέσεις, γενικές σκέψεις που είναι αρνητικές ενάντια στην πραγματικότητα-οι Άγγλοι αντιθέτως με συγκεκριμένη πραγματικότητα για το άμορφο οικοδόμημα του συντάγματος τους. Οι συγγραφείς τους επίσης δεν είχαν ανυψώσει τους εαυτούς τους στις γενικές και θεμελιώδεις προτάσεις». Η Γαλλία και η Αγγλία, σύμφωνα με τον Hegel, είναι αντιθετικές στον βασικό τους εθνικό χαρακτήρα. Οι Γάλλοι αποδέχονται ως θεμελιώδη την έννοια της αφηρημένης ελευθερίας, που δεν είναι κάτι παραπάνω από την άρνηση της πραγματικότητας, του φυσικού. Οι Άγγλοι από την άλλη, θεωρούν τον φυσικό άνθρωπο μέσα στη συγκεκριμένη πραγματικότητα των αναγκών και επιθυμιών ως θεμελιωδώς πραγματικό, αποκλείοντας έτσι την όποια δυνατότητα ελευθερίας. Ένα ορθολογικό και καλό πολιτικό σύστημα προϋποθέτει την συμφιλίωση αυτών των δυο θέσεων. Μια τέτοια συμφιλίωση υποθέτει την πολιτική μεταμόρφωση των καθεστώτων στη βάση των αρχών, που και οι ίδιες είναι αποτέλεσμα της θεωρητικής λύσης της αντίφασης τους. Ο Hegel πίστευε πως διέκρινε την έναρξη μιας τέτοιας πολιτικής μεταμόρφωσης στη Γαλλία με την εγκαθίδρυση της Διεύθυνσης και του Code Napoleon. Ο Hegel είχε σε μεγάλη υπόληψη τον Ναπολέοντα, αν και όχι τόσο ως στρατηγό ή κατακτητή, αλλά ως νομοθέτη. Οι ευχές του για την επιτυχία του Ναπολέοντα και των Γάλλων προήλθαν πιθανόν από την εκτίμηση του, όχι για την επανάσταση, αλλά για τον συνδυασμό της λογικής και του μέτρου στους πολιτικούς θεσμούς του Ναπολέοντα, αν και έβλεπε κριτικά τις προσπάθειες του Ναπολέοντα, σημειώνοντας πως η προσπάθεια του να δώσει ένα μοντέρνο σύνταγμα στην Ισπανία απέτυχε, επειδή δεν ταίριαζε με τον εθνικό τους χαρακτήρα και το επίπεδο ανάπτυξης τους. Τέτοιες συνταγματικές μοναρχίες, όσο ατελείς και να είναι, πρόσφεραν κατά την γνώμη του Hegel έστω μια μερική συμφιλίωση των αρχών της Επανάστασης και του προσωπικού συμφέροντος της μεγαλοαστικής κοινωνίας, και περιόριζε σε ελάχιστο βαθμό τις πιο χονδροειδείς καταχρήσεις και των δυο. Έτσι λοιπόν, ο Hegel πιστεύει:
«Είναι βέβαια φανερό, πως μετά από δέκα χρόνια αγώνα και μιζέριας ενός μεγάλου μέρους της Ευρώπης, αρκετά έμαθαν (οι άνθρωποι), τουλάχιστον τα βασικά, ώστε να γίνουν πιο ανθεκτικοί στην αντίθεση τους προς τους τυφλούς θρήνους για την ελευθερία. Το νέφος της ελευθερίας σε αυτό το αιματηρό παιχνίδι, μέσα στο οποίο έπεσαν λαοί στην άβυσσο της μιζέριας, προσπαθώντας να το αγκαλιάσουν, έχει διαλυθεί, και συγκεκριμένες μορφές και έννοιες έχουν μπει στη σφαίρα του δημοφιλούς. Ο θρήνος της ελευθερίας δε θα έχει αποτέλεσμα. Η αναρχία διαχωρίστηκε από την ελευθερία, και το ότι μια σταθερή κυβέρνηση είναι απαραίτητη για την ελευθερία , έχει ριζώσει βαθιά, αλλά απλώς τόσο βαθιά, ώστε ο λαός πρέπει να συμμετάσχει στους νόμους και στις πιο σπουδαίες υποθέσεις του κράτους».
Στη Γαλλία βέβαια, τέτοιες μεταρρυθμίσεις παρέμειναν ανεπαρκείς επειδή η συγκέντρωση της εξουσίας, που άρχισε με την Επανάσταση, διασφάλισε την τρομοκρατία, και θεσμοθετημένη από τον Ναπολέοντα, δια του συστήματος αστυνομίας, απέτρεψε την πραγματική συμμετοχή των διάφορων κοινωνικών ομάδων στην κυβέρνηση. Αν επρόκειτο να εγκατασταθεί ένα ορθολογικό κράτος στη Γαλλία, αυτό το τελευταίο υπόλειμμα της «καθολικής βούλησης» του Robespierre έπρεπε να εγκαταλειφθεί. Μια τέτοια «αποκέντρωση» παρέμενε σύμφωνα με τον Hegel αδύνατη, για όσο δεν υπήρχε κάποιος πνευματικός δεσμός να αντικαταστήσει τον εξωτερικό πολιτικό δεσμό που συγκρατούσε ενωμένο το έθνος.
Ο Hegel πίστευε πως είχε διακρίνει μια παρόμοια, αν και ανεπαρκή, μεταμόρφωση στην Αγγλία, με την μεταρρύθμιση του ποινικού κώδικα από τον Peel, και την εισαγωγή του Reform Bill. Λόγω της παραδοχής, σε μεγάλο βαθμό, του μη λογικού χαρακτήρα του καθεστώτος, βασιζόμενου στα συγκεκριμένα συμφέροντα διαφόρων ατόμων και ομάδων, είχε αυξηθεί η πίεση για μια κοινοβουλευτική μεταρρύθμιση προς εγκαθίδρυση μεγαλύτερης συμμετρίας στη θέση του χαοτικού και διαταραγμένου συστήματος αντιπροσωπεύσης, με αναφορά σε αυτό που ο Hegel έβλεπε ως συμφιλίωση φυσικής επιθυμίας και ελεύθερης ορθολογικής κυβέρνησης. Είναι βεβαίως αληθές, πως ο Hegel πίστευε ότι το Reform Bill ήταν ανεπαρκές μέτρο για να ανορθώσει τις αβυσσαλέες συνθήκες της αγγλικής κοινωνίας. Παρόλα αυτά, θα ήταν εσφαλμένο να υποθέσουμε ότι δεν έβλεπε μια επέκταση του εκλογικού νόμου και την εξάλειψη των πιο ακραίων καταχρήσεων, ως τα πρώτο βήματα προς μια τέτοια ανόρθωση. Κατά την γνώμη του Hegel, οι μεταρρυθμίσεις αυτές παρέμεναν αναγκαστικά ανεπαρκείς, επειδή δεν υπήρχε πνευματική βάση στην Αγγλία για ένα ορθολογικό και πιο κεντρικό κράτος. Ενώ η Γαλλία και η Αγγλία αντιπροσώπευαν κρίσιμα στοιχεία της μοντέρνας πολιτικής ζωής, καμία δεν μπορούσε να υπηρετήσει πραγματικά ως μοντέλο ενός ορθολογικού κράτους. Ένα τέτοιο κράτος πρέπει οπωσδήποτε να συνδυάζει στοιχεία της καθεμιάς, αλλά χωρίς μια θεμελιώδη πνευματική μεταμόρφωση, ένας τέτοιος συνδυασμός θα παρέμενε αδύνατος. Κάθε μεταρρύθμιση λοιπόν πρέπει εν τέλει να παραμείνει ανεπαρκής, χωρίς μια αληθινή λύση στο πνευματικό πρόβλημα αυτής της αντίφασης. Ο Hegel το είχε ήδη επισημάνει το 1796, έχοντας υπόψη την πατρίδα του, τη Württemberg:
«Για όσο όλα παραμένουν στην παλιά κατάσταση, για όσο οι άνθρωποι δεν γνωρίζουν τα δικαιώματα τους, για όσο δεν είναι παρόν ένα καθολικό πνεύμα, για όσο η ισχύς των γραφειοκρατών δεν περιορίζεται, οι γενικές εκλογές θα επιφέρουν απλώς την κατάρρευση του συντάγματος μας».
Ο Hegel θεωρούσε ως αποστολή του την εγκατάσταση της βάσης για τη λύση αυτού του προβλήματος.
Τόσο η Γαλλική Επανάσταση όσο και η μεγαλοαστική κοινωνία που αναδύθηκε στην Αγγλία με τη βιομηχανική επανάσταση, κατέστησαν δυνατές λόγω προηγούμενων πνευματικών επαναστάσεων στην Γαλλία και την Αγγλία. Καθώς η φιλοσοφία ήταν υπεύθυνη για τις ασθένειες αυτές, θα μπορούσε κατά τον Hegel να επιφέρει και τις θεραπείες τους: όπως ο Rousseau προετοίμασε το δρόμο για την Γαλλική Επανάσταση, όπως οι Hobbes και Locke προετοίμασαν το θεμέλιο της μεγαλοαστικής κοινωνίας, έτσι ο Hegel πίστευε, πως αυτός θα μπορούσε να προετοιμάσει το θεμέλιο για τη συμφιλίωση των δυο αντίστοιχων αρχών, πρώτα στη Γερμανία, και κατόπιν σε ολόκληρη την Ευρώπη.
Συνεχίζεται με: Η κατάρρευση της πνευματικής ενότητας στην Γερμανία
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου