Συνέχεια από: Πέμπτη 22 Ιουνίου 2023
Hegel, Heidegger και το θεμέλιο της ΙστορίαςΚεφάλαιο 2: Το ερώτημα περί του θεμελίου της ιστορία δ
Michael Allen Gillespie
The University of Chicago Press, 1984
The University of Chicago Press, 1984
Η πρόσληψη της αντινομίας από τον Hegel: Η επανάσταση της ελευθερίας και η τυραννία της φυσικής επιθυμίας
Την μεταρρύθμιση είχε σύμφωνα με τον Hegel υποσκάψει η πόλωση μεταξύ των hommes à principes και hommes d`état, μεταξύ των philosphes δηλαδή, που προσπάθησαν να προσδιορίσουν τις αληθινές αρχές της δικαιοσύνης και ορθολογικής διακυβέρνησης, μέσα σε ένα χώρο αφηρημένο, χωρίς κάποια εμπειρία των αναγκών της εξουσίας, και των ανθρώπων του κράτους, υπουργών και ανθρώπων της δράσης, που ήταν υπεύθυνοι για τις καθημερινές υποθέσεις της κυβέρνησης, που είχαν όμως ελάχιστη ή και καθόλου γνώση των κατάλληλων αρχών, πάνω στις οποίες θα έπρεπε να βασίζεται η διακυβέρνηση. Τα ιδεαλιστικά όνειρα των πρώτων και η ξεροκεφαλιά και βλακεία των δεύτερων κατέστησαν αδύνατη μια αμοιβαία μόρφωση ή μεταρρύθμιση. Όταν όμως διαπιστωθεί η αδικία και η έλλειψη ορθολογισμού, δεν μπορεί να γίνει ανεκτή. Αν η επικράτεια της τέλειας δικαιοσύνης και ορθολογισμού δεν μπορεί να εγκαθιδρυθεί βαθμιαία, τότε πρέπει να εγκαθιδρυθεί άμεσα. Αν δεν γίνεται ειρηνικά, τότε με τη βία. Εάν δεν υπήρχε δυνατότητα μεταρρύθμισης, το μόνο φάρμακο που παρέμενε ήταν η επανάσταση.
Η επανάσταση ξεκίνησε, σύμφωνα με τον Hegel, με αφαιρέσεις, και αντί να αναγνωρίσει την αναγκαιότητα της συμφιλίωσης του αφηρημένου με το πραγματικό, προσπάθησε να μεταμορφώσει το πραγματικό για να το προσαρμόσει στο αφηρημένο. Για τους hommes à prinicipes «Τα δίκαια του ανθρώπου και των πολιτών» ήταν ένα επαρκές σύνταγμα για το νέο καθεστώς. Η μέριμνα για την εγκατάσταση μιας διοικητικής μηχανής δεν τους φαινόταν αναγκαία. Ο Hegel προσθέτει, πως κατά την άποψη τους, η διοικητική μηχανή ήταν αντίθετη προς το δόγμα της ελευθερίας και ισότητας, καθώς θα εγκαθίδρυε ένα δίκτυο διαταγών και υπακοής. Πίστευαν πως ο κόσμος έπρεπε να διοικείται μόνο από τους νόμους της σκέψης, και όχι από ανθρώπους που βρίσκονται πάνω από τους συνανθρώπους τους. Οι νόμοι αυτοί της σκέψης θα καθορίζονταν από την καθολική βούληση. Η καθολική αυτή βούληση όμως, δεν ήταν γενική και λογική, αλλά μάλλον γενικευμένη αφηρημένη βούληση του ατόμου, όχι μια βούληση του περίπλοκου και στενά συσχετισμένου όλου, αλλά η γεμάτη προκαταλήψεις και αμείλικτη βούληση μιας εξατομικευμένης και τυχαίας μάζας. Αυτή η βούληση κατέστη απόλυτη.
«Και έτσι οι άνθρωποι εφάρμοσαν πρακτικά τους εαυτούς τους στην πραγματικότητα. Στο βαθμό που η ελευθερία είναι καθ’ εαυτή συγκεκριμένη, εφαρμόστηκε πράγματι ως μη ανεπτυγμένη μέσα στην αφαιρετικότητα της στην πραγματικότητα, και καθιστώντας τις αφαιρέσεις ισχύουσες μέσα στην πραγματικότητα σημαίνει πως καταστρέφει την πραγματικότητα».
Η ελευθερία λοιπόν εμφανίστηκε στην επικράτεια του πολιτικού, μέσα στην άρνηση, αλλά και ως άρνηση και επομένως εξάλειψη της πραγματικότητας, δηλαδή της ανθρώπινης φύσεως και της φυσικής αναγκαιότητας. Η ελευθερία θρονιάστηκε με τον τρόπο αυτό ως το μόνο νόμιμο τέλος κάθε ανθρώπινου εγχειρήματος, ως το μόνο κριτήριο κάθε δικαιοσύνης και αδικίας, κάθε λογικής και παραλογίας, και η αχαλίνωτη αποκλειστικότητα της κατέστη τυραννική-κατέστη απόλυτη, σαρώνοντας τον κόσμο που της αντιστάθηκε. Ως μοναδιαία και απόλυτη όμως, ήταν ασυγκράτητη-δεν υπήρχε έλεγχος ή εξουσία που θα μπορούσε να αντισταθεί στις υπερβολές της. Δεν αποδεχόταν κανένα αντικείμενο έξω από τον εαυτό της, τίποτα που θα μπορούσε να της αντισταθεί, και επομένως δεν μπορούσε να φτάσει σε καμιά θετική ολοκλήρωση οποιουδήποτε πράγματος. Η ελευθερία αυτή είναι απλώς αντίθεση και άρνηση. «Αυτό που της απομένει είναι μόνο η αρνητική δραστηριότητα. Είναι μόνο η βία της εξαφάνισης».
Η δικαιολογημένη αποδοχή της ανθρώπινης ελευθερίας εναντίον της απολυταρχίας και διαφθοράς του ancien régime, ήταν στην εφαρμογή της απεριόριστη, και μέσα στην περιορισμένη της καθολικότητα δε δημιούργησε μια επικράτεια αδελφοσύνης και δικαιοσύνης, ούτε μια φιλάνθρωπα λογική ηθική κοινότητα, αλλά παράνοια, τρομοκρατία και πόλεμο. Η τυραννική εξουσία την οποία εξάσκησε ο Robespierre, αναδύθηκε σύμφωνα με τον Hegel από την απαίτηση για απόλυτη ελευθερία, ιδιαιτέρως από την απαίτηση ο καθένας να δρα ενάρετα, δηλαδή ο καθένας να αφουγκράζεται τις προσταγές της γενικής βούλησης, και η συνεπαγόμενη πεποίθηση, πως και αυτοί που δημιουργούσαν την υποψία πως δρουν «ενάρετα», δηλαδή για το ίδιον συμφέρον, έπρεπε να εξαναγκασθούν να είναι ελεύθεροι. Η αρετή, όπως την αντιλαμβανόταν ο Robespierre, ήταν εντελώς αφηρημένη και στερούνταν κάθε πραγματικού περιεχομένου. Αντιπροσώπευε επομένως τον φανατισμό του αφηρημένου και κενού. Το μόνο του έργο ήταν ο θάνατος και η καταστροφή.
«Η απάντηση που έδωσε ο Robespierre στα πάντα-εδώ κάποιος σκέφτηκε αυτό, έκανε εκείνο, ήθελε το ένα ή είπε το άλλο-ήταν: la mort! Η σταθερότητα της είναι στον ύψιστο βαθμό βαρετή, αλλά ταιριάζει στα πάντα. Θες το παλτό: εδώ είναι, μπορείς να το έχεις. Το γιλέκο: εδώ. Χτυπάς το ένα μάγουλο: εδώ είναι και το άλλο. Θες το μικρό δάκτυλο: κόψε το. Μπορώ να σκοτώσω οτιδήποτε, να αφαιρέσω από κάθε τι. Αυτή η ξεροκεφαλιά είναι αδάμαστη, και μπορεί να ξεπεράσει τα πάντα εντός της. Αλλά το ύψιστο πράγμα που μπορεί να υπερβαθεί, θα ήταν ακριβώς αυτή η ελευθερία, αυτός ο ίδιος ο θάνατος». (Hegel, Εγκυκλοπαίδεια των φιλοσοφικών επιστημών)
Όλα τα ιδιωτικά ενδιαφέροντα είναι απλώς μερικά, και δεν προέρχονται από την λογική, αλλά από την επιθυμία και συνεπώς από την φύση. Η αρετή όμως, ιδιαιτέρως μεταξύ αυτών που είναι στην εξουσία, πρέπει να είναι λογική και καθολική. Η κυβέρνηση όμως είναι πάντα συγκεκριμένη, μια ομάδα μικρότερη από το όλο, και επομένως ένα κλάσμα που αντιτίθεται στην γενική βούληση. Αφού με την λογική αυτή μόνο η γενική βούληση είναι αληθινά ελεύθερη και λογική, το κλάσμα πρέπει να καταστραφεί. «Ο φανατισμός της ελευθερίας τοποθετημένος στα χέρια των ανθρώπων, έγινε τρομακτικός». Η προσπάθεια ιδρυματοποίησης της γενικής βούλησης οδηγεί στην τυραννία όλων επί του καθενός, και η προσπάθεια εγκαθίδρυσης μιας ηθικής κοινότητας στη βάση της απόλυτης ελευθερίας της γενικής βουλήσεως εγκαθιστά μόνο την τρομοκρατία και το χάος του καθολικού θανάτου: γινόμενη απόλυτη, η ελευθερία καθίσταται τερατώδης.
Η ηθική κοινότητα στην οποία επεδίωξε η Επανάσταση να εμπλακεί είχε επομένως καταποθεί από το χάος (του Κρόνου) της άκρας αρνητικότητας της ελευθερίας. Όσο και να θαύμαζε ο Hegel τις αρχές και τις προθέσεις της Γαλλικής Επανάστασης, δεν μπορούσε παρά να είναι τρομοκρατημένος από την κατάληξη της. Εκτός και αν οι θετικές αρχές της Επανάστασης, και μέχρι να γίνει αυτό, συμφιλιωθούν με τις αναγκαιότητες της φύσεως και ιδιαιτέρως της ανθρώπινης φύσεως, θα παραμείνουν απλώς αρνητική και καταστροφική δύναμη. Η ελευθερία πρέπει να καταστεί συγκεκριμένη. Δεν μπορεί να βασίζεται στην καθαρά ατομική ή καθαρά καθολική βούληση, γιατί καμιά από αυτές δεν υπάρχει, αλλά πρέπει να θεμελιωθεί στην λογική βούληση, δηλαδή στην βούληση της ηθικής κοινότητας όπως εμφανίζεται στους και δια των μεσολαβητικών θεσμών του μοντέρνου διαφοροποιημένου κράτους. Ο μοντέρνος κόσμος είναι ο κόσμος της ελευθερίας, κατά τον Hegel, αλλά αν είναι να εξασφαλιστεί αυτή η ελευθερία, πρέπει να καταστεί λογική, δηλαδή συγκεκριμένη. Το λογικό κράτος προϋποθέτει την συμφιλίωση ελευθερίας με την φύση, και αυτό σημαίνει για τον Hegel την συμφιλίωση της Γαλλικής Επανάστασης με την αστική κοινωνία.
Η βασική αρχή της αστικής κοινωνίας, σύμφωνα με τον Hegel, είναι ο άνθρωπος που ενδιαφέρεται για τον εαυτό του, δηλαδή ο άνθρωπος όπως καθορίζεται από τις φυσικές επιθυμίες, και όχι ο άνθρωπος μόνος του μέσα στην φυσική κατάσταση της απομόνωσης, όπως τον είχε περιγράψει ο Rousseau, αλλά ο άνθρωπος ως συγκεκριμένο άτομο σε σχέση προς άλλα τέτοια άτομα, δηλαδή ο άνθρωπος μέσα στην κοινωνία. Η κοινωνία αυτή σύμφωνα με τον Hegel διαφέρει από τη διαστολή οικογένειας και πόλεως, που χαρακτήριζε τον αρχαίο κόσμο, και είναι ένα καθαρά μοντέρνο φαινόμενο, που δημιουργεί ενότητα ποικιλιών, αλλά μια ενότητα που είναι θεμελιωδώς μια απλή συλλογή ή συνύπαρξη. Η συνύπαρξη αυτή όμως δεν είναι ασταθής, και την συγκρατούν πράγματι δεσμοί αναγκαιότητας, δηλαδή οικονομικής αναγκαιότητας, που αναδύονται από την αυξανόμενη εξειδίκευση και διαμοιρασμό της εργασίας. Ο σκοπός της αυτό-αναζήτησης και αυτό-εξυπηρέτησης στις επιδιώξεις κάθε ανθρώπου συμπλέκεται αναγκαστικά με παρόμοιες επιδιώξεις όλων των άλλων ανθρώπων, και επομένως πρέπει να ρυθμιστεί. Η ρύθμιση αυτή όμως δεν επιτυγχάνεται με τη σύσταση μιας ορθολογικής κυβέρνησης, αλλά με την εγκαθίδρυση απλώς ατομικών και συγκεκριμένων θετικών δικαιωμάτων και μιας υπηρεσίας που να αποφαίνεται σε διαμάχες και να ενισχύει τις συμφωνίες με την εφαρμογή τιμωριών και κυρώσεων. Με τον τρόπο αυτό καταστρέφεται η παραδοσιακή βάση της ανθρώπινης κοινότητας στην οικογένεια ή την πόλη, και αντικαθίσταται από τον «φυσικό» δεσμό των διαπλεκόμενων παθών και αναγκών. Η δικαιοσύνη καθίσταται απλό εργαλείο ρύθμισης της ανταγωνιστικής επιδίωξης του ατομικού συμφέροντος και ευχαρίστησης. Το δίκαιο και επομένως η ηθική κοινότητα χάνονται με τον τρόπο αυτό. Αυτή ήταν σύμφωνα με τον Hegel η κατάσταση της κοινωνίας στην Αγγλία.
Συνεχίζεται
Η επανάσταση ξεκίνησε, σύμφωνα με τον Hegel, με αφαιρέσεις, και αντί να αναγνωρίσει την αναγκαιότητα της συμφιλίωσης του αφηρημένου με το πραγματικό, προσπάθησε να μεταμορφώσει το πραγματικό για να το προσαρμόσει στο αφηρημένο. Για τους hommes à prinicipes «Τα δίκαια του ανθρώπου και των πολιτών» ήταν ένα επαρκές σύνταγμα για το νέο καθεστώς. Η μέριμνα για την εγκατάσταση μιας διοικητικής μηχανής δεν τους φαινόταν αναγκαία. Ο Hegel προσθέτει, πως κατά την άποψη τους, η διοικητική μηχανή ήταν αντίθετη προς το δόγμα της ελευθερίας και ισότητας, καθώς θα εγκαθίδρυε ένα δίκτυο διαταγών και υπακοής. Πίστευαν πως ο κόσμος έπρεπε να διοικείται μόνο από τους νόμους της σκέψης, και όχι από ανθρώπους που βρίσκονται πάνω από τους συνανθρώπους τους. Οι νόμοι αυτοί της σκέψης θα καθορίζονταν από την καθολική βούληση. Η καθολική αυτή βούληση όμως, δεν ήταν γενική και λογική, αλλά μάλλον γενικευμένη αφηρημένη βούληση του ατόμου, όχι μια βούληση του περίπλοκου και στενά συσχετισμένου όλου, αλλά η γεμάτη προκαταλήψεις και αμείλικτη βούληση μιας εξατομικευμένης και τυχαίας μάζας. Αυτή η βούληση κατέστη απόλυτη.
«Και έτσι οι άνθρωποι εφάρμοσαν πρακτικά τους εαυτούς τους στην πραγματικότητα. Στο βαθμό που η ελευθερία είναι καθ’ εαυτή συγκεκριμένη, εφαρμόστηκε πράγματι ως μη ανεπτυγμένη μέσα στην αφαιρετικότητα της στην πραγματικότητα, και καθιστώντας τις αφαιρέσεις ισχύουσες μέσα στην πραγματικότητα σημαίνει πως καταστρέφει την πραγματικότητα».
Η ελευθερία λοιπόν εμφανίστηκε στην επικράτεια του πολιτικού, μέσα στην άρνηση, αλλά και ως άρνηση και επομένως εξάλειψη της πραγματικότητας, δηλαδή της ανθρώπινης φύσεως και της φυσικής αναγκαιότητας. Η ελευθερία θρονιάστηκε με τον τρόπο αυτό ως το μόνο νόμιμο τέλος κάθε ανθρώπινου εγχειρήματος, ως το μόνο κριτήριο κάθε δικαιοσύνης και αδικίας, κάθε λογικής και παραλογίας, και η αχαλίνωτη αποκλειστικότητα της κατέστη τυραννική-κατέστη απόλυτη, σαρώνοντας τον κόσμο που της αντιστάθηκε. Ως μοναδιαία και απόλυτη όμως, ήταν ασυγκράτητη-δεν υπήρχε έλεγχος ή εξουσία που θα μπορούσε να αντισταθεί στις υπερβολές της. Δεν αποδεχόταν κανένα αντικείμενο έξω από τον εαυτό της, τίποτα που θα μπορούσε να της αντισταθεί, και επομένως δεν μπορούσε να φτάσει σε καμιά θετική ολοκλήρωση οποιουδήποτε πράγματος. Η ελευθερία αυτή είναι απλώς αντίθεση και άρνηση. «Αυτό που της απομένει είναι μόνο η αρνητική δραστηριότητα. Είναι μόνο η βία της εξαφάνισης».
Η δικαιολογημένη αποδοχή της ανθρώπινης ελευθερίας εναντίον της απολυταρχίας και διαφθοράς του ancien régime, ήταν στην εφαρμογή της απεριόριστη, και μέσα στην περιορισμένη της καθολικότητα δε δημιούργησε μια επικράτεια αδελφοσύνης και δικαιοσύνης, ούτε μια φιλάνθρωπα λογική ηθική κοινότητα, αλλά παράνοια, τρομοκρατία και πόλεμο. Η τυραννική εξουσία την οποία εξάσκησε ο Robespierre, αναδύθηκε σύμφωνα με τον Hegel από την απαίτηση για απόλυτη ελευθερία, ιδιαιτέρως από την απαίτηση ο καθένας να δρα ενάρετα, δηλαδή ο καθένας να αφουγκράζεται τις προσταγές της γενικής βούλησης, και η συνεπαγόμενη πεποίθηση, πως και αυτοί που δημιουργούσαν την υποψία πως δρουν «ενάρετα», δηλαδή για το ίδιον συμφέρον, έπρεπε να εξαναγκασθούν να είναι ελεύθεροι. Η αρετή, όπως την αντιλαμβανόταν ο Robespierre, ήταν εντελώς αφηρημένη και στερούνταν κάθε πραγματικού περιεχομένου. Αντιπροσώπευε επομένως τον φανατισμό του αφηρημένου και κενού. Το μόνο του έργο ήταν ο θάνατος και η καταστροφή.
«Η απάντηση που έδωσε ο Robespierre στα πάντα-εδώ κάποιος σκέφτηκε αυτό, έκανε εκείνο, ήθελε το ένα ή είπε το άλλο-ήταν: la mort! Η σταθερότητα της είναι στον ύψιστο βαθμό βαρετή, αλλά ταιριάζει στα πάντα. Θες το παλτό: εδώ είναι, μπορείς να το έχεις. Το γιλέκο: εδώ. Χτυπάς το ένα μάγουλο: εδώ είναι και το άλλο. Θες το μικρό δάκτυλο: κόψε το. Μπορώ να σκοτώσω οτιδήποτε, να αφαιρέσω από κάθε τι. Αυτή η ξεροκεφαλιά είναι αδάμαστη, και μπορεί να ξεπεράσει τα πάντα εντός της. Αλλά το ύψιστο πράγμα που μπορεί να υπερβαθεί, θα ήταν ακριβώς αυτή η ελευθερία, αυτός ο ίδιος ο θάνατος». (Hegel, Εγκυκλοπαίδεια των φιλοσοφικών επιστημών)
Όλα τα ιδιωτικά ενδιαφέροντα είναι απλώς μερικά, και δεν προέρχονται από την λογική, αλλά από την επιθυμία και συνεπώς από την φύση. Η αρετή όμως, ιδιαιτέρως μεταξύ αυτών που είναι στην εξουσία, πρέπει να είναι λογική και καθολική. Η κυβέρνηση όμως είναι πάντα συγκεκριμένη, μια ομάδα μικρότερη από το όλο, και επομένως ένα κλάσμα που αντιτίθεται στην γενική βούληση. Αφού με την λογική αυτή μόνο η γενική βούληση είναι αληθινά ελεύθερη και λογική, το κλάσμα πρέπει να καταστραφεί. «Ο φανατισμός της ελευθερίας τοποθετημένος στα χέρια των ανθρώπων, έγινε τρομακτικός». Η προσπάθεια ιδρυματοποίησης της γενικής βούλησης οδηγεί στην τυραννία όλων επί του καθενός, και η προσπάθεια εγκαθίδρυσης μιας ηθικής κοινότητας στη βάση της απόλυτης ελευθερίας της γενικής βουλήσεως εγκαθιστά μόνο την τρομοκρατία και το χάος του καθολικού θανάτου: γινόμενη απόλυτη, η ελευθερία καθίσταται τερατώδης.
Η ηθική κοινότητα στην οποία επεδίωξε η Επανάσταση να εμπλακεί είχε επομένως καταποθεί από το χάος (του Κρόνου) της άκρας αρνητικότητας της ελευθερίας. Όσο και να θαύμαζε ο Hegel τις αρχές και τις προθέσεις της Γαλλικής Επανάστασης, δεν μπορούσε παρά να είναι τρομοκρατημένος από την κατάληξη της. Εκτός και αν οι θετικές αρχές της Επανάστασης, και μέχρι να γίνει αυτό, συμφιλιωθούν με τις αναγκαιότητες της φύσεως και ιδιαιτέρως της ανθρώπινης φύσεως, θα παραμείνουν απλώς αρνητική και καταστροφική δύναμη. Η ελευθερία πρέπει να καταστεί συγκεκριμένη. Δεν μπορεί να βασίζεται στην καθαρά ατομική ή καθαρά καθολική βούληση, γιατί καμιά από αυτές δεν υπάρχει, αλλά πρέπει να θεμελιωθεί στην λογική βούληση, δηλαδή στην βούληση της ηθικής κοινότητας όπως εμφανίζεται στους και δια των μεσολαβητικών θεσμών του μοντέρνου διαφοροποιημένου κράτους. Ο μοντέρνος κόσμος είναι ο κόσμος της ελευθερίας, κατά τον Hegel, αλλά αν είναι να εξασφαλιστεί αυτή η ελευθερία, πρέπει να καταστεί λογική, δηλαδή συγκεκριμένη. Το λογικό κράτος προϋποθέτει την συμφιλίωση ελευθερίας με την φύση, και αυτό σημαίνει για τον Hegel την συμφιλίωση της Γαλλικής Επανάστασης με την αστική κοινωνία.
Η βασική αρχή της αστικής κοινωνίας, σύμφωνα με τον Hegel, είναι ο άνθρωπος που ενδιαφέρεται για τον εαυτό του, δηλαδή ο άνθρωπος όπως καθορίζεται από τις φυσικές επιθυμίες, και όχι ο άνθρωπος μόνος του μέσα στην φυσική κατάσταση της απομόνωσης, όπως τον είχε περιγράψει ο Rousseau, αλλά ο άνθρωπος ως συγκεκριμένο άτομο σε σχέση προς άλλα τέτοια άτομα, δηλαδή ο άνθρωπος μέσα στην κοινωνία. Η κοινωνία αυτή σύμφωνα με τον Hegel διαφέρει από τη διαστολή οικογένειας και πόλεως, που χαρακτήριζε τον αρχαίο κόσμο, και είναι ένα καθαρά μοντέρνο φαινόμενο, που δημιουργεί ενότητα ποικιλιών, αλλά μια ενότητα που είναι θεμελιωδώς μια απλή συλλογή ή συνύπαρξη. Η συνύπαρξη αυτή όμως δεν είναι ασταθής, και την συγκρατούν πράγματι δεσμοί αναγκαιότητας, δηλαδή οικονομικής αναγκαιότητας, που αναδύονται από την αυξανόμενη εξειδίκευση και διαμοιρασμό της εργασίας. Ο σκοπός της αυτό-αναζήτησης και αυτό-εξυπηρέτησης στις επιδιώξεις κάθε ανθρώπου συμπλέκεται αναγκαστικά με παρόμοιες επιδιώξεις όλων των άλλων ανθρώπων, και επομένως πρέπει να ρυθμιστεί. Η ρύθμιση αυτή όμως δεν επιτυγχάνεται με τη σύσταση μιας ορθολογικής κυβέρνησης, αλλά με την εγκαθίδρυση απλώς ατομικών και συγκεκριμένων θετικών δικαιωμάτων και μιας υπηρεσίας που να αποφαίνεται σε διαμάχες και να ενισχύει τις συμφωνίες με την εφαρμογή τιμωριών και κυρώσεων. Με τον τρόπο αυτό καταστρέφεται η παραδοσιακή βάση της ανθρώπινης κοινότητας στην οικογένεια ή την πόλη, και αντικαθίσταται από τον «φυσικό» δεσμό των διαπλεκόμενων παθών και αναγκών. Η δικαιοσύνη καθίσταται απλό εργαλείο ρύθμισης της ανταγωνιστικής επιδίωξης του ατομικού συμφέροντος και ευχαρίστησης. Το δίκαιο και επομένως η ηθική κοινότητα χάνονται με τον τρόπο αυτό. Αυτή ήταν σύμφωνα με τον Hegel η κατάσταση της κοινωνίας στην Αγγλία.
Συνεχίζεται
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου