Πέμπτη 22 Ιουνίου 2023

Hegel, Heidegger και το θεμέλιο της Ιστορίας (12)

 Συνέχεια από :  Κυριακή 18 Ιουνίου 2023

Hegel, Heidegger και το θεμέλιο της Ιστορίας
Κεφάλαιο 2: Το ερώτημα περί του θεμελίου της ιστορία γ


Michael Allen Gillespie
The University of Chicago Press, 1984

Η πρόσληψη της αντινομίας από τον Hegel: Η επανάσταση της ελευθερίας και η τυραννία της φυσικής επιθυμίας

 Η απάντηση του Kant στο πρόβλημα αυτό είναι ο υπερβατικός ιδεαλισμός.

Σύμφωνα με τον Kant, η «Θέση» και η «Αντίθεση» μπορούν να συλληφθούν μόνο στη σχέση της μιας προς την άλλη. Η υπερβατική ελευθερία είναι ουσιαστικά η άρνηση της καθολικότητας της φυσικής αναγκαιότητας, όπως ακριβώς η καθολικότητα του νόμου της φύσεως είναι άρνηση της ελεύθερης αιτιότητας. Υπάρχουν και οι δυο θέσεις, και σύμφωνα με τον Kant, μπορούν να υπάρχουν μόνο ως συστατικά στοιχεία μιας αντίθεσης. Η σύνθεση τους είναι επομένως θεμελιωδώς διαλεκτική και αντινομική. Το θεμέλιο της αντινομίας βρίσκεται επομένως μέσα στον λόγο, καθώς ο λόγος ως θετικός είναι επίσης αρχιτεκτονικός, και ως τέτοιος επιδιώκει να επεκτείνει την κατανόηση του και τις κατηγορίες της κατανόησης πέραν της εμπειρίας του πεπερασμένου, προς το άπειρο. Ο λόγος προσπαθεί να διαμορφώσει ένα σύστημα για το άπειρο με πεπερασμένες μορφές και καθίσταται επομένως διαλεκτικός και αντινομικός, αφού το άπειρο υπερβαίνει όλες τις πεπερασμένες κατηγορίες, και μπορεί να καταδειχθεί μόνο με την άρνηση του πεπερασμένου. Συνεπώς, ο λόγος είναι αυτός που εμπλέκει τον εαυτό του στην αντίφαση.
Το πρόβλημα που αναδύθηκε στη σύλληψη του Rousseau περί της ουσίας της ιστορίας, ως ερώτημα περί της σχέσης της φυσικής αναγκαιότητας και ελευθερίας είναι προφανώς λυμένο μέσα στον υπερβατικό ιδεαλισμό. Είναι όμως επαρκής η λύση του Kant; Παρέχει όμως ο υπερβατικός ιδεαλισμός ένα πραγματικό θεμέλιο για τη συμφιλίωση του φυσικού και του πνευματικού, ή του φαινομενικού και του νοούμενουΟ Kant λύνει την αντινομία καταδεικνύοντας πως η αντίφαση δεν βρίσκεται στον πραγματικό κόσμο, αλλά στην συνείδηση. Αυτό όμως δεν καθιστά αντιφατική την συνείδηση; Αναδύεται η υποψία, πως η λύση του Kant είναι απλώς ένα πιο βαθύ και οξύτερο πρόβλημα

Η αποτυχία του υπερβατικού ιδεαλισμού δημιούργησε ίσως την πιο βαθιά και οπωσδήποτε την πιο πλήρη προσπάθεια κατανόησης και έκφρασης της ιστορικότητας του ανθρώπου, των θεσμών του, και του κόσμου του, δηλαδή τον θεωρητικό/υποθετικό ιδεαλισμό. Το έργο των Fichte, Schelling και Hegel θεωρούνταν για πολύ καιρό ως ένα παρακλάδι και μεταμόρφωση του υπερβατικού ιδεαλισμού του Kant. Ενώ το έργο των Fichte και Schelling σε μεγάλο μέρος προκαταλαμβάνει το έργο του Hegel, και είχε οπωσδήποτε αποφασιστική επίδραση στην πρόσληψη εκ μέρους του της φιλοσοφίας του Kant, ο Hegel ήταν αναμφίβολα ο σημαντικότερος κληρονόμος του Kant, κατά πρώτον λόγω του εσωτερικού βάθους και πλάτους της σκέψης του, και κατά δεύτερον λόγω της αναμφίβολης σημασίας του για τις πολιτικές και διανοητικές συγκυρίες του 19ου και 20ου αιώνα.


Στον πρόλογο του πρώτου έργου του, το οποίο εκδόθηκε, «Η διαφορά των συστημάτων φιλοσοφίας του Fichte και του Schelling» (1801), ο Hegel εντοπίζει την κοινή καταγωγή του θεωρητικού ιδεαλισμού στην πρόσληψη του πνεύματος, αν και όχι του γράμματος, του υπερβατικού ιδεαλισμού του Kant: «Η καντιανή φιλοσοφία κατέστησε αναγκαίο το να διαχωριστεί το πνεύμα της από το γράμμα της, όπως και η καθαρή θεωρητική αρχή να αρθεί από το υπόλοιπο που ανήκει στον εκλογικευτικό αναστοχασμό ή που μπορεί να χρησιμοποιηθεί από αυτόν». Σύμφωνα με τον Hegel, η ανανέωση του φιλοσοφικού στοχασμού ήταν αναγκαία, έχοντας το βλέμμα στην εξισορρόπηση του πνευματικού στοιχείου εντός της καντιανής φιλοσοφίας και στην συμφιλίωση των εσωτερικών της αντιφάσεων.

«Η σχάση είναι η πηγή της ανάγκης για φιλοσοφία, και ως κουλτούρα της εποχής είναι η εξαρτημένη και δεδομένη πλευρά της μορφής». «Η ανάγκη για φιλοσοφία αναδύεται όταν αυτό που έχει προσληφθεί ως παράδοση έχει διχοτομηθεί, έχει κυριολεκτικά χωριστεί στα δυο, ή κοινώς «διχασθεί», «αποξενωθεί» ή «διασπασθεί». Η ανθρωπότητα υπάρχει πάντοτε εντός μιας παράδοσης, εντός της σκιάς του παρελθόντος της-κάθε γενιά είναι περιορισμένη, αν και όχι προκαθορισμένη, από τα όρια και τις μορφές του κόσμου μέσα στον οποίο γεννήθηκε. Όποιες αλλαγές και να επέλθουν, βρίσκονται αναγκαίως μέσα σε κάτι που ήδη υπάρχει, και επέρχονται ως αντίδραση προς αυτό. Για όσο η ληφθείσα παράδοση δεν είναι προβληματική, για όσο επικρατεί η αρμονία και η ενότητα επί της δυσαρμονίας και αντίφασης, δεν υπάρχει ανάγκη φιλοσοφίας-αυτό δε θέλει να πει πως σε τέτοιες περιόδους δεν υπάρχει φιλοσοφία, αλλά πως δεν υπάρχει κοινωνική ή πνευματική ανάγκη για μια νέα μορφή φιλοσοφίας. Μόνο όταν η ανθρωπότητα σκίζεται από την αντίφαση, διαίρεση και αποξένωση, υπάρχει αληθινή ανάγκη για φιλοσοφία.

«Το μόνο ενδιαφέρον της λογικής/διάνοιας είναι να υπερβεί τέτοιες στερεοποιημένες αντιφάσεις». Η διάνοια είναι κρίση και επομένως σύνθεση, τοποθέτηση διαφορετικών στοιχείων μαζί, και επομένως εγκατάσταση μιας συμφιλίωσης μεταξύ των στοιχείων εκείνων εντός της ενότητας, η οποία τα υπερβαίνει και τα περιλαμβάνει. Η διάνοια ενδιαφέρεται λοιπόν, έχει δηλαδή μια ενοποιητική λειτουργία εν μέσω ή μεταξύ των πραγμάτων, εννοιών, νόμων, κτλ., και επομένως έχει σκοπό να επανενώσει ότι διχοτομήθηκε ή αποξενώθηκε. Η διάνοια λοιπόν προσλαμβάνει και τα δυο, διαφορά και ενότητα, και δεν μπορεί να θυσιάσει κανένα. Δεν χρειάζεται συνεπώς να αμφισβητήσει τις αντιφάσεις τους που αναδύονται, αλλά μάλλον να καταδείξει και στα δυο την αναγκαιότητα τους, και την αναγκαιότητα της ενότητας, που είναι το θεμέλιο της συμβατότητας τους.

Όταν εξαφανίζεται αυτή η γεφυρωτική ενότητα και μειώνεται η ενοποιητική δύναμη στη ζωή του ανθρώπου, τότε η φιλοσοφία καθίσταται απαραίτητη, για να επαναφέρει την αρμονία και την ενότητα στην τάξη των πραγμάτων. Η αντίληψη αυτή περί της απαρχής ή πηγής της φιλοσοφίας είναι ουσιώδης για τον θεωρητικό ιδεαλισμό. Για τον Hegel και την εποχή του, η φιλοσοφία είχε γίνει απαραίτητη, επειδή η θρησκεία «στην οποία ο άνθρωπος αίρει τον εαυτό του πάνω από κάθε αποξένωση, και μέσα στην επικράτεια της χάριτος βλέπει να εξαφανίζεται η ελευθερία του υποκειμένου και η αναγκαιότητα του αντικειμένου», δεν ήταν πλέον μια επαρκής ενοποιητική δύναμη. Μέχρι εκείνο το σημείο, όλες οι αντιφάσεις συμφιλιώνονταν στον Θεό και τη χάρη του. Το θεμέλιο όμως αυτής της συμφιλίωσης είχε καταστραφεί με την ενσωμάτωση και την μεταμόρφωση της θρησκείας σε μοντέρνα φιλοσοφία. Η φιλοσοφία λοιπόν χρειαζόταν να ανακαλύψει νέο θεμέλιο και συμφιλίωση για τους επικρατούντες ανταγωνισμούς και αντιφάσεις. Αυτό σήμαινε στην περίπτωση του Hegel, για την αντίφαση ελευθερίας και φύσεως, την οποία έβλεπε, από την μια αντίθεση προς την Γαλλική Επανάσταση και την αγγλική μεγαλοαστική τάξη, και από την άλλη απόσχιση μέσα στην πνευματική ζωή της Γερμανίας, που εκδηλώθηκε στον υπερβατικό ιδεαλισμό.

Αν και φιλοσοφικά ριζωμένη στην πρόσληψη και μεταμόρφωση του υπερβατικού ιδεαλισμού, η αποφασιστική και κατευθυντήρια ώθηση για την σκέψη του Hegel ήταν η Γαλλική Επανάσταση, και σε μικρότερο βαθμό η αγγλική βιομηχανική επανάσταση. Το παραμύθι με τους Hegel, Hölderlin και Schelling να χορεύουν γύρω από το δέντρο της ελευθερίας, για να γιορτάσουν το ξέσπασμα της Γαλλικής Επανάστασης έχει καταρριφθεί από την μοντέρνα έρευνα, απεικονίζει όμως καλά αυτό που ήταν αναμφίβολα ο αρχικός ενθουσιασμός του Hegel για τα επαναστατικά ιδεώδη. Περισσότερα από τριάντα χρόνια αργότερα, μπόρεσε να γράψει τα ακόλουθα για το ξέσπασμα της επανάστασης:

«Ο Αναξαγόρας πρώτος είπε πως ο νους (nous στο κείμενο) κυβερνά τον κόσμο. Μέχρι αυτό το σημείο όμως, ο άνθρωπος δεν είχε φτάσει να γνωρίζει, πως η σκέψη έπρεπε να κυβερνά την πνευματική πραγματικότητα. Αυτό ήταν μια μεγαλειώδης ανατολή του ήλιου. Όλα τα σκεπτόμενα όντα γιόρτασαν την εποχή αυτή. Ένα υψηλό αίσθημα κυριαρχούσε αυτή την εποχή, ένας πνευματικός ενθουσιασμός γέμιζε τον κόσμο με δέος, λες και συμφιλίωση του θείου με τον κόσμο είχε μόλις συμβεί».

Σύμφωνα με τον Hegel, η παραδοχή της καθολικότητας της ελευθερίας και ο λόγος βρίσκονται στην καρδιά της Γαλλικής Επανάστασης. Η πρωταρχική διαπίστωση του Αναξαγόρα, πως ο νους κυβερνά τον κόσμο, εμφανίζεται στη δημόσια σφαίρα εκείνη την περίοδο, όχι βέβαια ως πραγματικότητα, αλλά ως δημόσια προσταγή-η νόηση πρέπει να κυβερνά, όλοι οι άνθρωποι πρέπει να είναι ελεύθεροι. Η φύση της προσταγής είναι μελλοντική. Δεν κατευθύνει προς συλλογισμό, αλλά προς δράση. Προβάλλει ένα καθήκον, και στην προκειμένη περίπτωση το δημόσιο καθήκον περιλαμβάνει την μεταμόρφωση του ανθρώπου, των θεσμών του, και του κόσμου του. Δεν αποτελεί προσταγή, οι φιλόσοφοι να γίνουν βασιλείς ή οι βασιλείς να γίνουν φιλόσοφοι, αλλά μάλλον η φιλοσοφία, δηλαδή το πνεύμα, να κυβερνήσει επί της φύσεως, και η φύση να γίνει αποδεκτή ως ουσιαστικώς πνευματική, η ίδια δηλαδή λογική που κυβερνά το πνεύμα, να κυβερνά τη φύση. Το όραμα αυτό, ενώ ήταν πειστικό, ήταν απατηλό. Η Γαλλική Επανάσταση δεν κατέληξε στην ενοποίηση του ουρανού και της γης, αλλά σύμφωνα με τον Hegel, «στον πιο ψυχρό, βαρετό θάνατο, χωρίς νόημα διαφορετικό από το κόψιμο ενός λάχανου ή το πιόμα νερού», στην άβυσσο της τρομοκρατίας και του πολέμου. Και έτσι, ενώ ο Hegel ήταν αρχικά ενθουσιασμένος με την Επανάσταση, και συνέχισε στη διάρκεια της ζωής του να αναγνωρίζει και να εκθέτει την θεμελιώδη δικαιοσύνη των αυθεντικών της αρχών, αναγνώρισε επίσης σαφώς τις ελλείψεις των αρχών αυτών και, σιχάθηκε και απέρριψε την καταστροφική πορεία της Επανάστασης.

Των επαναστάσεων στις υποθέσεις των ανθρώπων και των εθνών, σύμφωνα με τον Hegel, προηγούνται, και τις προετοιμάζουν, αόρατες, μυστικές επαναστάσεις μέσα στο ίδιο το πνεύμα. Το θεμέλιο της Γαλλικής Επανάστασης προετοιμάστηκε με την έννοια αυτή, από την επανάσταση στη σκέψη, την οποία επεξεργάστηκε ο Rousseau, ο οποίος αναγνώρισε την ουσία της ελευθερίας του ανθρώπου. Η ελευθερία αυτή, με την οποία καταπιάνεται ο Rousseau, δεν είναι καπρίτσιο φυσικών παθών, αλλά μάλλον ελευθερία της αυτό-συνειδησίας, δηλαδή η ενότητα της σκέψης , όχι με τον φυσικό κόσμο, αλλά με τον εαυτό της και συνεπώς η ικανότητα να απομακρύνει τον εαυτό της από τη φύση, και να τον βάλει απέναντι της. Η ελευθερία της αυτό-συνειδησίας, όπως την κατάλαβαν οι Γάλλοι, είναι σύμφωνα με τον Hegel, ελεύθερη βούληση, η βούληση ενός αυτό-συνείδητου υποκειμένου να σχετισθεί με την αντικειμενική φύση, η βούληση να μεταμορφώσει τη φύση και να την υποτάξει στις φόρμες της ανθρώπινης αντίληψης. Η ελευθερία λοιπόν, δεν είναι καπρίτσιο των παθών, δεν είναι ελευθερία του προσωπικού συμφέροντος, αλλά ελευθερία να δράσεις λογικά, δηλαδή σύμφωνα με, και σε αρμονία με την γενική βούληση, η ελευθερία να δράσεις σύμφωνα με τους κανόνες μιας κοινότητας. Ο συγκεκριμένος άνθρωπος είναι φυσικός, υποφέρει από ένα σωρό θελήματα, πάθη, επιθυμίες. Στην καθολικότητα του, δηλαδή ως είδος ή κοινότητα, ο άνθρωπος συμμετέχει στο ορθολογικό και καθίσταται επομένως αληθινά ελεύθερος. Σύμφωνα με τον Hegel, για τον Rousseau «η ελευθερία της φύσεως, η θεμελίωση της ελευθερίας δεν είναι πραγματική (ελευθερία). Για το πρώτο, το κράτος είναι η πραγμάτωση της ελευθερίας». Το κράτος μπορεί να είναι πραγμάτωση αυτής της ελευθερίας, μόνο εάν το ίδιο είναι θεμελιωμένο σε ορθολογικές αρχές. Η ανικανότητα εγκαθίδρυσης, μέσω μεταρρύθμισης, ενός τέτοιου ορθολογικού κράτους στη Γαλλία, ήταν άμεσα υπεύθυνη για την Επανάσταση.

Το παλιό καθεστώς, ancien régime, το οποίο ανέτρεψε η Επανάσταση, ήταν σύμφωνα με τον Hegel ένα άχαρο συνονθύλευμα προνομίων και δικανικών συστημάτων, σε αντίθεση προς κάθε σκέψη και λογική. Η αρχική βάση του καθεστώτος, που βρισκόταν στην αντίθεση των ευγενών και της βάσεως, διαλύθηκε όταν οι ευγενείς δεν θεωρούσαν πια απαραίτητο να ρισκάρουν τη ζωή τους στην αναζήτηση της τιμής. Η ευγένεια τους κατέληξε να κατοικεί απλώς στην υπερηφάνεια τους, η οποία είχε ως μοναδικό θεμέλιο την θέση τους έναντι της κατώτερης τάξεως. Η διατήρηση της ευγένειας αυτής και της υπερηφάνειας εξαρτήθηκε από τη διατήρηση αυτών των απλώς αυθαίρετων διακρίσεων. Το καθεστώς βασίστηκε λοιπόν σε μια σκληρή καταπίεση του γενικού πληθυσμού, την οποία νομιμοποιούσε η διδασκαλία περί θείας δικαιοσύνης, την οποία στήριζε και προωθούσε ο διεφθαρμένος κλήρος. Αυτό οδήγησε σε μια θεμελιώδη διαφθορά και παραμόρφωση των εθίμων και του πνεύματος, σε ένα καθεστώς, όπου δεν υπήρχε τόπος ελευθερίας και ανθρωπιάς, αλλά μόνο για την τυραννία, τήν αποδόμηση και εκμετάλλευση. Η απανταχού παρουσία αυτής της ηθικής παρακμής, τόσο στην Εκκλησία, όσο και στο κράτος, απέκλεισε ουσιαστικά τη δυνατότητα της μεταρρύθμισης εκ των έσω.

Συνεχίζεται

Η ΝΟΗΣΗ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ Ο ΝΟΥΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια: