Σάββατο 24 Ιουνίου 2023

Η σύνθεση σχολαστικής θεολογίας και υπαρξισμού στην τριαδολογία της δυτικής Χριστιανοσύνης: Karl Barth και Karl Rahner

 Η σύνθεση σχολαστικής θεολογίας και υπαρξισμού στην τριαδολογία της δυτικής Χριστιανοσύνης: Karl Barth και Karl Rahner

ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΑΓ. ΣΙΣΚΟΥ*

Πηγή: Περιοδικό ΘΕΟΛΟΓΙΑ 88, 4 (2017)

1. Εισαγωγή

Η δυτική θεολογία του 20ου αιώνα χαρακτηρίζεται από συχνές ρήξεις με την προγενέστερη παράδοσή της. Σε μεγάλο βαθμό αυτό συμβαίνει εξαιτίας της ωρίμανσης της δυτικής θεολογικής σκέψης σε σχέση με τις πρώιμες ασθμαίνουσες και σπασμωδικές θεολογικές αντιδράσεις των δύο προηγούμενων αιώνων απέναντι στην κοσμική σκέψη, την οποία παρήγαγε ο Διαφωτισμός. Στον χώρο της προτεσταντικής θεολογίας, ο Κ. Barth προχώρησε στη ρήξη με τη φιλελεύθερη προτεσταντική θεολογία των προτεσταντών δασκάλων του W. Hermman, A. Ritschl, F. Schleiermacher(1), η οποία είχε ενσωματώσει στη μεθοδολογία της τις ανθρωπολογικές μεθόδους του Διαφωτισμού και εκμηδένιζε κατ’ αυτόν τον τρόπο τη ζώσα παρουσία του Θεού ως γεγονός ριζικά αντίθετο με τις εγγενείς λογικές και συναισθηματικές ικανότητες του ανθρώπου να εντοπίζει τον Θεό εντός του(2). 
Για τον Κ. Barth, «Καμιά ανθρώπινη πορεία δεν είναι ικανή να οδηγήσει τον άνθρωπο στο Θεό: ούτε η οδός της θρησκευτικής εμπειρίας (Schleiermacher), ούτε η ιστορική, ούτε κι αυτή ακόμη της μεταφυσικής. Η μόνη κατορθωτή πορεία ξεκινά με αφετηρία τον Θεό προς τον άνθρωπο»(3). Βασικώτατο ερώτημα για τον Κ. Barth είναι ο τρόπος με τον οποίο ο Θεός φανερώνεται στον άνθρωπο ως το όλως Άλλο. Ως καθοδηγητικός άξονας στη σκέψη του είναι ακριβώς η απόρριψη κάθε ανθρωπολογίας -των δασκάλων του και όχι μόνο αυτών- που θεμελιώνεται στις εγγενείς ανθρώπινες δυνατότητες γνωριμίας και μετοχής στο Θείο. Σε αυτή την προβληματική θα έρθει σε ισχυρότατη σύγκρουση με την analogia entis της σχολαστικής θεολογίας και των σύγχρονων ερμηνευτών της, για να καταλήξει στη ριζικά αντίθετη έννοια της analogia relationis, την αναλογία του τρόπου υπάρξεως στις αΐδιες σχέσεις των Προσώπων της Άγιας Τριάδος με τον τρόπο υπάρξεως των ανθρώπων, τόσο κατά τις μεταξύ τους σχέσεις όσο και κατά τη σχέση τους με το Θεό, όταν οι άνθρωποι ζουν εν Χριστώ. Για να φτάσει σε αυτό το συμπέρασμα, ο Κ. Barth αρθρώνει μια συστηματική ερμηνεία περί Αγίας Τριάδος, χρησιμοποιώντας έννοιες και σχήματα πού αντλεί από τον υπαρξισμό και τον περσοναλισμό της εποχής του. Η θεολογική τεκμηρίωση αυτής της υπαρξιακής και περσοναλιστικής γλώσσας, προκειμένου να περιγράφει το δόγμα της Άγιας Τριάδος και οι συνέπειες για τη σωτηρία του ανθρώπου, είναι ουσιωδώς σχολαστική. Όπως θα δειχτεί αναλυτικά, η σύνθεση περσοναλισμού και σχολαστικισμού παραμένει απολύτως λογικά συνεπής στο πλαίσιο της δυτικής χριστιανικής παράδοσης. Ο σχολαστικισμός ουδόλως καταργείται και, τουναντίον, ανανεώνεται γλωσσικά με το ένδυμα του υπαρξισμού και του περσοναλισμού, παραμένοντας στη βάση του ακέραιος.

Σχεδόν παράλληλα, η ρωμαιοκαθολική θεολογία δείχνει ενίοτε να ασφυκτιά στις θεολογικές δομές του σχολαστικισμού, ο οποίος καταργεί την ιστορικότητα των πραγμάτων και συχνότατα μοιάζει να μην κομίζει λύσεις στα προβλήματα της νεωτερικότητας και της πρώιμης μετανεωτερικότητας, σύμφωνα με απόψεις ρωμαιοκαθολικών θεολόγων. Σε αυτό το ιστορικό, φιλοσοφικό και θεολογικό πλαίσιο δημιουργείται η Nouvelle Theologie των Τ. de Chardin, Μ. D. Chenu, Η. De Lubac, J. Danielou, Y. Congar. Βασικοί άξονες της θεολογικής ερμηνευτικής της Nouvelle Theologie είναι: α) η επιστροφή στα θεμέλια της χριστιανικής σκέψης, όπως η Βίβλος και οι Πατέρες της Εκκλησίας και μάλιστα οι Έλληνες Πατέρες, β) η αναζωογόνηση της θεολογικής σκέψης από την επαφή με τα σύγχρονα ρεύματα φιλοσοφικής και επιστημονικής σκέψης, γ) η ανάπτυξη της ιστορικής και βιβλικής κριτικής(4).

 Κάτω από αυτές τις προϋποθέσεις και με διάθεση ρήξης με τον νεο-σχολαστικισμό της ρωμαιοκαθολικής θεολογίας, αλλά με στόχο μια ριζική επανερμηνεία του Ακινάτη, που να ανταποκρίνεται στις υπαρξιακές ανάγκες του σήμερα, παραδίδει ο Karl Rahner τη διδακτορική του διατριβή, η οποία απορρίφθηκε και έμελε να εκδοθεί αργότερα(5). Η διδακτορική διατριβή προδιαγράφει και τις προθέσεις του για την αναμόρφωση της ρωμαιοκαθολικής θεολογίας μέσω της βαθειάς συσχέτισης της θεολογίας με τη φιλοσοφία των καιρών(6): «Ο Rahner είναι βαθύτατα πεπεισμένος για την ανεπάρκεια της σχολαστικής μεθόδου που εφαρμόστηκε στην παράδοση της ακαδημαϊκής θεολογίας, όπου οι έννοιες πρέπει να συλλαμβάνονται και να αποσαφηνίζονται μέχρι να γίνουν αντιληπτές. Από τη σχολαστική μέθοδο που προχωρεί από πάνω, από το ύψος των διατυπώσεων, και λειτουργεί μέσω της κατήχησης, πρέπει να περάσουμε στην ανθρωπολογική μέθοδο, η οποία ξεκινά από χαμηλά και προχωρεί δυνάμει μιας αντιστοιχίας μεταξύ ζωής και αλήθειας, εμπειρίας και έννοιας. Ο Rahner προτείνει να εφαρμοστεί στη θεολογία μια ανθρωπολογική προσέγγιση, η οποία να ξεκινά από την εμπειρία που έχει ο άνθρωπος για τον εαυτό του και να εξετάζει με ποιόν τρόπο είναι δυνατόν η θεολογία να ανταποκριθεί»7. Τα τρία συστηματικά κείμενα, τα οποία θα συγγράψει ο Κ. Rahner -κατά την τεράστια συγγραφική του παραγωγή- για το μυστήριο της Αγίας Τριάδος, περιγράφουν το τελευταίο με εννοιολογικά σχήματα, και γλώσσα που παραπέμπουν ευθέως στον υπαρξισμό και τον περσοναλισμό, με βασικό σκοπό την υπέρβαση της νεο-σχολαστικής θεολογικής ερμηνείας. Παρ’ όλα αυτά, όπως θα δειχτεί, οι θεμελιακές προϋποθέσεις του σχολαστικισμού σε αυτή την Τριαδολογία παραμένουν ακέραιες.

Κοινή κατεύθυνση των Κ. Barth και Κ. Rahner αποτελεί η ανανέωση της θεολογικής γλώσσας μέσω των υπαρξιστικών σχημάτων και των περσοναλιστικών διατυπώσεων. Αυτό αφορά κατεξοχήν τη συστηματική ερμηνεία του Τριαδολογικού δόγματος και της ανάδειξης της σημασίας του για τους σημερινούς χριστιανούς. Τα θεμέλια των δύο παράλληλων ερμηνευτικών συστημάτων στην Τριαδολογία ανήκουν από κάθε άποψη στη σχολαστική παράδοση, χωρίς αυτό να θίγει την ανανέωση της θεολογικής διατύπωσης και επιχειρηματολογίας.

(Συνεχίζεται)

* Ό Γεώργιος Αγ. Σίσκος είναι μεταδιδακτορικός ερευνητής στο τμήμα Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας του Α.Π.Θ.

Σχόλια


1. Είναι πολύ χαρακτηριστική η ανυποληψία στην οποία υποπίπτει το δόγμα της Αγίας Τριάδος με τον F. Schleiermacher, ο οποίος το θεωρεί εξόχως δευτερεύον στη χριστιανική ζωή, καθώς δεν ανταποκρίνεται στην Αμεσότητα της αυτό-συνείδησης, στην οποία εδράζεται η υποκειμενική διαίσθηση του απολύτου, δηλαδή του Θεού. Γράφει χαρακτηριστικά για το δόγμα της Αγίας Τριάδος ο Schleiermacher, F., The Christian Faith, Introduction: Paul T. Nimmo, Bloomsbury T&T Clark: London New York 2016, σελ. 738: “this doctrine itself as ecclesiastically framed, is not an immediate utterance concerning the Christian self-consciousness, but only a combination of several such utterances'”. Μία ίδια αντιμετώπιση του θέματος συναντά κανείς και στο έργο του RitschlA., The Christian Doctrine of Justification and ReconciliationTransMackintoshHR. - MacaulayAB., T&T ClarkEdinburgh 1900, σελ. 203-238, όπου με βάση τη θεώρηση της θρησκευτικής συνείδησης ως παράγουσας μη αποδείξιμες επιστημονικές αποδείξεις περί Θεού, αλλά μόνον ηθικές κρίσεις, επικρίνει σφοδρώς τη σχολαστική μεθοδολογία αναφορικά με τις οντολογικές αποδείξεις του Θεού. Για τον πλήρη εκτοπισμό της Αγίας Τριάδος από τη φιλελεύθερη προτεσταντική θεολογία βλ. Hill Ο. P., W. J., The Three-Personed God: The Trinity as a mystery of Salvation, Catholic University of America Press, 1982, σελ. 83-91. Welsch, G, In This Name: The Doctrine of the Trinity in Contemporary Theology, Charles Scribner’s Sons: New York 1952, σελ. 3-10 και 18-23.
2. Johnson, Κ. L., Karl Barth and the Analogia Entis, T&T Clark: New York 2010, σελ. 15-17. McCormack, B. L., Karl Barth’s Critically Realistic Dialectical Theology: Its Genesis and Development 1909-1936, Oxford University Press 1997, σελ. 111-125. To κέντρο της ρήξης αφορούσε την έννοια της θρησκευτικής εμπειρίας του ανθρώπινου υποκειμένου, η οποία εξαιτίας της υποκειμενικής της απολυτότητας διαμόρφωσε την ιερότητα του Α' Παγκοσμίου Πολέμου στη συνείδηση των Γερμανών. Αυτό για τον Κ. Barth συνεπαγόταν μια καταθλιπτική απουσία της χάριτος και έναν πλήρη εγκλωβισμό σε έναν θρησκευτικό ανθρωποκεντρισμό. Γράφει χαρακτηριστικά στον W. Hermann: “Especially with you, Herr Professor (and through you with the great masters Luther, Kant, and Schleiermacher), we learned to acknowledge 'experience' as the constitutive principle of knowing and doing in the domain of religion. In your school it became clear to us what it means to 'experience' God in Jesus. Now however, in answer to our doubts, an 'experience' which is completely new to us is held out to us by German Christians, an allegedly religious war 'experience'; i.e. the fact that German Christians 'experience' their war is supposed to bring us to silence, if not demand reverence from us. Where do you stand relation to this argument and to the war theology which lies behind it?”, McCormack, B. L., Karl Barth's Critically Realistic Dialectical Theology: Its Genesis and Development 1909-1936μνημεργ., σελ. 113, μτφραπό το Schwobel, C. (ed.), Karl Barth-Martin Rade: Ein Briefweschel, Gutersloh: Gutersloher Verlagshaus, 1981, σελ. 115.
3. Gibellini, R., H θεολογία του Εικοστού αιώνα, μτφρ.: Π, Υφαντής, Άρτος Ζωής, Αθήνα 2002, σελ. 25.
4. Mettepenningen, J., Nouvelle Theologie - New Theology: Inheritor of Modernism, Precursor of Vatican II, T&T Clark: 2010, σελ. 9-13. GibelliniR., H θεολογία του Εικοστού αιώνα, μνημ. εργ., σελ. 203-214.
5. Rahner, Κ., Spirit in the world, Trans: William Dych, Continuum: New York 1994, σελ. XLVIII: “What I tried to do above all else was this: to get away from so much that is called ‘neo- Scholasticism’ and to return to Thomas himself, and by doing this to move closer to those questions which are being posed to contemporary philosophy”.
6. Kerr, F., Twentieth-century Catholic theologians: from Neoscholasticism to nuptial mysticism, Blackwell Publishing 2005, σελ. 88,94. Kilby, Κ., “Karl Rahner”, στο Ford, D. F., with Muers, R. (ed.), The Modern Theologians: An Introduction to Christian Theology since 1918, Blackwell Publishing 2005, σελ. 94.
7. Gibellini, R., H θεολογία του Εικοστού αιώνα, μτφρ.: Π, Υφαντής, Άρτος Ζωής, Αθήνα 2002, σελ. 281.

Δεν υπάρχουν σχόλια: