Τετάρτη 28 Ιουνίου 2023

Περί θείας ενώσεως και διακρίσεως - Αγ. Γρηγόριος Παλαμάς (6)

 ΚΑΤΑ ΠΟΣΟΥΣ ΤΡΟΠΟΥΣ ΥΦΙΣΤΑΤΑΙ Η ΘΕΙΑ ΕΝΩΣΙΣ ΚΑΙ ΔΙΑΚΡΙΣΙΣ

Και ότι ως προς τον Θεόν διδαχθήκαμε ότι υπάρχει διάκρισις, όχι μόνον κατά τις υποστάσεις, αλλά και κατά τις κοινές προόδους και ενέργειες, και ότι παραλάβαμε να φρονούμε αυτόν άκτιστον τόσο κατά την ένωσιν όσον και κατά την διάκρισιν, έστω και αν τούτο δεν αρέσει στον Βαρλαάμ και τον Ακίνδυνο.

Συνέχεια από:Σάββατο 13 Μαίου 2023

13.  Επιπλέον το μετεχόμενο αναγκαίως προϋπάρχει των μετεχόντων. Οι δε μετοχές μετέχονται από όλα τα κτίσματα˙ επομένως προϋπάρχουν όλων των κτισμάτων δηλαδή είναι άκτιστες. Και όμως κανένα κτίσμα δεν είναι υπέρ τα όντα. Τις μετοχές δε αυτές και αρχές και θείες δωρεές, αν και τις ονομάζει όντα ο μέγας Διονύσιος, όμως σε πολλά σημεία (των συγγραμμάτων του) λέγει ότι είναι υπέρ τα όντα. Αλλά και παραδείγματα των όντων είναι αυτές προϋπάρχοντας στον Θεό καθ’ υπερούσιον ένωσιν. Πώς λοιπόν θα ήταν δυνατόν να είναι αυτές κτίσματα; Στην συνέχεια δε διδάσκων και τί είναι αυτά τα παραδείγματα επιλέγει˙ «παραδείγματα δε λέγομε ότι είναι οι στον Θεό (εν Θεώ) ουσιοποιοί και ενιαίως προϋπάρχοντες λόγοι των όντων, τους οποίους η θεολογία καλεί προορισμούς, καθώς επίσης και θεία και αγαθά θελήματα καθοριστικά και ποιητικά των όντων, σύμφωνα με τους οποίους ο υπερούσιος δημιουργός προώρισε και παρήγαγε όλα τα όντα». Πώς λοιπόν οι προορισμοί και τα θεία θελήματα, τα ποιητικά των όντων, είναι δυνατόν να είναι κτιστά; Και πώς δεν φανερώνονται ότι καταβιβάζουν την πρόνοια του Θεού σε κτίσμα όσοι θεωρούν κτιστές τις προόδους και ενέργειας αυτές; Διότι η ουσιοποιός και ζωοποιός και σοφοποιός, και απλώς η ποιητική και συνεκτική των κτιστώς όντων ενέργεια είναι αυτά ακριβώς τα θεία θελήματα και οι θείες δωρεές της αγαθότητος, αιτίας των πάντων, οι ουσιώσεις, οι ζωώσεις, οι σοφοποιήσεις.

14. Ας μαρτυρήσει δε με εμάς ο θείος Μάξιμος, ο οποίος γράφει στα Σχόλια ότι η ποιητική πρόνοια των όντων είναι οι πρόοδοι αυτές του Θεού˙ «είναι δε κοινές της τρισυποστάτου διακεκριμένης ενάδος οι δημιουργικές πρόνοιες και αγαθότητες», δηλαδή οι ουσιώσεις, οι ζωώσεις, οι σοφοποιήσεις. Με το να βεβαιώσει ότι αυτές είναι πολλές και διακεκριμένες έδειξε ότι αυτές δεν είναι η ουσία του Θεού διότι αυτή είναι μία και εντελώς αδιαίρετος. Επειδή δε επιβεβαίωσε και ότι είναι κοινές τής τρισυποστάτου διακεκριμένης ενάδος, παρέστησε σε εμάς ότι δεν είναι ούτε ο Υιός και το Άγιον Πνεύμα˙ διότι κανένα από αυτά δεν είναι κοινή ενέργεια των τριών. Με το ότι δε δεν ονόμασε αυτές μόνον πρόνοιες και αγαθότητες, αλλά και δημιουργικές, έδειξε ότι είναι άκτιστες. Αλλιώς, το δημιουργικό θα είναι δημιουργημένο, επομένως θα είναι δημιουργημένο από άλλο δημιουργικό και εκείνο πάλι από άλλο, και τούτο προχωρούν στο έσχατο σημείο ουτοπίας δεν θα σταματήσει να βαδίζει προς το άπειρον.[Εδώ βρίσκεται φωτισμένη η νέα αίρεση τού spiritus creator]

24.  Αφού τώρα προτάξαμε σύντομο έκθεση περί της θείας ενώσεως, όπως διδαχθήκαμε από τους μυσταγωγούς της ευσεβείας, ας διασαφήσουμε κατά δύναμιν και τα περί της θείας διακρίσεως. Θα παρατηρήσει κανείς ότι και η θεία διάκριση είναι τριττή, αν επιστήσει την προσοχή του στην θεόπνευστο θεολογία. Πράγματι το υπερούσιο όνομα και πράγμα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος είναι διακεκριμένα, δεν δύναται δε να υπεισέλθει σε αυτά καμμία αντιστροφή ή γενικώς κοινότης, αλλά η ιδιότης εκάστης υποστάσεως φυλάσσεται ακίνητος, όχι μόνον κατά το ότι στην μεταξύ των μονήν και περιχώρησιν διατηρούνται αμιγείς και ασύγχυτες προς αλλήλες, αλλά και κατά το αίτιο και το αιτιατό˙ διότι μόνη αρχή και πηγή και ρίζα του Υιού και του Πνεύματος είναι ο Πατήρ.
25.  Αυτά τα πράγματα λοιπόν, αν και λέγονται από εμάς, πάντως είναι υπεράγνωστα και υπεράρρητα, τόσον τα της ουσιώδους ενώσεως και τα της υποστατικής διακρίσεως, όσον και τα της εντελώς αμιγούς και ασυγχύτου συμφυΐας. Είναι δε τοιαύτα, επειδή είναι και τελείως αμέθεκτα. Διά τούτο και δεν είναι δυνατόν ούτε υπόδειγμά τους να ευρεθεί στην κτίσηΠράγματι περί μεν της ουσίας τί πρέπει να πούμε, αφού δεν είναι δυνατόν ούτε να την περιγράψουμε ούτε καθόλου να την θεωρήσωμε; Από εδώ δε καθίσταται δυνατόν να αντιληφθούμε το τελείως ακατάληπτο της αλληλουχίας και διακρίσεως των υποστάσεων. Πατήρ και υιός υπάρχουν και μεταξύ ημών, διαθέτοντες μεν μία ουσία, αλλά χωρίς να είναι αχώριστοι απ’ αλλήλων ούτε να ευρίσκονται εν αλλήλοις. Θα παραλληλίσει όμως κανείς τα καθ’ ημάς με ήλιο και ακτίνα και φώς ή με νουν και λόγον και πνεύμα; Αλλ' έκαστον των πραγμάτων τούτων είναι αχώριστο από τα άλλα, δεν διαιρείται δε από τον γεννώντα τα παρ' αυτού προϊόντα διά των υποστάσεων.

26.  Το ίδιο πράγμα ακριβώς διατυπώνοντας και ο επώνυμος της θεολογίας Γρηγόριος λέγει, «ενεθυμήθην ήλιο και ακτίνα και φώς˙ αλλά φοβούμαι μη τυχόν τον μεν Πατέρα θεωρήσουμε φορέα της ουσίας, τα δε άλλα δεν τα θεωρήσουμε υποστάσεις, αλλά τα καταστήσουμε δυνάμεις του Θεού ενυπάρχουσες σε αυτόν χωρίς προσωπική υπόσταση». Δια τούτο και ο μέγας Διονύσιος, αφού πραγματεύτηκε περί τούτων, έπειτα επισφραγίζοντας τον λόγον λέγει, «αυτές λοιπόν είναι οι κατά την άρρητον ένωσιν ενώσεις και διακρίσεις»˙ διότι δεν είναι δυνατόν να ονομάσει κανείς αυτές από τα κτίσματα. Δια τούτο το θείον είναι υπεράνω αριθμού περισσότερο από την μονάδα, διότι δεν συναριθμείται με το πλήθος˙ και υπεράνω της μονάδος περισσότερο από τον αριθμόν, καθ' όσον ούτε διά της διαιρέσεως δεν προσλαμβάνει τίποτε άλλο από τα εκτός˙ μάλλον δε είναι και εν, υπεράνω του εις τα όντα ενός, διότι είναι μονώτατον και κυρίως εν ως υπερηνωμένον, και αριθμείται διαιρούμενο υπέρ πάντα τα ενικώς διηρημένα, μόνον υπέρ πάντα νουν και λόγον επιβεβαιώνοντας πάντοτε τόσον την των ηνωμένων διάκρισιν όσον και την των διακεκριμένων ένωσιν.[ΣΕ ΠΛΗΡΗ ΑΝΤΙΘΕΣΗ ΜΕ ΤΙΣ ΦΛΥΑΡΙΕΣ ΤΟΥ ΖΗΖΙΟΥΛΑ ΟΤΙ ΣΤΗΝ ΑΓΙΑ ΤΡΙΑΔΑ ΒΡΙΣΚΟΥΜΕ ΤΟ ΕΝΑ ΚΑΙ ΤΑ ΠΟΛΛΑ]

27.  Πράγματι ο μέγας Διονύσιος, αφού είπε, «αυτές μεν οι κατά την άρρητον ένωσιν καί ύπαρξιν ενώσεις και διακρίσεις», προσθέτει τα έξης- «εάν δε η αγαθοπρεπής πρόοδος είναι και θεία διάκρισις, καθώς η θεία ένωσις από αγαθότητα πληθύνει και πολλαπλασιάζει ηνωμένως εαυτήν, οι άσχετες μεταδόσεις είναι ενωμένες κατά την θείαν διάκρισιν». Επομένως η κατά ταύτα διάκριση είναι διαφορετική από αμφότερες τις προηγούμενες˙ διότι εκτός από τις υπεραρρήτους εκείνες διακρίσεις υπάρχει θεία διάκριση επίσης κατά τις προόδους ταύτες και φανερώσεις και ενέργειες του Θεού, κατά τις οποίες είναι μεθεκτός σε όλα τα όντα. Δια τούτο κατ’ αυτές και νοείται και ονομάζεται εκ των μετεχόντων. Περί της διακρίσεως πάλιν ταύτης ο μέγας Διονύσιος μετά την παράθεση ρήσεων του θεοφάντορος Ιεροθέου λέγει, «αρκετές είναι αυτές οι ρήσεις, ας προχωρήσουμε δε προς τον σκοπό της πραγματείας, αναπτύσσοντες κατά το εφικτό τα κοινά και ηνωμένα ονόματα της θείας διακρίσεως». Πώς κοινά και ηνωμένα; Κατά το ότι είναι κοινά των τριών προσώπων˙ διότι ταύτα έχει ενιαίως ο Πατήρ και ο Υιός και το Άγιον Πνεύμα. Αλλά είναι και από αυτά φανερό ότι όλος ο σκοπός των λόγων του και όλη η πρόθεσις της “Περί θείων ονομάτων” πραγματείας δεν είναι περί της θείας ουσίας και της κατ' αυτήν ενώσεως ούτε περί της υποστακτικής διακρίσεως, αλλά περί της θείας διακρίσεως κατά τις κοινές προόδους και φανερώσεις. Και τούτο είναι ακόμη περισσότερο φανερό από την συνέχεια. Διότι προσθέτει «και για να ορίσουμε σαφώς όλα τα επόμενα, διάκρισιν θείαν καλούμε τις αγαθοπρεπείς προόδους της θεαρχίας. Διότι αυτή, δωρίζουσα σε όλα τα όντα με περίσσεια τις μετουσίες όλων των αγαθών, ηνωμένως μεν διακρίνεται, πληθύνεται δε ενικώς και πολλαπλασιάζεται από το εν ανεκφοιτήτως».  Δεν λέγει τα κτίσματα προόδους και φανερώσεις, όπως εξέλαβαν ασύνετα ο Βαρλαάμ και ο Ακίνδυνος, αλλά τις θείες ενέργειες, των όποιων αποτέλεσμα είναι τα κτίσματα.

28.  Τί σημαίνει το ηνωμένως διακρίνεσθαι διασαφήσαμε λίγο παραπάνω. Πώς δε η θεαρχία πληθύνεται ενικώς και πολλαπλασιάζεται από το εν ανεκφοιτήτως, διασαφεί ο μέγας Διονύσιος γράφοντας στη συνέχεια˙ «λέγεται ότι πολλαπλασιάζεται το έν εκείνο όν διά της εξ αυτού παραγωγής των πολλών όντων». Πολλά δε όντα λέγει τώρα τις ουσίες των κτισμάτων, τις οποίες παρήγαγε ο Θεός εκ του μη όντος πολλές και διαφόρους, ενώ αυτός κρατεί το εν ανεκφοιτήτως, δηλαδή κατ' ουσίαν. Άραγε λέγεται ότι το θείον πολλαπλασιάζεται, καθώς προστίθενται σε αυτόν τα κτίσματα; Κάθε άλλο˙ διότι πώς είναι δυνατόν να συναριθμηθούν τα κτιστά με το άκτιστον; Διά τούτο ο πολύς εις τα θεία Μάξιμος, καθιστώντας εκδηλότερο τον πολλαπλασιασμό τούτο, λέγει˙ «λέγεται ότι πληθύνεται ο Θεός με το καθ' έκαστον βούλημα προς παραγωγή των όντων πολλαπλασιαζόμενος κατά προνοητικές προόδους, ότι μένει δε αμερίστως έν, καθώς ο ήλιος ο όποιος εκπέμπει πολλές ακτίνες και μένει στην ενότητα». Εκ τούτου και ο μέγας Διονύσιος δεν είπε ότι πολλαπλασιάζεται το θείον με την προσθήκη των πολλών όντων, αλλά με την παραγωγή, έτσι καλέσας από τα παραχθέντα την προνοητική πρόοδον και την θεία βούλησιν. Από αυτά, καθώς είναι πολλά και διάφορα, δεικνύεται και το διακεκριμένο και διάφορο των θείων προόδων και δυνάμεων, τις οποίες ο μέγας ανέφερε ανωτέρω σε πληθυντικό αριθμό, καλέσας αυτές μετοχές και παραδείγματα των όντων προϋφιστάμενα εις τον Θεόν, λόγους ουσιοποιούς και θεία θελήματα καθοριστικά και ποιητικά των όντων, επίσης δε άσχετες και αμειώτες μεταδόσεις, και θεοπρεπείς δωρεές και προόδους. Προσέτι καθιστώντας σαφέστερο το διακεκριμένο τούτων και την διαφορά μεταξύ τους απένειμε σε εκάστη ιδιαιτέρα ονομασία, λέγοντας, «οι ουσιώσεις, οι ζωώσεις, οι σοφοποιήσεις», διά των οποίων καθώς και δι’ άλλων όχι ολίγων έδειξε συγχρόνως ότι αυτές είναι άκτιστες και διάφορες της θείας ουσίας. Έδειξε ότι είναι άκτιστες μεν, επειδή προϋφίστανται των όντων, και είναι υπέρ τα όντα και ποιητικές των όντων˙ μη ουσία δε, διότι είναι πρόοδοι και διότι είναι πολλές, ενώ εκείνη είναι μία, και διότι διαφέρουν προς αλλήλες˙ διότι δεν είναι δυνατόν τα διαφέροντα προς άλληλα να είναι μη διάφορα προς εν άλλο.

(Συνεχίζεται)

Η ΜΕΙΩΣΗ ΛΟΙΠΟΝ ΤΗΣ ΕΝΑΝΘΡΩΠΗΣΕΩΣ ΣΤΙΣ ΘΕΟΠΡΕΠΕΙΣ ΠΡΟΟΔΟΥΣ ΤΗΣ ΘΕΑΡΧΙΑΣ, ΔΗΛ. ΣΤΗΝ ΚΑΘΑΡΣΗ, ΤΟΝ ΦΩΤΙΣΜΟ ΚΑΙ ΤΗΝ ΘΕΩΣΗ, ΟΠΩΣ ΠΙΣΤΕΥΕΤΑΙ ΣΗΜΕΡΑ ΟΤΙ ΕΙΝΑΙ Ο ΣΚΟΠΟΣ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ, ΔΗΛ. ΟΙ ΟΥΣΙΩΣΕΙΣ, ΖΩΩΣΕΙΣ, ΣΟΦΟΠΟΙΗΣΕΙΣ, ΚΑΤΑΡΓΟΥΝ ΤΗΝ ΣΩΤΗΡΙΑ ΚΑΙ ΑΓΝΟΟΥΝ ΤΟΝ ΚΥΡΙΟ. ΜΑΣ ΟΔΗΓΟΥΝ ΔΕ ΝΑ ΙΣΧΥΡΙΖΟΜΑΣΤΕ ΟΤΙ Ο ΚΥΡΙΟΣ ΕΝΣΑΡΚΩΘΗΚΕ ΣΕ ΜΙΑ ΗΔΗ ΥΠΑΡΧΟΥΣΑ ΕΚΚΛΗΣΙΑ.
ΑΣ ΠΡΟΣΕΞΟΥΜΕ ΛΟΙΠΟΝ ΟΤΙ ΟΠΩΣ ΘΕΟΛΟΓΟΥΝ ΟΙ ΝΕΟΙ ΘΕΟΛΟΓΟΙ ΟΠΩΣ ΤΟΥΣ  ΑΚΟΥΜΕ ΣΤΟΝ ΞΙΩΝΗ ΚΑΙ ΣΤΟΝ ΛΟΥΔΟΒΙΚΟ ΘΕΟΛΟΓΗΣΑΝ ΣΤΟΝ ΚΑΙΡΟ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ Ο ΒΑΡΛΑΑΜ ΚΑΙ Ο ΑΚΙΝΔΥΝΟΣ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: