Συνέχεια από Πέμπτη, 15 Ιουνίου 2023
HANS URS VON BALTHASAR
ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ (THEOLOGIK)
Τρίτος Τόμος
ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ (DER GEIST DER WAHRHEIT)
(Οι δύο προηγούμενοι τόμοι: 1) Αλήθεια τού κόσμου (Wahrheit der Welt), 2) Αλήθεια τού Θεού (Wahrheit Gottes) )
Johannes Verlag, 1987
4. ΓΙΑ ΤΟ ΦΙΛΙΟΚΒΕ
6. ΠΝΕΥΜΑ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΙΚΟ
δ) Διάκριση των πνευμάτων (4η συνέχεια)
Ως τρίτο «εξαιρετικό» («ασυνήθιστο») και υψηλά εκτιμώμενο από τον Παύλο απέναντι στους Κορινθίους χάρισμα μένει η «προφητεία», μια παραδιδόμενη, υπό τη στενώτερη έννοια, εντολή σε κάποιον συγκεκριμένα εκ μέρους τού Αγίου Πνεύματος προς «κοινοποίηση» στη συναθροισμένη κοινότητα, αυτό που χαρακτηρίζεται ωστόσο ως «έμπνευση» υπό την ευρύτερη έννοια, για να αποτελέση κατόπιν το δεδωρημένο στους διδασκάλους, κήρυκες, κατηχητές και «ευαγγελιστές» τής κοινότητας, και φυσικά στους Αποστόλους χάρισμα. Επειδή μάλιστα το Πνεύμα οικοδομεί μέσα απ’ αυτό το χάρισμα την κοινότητα, κατέχει και την πρώτη θέση ανάμεσα στα χαρίσματα (14, 1), μένοντας ωστόσο ανωφελές, όπως και όλα τα υπόλοιπα χαρίσματα, χωρίς την αγάπη (13, 2).
Υπερβαίνοντας τώρα τούς ανάστροφους υπερτονισμούς, δικαιολογημένους απ’ την αντίληψη που έχει ο Παύλος για μιαν απομονωμένη, αλλά και «δύσκολη» ούτως ή άλλως, και ελάχιστα αντιπροσωπευτική κοινότητα – καθώς οι άλλες ομάδες χαρισμάτων είναι εντελώς διαφορετικά διατυπωμένες –, μπορεί να τεθή το ερώτημα, τί θα έπρεπε να χαρακτηρίζη πράγματι ένα γνήσιο καινοφανές «άνοιγμα» χριστιανικότητας εν Αγίω Πνεύματι. Ένας συλλογισμός περί αυτού θα έπρεπε να προσέξη ιδιαιτέρως δυό πράγματα: το ότι η Εκκλησία δεν ξεκινά κατ’ αρχάς με το («συντεταγμένο» απ’ τον Λουκά) γεγονός τής Πεντηκοστής, το οποίο παρέχει μάλλον μόνο τη δύναμη και το θάρρος στους Μαθητές, να φανερώσουν άφοβα την πραγματικότητα του Ιησού μπροστά σ’ όλον τον κόσμο: απ’ τη μια με την επαγγελία, κι απ’ την άλλη ακολουθώντας Τον στον Σταυρό. Και το ότι είναι κατόπιν το ίδιο το Πνεύμα τού Χριστού που εξαποστέλλει και συνοδεύει ολόκληρη την Εκκλησία – με τις αντικειμενικές όσο και υποκειμενικές πνευματικές της διαστάσεις, ως ένα αδιαίρετο σύνολο (αντίστοιχα προς τη διπλή «όψη» τού ενός Αγίου Πνεύματος),– στον κόσμο. Όπου και μπορούμε να διακρίνουμε τις εξής πέντε ιδιαίτερες πλευρές και απόψεις:
Κατά πρώτον, το Πνεύμα τού Ιησού «παραπέμπει» πάντοτε εκ νέου στην κεντρική Του πράξη: τον Σταυρό, και την δια μόνου του Σταυρού προσιτή Ανάσταση. Απ’ την ημέρα τής Πεντηκοστής η Εκκλησία καταδιώκεται, και οι Απόστολοι χαίρονται να υφίστανται προσβολές και ύβρεις για τον Ιησού (Πράξ. 5, 41)· ο δε Παύλος, που είδε τον δοξασμένο Κύριο, είδε στη δόξα Του αναμφίβολα και τον Εσταυρωμένο, γιατί και στην Κόρινθο δεν θέλει να γνωρίζη τίποτα άλλο, ούτε να μιλά για τίποτα άλλο παρά για τη «μωρία» τού Σταυρού. Αυτός πρέπει λοιπόν να βρίσκεται σε κάθε περίπτωση – «ενωμένος» βέβαια με την Ανάσταση – στο κέντρο κάθε «χαρισματικής» θεώρησης της Γραφής: γιατί μόνον από εδώ μπορεί να «αντηχήση» ο τέλειος ύμνος προς τον Πατέρα, που αξίζει την αγάπη Του. Κάθε είδος προσωπικής ή κοινής ευσέβειας, που ζητά να απομακρυνθή απ’ αυτό, αντί να «βυθιστή» εντός του, – όπως το έχουν πράξει και το πράττουν όλοι οι αληθινοί άγιοι –ξεπέφτει απ’ αυτό το «κέντρο» σε μιαν ασήμαντη περιφέρεια.
Όλα τα χαρίσματα έχουν, κατά δεύτερον, αξία μόνο λόγω τής «υπερβολικής οδού» τής αγάπης, σύμφωνα με τον Παύλο. Όλες οι ανθρώπινες και αγγελικές ακόμα γλώσσες δεν είναι παρά «χαλκός ηχών ή κύμβαλον αλαλάζον» χωρίς την αγάπη (Α’ Κορ. 13, 1). Η μεγάλη θεολογία, όπως αυτή τού Ακινάτη, κατανόησε γι’ αυτό τα «χαρίσματα του Πνεύματος» ως μια δωρούμενη τελειοποίηση απ’ το Άγιο Πνεύμα στον άνθρωπο, που ζωντανά πιστεύει, ελπίζει και αγαπά, η οποία του παρέχει ένα «θείο ένστικτο» (“instictus divinus”), ώστε «να καταστή κατάλληλος να κινηθή θεϊκά». «Τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος είναι εσωτερικές στάσεις, με τις οποίες καθίσταται ικανός ο άνθρωπος, να υπακούη γρήγορα και εκούσια (prompte) στο Άγιο Πνεύμα». Ο Θωμάς προσθέτει μάλιστα σ’ αυτήν την ανύψωση των «θεϊκών αρετών» με τα χαρίσματα του Πνεύματος και την απόκτηση κάποιων άλλων «χαρισμάτων», λέγοντας π.χ. πως δωρίζεται, με μια νέα «αποστολή» τού Πνεύματος, μια καινούργια γνώση τού Υιού στην καρδιά τού πιστού, μια «ορισμένη εμπειρική» δηλ. «γνώση», ή και «η χάρις», μαζί με μια «καινούργια χαρισματική κατάσταση (status gratiae)», «της θαυματοποιίας ή της προφητείας» (( Η «τρίτη εποχή», του Αγίου Πνεύματος… )) . Τα χαρίσματα αυτά είναι μάλιστα γι’ αυτόν τον λόγο «αδιάθετα», επειδή τα ουσιαστικά δώρα τής χάριτος, τα οποία τα εν λόγω χαρίσματα συνοδεύουν κατά τον Θωμά, ήταν κι αυτά κατ’ ουσίαν αδιάθετα.
Το δεδωρημένο, κατά τρίτον, την Πεντηκοστή Άγιο Πνεύμα, είναι προπαντός ένα Πνεύμα δυνάμεως για την αποστολή σε όλον τον κόσμο. Κατηγορούνται ωστόσο, δυστυχώς, συνεχώς οι καινούργιες «πνευματικές κινήσεις» για το ότι αυξάνεται σ’ αυτές η «παρασυναγωγή», αλλά «περιορίζονται οι κοινωνικές παρεμβολές» (Congar). Όχι πως η αποστολική ιστορία δεν εμφανίζει την Εκκλησία προσευχομένη και «κλωμένην εν κοινότητι τον άρτον» μετά την Πεντηκοστή, την περιγράφει ωστόσο, εξίσου εμφαντικά, να πορεύεται, καθοδηγούμενη σαφώς απ’ το Πνεύμα, σε κοπιαστικές αποστολικές οδούς. Η δε προσευχή δεν συντελείται σε ιδιωτικές μόνο συναντήσεις, αλλά και σε όλες τις «οδούς» τού κόσμου. Το δε Πνεύμα δεν είναι ποτέ το αναζητούμενο αντικείμενο της επαγγελίας: προσευχόμαστε εν Πνεύματι, μέσω τού Υιού, στον Πατέρα, επαγγελόμενοι εν Πνεύματι τον Χριστό ως τον Μεσσία τών Ιουδαίων, τον οποίον και απέστειλε, ως Σωτήρα τών Εθνών, ο Πατήρ. Δεν βλέπουμε δηλ. πουθενά να επικεντρώνεται η ευλάβεια της Εκκλησίας (αποκλειστικά…) στο Πνεύμα· (απλώς…) μέσα απ’ το Πνεύμα επιτελείται σωστή προσευχή και σωστή επαγγελία τού Θεού, του Πατρός, που αποκαλύφθηκε ο ίδιος στο πρόσωπο του Ιησού (( ! )) , δοξαζόμενος στο όνομά Του. Μια επικέντρωση στο Πνεύμα (ως αντικείμενο της ευλάβειάς μας) θα οδηγούσε αντίθετα σε έναν ευσεβιστικό και μόνο «Ιησου-ισμό», όπως συμβαίνει γενικά σήμερα στις (διάφορες…) Εκκλησίες και ανάμεσα προπαντός στους νέους. Υπάρχει η «άποψη», ότι μπορεί κανείς να «γνωρίση», και μάλιστα «άμεσα», κάτι απ’ το Πνεύμα και απ’ τον Ιησού στους χαρισματικούς αυτούς «κύκλους», τη στιγμή που η γνήσια εμπειρία τής πίστεως προκύπτει μόνο στη βιωμένη, όπως είπαμε, και υπομονετικά διαφυλαγμένη επιβεβαίωση μιας χριστιανικής ζωής. Δεν υπάρχει αμφιβολία, ότι οι νέοι χρειάζονται μια συγκεκριμένη υπαρξιακή «εμπειρία χριστιανικότητας» στο περιβάλλον ή τις συναντήσεις τους, για να μπορέσουν να αποφασίσουν να «πετάξουν» απ’ τη «φωλιά» τους με τα φτερά τής πίστης· κι ότι και οι ενήλικες χρειάζονται ορισμένες «επαφές», για να κρατήσουν ζωντανή την πίστη τους. Η παραμένουσα ωστόσο «ορμή» προς παρασυναγωγή μπορεί να είναι – ακριβώς και σήμερα – ένα σύμπτωμα «παιδικότητας» ή «νηπιότητας».
Η Εκκλησία πορεύεται, κατά τέταρτον, αδιαχώριστα αντικειμενική και υποκειμενική, «νόμιμη» και «χαρισματική», απ’ την ημέρα τής Πεντηκοστής προς τον κόσμο. Η πρώιμη Εκκλησία δεν διαχώρισε ποτέ αναμεταξύ τους, στην οργανική της ολότητα, τις δυό πλευρές (είναι κατ’ αρχάς οι Μοντανιστές, οι Μεσσαλιανιστές, οι Δονατιστές και οι Ιωακειμίτες που χρησιμοποίησαν την «υποκειμενική» αγιότητα ενάντια στην αγιότητα του αξιώματος), ο δε Παύλος «αποδεικνύει» μέσα απ’ τα υποκειμενικά του πάθη (του Χριστού) την αντικειμενική του αποστολή. Ο «χαρισματισμός» διατρέχει μάλιστα συχνά τον κίνδυνο (όταν δεν καθοδηγείται από καλούς ιερείς ή ηγουμένους ενός μοναχικού τάγματος), να καταπέση στην υποκειμενική έννοια μιας Εκκλησίας χωρίς δομή. Είναι λοιπόν σημαντικό να ζητά κανείς απ’ αυτές τις διάφορες «ομάδες», να αναπτύσσουν «κατά το δυνατόν ελάχιστες δικές τους δομές ή διαρθρώσεις, ώστε να εντάσσονται καλύτερα στην περιβάλλουσα, δομημένη Εκκλησία, και να μη “φαντάζονται” ότι αποτελούν κάτι το ιδιαίτερο απέναντι στη “σύνολη κοινότητα”». Με τη σωστή καθοδήγηση μπορεί να επιτύχη μια τέτοια «ομάδα» το δύσκολο έργο να ενταχθή σε μιαν (εκλαμβανόμενη οπωσδήποτε ως «απνευμάτιστη») ενορία, και το ακόμα δυσκολώτερο έργο, να είναι μέσα σ’ αυτήν αλλά και πέρα απ’ αυτήν εκείνο που θέλει ο Χριστός: προζύμι, και άλας τού κόσμου. Κάτι που θα γίνη ακόμα πιο δύσκολο, αν πρέπη να αντιμετωπισθή επιτυχώς και το τελευταίο, πέμπτο σημείο:
Πολλές απ’ αυτές τις «ομάδες» είναι, κατά πέμπτον, οικουμενικές και πιστεύουν πως βιώνουν «απροαίρετα» και «αυτόματα» το ότι κατά την κοινή προσευχή έχει ήδη συντελεσθή και λειτουργικά, εκ των άνω, μέσα απ’ το ίδιο το Άγιο Πνεύμα, η ενότητα της Εκκλησίας. Ο Congar έχει επισημάνει μάλιστα ιδιαιτέρως αυτό το σημείο. «Σε μια προσευχητική σύναξη, όπου “ανοιγόμαστε” και αφιερωνόμαστε στον Ιησού και το Πνεύμα, μπορεί φυσικά να προκύψη, ως προς τους καρπούς και τις πνευματικές πραγματικότητες, μια ενότητα, καθώς ενωνόμαστε με μεγάλην ένταση στον ίδιον Κύριο και στο ίδιο Πνεύμα. Και επιτυγχάνεται έτσι μια ενότητα πάνω απ’ τις δογματικές εξαρτήσεις (( ! )) και διαφορές… Και πάλι όμως, δεν έχει (ακόμα…) επιτευχθή η ενότητα. Γιατί η Εκκλησία είναι Μυστήριο, και όχι απλώς κοινωνία εν Πνεύματι και μέσω τού Πνεύματος». Δεν είναι δηλ. μια Εκκλησία μόνο τής καρδιάς, αλλά και της αντικειμενικής της δομής. Θα μπορούσαμε άραγες να πούμε, πως οι «χαρισματικές κινήσεις» προωθούν και «τον πνευματικό Οικουμενισμό»; Ακούγονται όμως τότε εκφράσεις όπως η ακόλουθη: «Η παρούσα κίνηση, γεννημένη από το Άγιο Πνεύμα, έχει φτάσει στο σημείο να δημιουργήση μιαν εντελώς καινούργια Εκκλησία στη Δύση, που δεν θα είναι ούτε καθολική ούτε προτεσταντική, αλλά απλώς ευαγγελική».
Κανένα απ’ αυτά τα πέντε σημεία δεν συνιστά ασφαλώς μια «συμφορά», αλλά η γιγαντιαία στο μεταξύ «χαρισματική κίνηση» θα έπρεπε να στοχαστή πολύ σοβαρά το καθ’ ένα απ’ αυτά, ευθυγραμμιζόμενη, μέσα στη δική της διάκριση των πνευμάτων, προς το Πνεύμα τής σύνολης Εκκλησίας. Γιατί χαρισματική είναι μόνον ολόκληρη (( ; )) η Εκκλησία τού Ιησού Χριστού, στην οποίαν κάθε ζωντανό μέλος έχει το δικό του πνευματικό χάρισμα. Και μόνον αυτή μπορεί να καυχάται, βασισμένη στην υπόσχεση και τη δωρεά τού Χριστού, ότι κατέχει το (μη διαθέσιμο ωστόσο) Πνεύμα, το Πνεύμα που «διανέμει στον καθέναν τη δωρεά του, όπως εκείνο θέλει» (Α’ Κορ. 12, 11).
( συνεχίζεται )
ΕΤΣΙ ΑΚΡΙΒΩΣ ΠΡΟΣΕΛΑΒΕ Ο ΖΗΖΙΟΥΛΑΣ ΚΑΙ ΘΕΣΜΟΠΟΙΗΘΗΚΕ ΣΤΗΝ ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΛΗΡΟ, ΤΟΝ ΗΣΥΧΑΣΜΟ. ΣΑΝ ΕΝΑ ΠΑΡΕΡΓΟ ΚΑΙ ΠΑΡΑΛΕΙΠΟΜΕΝΟ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου