Συνέχεια από Πέμπτη, 8 Ιουνίου 2023
HANS URS VON BALTHASAR
ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ (THEOLOGIK)
Τρίτος Τόμος
ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ (DER GEIST DER WAHRHEIT)
(Οι δύο προηγούμενοι τόμοι: 1) Αλήθεια τού κόσμου (Wahrheit der Welt),
2) Αλήθεια τού Θεού (Wahrheit Gottes) )
Johannes Verlag, 1987
4. ΓΙΑ ΤΟ ΦΙΛΙΟΚΒΕ
6. ΠΝΕΥΜΑ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΙΚΟ
δ) Διάκριση των πνευμάτων (3η συνέχεια)
Ένα χάρισμα συνδεδεμένο με το αντικειμενικό Πνεύμα τού εκκλησιαστικού αξιώματος έτσι, ώστε στην πραγματικότητα να μη μπορούν να αντιφάσκουν εδώ το υποκειμενικό και το αντικειμενικό πνεύμα, εφ’ όσον «ακούν» βέβαια αμφότερα και από κοινού τις «εμπνεύσεις» τού Πνεύματος. Ο H. Rahner έδειξε το πόσο εξισορροπημένη είναι αυτή η διδασκαλία, και πόσο μάταιες οι θυελλώδεις κατηγορίες ενάντια στο «ασκητικό έργο» (στα «γυμνάσματα»), αλλά και πόσο ευφυείς υπήρξαν εκείνοι που το υποστήριξαν (προπαντός ο Nadal και όψιμοι Ιησουίτες, και κατ’ αρχάς ο Suarez), που μπόρεσαν να αναφερθούν, δικαίως, στην μεγάλη παράδοση των Πατέρων.
2. Εφ’ όσον η «χαρισματική κίνηση» αναφέρεται βασικά στο Άγιο Πνεύμα και τα χαρίσματά του, καθορίζοντας σαφώς ως ένα απ’ αυτά τα χαρίσματα τη «διάκριση των πνευμάτων» (Α’ Κορ. 12, 10), είναι αναπόφευκτο να «εφαρμόσουμε», τουλάχιστον συνοπτικά, τη διάκριση των πνευμάτων και σ’ αυτήν την «κίνηση» (( Α’ Κορ. 12, 7 κ.ε.: «Εκάστω δέ δίδοται η φανέρωσις τού Πνεύματος πρός τό συμφέρον. ώ μέν γάρ διά τού Πνεύματος δίδοται λόγος σοφίας, άλλω δέ λόγος γνώσεως κατά τό αυτό Πνεύμα, ετέρω δέ πίστις εν τώ αυτώ Πνεύματι, άλλω δέ χαρίσματα ιαμάτων εν τώ αυτώ Πνεύματι, άλλω δέ ενεργήματα δυνάμεων, άλλω δέ προφητεία, άλλω δέ διακρίσεις πνευμάτων, ετέρω δέ γένη γλωσσών, άλλω δέ ερμηνεία γλωσσών· πάντα δέ ταύτα ενεργεί τό έν καί τό αυτό Πνεύμα, διαιρούν ιδία εκάστω καθώς βούλεται» … )) . Ο χαρακτηρισμός «χαρισματική (ανανεωτική) κίνηση» δέχθηκε συχνή κριτική, καθώς πολλές άλλες ανανεωτικές τής Εκκλησίας κινήσεις προήλθαν και εμφορήθηκαν δίχως αμφιβολία από το Άγιο Πνεύμα, ενώ και η λέξη «χάρισμα» έχει επιπλέον ένα πολύ μεγαλύτερο σημασιολογικό εύρος στον Παύλο απ’ ό,τι οι συγκεκριμένοι «κατάλογοι» χαρισμάτων στην Α’ προς Κορινθίους (12-14), την προς Ρωμαίους (12) και την προς Εφεσίους (4) επιστολές. Πολλά μάλιστα απ’ αυτά τα «ανοίγματα» και τις αυθόρμητες κινήσεις γνωρίζουν ότι οφείλουν τη σύστασή τους στο Άγιο Πνεύμα, χωρίς να το καθιστούν ωστόσο κεντρικό περιεχόμενο ή κριτήριο της ευσεβείας τους όπως οι «χαρισματικοί». Απ’ την άλλη πρέπει να συγκρατήσουμε, ότι η διάκριση των πνευμάτων μπορεί να εμφανίζεται είτε ως ένα ιδιαίτερο χάρισμα, είτε να «απαιτείται» από το συνολικό πνεύμα τής κοινότητας στον Παύλο (Α’ Κορ. 14, 29· Α’ Θεσσ. 5, 21· αλλά και στην Α’ Ιωάν. 4, 1) (( Α’ Θεσσ. 5, 18 κ.ε.: «Πάντοτε χαίρετε, αδιαλείπτως προσεύχεσθε, εν παντί ευχαριστείτε· τούτο γάρ θέλημα Θεού εν Χριστώ Ιησού εις υμάς. τό Πνεύμα μή σβέννυτε, προφητείας μή εξουθενείτε. πάντα δέ δοκιμάζετε, τό καλόν κατέχετε· από παντός είδους πονηρού απέχεσθε. Αυτός δέ ο Θεός τής ειρήνης αγιάσαι υμάς ολοτελείς, καί ολόκληρον υμών τό πνεύμα καί η ψυχή καί τό σώμα αμέμπτως εν τή παρουσία τού Κυρίου ημών Ιησού Χριστού τηρηθείη. πιστός ο καλών υμάς, ός καί ποιήσει» …)) .
Είναι αναμφίβολο ότι οι χαρισματικές προσευχητικές ομάδες, που περιλαμβάνουν εκατομμύρια «(ρωμαιο)καθολικούς» σε ολόκληρο τον κόσμο, φανερώνουν, όταν καθοδηγούνται ιδιαιτέρως από συνετούς πνευματικούς οδηγούς, ένα γνήσιο άνοιγμα στην Εκκλησία, κάτι το οποίο το έχει αναγνωρίσει σαφώς (και) η εκκλησιαστική Σύνοδος. Ένα ουσιαστικό δε κριτήριο για τη γνησιότητα αυτών τών ομάδων είναι ασφαλώς το ότι «(προς)αρμόζονται» στην Εκκλησία που τους «περιβάλλει» και την πλησιέστερη ενορία και τη γονιμοποιούν. Κι αυτό είναι μέσα στη «γραμμή» τού βασικού θεολογικού μας προσδιορισμού, ότι το Άγιο Πνεύμα δεν εξασκεί ένα δικό του έργο, αλλά «επιμελείται», αναπτύσσοντάς το, το έργο τού Χριστού: είναι δηλ. ο «ερμηνευτής» του. «Μια Πνευματολογία είναι τότε υγιής, όταν αναφέρεται στον Χριστό». Είναι το Πνεύμα που μας διδάσκει να ομολογούμε, ότι «ο Ιησούς είναι ο Κύριος» (Α’ Κορ. 12, 3). Και τα «χαρίσματά» του δεν αποσκοπούν συνολικά σε τίποτα άλλο, απ’ το να οικοδομούν το «Σώμα Χριστού». Κι εφ’ όσον αυτό ισχύει, η φράση πως το Πνεύμα διανέμει στους χριστιανούς ως μέλη τού Σώματος του Χριστού τα χαρίσματά του «προς ωφέλεια» (ό.π. 7), δεν μπορεί τελικά να σημαίνη παρά: προς ωφέλεια όλων τών άλλων, ενώ και η φαινομενική εξαίρεση στο Α’ Κορ. 14, 4 («ο γλωσσολαλών οικοδομεί εαυτόν») δεν μπορεί παρά να δηλώνη την, αναμενόμενη από όλα τα συμφραζόμενα, «υποτίμηση» αυτού τού χαρίσματος. «Αυτή που πρέπει να οικοδομηθή είναι η κοινότητα» (Α’ Κορ. 14, 12) (( Α’ Κορ. 14, 1 κ.ε.: «Διώκετε τήν αγάπην· ζηλούτε δέ τά πνευματικά, μάλλον δέ ίνα προφητεύητε. ο γάρ λαλών γλώσση ουκ ανθρώποις λαλεί, αλλά τώ Θεώ· ουδείς γάρ ακούει, πνεύματι δέ λαλεί μυστήρια· ο δέ προφητεύων ανθρώποις λαλεί οκοδομήν και παράκλησιν και παραμυθίαν. ο λαλών γλώσση εαυτόν οικοδομεί, ο δέ προφητεύων εκκλησίαν οικοδομεί. θέλω δέ πάντας υμάς λαλείν γλώσσαις, μάλλον δέ ίνα προφητεύητε· μείζων γάρ ο προφητεύων ή ο λαλών γλώσσαις, εκτός ει μή διερμηνεύει, ίνα η εκκλησία οικοδομήν λάβη. νυνί δέ αδελφοί, εάν έλθω πρός υμάς γλώσσαις λαλών, τί υμάς ωφελήσω, εάν μή υμίν λαλήσω ή εν αποκαλύψει ή εν γνώσει ή εν προφητεία ή εν διδαχή; …» )) .
Το αξιοσημείωτο είναι ωστόσο εδώ, ότι εκείνο το χάρισμα, στο οποίο συναινεί βέβαια ο Παύλος, επειδή φαινόταν τόσο σημαντικό στην απομονωμένη κοινότητα της Κορίνθου, εκτιμώντας το όμως ως το πιο «ασήμαντο» από κοινωνικής πλευράς, χαίρει τόσο υψηλής εκτιμήσεως στις «χαρισματικές ομάδες». Ο πρώτος Πεντηκοστιανός (ο Charles Fox Parham, στο Κάνσας το 1900) διαπιστώνει με τους μαθητές του, «ότι το μοναδικό σίγουρο, σύμφωνο με τη Γραφή σημείο για το βάπτισμα εν Αγίω Πνεύματι είναι το χάρισμα της ομιλίας σε άλλες γλώσσες», κι ότι η εμπειρία τών Αποστόλων την Πεντηκοστή «ήταν η κανονική εμπειρία όλων τών πιστών τής πρώιμης Εκκλησίας, κι ότι όλοι οι πιστοί έχουν μάλιστα σήμερα “δικαίωμα” για μια παρόμοια εμπειρία, την οποία και πρέπει στα σοβαρά να αναζητούν». Εδώ μπορούμε να κάνουμε κάποιες ωστόσο παρατηρήσεις: ότι το φαινόμενο τής Πεντηκοστής δεν ήταν κατ’ αρχάς, σύμφωνα με την περιγραφή τού Λουκά, μια «γλωσσολαλία», αλλά ένας λόγος που κατανοούνταν σε πολλές γλώσσες («ξενογλωσσία»), που το νόημά της είχε περισσότερο θεολογική σημασία παρά ιστορική επικύρωση για τον Λουκά, κι ότι οι υπόλοιπες αναφορές περί γλωσσολαλίας στις Πράξεις τών Αποστόλων δημιουργούν μια στερεότυπη εντύπωση (σε όποιον κατέρχεται το Πνεύμα, αυτός ομιλεί «σε ξένες γλώσσες»: Πράξ. 10, 46· 19, 6) (( Πράξ. 10, 44 κ.ε.: «Έτι λαλούντος τού Πέτρου τά ρήματα ταύτα επέπεσε τό Πνεύμα τό Άγιον επί πάντας τούς ακούοντας τόν λόγον. καί εξέστησαν οι εκ περιτομής πιστοί όσοι συνήλθον τώ Πέτρω, ότι καί επί τά έθνη η δωρεά τού Αγίου Πνεύματος εκκέχυται· ήκουον γάρ αυτών λαλούντων γλώσσαις καί μεγαλυνόντων τόν Θεόν. τότε απεκρίθη ο Πέτρος· μήτι τό ύδωρ κωλύσαι δύναταί τις τού μή βαπτισθήναι τούτους, οίτινες τό Πνεύμα τό Άγιον έλαβον καθώς καί ημείς; προσέταξέ τε αυτούς βαπτισθήναι εν τώ ονόματι τού Κυρίου. τότε ηρώτησαν αυτόν επιμείναι ημέρας τινάς» … )) . Δεν υπάρχει ωστόσο κάποια αντίστοιχη περιγραφή για καμμιάν άλλη κοινότητα, πέρα από εκείνην τών Κορινθίων, ώστε να μη μπορή να χαρακτηρισθή με βεβαιότητα, γενικά ως ένα «αρχαίο χριστιανικό φαινόμενο» η γλωσσολαλία. Η οποία δεν είναι εξάλλου κάποιο ειδικό χριστιανικό φαινόμενο, εφ’ όσον υπάρχει κάτι παρόμοιο στους Σαμάνους, στη Μεσοποταμία, στην κοινότητα του Κουμράν και στην Ελλάδα.
Στις καινούργιες προτεσταντικές και (ρωμαιο)καθολικές κινήσεις κατέχει ωστόσο η γλωσσολαλία έναν ασυνήθιστα κυρίαρχο ρόλο· η σχετική φιλολογία είναι τεράστια, η θρησκευτική όμως καρποφορία εντελώς αμφίβολη· ο Παύλος απαιτούσε απλώς έναν «ερμηνευτή» τού ακατανόητου για την κοινότητα, ακόμα και για τον ίδιον τον ομιλητή λόγου (Α’ Κορ. 14), κι αυτός ο ερμηνευτής λείπει τις περισσότερες φορές απ’ τις σημερινές συνάξεις. Δεν πρόκειται (ασφαλώς) για έναν εκστατικό λόγο, αλλά για έναν λόγο που εναπόκειται στην ελεύθερη απόφαση του «γλωσσολαλούντος». Στο ερώτημα, γιατί η γλωσσολαλία εξασκεί μια τέτοια γοητεία, μπορούμε να απαντήσουμε, με τη φυσική κατ’ αρχάς επιθυμία να «χαλαρωθή» ο έλεγχος στον δικό μας λόγο, και με τις προσδοκίες αυτών τών ομάδων απ’ την άλλη, για τις οποίες η γλωσσολαλία δηλώνει «το σωματικό εκείνο σημείο μιας πλήρως δεσμευτικής ένταξης στη χαρισματική ανανεωτική κίνηση». Ο K.G. Rey παραπέμπει διεξοδικά στον ρόλο μιας (αυθ-)υποβολής, χωρίς να θέλη ωστόσο να αρνηθή τον (πιθανό) σύνδεσμό της με μια θρησκευτική ευαισθησία. Ενώ έχουν επίσης αναφερθή ένας «εξαναγκασμός για εμπειρία», μια «γοητεία τής εμπειρίας», και μια «ψυχική ηδύτητα» (Congar) για το «ασυνήθιστο». «Το φαινόμενο της γλωσσολαλίας δεν αποτελεί ωστόσο καθεαυτό μιαν ένδειξη για τη γνησιότητα μιας πνευματικής ανανέωσης». «Και εννοώ, ότι ο Θεός θέλει πολύ σπάνια να μας πη κάτι μέσα από μια γλωσσολαλιά… Γι’ αυτό και πρέπει να κρατάμε κάποιαν απόσταση απ’ αυτήν την πράξη τής γλωσσολαλίας», ιδίως στην κοινή Θεία Λειτουργία, όπου κάτι τέτοιο δεν προκαλεί παρά αγανάκτηση και οργή.
(συνεχίζεται)
ο λαλών γλώσση εαυτόν οικοδομεί, ο δέ προφητεύων εκκλησίαν οικοδομεί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου