Πέμπτη 15 Ιουνίου 2023

Η ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ ΤΗΣ ΕΣΩΤΕΡΙΚΗΣ ΕΜΠΕΙΡΙΑΣ (1)

W.WINDELBAND, ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΟ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΤΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ, Β ΤΟΜΟΣ.

 A' Η ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ ΤΗΣ ΕΣΩΤΕΡΙΚΗΣ ΕΜΠΕΙΡΙΑΣ


Ο μεγάλος Εκκλησιαστικός διδάσκαλος Αυγουστίνος δεν έχει εκθέσει σε κανένα έργο τη φιλοσοφία του ως ολοκληρωμένο σύστημα. Η φιλοσοφία αυτή αναπτύσσεται σχεδόν ευκαιριακά, παράλληλα με την πραγμάτευση διαφόρων – συνήθως θεολογικών ζητημάτων, και βρίσκεται διεσπαρμένη σε ολόκληρο το συγγραφικό έργο του. Η γενική εντύπωση είναι ότι αυτή η πλούσια σειρά στοχασμών κινείται προς δύο διαφορετικές κατευθύνσεις, που διατηρούν τη συνοχή τους μόνο χάρη στην επιβλητική προσωπικότητα του Αυγουστίνου. Ως θεολόγος έχει σε όλες τις έρευνές του σταθερό σημείο αναφοράς την έννοια της Εκκλησίας. Ως φιλόσοφος τοποθετεί στο κέντρο των στοχασμών του τη βεβαιότητα της συνείδησης για τον εαυτό της. Χάρη σε αυτούς τους δύο σταθερούς άξονες εξασφαλίζεται η ροή των προβληματισμών του. Ο πνευματικός κόσμος του Αυγουστίνου μοιάζει με ελλειψοειδές σύστημα, που συγκροτείται με την κίνηση γύρω από δύο κέντρα και αυτή η εσωτερική δυαδικότητα συχνά είναι αντιφατική.

Έργο της ιστορίας της φιλοσοφίας είναι να διακρίνει από αυτό το πλέγμα τις ιδέες χάρη στις οποίες ο Αυγουστίνος υπερβαίνει κατά πολύ την εποχή του και τους επόμενους αιώνες, και γίνεται πρωτεργάτης της σύγχρονης σκέψης. Σε τελική ανάλυση οι ιδέες αυτές βασίζονται στην αρχή της εσωτερικής αυτογνωσίας και σ' αυτήν οφείλουν την πραγματική συνοχή τους. Ο Αυγουστίνος διατύπωσε αυτή την αρχή με καθαρότητα, τη διαμόρφωσε και την πραγματεύτηκε ως αφετηριακό σημείο της φιλοσοφίας. Με την επίδραση των θρησκευτικών-ηθικών αναγκών το μεταφυσικό ενδιαφέρον – σιγά σιγά και σχεδόν απαρατήρητα– μετατοπίστηκε από τη σφαίρα της εξωτερικής πραγματικότητας στη σφαίρα της εσωτερικής ζωής. Βασικοί συντελεστές που διαμόρφωναν την αντίληψη για τον κόσμο δεν ήταν πια οι έννοιες της φυσικής αλλά έννοιες από τη σφαίρα της ψυχής. Ο Αυγουστίνος ανέλαβε να προβάλει συνειδητά αυτό το γεγονός, που καθαυτό είχε συντελεστεί ήδη στο έργο του Ωριγένη και του Πλωτίνου. 

Ο προσανατολισμός στην εσωτερική εμπειρία αποτελεί και την ιδιομορφία του ως συγγραφέα. Ο Ιερός Αυγουστίνος είναι αριστοτέχνης στην αυτοπαρατήρηση και την αυτοανάλυση. Έχει μια μοναδική δεξιοσύνη στην περιγραφή ψυχικών καταστάσεων, που είναι αξιοθαύμαστη όσο και η ικανότητά του να αναλύει τις εσωτερικές διεργασίες και να παρουσιάζει ασυγκάλυπτα τα συναισθήματα και τις ορμές. Ακριβώς γι' αυτό όλες οι εποπτείες με τις οποίες η μεταφυσική του επιχειρεί να «συλλάβει» το σύμπαν προέρχονται αποκλειστικά από αυτή την πηγή. Έτσι, σε σύγκριση με την ελληνική φιλοσοφία αρχίζει τώρα μια νέα εξέλιξη, που βέβαια στον Μεσαίωνα δεν προχώρησε πολύ πέρα από το σημείο όπου είχε φτάσει ο Αυγουστίνος. Η εξέλιξη αυτή ολοκληρώνεται μόνο στους νεότερους χρόνους. 

1. Αυτό φαίνεται καθαρά ήδη στη διδασκαλία του Αυγουστίνου για το αφετηριακό σημείο της φιλοσοφίας. Ακολουθώντας μια πορεία ανάλογη με την εξέλιξη της προσωπικότητάς του, ο Αυγουστίνος αναζητά τη βεβαιότητα της γνώσης μέσα από την αμφιβολία, σε ένα δρόμο που τον είχαν ανοίξει οι θεωρίες του σκεπτικισμού. Φύση θερμόαιμη, με ακατασίγαστη δίψα για ευτυχία, προσπάθησε αρχικά να απαντήσει στην αμφιβολία του με βάση της σωκρατικό αίτημα ότι η κατοχή της αλήθειας (που χωρίς αυτήν δεν είναι δυνατό να υπάρχει ούτε και η πιθανότητα) είναι απαραίτητη προϋπόθεση της ευτυχίας και γι' αυτό πρέπει να θεωρείται κάτι εφικτό. Ο Αυγουστίνος επιμένει με έμφαση στο ότι ακόμη και ο σκεπτικισμός – που αρνείται την εξωτερική πραγματικότητα του περιεχομένου της αισθητηριακής αντίληψης ή τουλάχιστον θεωρεί ότι το πρόβλημα παραμένει ανοιχτό – δεν μπορεί να αμφισβητήσει την εσωτερική ύπαρξη της εντύπωσης. Δεν αρκείται όμως στις σχετικιστικές ή θετικιστικές υποδηλώσεις αυτής της διαπίστωσης. Απεναντίας, ξεκινά από αυτές για να προχωρήσει νικηφόρα ως τη βεβαιότητα. Με την αισθητηριακή αντίληψη δεν μας δίνεται μόνο κάποιο περιεχόμενο, που η αυθεντικότητά του είναι δυνατό να αμφισβητηθεί προς τη μια ή την η την άλλη κατεύθυνση, αλλά συνάμα και η πραγματικότητα του υποκειμένου που αντιλαμβάνεται. Αυτή η βεβαιότητα της συνείδησης για τον εαυτό της προκύπτει κατά κύριο λόγο από την ίδια την αμφιβολία. Καθώς αμφιβάλλω ξέρω ότι εγώ που αμφιβάλλω υπάρχω. Έτσι, η ίδια η αμφιβολία περιέχει την πολύτιμη αλήθεια ότι το ον που έχει συνείδηση είναι πραγματικό. Ακόμη και αν βρίσκομαι σε πλάνη ως προς όλα τα άλλα, σε τούτο δεν είναι δυνατό να πλανιέμαι: γιατί από τη στιγμή που βρίσκομαι σε πλάνη πρέπει και να υπάρχω.

Αυτή η θεμελιακή βεβαιότητα εκτείνεται σύμμετρα σε όλες τις συνειδησιακές καταστάσεις (cogitare), και ο Αυγουστίνος προσπαθεί να δείξει ότι στο ενέργημα της αμφιβολίας περικλείονται όλες οι καταστάσεις της συνείδησης: Όποιος αμφιβάλλει ξέρει όχι μόνο ότι είναι ζωντανός αλλά και ότι θυμάται, ότι γνωρίζει και ότι θέλει, αφού η αμφιβολία του βασίζεται σε προηγούμενες παραστάσεις του. Κατά τη στάθμιση των αμφιβολιών του ξεδιπλώνεται η νόηση, η γνώση, η κρίση του· και το κίνητρο της αμφιβολίας του είναι η αναζήτηση της αλήθειας. Ο Αυγουστίνος, παρόλο που δεν επιμένει ιδιαίτερα σε αυτό ούτε προχωρεί στη συναγωγή απώτερων συμπερασμάτων, δείχνει με το παραπάνω παράδειγμα πόσο βαθιά γνώριζε τον ψυχικό βίο του ανθρώπου, αφού τις διαφορετικές ψυχικές δραστηριότητες δεν τις θεωρεί ανεξάρτητες σφαίρες αλλά αδιάσπαστα ενωμένες πλευρές ενός και μόνο ενεργήματος. Κατά τον Αυγουστίνο -που με την άποψή του αυτή υπερέχει όχι μόνο σε σχέση με τον Αριστοτέλη αλλά και σε σχέση με τους νεοπλατωνικούς- η ψυχή είναι η ενιαία ζωντανή ολότητα της προσωπικότητας, που χάρη στην αυτοσυνείδησή της έχει τη βεβαιότητα ότι η δική της πραγματικότητα είναι η πιο αδιαμφισβήτητη αλήθεια.

Συνεχίζεται

ΜΑΣ ΔΙΝΕΤΑΙ ΜΙΑ ΜΕΓΑΛΗ ΕΥΚΑΙΡΙΑ ΝΑ ΔΟΥΜΕ ΑΠΟ ΚΟΝΤΑ ΤΗΝ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΧΑΡΙΣΜΑΤΙΚΗ ΚΙΝΗΣΗ ΠΟΥ ΕΚΔΗΛΩΝΕΤΑΙ ΣΕ ΚΑΘΟΛΙΚΙΣΜΟ ΚΑΊ ΠΡΟΤΕΣΤΑΝΤΙΣΜΟ ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΤΗΝ ΣΤΕΓΗ ΤΟΥ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΙΚΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΗΝ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΤΩΝ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΙΑΝΩΝ.

ο λαλών γλώσση εαυτόν οικοδομεί, ο δέ προφητεύων εκκλησίαν οικοδομεί.«Το φαινόμενο της γλωσσολαλίας δεν αποτελεί ωστόσο καθεαυτό μιαν ένδειξη για τη γνησιότητα μιας πνευματικής ανανέωσης». «Και εννοώ, ότι ο Θεός θέλει πολύ σπάνια να μας πη κάτι μέσα από μια γλωσσολαλιά… Η οποία δεν είναι εξάλλου κάποιο ειδικό χριστιανικό φαινόμενο, εφ’ όσον υπάρχει κάτι παρόμοιο στους Σαμάνους, στη Μεσοποταμία, στην κοινότητα του Κουμράν και στην Ελλάδα. 

ΠΡΟΚΕΙΤΑΙ ΔΕ ΓΙΑ ΤΟ ΕΚΣΤΑΤΙΚΟ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟ ΤΗΣ ΜΑΝΤΕΙΑΣ, ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΑΠΟΘΕΩΘΗΚΕ ΣΤΟΥΣ ΔΕΛΦΟΥΣ.

ΣΤΟ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟ ΤΗΣ ΓΛΩΣΣΟΛΑΛΙΑΣ, Η ΟΠΟΙΑ ΣΥΝΟΡΕΥΕΙ ΚΑΙ ΜΕ ΤΗΝ ΠΡΟΦΗΤΕΙΑ ΓΕΓΟΝΟΤΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΕΜΩΝ ΚΑΙ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΩΝ, ΒΡΙΣΚΟΥΜΕ ΑΝΑΦΟΡΕΣ ΣΤΟΝ ΚΕΛΣΟ Ο ΟΠΟΙΟΣ ΕΓΡΑΨΕ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΩΝ. ΕΙΝΑΙ ΚΑΡΠΟΣ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ ΚΑΙ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΩΣ ΤΟΥ ΝΟΥ, ΟΠΩΣ ΜΑΣ ΔΗΛΩΝΕΙ Ο ΑΠ. ΠΑΥΛΟΣ ΟΤΙ ΕΧΩ ΚΑΙ ΝΟΥ ΓΙΑ ΝΑ ΕΡΜΗΝΕΥΩ

ΠΙΣΤΕΥΟΥΜΕ ΟΤΙ ΕΧΟΥΜΕ ΝΑ ΚΑΝΟΥΜΕ ΜΕ ΤΗΝ ΦΥΣΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΕΝΩΣΕ Ο ΚΥΡΙΟΣ ΜΕ ΤΗΝ ΦΥΣΗ ΜΑΣ ΣΤΗΝ ΥΠΟΣΤΑΣΗ ΤΟΥ.

8. Πράγματι τί αντιλαμβανόμεθα εκ των κτισμάτων; Ότι δημιουργός τούτων ο Θεός. Εάν δε είναι δημιουργός τοιούτων (πραγμάτων), είναι επίσης αγαθός και σοφός και δυνατός. Ως προς αυτά λοιπόν γνωρίζουμε τον Θεό από τα κτίσματα του και όχι ως προς την ουσία, καθώς και ο Παύλος εδίδαξε εμάς, λέγοντας ότι «τα αόρατα του Θεού από της κτίσεως του κόσμου καθορώνται νοούμενα δια των ποιημάτων, τόσον η αΐδιος δύναμις αυτού όσον και η θειότης»  Τί δε είναι το γνωστόν του Θεού, θα το μάθεις κατά τον εξής τρόπον.  Ερμηνεύοντες τούτο οι θεοφόροι πατέρες λέγουν˙ του θεού μέρος μεν είναι άγνωστον, δηλαδή η ουσία αυτού, μέρος δε γνωστόν, δηλαδή όλα τα γύρω από την ουσία, δηλαδή η αγαθότης, η σοφία, η δύναμις, η θειότης ή μεγαλειότης, τα οποία ο Παύλος χαρακτηρίζει και ως αόρατα, νοούμενα διά των ποιημάτων

Φύσις των Τριών της Αγίας Τριάδος μία, Θεός.

Με μία απίστευτη απλότητα και γι’αυτό δυσνόητα, εκφράζει κάποιες πολύτιμες νύξεις για το θέμα ο Άγιος Γρηγόριος στον 42ο Λόγο του, στην παρ. 15! Η οποία είναι μία διευκρίνηση επίσης της Ομολογίας πίστεως.
«Το άναρχον και η αρχή και το μετά (με την αρχή) της αρχής εις Θεός. Ούτε του ανάρχου είναι το άναρχον φύσις, ή το αγέννητον. Διότι ουδεμία Φύσις είναι κάτι αρνητικό, κάτι που δέν είναι, αλλά μόνον αυτό που είναι! Φύσις είναι η του όντος θέσις, και όχι η αναίρεσις του μή όντος. Ούτε η αρχή είναι χωρισμένη απο το άναρχον, διότι δέν είναι φύσις αυτού η αρχή, όπως δέν είναι ούτε εκείνου το άναρχον. Περί γάρ την Φύσιν ταύτα (γύρω απο την Φύσιν, σχετίζονται με την Φύσιν) αλλά δέν είναι Φύσις! Και εκείνο που είναι μαζί (το μετά του ανάρχου) με το άναρχο και την αρχή δέν είναι άλλο τι, αλλά όπως εκείνα. Το όνομα δέ του ανάρχου Πατήρ, τής δέ αρχής Υιός, αυτού δέ που είναι μαζί με την αρχή (μετά της αρχής ότι έπειτα απο την αρχή) Πνεύμα Άγιον. Φύσις δέ των Τριών μία, Θεός. Ένωσις είναι δέ ο Πατήρ, εξ’ού και πρός όν ανάγονται όσα ακολουθούν (τα εξής): Ούχ ώς συναλείφεσθαι (και όχι σαν να είναι διαλυμένα μεταξύ τους) αλλ’ ώς έχεσθαι (αλλά για να διατηρούνται πάντοτε μαζί), χωρίς να μπορούν να τα χωρίσουν, ούτε ο χρόνος, ούτε η θέληση, ούτε η δύναμη. Διότι αυτά χωρίζουν εμάς στην πολλαπλότητα, διότι κάθε στοιχείο πολεμά εναντίον του άλλου (στασιάζουν το ένα κατά του άλλου). Αλλά αυτά στα οποία μία απλή Φύσις και το Είναι είναι ταυτόν, είναι το ΈΝ Κυρίαρχο, κυριαρχεί η ενότης. 
                                    «Εγώ ειμι ο Ων» 
Ο Ακινάτης ξεπέρασε Φιλοσοφικά τον Αριστοτέλη και γενικώς την Ελληνική φιλοσοφία, με την βοήθεια του Χριστιανικού Πνεύματος και συγκεκριμένα με τον Λόγο Κυρίου! «ΕΓΩ ΕΙΜΙ Ο ΩΝ». Ο Χάϊντεγκερ συνέχισε και ολοκλήρωσε το ψεύδος, όπως θα δούμε, με τον Φιλοσοφικό όρο που επινόησε : οντοθεολογία! Ο όρος “οντοθεολογια” εδημιουργήθη από τον Χάϊντεγκερ για να χαρακτηρίσει την μεταφυσική του Αριστοτέλη και όλες όσες προήλθαν από αυτή, οι οποίες έπεσαν στο βαρύτατο σφάλμα να μειώσουν το Είναι στο Όν, ακόμη δε και αυτό το υπέρτατο Όν, που είναι ο θεός, ξεχνώντας μ’αυτόν τον τρόπο την «οντολογική διαφορά» ανάμεσα στο Είναι και στο Όν, η οποία είναι για τον Χάϊντεγκερ το πιο σημαντικό πράγμα που υπάρχει.
« Αυτός που είναι με απέστειλε σ’ εσάς». « Ιδού ένα μεγάλο ΕΙΝΑΙ», λέει εξηγώντας τον ψαλμό 101 ο άγ. Αυγουστίνος. Τί είναι ο άνθρωπος σε σύγκριση μ’ αυτό ; Τί είναι ο άνθρωπος, τί μπορεί τελικά να είναι συγκρινόμενος μ’ αυτό το τόσο μεγάλο ΕΙΝΑΙ ; Ποιος μπορεί να κατανοήσει αυτό το ΕΙΝΑΙ και ποιος μπορεί να συμμετάσχει σ’ αυτό ; Ποιος μπορεί να το επιθυμήσει και ποιος μπορεί να θεωρήσει ότι βρίσκεται εκεί ; - Μη χάνεις την ελπίδα σου ανθρώπινη αδυναμία ! « Είμαι ο Θεός του Αβραάμ », λέει, « ο Θεός του Ισαάκ, ο Θεός του Ιακώβ. Ακούσατε αυτό που ο ίδιος είμαι· ακούστε τώρα αυτό που είμαι για σας. Είναι αυτή η Αιωνιότητα που σας κάλεσε κι αυτή ανέδειξε απ’ την αιωνιότητα τον Λόγο.»
Και στον ψαλμό 134 : « Γιατί συγκρινόμενα κατ’ αυτόν τον τρόπο τα δημιουργήματα μ’ Αυτόν, δεν υπάρχουν. Υπάρχουν αν δεν τα συγκρίνουμε μ’ Αυτόν, γιατί προέρχονται απ’ Αυτόν. Αλλά συγκρινόμενα μ’ Αυτόν, δεν υπάρχουν. Γιατί υπάρχει αμετάβλητο το πραγματικό Είναι, κι αυτό είναι μόνον Αυτός. »
Και συνεχίζει ως εξής, μερικές σελίδες παρακάτω : « Αυτός που είναι με απέστειλε σ’ εσάς. Επειδή δεν μπορούσαν να αντιληφθούν οι άνθρωποι τί έλεγε, το μετρίασε και το περιόρισε προσθέτοντας : ο Θεός του Αβραάμ, ο Θεός του Ισαάκ, ο Θεός του Ιακώβ. Το « Εγώ ειμί ο Ων » αφορά σ’ εμένα, « ο θεός του Αβραάμ » κλπ.. σ’ εσάς. Αν δεν μπορείτε να αντιληφθείτε λοιπόν αυτό που είμαι για Εμένα τον ίδιο, ας καταλάβετε αυτό που είμαι για σας ».
Κήρυγμα (1) VI 3 : « Αυτός που είναι με απέστειλε σ’ εσάς. ΕΙΝΑΙ, είναι το όνομά μου, γιατί υπάρχω αιώνια ( όπως είμαι), γιατί δεν μπορώ να μεταβληθώ. Γιατί αυτό που μεταβάλλεται, δεν είναι, επειδή δεν παραμένει ( αυτό που είναι) ».
Κήρυγμα VII 7 : Είναι, είναι το όνομα του αμετάβλητου. Γιατί κάθε τι που μεταβάλλεται παύει να είναι αυτό που ήταν και αρχίζει να είναι αυτό που δεν ήταν. Είναι, είναι το όνομα της Αιωνιότητας. Αλλά βλέπει ότι αυτό είναι μακριά απ’ τους ανθρώπους ο Θεός ( multum videt hoc distare ab hominibus). Προσθέτει έτσι από φιλευσπλαχνία : ο Θεός του Αβραάμ, ο Θεός του Ισαάκ, ο Θεός του Ιακώβ. Γιατί δεν επιθυμεί να βρίσκεται, παραμένοντας το ίδιο το Είναι, μακριά απ’ τους ανθρώπους. Και βρίσκεται έτσι κοντά σε καθέναν από εμάς.
Ας ακούσουμε τώρα και τον άγ. Γρηγόριο τον Νανζιανζηνό, στην 4η θεολογική του ομιλία (22). «Στον βαθμό που μπορούμε να το κατανοήσουμε, τα ονόματα ο Ων και ο Θεός είναι αυτά που πλησιάζουν περισσότερο την ουσία Του. Και ιδιαίτερα το ο Ων. Όχι μόνο γιατί αυτό το όνομα έδωσε ο Θεός εντολή στον Μωυσή να μεταφέρει στον λαό του, αλλά και γιατί αυτό το όνομα θεωρούμε το πλέον κατάλληλο. Γιατί το όνομα «Θεός» προέρχεται από το θέειν η αίθειν, απ’ τα οποία το μεν πρώτο σημαίνει το αεικίνητο, ενώ το δεύτερο αυτό που κατακαίει τις κακές έξεις. Γι’ αυτό και ονομάζεται «πύρ καταναλίσκον» ο Θεός. Αυτές οι ονομασίες είναι ωστόσο ακόμη μερικές, δεν έχουν δηλαδή απόλυτη έννοια. Παρόμοια και ως προς το «Κύριος», που θεωρείται κι αυτό όνομα του Θεού. Γιατί λέει: «Εγώ κύριος ο Θεός σου, τούτο εστί το όνομά μου». Εμείς όμως αναζητούμε τη φύση που είναι το Είναι καθ’ εαυτό, και δεν σχετίζεται προς κάτι άλλο· το δε ον είναι πράγματι ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του Θεού και ολόκληρο, μη περατούμενο ή περικοπτόμενο από κάτι πριν ή μετά απ’ αυτόν».
Συνεχίζεται

Δεν υπάρχουν σχόλια: