Συνέχεια από: Τρίτη 13 Ιουνίου 2023
4. Αν λοιπόν, σύμφωνα με τον ψαλμωδό (Δαβίδ), «όλη η δόξα της θυγατέρας του βασιλιά είναι εσωτερική», εμείς θα την αναζητήσουμε κάπου έξω; Αν και σύμφωνα με τον απόστολο o Θεός έδωσε το Πνεύμα του να φωνάζει μέσα στις καρδιές μας, «Αββά, πατέρα μας», πώς εμείς δεν θα προσευχηθούμε μέσα σ’ αυτές μαζί με το Πνεύμα; Κι αν, κατά τον Κύριο των προφητών και αποστόλων, «η βασιλεία των ουρανών βρίσκεται μέσα μας», πώς εκείνος που προσπαθεί να βγάλει από μέσα του τον νου δεν θα έμενε έξω και από τη βασιλεία των ουρανών; Γιατί λέγει ό Σολομών, «καρδία ορθή ζητεί αίσθηση», την οποία ο ίδιος αλλού ονομάζει νοερή και θεία, και προς την οποία προτρέποντας όλοι οι πατέρες, λέγουν· «ο νοερός νους οπωσδήποτε περιβάλλεται από νοερή αίσθηση, την οποία δεν πρέπει να παύσουμε να εκζητούμε είτε βρίσκεται είτε δεν βρίσκεται μέσα μας. Βλέπεις ότι αν προθυμοποιηθεί κανείς να αντισταθεί στην αμαρτία ή να αποκτήσει την αρετή ή το βραβείο του αθλήματος της αρετής, ή καλύτερα τον αρραβώνα του βραβείου για την αρετή, δηλαδή να βρει τη νοερή αίσθηση, είναι ανάγκη να επαναφέρει το νου μέσα στο σώμα και τον εαυτό του; Το να οδηγούμε όμως το νου έξω, όχι από το σωματικό φρόνημα, αλλά έξω από αυτό το σώμα, για να επιτύχει τάχα εκεί νοερά θεάματα, αυτό το άριστο εύρημα και παίδευμα των δαιμόνων, είναι ρίζα και πηγή της ελληνικής πλάνης και κάθε κακοδοξίας, γεννητικό μωρίας και γέννημα μανίας (γεννά την ανοησία και γεννιέται από την παραφροσύνη). Γι’ αυτό και εκείνοι που ομιλούν κατ’ έμπνευση των δαιμόνων βρίσκονται έκτος εαυτού, μη αντιλαμβανόμενοι ούτε καν τί λέγουν. Εμείς όμως επαναφέρουμε το νου όχι μόνο μέσα στο σώμα και την καρδιά, αλλά και μέσα στον ίδιο τον εαυτό του (τον εαυτό μας).
5. Ας κατηγορούν λοιπόν εκείνοι που λέγουν, «πώς θα επαναφέρει κανείς το νου πάλι μέσα του, αφού δεν είναι αυτός (ο νους) χωρισμένος, αλλά βρίσκεται μέσα στην ψυχή;». Γιατί αυτοί, όπως φαίνεται, αγνοούν, ότι άλλο είναι ουσία του νου, και άλλο ενέργεια, ή καλύτερα, ενώ γνωρίζουν, έχουν συνταχθεί με τη θέλησή τους μαζί με τούς απατεώνες, σοφιζόμενοι (ξεγελώντας) με την ομωνυμία. Γιατί, σύμφωνα με τον μέγα Βασίλειο, «οι ασκημένοι από τη διαλεκτική στις αντιλογίες, μη καταδεχόμενοι την απλότητα της πνευματικής διδασκαλίας, εκτρέπουν τη δύναμη της αλήθειας από τις αντιθέσεις της ψευδώνυμης γνώσεως στην πιθανολογία των σοφισμάτων». Καθόσον τέτοιοι πρέπει να είναι οι μη πνευματικοί που έχουν την αξίωση να κρίνουν και να διδάσκουν αυτοί τα πνευματικά. Γιατί βέβαια δεν τους διαφεύγει τούτο, ότι ο νους δεν είναι όπως η όραση, η οποία βλέπει τα άλλα τα ορατά, δεν βλέπει όμως τον εαυτό της· αλλ’ αυτός (ο νους) ενεργεί βέβαια παρατηρώντας και τα άλλα, τα οποία χρειάζεται, κι’ αυτό το ονομάζει ο μέγας Διονύσιος “κατ' ευθεία κίνηση του νου”· επανέρχεται όμως στον εαυτό του και ενεργεί καθ’ εαυτόν, όταν βλέπει ο νους τον εαυτό του. Και αυτό πάλι ο Διονύσιος το ονομάζει “κυκλική κίνηση του νου”. Αυτή είναι η ανώτερη και όμως όλως ιδιαίτερη ενέργεια του νου, με την οποία κατά κάποιο τρόπο συναντά τον Θεό υπερβαίνοντας τον εαυτό του. Γιατί λέγει (ο μέγας Βασίλειος), «ο νους, που δεν διασκορπίζεται προς τα έξω» (βλέπεις ότι εξέρχεται; εξερχόμενος λοιπόν, χρειάζεται επάνοδο• γι’ αυτό συνεχίζοντας ο μέγας Βασίλειος λέγει), «επιστρέφει προς τον εαυτό του, και μέσω του εαυτού» ανεβαίνει «προς τον Θεό» μέσω απλάνευτου κατά κάποιο τρόπο δρόμου (χωρίς κίνδυνο πλάνης). Η κίνηση αυτού του είδους του νου, λέγει και ο απλάνευτος εκείνος επόπτης των νοερών Διονύσιος, είναι αδύνατον να περιπέσει σε πλάνη.
(συνεχίζεται)
Αρχαίο κείμενο
4. Εἰ δέ καί κατά τόν ψαλμῳδόν «πᾶσα ἡ δόξα τῆς θυγατρός τοῦ βασιλέως ἔσωθεν», πῶς ἡμεῖς αὐτήν ἔξω που ζητήσομεν; Εἰ δέ καί κατά τόν ἀπόστολον ὁ Θεός ἔδωκεν αὐτοῦ τό Πνεῦμα κρᾶζον ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν, ἀββᾶ ὁ πατήρ, πῶς ἡμεῖς οὐκ ἐν αὐταῖς συνευξόμεθα τῷ Πνεύματι; Εἰ δέ καί κατά τόν προφητῶν καί ἀπόστολον Κύριον «ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν ἐντός ἡμῶν ἐστι», πῶς οὐκ ἔξω καί τῆς οὐρανῶν βασιλείας γένοιτ᾿ ἄν ὁ τῶν ἐντός ἑαυτοῦ τόν νοῦν ἐξάγειν διά σπουδῆς ποιούμενος; «Καρδία ὀρθή», φησίν ὁ Σολομών, «ζητεῖ αἴσθησιν», ἥν ὁ αὐτός νοεράν καί θείαν ἀλλαχοῦ προσείρηκε, πρός ἥν οἱ πατέρες πάντας προτρεπόμενοι, «νοῦς, φασί, νοερός πάντως καί νοεράν αἴσθησιν περιβέβληται, ἥν ἐν ἡμῖν καί οὐκ ἐν ἡμῖν οὖσαν ἐκζητοῦντες μή παυσώμεθα». Ὁρᾷς ὅτι κἄν πρός τήν ἁμαρτίαν ἀντικαταστῆναί τις προθυμηθῇ, κἄν τήν ἀρετήν προσκτήσασθαι, κἄν τοῦ κατ᾿ ἀρετήν ἄθλου τό βραβεῖον, μᾶλλον δέ τόν ἀρραβῶνα τοῦ κατ᾿ἀρετήν βραβείου, τήν αἴσθησιν τήν νοεράν εὑρεῖν, ἐντός τοῦ τε σώματος καί ἑαυτοῦ τόν νοῦν ἐπαναγαγεῖν ἀνάγκη; Τό δ᾿ἔξω τόν νοῦν, οὐ τοῦ σωματικοῦ φρονήματος, ἀλλ᾿ αὐτοῦ τοῦ σώματος ποιεῖν, ὡς ἐκεῖ νοεροῖς θεάμασιν ἐντύχοι, τῆς ἑλληνικῆς ἐστι πλάνης αὐτό τό κράτιστον καί πάσης κακοδοξίας ρίζα καί πηγή, δαιμόνων εὕρημα καί παίδευμα, γεννητικόν ἀνοίας καί γέννημα τῆς ἀπονοίας. Διό καί οἱ λαλοῦντες ἐκ τῆς τῶν δαιμόνων ἐπιπνοίας ἐξεστηκότες ἑαυτῶν εἰσι, μηδ᾿ αὐτό τοῦτο συνιέντες ὅ τι λέγουσιν. Ἡμεῖς δέ, μή μόνον εἴσω τοῦ σώματος καί τῆς καρδίας, ἀλλά καί τόν αὐτόν αὐτοῦ πάλιν εἴσω πέμπομεν τόν νοῦν.
5. Κατηγορείτωσαν οὐκοῦν οἱ λέγοντες, «μή κεχωρισμένον, ἀλλ᾿ ἐνόντα τῇ ψυχῇ, πῶς ἄν αὖθις εἴσω πέμποι τις τόν νοῦν;». Ἀγνοοῦσι γάρ, ὡς ἔοικεν, ὅτι ἄλλο μέν οὐσία νοῦ, ἄλλο δέ ἐνέργεια, μᾶλλον δέ εἰδότες τοῖς ἀπατεῶσιν ἑαυτούς συνέταξαν ἑκόντες, διά τῆς ὁμωνυμίας σοφιζόμενοι. «Μή καταδεχόμενοι γάρ τό τῆς πνευματικῆς διδασκαλίας ἁπλοῦν, οἱ ἐκ τῆς διαλεκτικῆς πρός τάς ἀντιλογίας ἠκονημένοι», κατά τόν μέγαν Βασίλειον, «περιτρέπουσι τήν ἰσχύν τῆς ἀληθείας ἐκ τῶν ἀντιθέσεων τῆς ψευδωνύμου γνώσεως τῇ πιθανολογίᾳ τῶν σοφισμάτων. Τοιούτους γάρ δεῖ εἶναι τούς μή πνευματικούς καί τά πνευματικά κρίνειν καί διδάσκειν ἀξιοῦντας ἑαυτούς. Οὐ γάρ δή τοῦτο λέλεθεν αὐτούς, ὅτι οὐχ ὡς ἡ ὄψις τἄλλα μέν ὁρᾷ τῶν ὁρατῶν, ἑαυτήν δέ οὐχ ὁρᾷ, οὕτω καί ὁ νοῦς, ἀλλ᾿ ἐνεργεῖ μέν καί τἄλλα, ὧν ἄν δέοιτο περισκοπῶν, ὅ φησι κατ᾿ εὐθείαν κίνησιν τοῦ νοῦ Διονύσιος ὁ μέγας, εἰς ἑαυτόν δ᾿ ἐπάνεισι καί ἐνεργεῖ καθ᾿ ἑαυτόν, ὅταν ἑαυτόν ὁ νοῦς ὁρᾷ˙ τοῦτο δ᾿ αὖθις κυκλικήν εἶναι κίνησιν ὁ αὐτός αὐτοῦ φησιν. Αὕτη δ᾿ ἡ τοῦ νοῦ ἐστιν ἐνέργεια κρείττων καί ἰδιαιτάτη, δι᾿ ἧς καί ὑπέρ ἑαυτόν γινόμενος ἔσθ᾿ ὅτε τῷ Θεῷ συγγίνεται. «Νοῦς γάρ», φησί, «μή σκεδαννύμενος ἐπί τά ἔξω» (ὁρᾷς ὅτι ἔξεισι; ἐξιών οὖν, ἐπανόδου δεῖται˙ διό φησιν) «ἐπάνεισι πρός ἑαυτόν, δι᾿ ἑαυτοῦ δέ πρός τόν Θεόν» ὡς δι᾿ ἀπλανοῦς ἀναβαίνει τῆς ὁδοῦ. Τήν τοιαύτην γάρ κίνησιν τοῦ νοῦ καί ὁ τῶν νοερῶν ἀπλανής ἐπόπτης ἐκεῖνος Διονύσις ἀδύνατον εἶναί φησι πλάνῃ τινί περιπεσεῖν.
5. Ας κατηγορούν λοιπόν εκείνοι που λέγουν, «πώς θα επαναφέρει κανείς το νου πάλι μέσα του, αφού δεν είναι αυτός (ο νους) χωρισμένος, αλλά βρίσκεται μέσα στην ψυχή;». Γιατί αυτοί, όπως φαίνεται, αγνοούν, ότι άλλο είναι ουσία του νου, και άλλο ενέργεια, ή καλύτερα, ενώ γνωρίζουν, έχουν συνταχθεί με τη θέλησή τους μαζί με τούς απατεώνες, σοφιζόμενοι (ξεγελώντας) με την ομωνυμία. Γιατί, σύμφωνα με τον μέγα Βασίλειο, «οι ασκημένοι από τη διαλεκτική στις αντιλογίες, μη καταδεχόμενοι την απλότητα της πνευματικής διδασκαλίας, εκτρέπουν τη δύναμη της αλήθειας από τις αντιθέσεις της ψευδώνυμης γνώσεως στην πιθανολογία των σοφισμάτων». Καθόσον τέτοιοι πρέπει να είναι οι μη πνευματικοί που έχουν την αξίωση να κρίνουν και να διδάσκουν αυτοί τα πνευματικά. Γιατί βέβαια δεν τους διαφεύγει τούτο, ότι ο νους δεν είναι όπως η όραση, η οποία βλέπει τα άλλα τα ορατά, δεν βλέπει όμως τον εαυτό της· αλλ’ αυτός (ο νους) ενεργεί βέβαια παρατηρώντας και τα άλλα, τα οποία χρειάζεται, κι’ αυτό το ονομάζει ο μέγας Διονύσιος “κατ' ευθεία κίνηση του νου”· επανέρχεται όμως στον εαυτό του και ενεργεί καθ’ εαυτόν, όταν βλέπει ο νους τον εαυτό του. Και αυτό πάλι ο Διονύσιος το ονομάζει “κυκλική κίνηση του νου”. Αυτή είναι η ανώτερη και όμως όλως ιδιαίτερη ενέργεια του νου, με την οποία κατά κάποιο τρόπο συναντά τον Θεό υπερβαίνοντας τον εαυτό του. Γιατί λέγει (ο μέγας Βασίλειος), «ο νους, που δεν διασκορπίζεται προς τα έξω» (βλέπεις ότι εξέρχεται; εξερχόμενος λοιπόν, χρειάζεται επάνοδο• γι’ αυτό συνεχίζοντας ο μέγας Βασίλειος λέγει), «επιστρέφει προς τον εαυτό του, και μέσω του εαυτού» ανεβαίνει «προς τον Θεό» μέσω απλάνευτου κατά κάποιο τρόπο δρόμου (χωρίς κίνδυνο πλάνης). Η κίνηση αυτού του είδους του νου, λέγει και ο απλάνευτος εκείνος επόπτης των νοερών Διονύσιος, είναι αδύνατον να περιπέσει σε πλάνη.
(συνεχίζεται)
Αρχαίο κείμενο
4. Εἰ δέ καί κατά τόν ψαλμῳδόν «πᾶσα ἡ δόξα τῆς θυγατρός τοῦ βασιλέως ἔσωθεν», πῶς ἡμεῖς αὐτήν ἔξω που ζητήσομεν; Εἰ δέ καί κατά τόν ἀπόστολον ὁ Θεός ἔδωκεν αὐτοῦ τό Πνεῦμα κρᾶζον ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν, ἀββᾶ ὁ πατήρ, πῶς ἡμεῖς οὐκ ἐν αὐταῖς συνευξόμεθα τῷ Πνεύματι; Εἰ δέ καί κατά τόν προφητῶν καί ἀπόστολον Κύριον «ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν ἐντός ἡμῶν ἐστι», πῶς οὐκ ἔξω καί τῆς οὐρανῶν βασιλείας γένοιτ᾿ ἄν ὁ τῶν ἐντός ἑαυτοῦ τόν νοῦν ἐξάγειν διά σπουδῆς ποιούμενος; «Καρδία ὀρθή», φησίν ὁ Σολομών, «ζητεῖ αἴσθησιν», ἥν ὁ αὐτός νοεράν καί θείαν ἀλλαχοῦ προσείρηκε, πρός ἥν οἱ πατέρες πάντας προτρεπόμενοι, «νοῦς, φασί, νοερός πάντως καί νοεράν αἴσθησιν περιβέβληται, ἥν ἐν ἡμῖν καί οὐκ ἐν ἡμῖν οὖσαν ἐκζητοῦντες μή παυσώμεθα». Ὁρᾷς ὅτι κἄν πρός τήν ἁμαρτίαν ἀντικαταστῆναί τις προθυμηθῇ, κἄν τήν ἀρετήν προσκτήσασθαι, κἄν τοῦ κατ᾿ ἀρετήν ἄθλου τό βραβεῖον, μᾶλλον δέ τόν ἀρραβῶνα τοῦ κατ᾿ἀρετήν βραβείου, τήν αἴσθησιν τήν νοεράν εὑρεῖν, ἐντός τοῦ τε σώματος καί ἑαυτοῦ τόν νοῦν ἐπαναγαγεῖν ἀνάγκη; Τό δ᾿ἔξω τόν νοῦν, οὐ τοῦ σωματικοῦ φρονήματος, ἀλλ᾿ αὐτοῦ τοῦ σώματος ποιεῖν, ὡς ἐκεῖ νοεροῖς θεάμασιν ἐντύχοι, τῆς ἑλληνικῆς ἐστι πλάνης αὐτό τό κράτιστον καί πάσης κακοδοξίας ρίζα καί πηγή, δαιμόνων εὕρημα καί παίδευμα, γεννητικόν ἀνοίας καί γέννημα τῆς ἀπονοίας. Διό καί οἱ λαλοῦντες ἐκ τῆς τῶν δαιμόνων ἐπιπνοίας ἐξεστηκότες ἑαυτῶν εἰσι, μηδ᾿ αὐτό τοῦτο συνιέντες ὅ τι λέγουσιν. Ἡμεῖς δέ, μή μόνον εἴσω τοῦ σώματος καί τῆς καρδίας, ἀλλά καί τόν αὐτόν αὐτοῦ πάλιν εἴσω πέμπομεν τόν νοῦν.
5. Κατηγορείτωσαν οὐκοῦν οἱ λέγοντες, «μή κεχωρισμένον, ἀλλ᾿ ἐνόντα τῇ ψυχῇ, πῶς ἄν αὖθις εἴσω πέμποι τις τόν νοῦν;». Ἀγνοοῦσι γάρ, ὡς ἔοικεν, ὅτι ἄλλο μέν οὐσία νοῦ, ἄλλο δέ ἐνέργεια, μᾶλλον δέ εἰδότες τοῖς ἀπατεῶσιν ἑαυτούς συνέταξαν ἑκόντες, διά τῆς ὁμωνυμίας σοφιζόμενοι. «Μή καταδεχόμενοι γάρ τό τῆς πνευματικῆς διδασκαλίας ἁπλοῦν, οἱ ἐκ τῆς διαλεκτικῆς πρός τάς ἀντιλογίας ἠκονημένοι», κατά τόν μέγαν Βασίλειον, «περιτρέπουσι τήν ἰσχύν τῆς ἀληθείας ἐκ τῶν ἀντιθέσεων τῆς ψευδωνύμου γνώσεως τῇ πιθανολογίᾳ τῶν σοφισμάτων. Τοιούτους γάρ δεῖ εἶναι τούς μή πνευματικούς καί τά πνευματικά κρίνειν καί διδάσκειν ἀξιοῦντας ἑαυτούς. Οὐ γάρ δή τοῦτο λέλεθεν αὐτούς, ὅτι οὐχ ὡς ἡ ὄψις τἄλλα μέν ὁρᾷ τῶν ὁρατῶν, ἑαυτήν δέ οὐχ ὁρᾷ, οὕτω καί ὁ νοῦς, ἀλλ᾿ ἐνεργεῖ μέν καί τἄλλα, ὧν ἄν δέοιτο περισκοπῶν, ὅ φησι κατ᾿ εὐθείαν κίνησιν τοῦ νοῦ Διονύσιος ὁ μέγας, εἰς ἑαυτόν δ᾿ ἐπάνεισι καί ἐνεργεῖ καθ᾿ ἑαυτόν, ὅταν ἑαυτόν ὁ νοῦς ὁρᾷ˙ τοῦτο δ᾿ αὖθις κυκλικήν εἶναι κίνησιν ὁ αὐτός αὐτοῦ φησιν. Αὕτη δ᾿ ἡ τοῦ νοῦ ἐστιν ἐνέργεια κρείττων καί ἰδιαιτάτη, δι᾿ ἧς καί ὑπέρ ἑαυτόν γινόμενος ἔσθ᾿ ὅτε τῷ Θεῷ συγγίνεται. «Νοῦς γάρ», φησί, «μή σκεδαννύμενος ἐπί τά ἔξω» (ὁρᾷς ὅτι ἔξεισι; ἐξιών οὖν, ἐπανόδου δεῖται˙ διό φησιν) «ἐπάνεισι πρός ἑαυτόν, δι᾿ ἑαυτοῦ δέ πρός τόν Θεόν» ὡς δι᾿ ἀπλανοῦς ἀναβαίνει τῆς ὁδοῦ. Τήν τοιαύτην γάρ κίνησιν τοῦ νοῦ καί ὁ τῶν νοερῶν ἀπλανής ἐπόπτης ἐκεῖνος Διονύσις ἀδύνατον εἶναί φησι πλάνῃ τινί περιπεσεῖν.
Συνεχίζεται
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου