ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ
Συνέχεια από Τρίτη, 13 Ιουνίου 2023
Jacob Burckhardt
ΤΟΜΟΣ 3ος
ΜΕΡΟΣ ΕΒΔΟΜΟ: ΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΜΟΥΣΙΚΗ
IV. Η ΠΟΙΗΣΗ ΕΚΤΟΣ ΤΟΥ ΑΠΛΟΥ ΕΞΑΜΕΤΡΟΥ
4. Ι Α Μ Β Ο Σ
Η χαριτωμένη κομψότητα του δακτυλικού εξαμέτρου που κυριαρχούσε ως τώρα κερματίζεται τον 7ο αιώνα, υποκείμενη σε μια τραχύτητα που υπηρετούσε την προσωπική λοιδορία. Και το ότι η λοιδορία αναζήτησε αυτή τη μορφή έκφρασης αιτιολογείται από το γεγονός ότι «το εκδικητικό και επιθετικό ύφος γίνεται ανεκτό όταν συνοδεύεται από μια συναρπαστική και μεγαλειώδη αναπαράσταση των γεγονότων, όπως θα όφειλαν πραγματικά να είναι». Αλλά και η ελεγεία θα μπορούσε να καλύψει αυτή την ανάγκη χωρίς να χρειάζεται ο ίαμβος, όσο για το κωμικό ύφος στο οποίο έγινε προσπάθεια να προσαρτηθεί, και αυτό είχε ήδη εκφραστεί χωρίς το ίαμβο, και χωρίς προσωπικές λοιδορίες, με την απαράμιλλη ωραιότητα που γνώρισε στον Όμηρο και τον Ησίοδο. Και επειδή ακριβώς το κωμικό και το πολεμικό στοιχείο της εποποιίας μπορούσε να εκφράζεται χωρίς προσωπικό δηλητήριο, αλλά με μια χαριτωμένη μαεστρία, η προσπάθεια να εκφραστεί με τον ίαμβο κατέληξε σε γενικότητες, είτε πρόκειται για συγκεκριμένα άτομα, και μυθικές μορφές, είτε για την καθαυτό πολεμική τέχνη. Ας εγκαταλείψουμε επομένως την προσπάθεια να προσθέσουμε στην καλλιτεχνική και μιαν ηθική αιτιολόγηση, και ας αναγνωρίσουμε απλώς ότι η ύβρις και η λοιδορία μεταξύ προσώπων ανήχθη σε τέχνη. Δεν έχουμε συναντήσει κάτι ανάλογο σε κάποιο αρχαίο λαό· πολύ αργότερα στο Προβηγκιανό sirventesio υιοθετήθηκε ένα ανάλογο ύφος.
Περισσότερο από ότι με την κωμική αρχαία ποίηση, ο ίαμβος σχετίστηκε με την σκωπτική διάθεση που παρατηρήθηκε σε μεγάλες εορτές και τελετές, όπως τα Ελευσίνια, δείγματα της οποίας μας προσφέρουν οι Βάτραχοι του Αριστοφάνη. Τα πειράγματα και οι λοιδορίες αυτού του είδους αποκαλούνταν επίσης ίαμβοι, ανέδειξαν μάλιστα και μια μυθική μορφή, τη θεραπαινίδα Ιάμβη, η οποία σύμφωνα με τον Ύμνο στη Δήμητρα, είχε επιφορτισθεί με το καθήκον να ευθυμήσει τη δυστυχή θεά. Ως λογοτεχνικό είδος όμως ο ίαμβος εισάγεται με τον Αρχίλοχο τον Πάριο, έναν ποιητή του οποίου είναι δυστυχώς αδύνατον να σκιαγραφήσουμε την προσωπικότητα, διότι από τα διασωθέντα αποσπάσματα ιάμβων του ελάχιστα ανταποκρίνονται στη συνήθη μορφή· είναι πιθανόν οι μεταγενέστεροι λογοτέχνες να μην επιθυμούσαν να τον παραθέτουν.
Γεγονός παραμένει ότι η αρχαιότητα διακατέχεται από την υπερβολική δριμύτητα, το τρομακτικό σφρίγος και ευλυγισία του ύφους του .Όταν ο Πάριος Λυκάμβης αρνήθηκε να του δώσει την κόρη του Νεοβούλη ως σύζυγο, το εκδικητικό μένος των ιάμβων του οδήγησαν πατέρα και κόρη στην αυτοκτονία. Ίσως να μην είναι απαραίτητο να ερμηνεύσουμε κατά γράμμα αυτό το κυρίαρχο στο πολυτάραχο βίο του Αρχίλοχου στοιχείο, υποδεικνύει όμως ακριβώς τις ακρότητες για τις οποίες τον θεωρούσαν ικανό. Ούτε είναι απαραίτητο να συμπεράνουμε ότι αυτοί οι δυστυχείς δεν θα είχαν επιλέξει τον θάνατο αν οι συγκεκριμένοι ίαμβοι δεν περιείχαν «κάποιο βάθος αλήθειας». Ο Οράτιος αρνείται στις Επωδούς του ότι ο ποιητής υπήρξε τόσο καυστικός.
Ο Αρχίλοχος κατέχει πάντως σημαντική θέση στην ιστορία των ποιητικών μορφών. Τα μέτρα που χρησιμοποιεί, ανάλογα με το αν ο τονισμός προηγείται ή έπεται, είναι το ιαμβικό και το τροχαϊκό. Και τα δύο χαρακτηρίζονται από ένα ελαφρύ και ταχύ ύφος· ο ίαμβος χρησιμεύει κυρίως για την έκφραση της οργής και της έχθρας· στο τροχαϊκό ο O. Müller διακρίνει ένα είδος ενδιάμεσο, μεταξύ του ιάμβου και της ελεγείας (την οποία επίσης καλλιέργησε ο Αρχίλοχος), στο οποίο περιορίζεται η ανάταση και η ευγένεια του συναισθήματος, και δίνεται μεγαλύτερη έμφαση στη καθημερινή πεζότητα του λόγου. Αλλά οι μορφές που κυριάρχησαν ήταν το ιαμβικό τρίμετρο, αποτελούμενο από τρείς διποδίες, και το τροχαϊκό τετράμετρο, αποτελούμενο από τέσσερις. Και οι δύο αυτές μορφές παρέμειναν σε ισχύ κατά την αρχαιότητα, ως συνήθεις μορφές συγκεκριμένων ποιητικών ειδών, αλλά ο Αρχίλοχος τους προσέδωσε μια τελειότητα που δεν επιδεχόταν καμία μελλοντική παρέμβαση. Παράλληλα εξελίχθηκε ένα είδος δευτερεύουσας δημιουργίας, η χρήση του λεγόμενου ασυνάρτητου μέτρου και του ιθυφαλλικού στίχου, καθώς και ο συνδυασμός ενός ή δύο μακρύτερων στίχων και ενός βραχύτερου, που οδήγησε στη γέννηση μιας σύντομης στροφής.
Σε ότι αφορά την εκτέλεση, οι ίαμβοι δεν ήταν γενικά αδόμενοι. Ή τουλάχιστον όχι πλήρως εξ αρχής, αλλά απαγγελλόμενοι από ραψωδούς· ο Αρχίλοχος εισήγαγε ένα είδος εκτέλεσης κατά το οποίο ορισμένα τμήματα απαγγέλλονταν στους τόνους του μουσικού οργάνου, και ορισμένα άλλα άδονταν, μεταξύ των οποίων και η σάτιρα, προκειμένου να διαδίδεται ευκολότερα και να αποκτά ισχύ. Το έγχορδο όργανο που συνόδευε τους ιάμβους ήταν ήδη από την εποχή του Αρχίλοχου το ιαμβικό τρίγωνο.
Η γλώσσα επίσης προσαρμοζόταν στο απότομο και βραχύ ύφος του ιάμβου, που αντιτίθεται στον γλυκύ κυματισμό της ελεγείας. Ο Αρχίλοχος είχε επιλέξει το ύφος και τις τραχείς εκφράσεις του καθημερινού βίο, και οι διάδοχοί του παραθέτουν ένα συνονθύλευμα υλικών αναγκών, κυρίως του φαγητού, καθώς και λεπτομέρειες από τις τοπικές συνήθειες· ο Αριστοτέλης αναφέρει σχετικά, ότι σ’ αυτή τη φάση του ο ίαμβος βρίσκεται πολύ κοντά στον πεζό λόγο. Και στο ερώτημα πώς αυτός ο ευφυής συκοφάντης απέκτησε μια τέτοια φήμη μεταξύ των συγχρόνων του αλλά και τον μεταγενέστερων, μπορούμε να απαντήσουμε ότι πρόκειται για τον πρώτο εξόχως σαρκαστικό και φανατικό ρεαλιστή μεταξύ των ποιητών.
Διάδοχοι του Αρχίλοχου είναι ο Σιμωνίδης ο Αμοργίνος, εκπρόσωπος κυρίως της γνωμικής ποίησης, του οποίου εκτός από ένα απαισιόδοξο απόσπασμα, διαθέτουμε το μέγα σατυρικό έργο Κατά γυναικών, ενώ οι προσωπικές του σάτιρες (κατά Οροδοκίδη) δεν διασώζονται. Ακολουθεί ο Σόλων, του οποίου οι εξαιρετικής τέχνης πολιτικοί ίαμβοι μπορούν να θεωρηθούν ισάξιοι της τραγωδίας, ενώ το περιεχόμενό τους θα μπορούσε να αποκληθεί ελεγειακό· τόσο εδώ όσο και στους εύθυμους και ζωηρούς τροχαϊκούς του στίχους, όσους τουλάχιστον μας παραδόθηκαν, δεν υπάρχει ίχνος προσωπικής συκοφαντίας. Αντιθέτως δεξιοτέχνης αυτού του είδους, στον ίδιο βαθμό με τον Αρχίλοχο, υπήρξε ο Ιππώναξ (περί το 540 π. Χ.), δημιουργός του χωλίαμβου (ή σκάζωντος ιάμβου), σκοπίμως άτεχνου, που στη θέση του τελευταίου ιάμβου τοποθετεί έναν σπονδείο. Διέφυγε στις Κλαζομενές από την οργή των τυράννων Αθηναγόρα και Κωμά της Εφέσου, και θύματά του κατά τα φαινόμενα, όπως και στην περίπτωση του Αρχίλοχου, υπήρξαν οι γλύπτες Βούπαλος και Αθήνις από τη Χίο οι οποίοι είχαν κατασκευάσει ένα ομοίωμα αυτού του «μικροκαμωμένου ανθρωπάκου». Στο έργο του σατιρίζει γενικά τα ήθη, περιγράφοντας με ρεαλισμό την αλλόκοτη όψη του βίου. Το ύφος του είναι παρόμοιο με του Αρχίλοχου: αρέσκεται σε παράτολμες προβλέψεις που αποτυπώνει με μεγάλη σκληρότητα. Αντίθετα, η παρωδία της οποίας εμφανίζεται ως εφευρέτης, είναι εξίσου αρχαία με τον Όμηρο, τον οποίο επίσης παρωδεί, ενώ αργότερα θα αποτελέσει συστατικό στοιχείο ολόκληρης της ποίησης και ολόκληρου του ελληνικού πολιτισμού.
Ο ίαμβος, όπως και το εξάμετρο και το δίστιχο, αποτέλεσε την δεξαμενή κάθε είδους ποιητικής δημιουργίας. Η γνωμική ποίηση κυρίως υιοθέτησε αυτή τη μορφή, από τή στιγμή που το τρίμετρο κατέστη ο στίχος του δραματικού διαλόγου, και εμπλουτίστηκε χάρη στον Αισχύλο και την νέα κωμωδία με ένα αποφθεγματικό περιεχόμενο. Τα τρίμετρα, για παράδειγμα, του κυνικού Κράτη, μας προσφέρουν δείγμα της μελλοντικής γνωμικής χρήσης. Μπορούμε όμως να ισχυριστούμε επίσης ότι στους ιαμβικούς ποιητές του 7ου και του 6ου αιώνα, αναδεικνύονται τουλάχιστον όλα τα στοιχεία της κωμωδίας του Επίχαρμου αν όχι και αυτά της αριστοφανικής.
(συνεχίζεται)
Περισσότερο από ότι με την κωμική αρχαία ποίηση, ο ίαμβος σχετίστηκε με την σκωπτική διάθεση που παρατηρήθηκε σε μεγάλες εορτές και τελετές, όπως τα Ελευσίνια, δείγματα της οποίας μας προσφέρουν οι Βάτραχοι του Αριστοφάνη. Τα πειράγματα και οι λοιδορίες αυτού του είδους αποκαλούνταν επίσης ίαμβοι, ανέδειξαν μάλιστα και μια μυθική μορφή, τη θεραπαινίδα Ιάμβη, η οποία σύμφωνα με τον Ύμνο στη Δήμητρα, είχε επιφορτισθεί με το καθήκον να ευθυμήσει τη δυστυχή θεά. Ως λογοτεχνικό είδος όμως ο ίαμβος εισάγεται με τον Αρχίλοχο τον Πάριο, έναν ποιητή του οποίου είναι δυστυχώς αδύνατον να σκιαγραφήσουμε την προσωπικότητα, διότι από τα διασωθέντα αποσπάσματα ιάμβων του ελάχιστα ανταποκρίνονται στη συνήθη μορφή· είναι πιθανόν οι μεταγενέστεροι λογοτέχνες να μην επιθυμούσαν να τον παραθέτουν.
Γεγονός παραμένει ότι η αρχαιότητα διακατέχεται από την υπερβολική δριμύτητα, το τρομακτικό σφρίγος και ευλυγισία του ύφους του .Όταν ο Πάριος Λυκάμβης αρνήθηκε να του δώσει την κόρη του Νεοβούλη ως σύζυγο, το εκδικητικό μένος των ιάμβων του οδήγησαν πατέρα και κόρη στην αυτοκτονία. Ίσως να μην είναι απαραίτητο να ερμηνεύσουμε κατά γράμμα αυτό το κυρίαρχο στο πολυτάραχο βίο του Αρχίλοχου στοιχείο, υποδεικνύει όμως ακριβώς τις ακρότητες για τις οποίες τον θεωρούσαν ικανό. Ούτε είναι απαραίτητο να συμπεράνουμε ότι αυτοί οι δυστυχείς δεν θα είχαν επιλέξει τον θάνατο αν οι συγκεκριμένοι ίαμβοι δεν περιείχαν «κάποιο βάθος αλήθειας». Ο Οράτιος αρνείται στις Επωδούς του ότι ο ποιητής υπήρξε τόσο καυστικός.
Ο Αρχίλοχος κατέχει πάντως σημαντική θέση στην ιστορία των ποιητικών μορφών. Τα μέτρα που χρησιμοποιεί, ανάλογα με το αν ο τονισμός προηγείται ή έπεται, είναι το ιαμβικό και το τροχαϊκό. Και τα δύο χαρακτηρίζονται από ένα ελαφρύ και ταχύ ύφος· ο ίαμβος χρησιμεύει κυρίως για την έκφραση της οργής και της έχθρας· στο τροχαϊκό ο O. Müller διακρίνει ένα είδος ενδιάμεσο, μεταξύ του ιάμβου και της ελεγείας (την οποία επίσης καλλιέργησε ο Αρχίλοχος), στο οποίο περιορίζεται η ανάταση και η ευγένεια του συναισθήματος, και δίνεται μεγαλύτερη έμφαση στη καθημερινή πεζότητα του λόγου. Αλλά οι μορφές που κυριάρχησαν ήταν το ιαμβικό τρίμετρο, αποτελούμενο από τρείς διποδίες, και το τροχαϊκό τετράμετρο, αποτελούμενο από τέσσερις. Και οι δύο αυτές μορφές παρέμειναν σε ισχύ κατά την αρχαιότητα, ως συνήθεις μορφές συγκεκριμένων ποιητικών ειδών, αλλά ο Αρχίλοχος τους προσέδωσε μια τελειότητα που δεν επιδεχόταν καμία μελλοντική παρέμβαση. Παράλληλα εξελίχθηκε ένα είδος δευτερεύουσας δημιουργίας, η χρήση του λεγόμενου ασυνάρτητου μέτρου και του ιθυφαλλικού στίχου, καθώς και ο συνδυασμός ενός ή δύο μακρύτερων στίχων και ενός βραχύτερου, που οδήγησε στη γέννηση μιας σύντομης στροφής.
Σε ότι αφορά την εκτέλεση, οι ίαμβοι δεν ήταν γενικά αδόμενοι. Ή τουλάχιστον όχι πλήρως εξ αρχής, αλλά απαγγελλόμενοι από ραψωδούς· ο Αρχίλοχος εισήγαγε ένα είδος εκτέλεσης κατά το οποίο ορισμένα τμήματα απαγγέλλονταν στους τόνους του μουσικού οργάνου, και ορισμένα άλλα άδονταν, μεταξύ των οποίων και η σάτιρα, προκειμένου να διαδίδεται ευκολότερα και να αποκτά ισχύ. Το έγχορδο όργανο που συνόδευε τους ιάμβους ήταν ήδη από την εποχή του Αρχίλοχου το ιαμβικό τρίγωνο.
Η γλώσσα επίσης προσαρμοζόταν στο απότομο και βραχύ ύφος του ιάμβου, που αντιτίθεται στον γλυκύ κυματισμό της ελεγείας. Ο Αρχίλοχος είχε επιλέξει το ύφος και τις τραχείς εκφράσεις του καθημερινού βίο, και οι διάδοχοί του παραθέτουν ένα συνονθύλευμα υλικών αναγκών, κυρίως του φαγητού, καθώς και λεπτομέρειες από τις τοπικές συνήθειες· ο Αριστοτέλης αναφέρει σχετικά, ότι σ’ αυτή τη φάση του ο ίαμβος βρίσκεται πολύ κοντά στον πεζό λόγο. Και στο ερώτημα πώς αυτός ο ευφυής συκοφάντης απέκτησε μια τέτοια φήμη μεταξύ των συγχρόνων του αλλά και τον μεταγενέστερων, μπορούμε να απαντήσουμε ότι πρόκειται για τον πρώτο εξόχως σαρκαστικό και φανατικό ρεαλιστή μεταξύ των ποιητών.
Διάδοχοι του Αρχίλοχου είναι ο Σιμωνίδης ο Αμοργίνος, εκπρόσωπος κυρίως της γνωμικής ποίησης, του οποίου εκτός από ένα απαισιόδοξο απόσπασμα, διαθέτουμε το μέγα σατυρικό έργο Κατά γυναικών, ενώ οι προσωπικές του σάτιρες (κατά Οροδοκίδη) δεν διασώζονται. Ακολουθεί ο Σόλων, του οποίου οι εξαιρετικής τέχνης πολιτικοί ίαμβοι μπορούν να θεωρηθούν ισάξιοι της τραγωδίας, ενώ το περιεχόμενό τους θα μπορούσε να αποκληθεί ελεγειακό· τόσο εδώ όσο και στους εύθυμους και ζωηρούς τροχαϊκούς του στίχους, όσους τουλάχιστον μας παραδόθηκαν, δεν υπάρχει ίχνος προσωπικής συκοφαντίας. Αντιθέτως δεξιοτέχνης αυτού του είδους, στον ίδιο βαθμό με τον Αρχίλοχο, υπήρξε ο Ιππώναξ (περί το 540 π. Χ.), δημιουργός του χωλίαμβου (ή σκάζωντος ιάμβου), σκοπίμως άτεχνου, που στη θέση του τελευταίου ιάμβου τοποθετεί έναν σπονδείο. Διέφυγε στις Κλαζομενές από την οργή των τυράννων Αθηναγόρα και Κωμά της Εφέσου, και θύματά του κατά τα φαινόμενα, όπως και στην περίπτωση του Αρχίλοχου, υπήρξαν οι γλύπτες Βούπαλος και Αθήνις από τη Χίο οι οποίοι είχαν κατασκευάσει ένα ομοίωμα αυτού του «μικροκαμωμένου ανθρωπάκου». Στο έργο του σατιρίζει γενικά τα ήθη, περιγράφοντας με ρεαλισμό την αλλόκοτη όψη του βίου. Το ύφος του είναι παρόμοιο με του Αρχίλοχου: αρέσκεται σε παράτολμες προβλέψεις που αποτυπώνει με μεγάλη σκληρότητα. Αντίθετα, η παρωδία της οποίας εμφανίζεται ως εφευρέτης, είναι εξίσου αρχαία με τον Όμηρο, τον οποίο επίσης παρωδεί, ενώ αργότερα θα αποτελέσει συστατικό στοιχείο ολόκληρης της ποίησης και ολόκληρου του ελληνικού πολιτισμού.
Ο ίαμβος, όπως και το εξάμετρο και το δίστιχο, αποτέλεσε την δεξαμενή κάθε είδους ποιητικής δημιουργίας. Η γνωμική ποίηση κυρίως υιοθέτησε αυτή τη μορφή, από τή στιγμή που το τρίμετρο κατέστη ο στίχος του δραματικού διαλόγου, και εμπλουτίστηκε χάρη στον Αισχύλο και την νέα κωμωδία με ένα αποφθεγματικό περιεχόμενο. Τα τρίμετρα, για παράδειγμα, του κυνικού Κράτη, μας προσφέρουν δείγμα της μελλοντικής γνωμικής χρήσης. Μπορούμε όμως να ισχυριστούμε επίσης ότι στους ιαμβικούς ποιητές του 7ου και του 6ου αιώνα, αναδεικνύονται τουλάχιστον όλα τα στοιχεία της κωμωδίας του Επίχαρμου αν όχι και αυτά της αριστοφανικής.
(συνεχίζεται)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου