Ἡ Αυγουστίνεια κριτικὴ κατὰ τοῦ Σκεπτικισμοῦ
Σκεπτικιστικὴ Παραδοχὴ: Ἡ γνώση μπορεῖ νὰ προέλθει μόνον ἀπὸ τὶς αἰσθήσεις. Οἱ αἰσθήσεις ὅμως μᾶς προσφέρουν μόνον ἔμμεση γνωστικὴ πρόσβαση στὰ ἐξωτερικὰ ἀντικείμενα – πρόσβαση μέσω ἀναπαραστάσεων, αἰσθητηριακῶν ἐντυπώσεων καὶ δεδομένων.
Ἐρώτηση του Σκεπτικιστῆ: Πῶς μποροῦμε νὰ εἴμαστε βέβαιοι ὅτι τὰ δεδομένα αὐτὰ ἀντιπροσωπεύουν μὲ ἀκρίβεια τὰ ἀντικείμενά τους ὅταν ἀδυνατοῦμε νὰ ἔχουμε πρόσβαση στὰ ἀντικείμενα αὐτὰ γιὰ νὰ κάνουμε τὴν σύγκριση;
Ἡ Κριτικὴ τοῦ Αὐγουστίνου, Ἐξομολογήσεις Βιβλίο 10, μπορεῖ νὰ συνοψισθεῖ σὲ δύο σημεῖα:
(1) Ἡ σκεπτικιστικὴ ἀμφιβολία δὲν ὑπονομεύει κάθε δυνατότητα γνώσης. Μολονότι οἱ αἰσθήσεις εἶναι ἀναξιόπιστες ὅσον ἀφορᾶ στὸν ἐξωτερικὸ κόσμο (π.χ ἕνα κουτάλι βυθισμένο στὸ νερὸ φαίνεται λυγισμένο, ἂν καὶ δὲν εἶναι), μποροῦμε νὰ εἴμαστε τοὐλάχιστον βέβαιοι γιὰ τὴν ἀλήθεια ἐκείνων τῶν προτάσεων ποὺ ἀρκοῦνται στὴν φαινομενολογικὴ περιγραφὴ τῶν δεδομένων ποὺ βρίσκονται στὸ νοῦ μας (μποροῦμε π.χ νὰ εἴμαστε βέβαιοι ὅτι τὸ κουτάλι ἐμφανίζεται λυγισμένο χωρὶς νά μᾶς ἐνδιαφέρει ἂν πράγματι εἶναι ὅπως ἐμφανίζεται). Ἄρα, σὲ ἀντίθεση μὲ ὅσα ἰσχυρίζεται ὁ Σκεπτικιστής, ἀκόμη καὶ ἂν ἡ μοναδικὴ πρόσβαση στὸν ἐξωτερικὸ κόσμο εἶναι ἡ αἴσθηση, κάποια γνώση εἶναι δυνατή. Ἡ γνώση ὡστόσο αὐτὴ περιορίζεται σὲ πράγματα ποὺ βρίσκονται τὰ ἴδια μέσα στὸν νοῦ μας (αἰσθητηριακὲς ἐντυπώσεις στὶς ὁποῖες ἔχουμε ἄμεση πρόσβαση) καὶ δὲν μπορεῖ νὰ ἐπεκταθεῖ σὲ πράγματα ποὺ ἐκπροσωποῦνται στὸν νοῦ μας ἀπὸ νοητικὲς εἰκόνες (ἀντικείμενα τοῦ ἐξωτερικοῦ κόσμου στὰ ὁποῖα ἡ πρόσβαση εἶναι μόνον ἔμμεση).
(2) Ἡ παραδοχὴ ὅτι κάθε γνώση προέρχεται ἀπὸ τὶς αἰσθήσεις εἶναι λανθασμένη. Αντιπαραδείγματα: (α) Γνώσεις σχετικὰ μέ τὸ ὑποκείμενο: Ἡ γνώση τῶν νοητικῶν πράξεων, ἡ γνώση ὅτι διαθέτουμε νοῦ, ἡ γνώση ὅτι εἴμαστε ζωντανοὶ καὶ ὅτι ὑπάρχουμε (β) Ἡ γνώση των μαθηματικῶν καὶ ἠθικῶν ἀληθειῶν.
Ἐρωτήματα: Ἀπὸ ποῦ προέρχεται ἡ γνώση των ἀληθειῶν (β); Ἔχουμε ἄμεση ἤ ἁπλῶς ἔμμεση (δηλαδὴ δι' ἀντιπροσώπου) πρόσβαση στὶς ἀλήθειες αὐτές;
Σὲ γενικὲς γραμμὲς ὁ Αὐγουστίνος ἐπιχειρεῖ νὰ ἀνασκευάσει τὸν ἀκαδημαϊκὸ σκεπτικισμὸ ἀρνούμενος τὴν παραδοχὴ ὅτι ἡ μοναδικὴ δυνατὴ γνώση προέρχεται ἀπὸ τὶς αἰσθήσεις. Καθὼς οἱ αἰσθήσεις μας εἶναι ἀναξιόπιστες (προσφέρουν δηλαδὴ μόνον ἔμμεση πρόσβαση στὰ ἀντικείμενά τους), ἂν ἴσχυε ἡ παραδοχή, τότε στὴν πραγματικότητα δὲν θὰ μπορούσαμε νὰ ἰσχυριστοῦμε ὅτι γνωρίζουμε κάτι. Ὡστόσο, διαθέτουμε καὶ ἄλλη πηγὴ γνώσης, τὴν ἐνδοσκόπηση, μὲ τὴς ὁποία διαπιστώνουμε την παρουσία ἐντός του νοῦ μας αὐτῶν καθ'αὐτῶν των μαθηματικῶν καὶ ἠθικῶν ἀληθειῶν (ὅπως ἐπίσης καὶ μὲ των ἀληθειῶν ποὺ ἀφοροῦν τα περιεχόμενα του νοῦ καὶ τὶς λειτουργίες του). Εἶναι αὐτὴ ἡ ἀμεσότητα της παρουσίας των ἀληθειῶν αὐτῶν ποὺ, κατὰ τον Αὐγουστίνο, καθιστᾶ ἄκυρες τὶς σκεπτικιστικὲς ἐνστάσεις. Ὁ τρόπος, ὡστόσο μὲ τον ὁποῖο ἐρχόμαστε σὲ ἄμεση ἐπαφὴ μὲ τὶς μαθηματικὲς ἀλήθειες ἀποτελεῖ ἀντικείμενο εἰδικῆς θεωρίας του Αὐγουστίνου, της θεωρίας της φώτισης.
Ἡ Θεωρία της φώτισης
Ἡ θεωρία εἶναι Πλατωνικῆς ἐμπνεύσεως καὶ θυμίζει ἔντονα την θεωρία της ἀναμνήσεως. Ἀς δοῦμε ξανὰ ἐν συντομία το βασικὸ πλατωνικὸ ἐπιχείρημα στὸ ὁποῖο θεμελιώνεται ἡ θεωρία.
(1) Ἡ γνώση εἶναι σταθερή, ἀναγκαία καὶ ἀναλλοίωτη.
(2) Ἄρα, τα ἀντικείμενα της γνώσης πρέπει νὰ εἶναι ἐπίσης σταθερὰ καὶ ἀναλλοίωτα ἰδεατὰ ἀντικείμενα, πλατωνικὲς δηλαδὴ ἐξιδανικευμένες μορφές.
(3) Ἀρχή της ἀμέσου ἐπαφῆς: Μποροῦμε νὰ γνωρίσουμε μόνο πράγματα μέ τα ὁποῖα εἴχαμε ἄμεση (αδιαμεσολάβητη) ἐπαφή.
Ἑπομένως ἀφοῦ ἔχουμε γνώση κάποιων ἰδεατῶν πραγμάτων (μαθηματικὰ ἀντικείμενα καὶ ἠθικὲς ἀξίες) τα ὁποῖα δέν τα συναντοῦμε γύρω μας θὰ πρέπει νὰ εἴχαμε αδιαμέσολάβητη πρόσβαση σὲ αὐτὰ πρὶν την γέννηση μας καὶ ἁπλῶς τα ἀνακαλοῦμε στὴν ἐπίγεια ζωὴ μας.
Ἀριστοτέλης: Ἡ γνώση εἶναι σταθερὴ καὶ ἀναλλοίωτη ἀλλὰ αὐτὸ δὲν σημαίνει ὅτι τα ἀντικείμενά της εἶναι ἐξιδανικεύσεις ποὺ δὲν συναντῶνται στὸν ἐμπειρικὸ κόσμο. Ἑπομένως ἡ θεωρία της ἀναμνήσεως εἶναι περιττή.
Ἐρώτημα: Ἀκόμη καὶ ἐάν τα ἀντικείμενα της γνώσης δὲν εἶναι ἐξιδανικεύσεις σὲ ὅλες τὶς περιπτώσεις, παρόλο αὐτὰ σὲ κάποιες περιπτώσεις σίγουρα εἶναι (π.χ ἰδανικὰ γεωμετρικὰ σχήματα). Τὶ θὰ μποροῦσε νὰ πεῖ ὁ Ἀριστοτέλης γιὰ αὐτὲς τὶς περιπτώσεις.
Σημείωση 1: Ὁ Descartes θὰ ἀπορρίψει ἀργότερα την (3) καὶ ἄρα ἐπίσης δὲν θὰ ἔχει ἀνάγκη τὴ θεωρία τῆς ἀναμνήσεως τὴν ὁποία θὰ ἀντικαταστήσει μὲ τὴν θεωρία τῶν ἐμφύτων ἰδεῶν.
Ὁ Αὐγουστίνος, ποὺ κινεῖται στὴν εὐρέως νοουμένη πλατωνικὴ παράδοση, θὰ ἀποδεχθεῖ τόσο την ἐξιδανίκευση της γνώσης (θέση 1) ὅσο καὶ την ἐξιδανικευμένη φύση των ἀντικειμένων της (θέση 2). Γιὰ τον Αὐγουστίνο ἔτσι κάθε γνώση εἶναι γνώση ἰδεατῶν προτύπων ποὺ σύμφωνα μὲ αὐτὸν θὰ πρέπει νὰ θεωρηθοῦν ὡς θεϊκὲς ἰδέες. Ἡ θεωρία ὡστόσο της ἀναμνήσεως (ὅπως ἐπίσης καὶ ἡ καρτεσιανὴ θεωρία των ἐμφύτων ἰδεῶν) εἶναι ἀναπαραστατικὴ καὶ ἄρα εὐάλωτη στὶς σκεπτικιστικὲς ἀντιρρήσεις. Ὅπως εἴδαμε ὅμως, ὁ Αὐγουστίνος πιστεύει ὅτι ὁ ἰσχυρισμὸς ὅτι γνωρίζουμε ὅτι π μπορεῖ νὰ διασφαλίσει το κύρος του ἔναντι των ἐνστάσεων του σκεπτικιστῆ μόνον ἐάν το ἀντικείμενο της γνώσης (ἂς ποῦμε ἡ ἀναφορά της πρότασης π) εἶναι παρὸν στὸν νοῦ ποὺ τὸ γνωρίζει αὐτὸ καθ' αὐτὸ καὶ ὄχι μέσω ἐννοιακῶν ἀντιπροσώπων του. Ἑπομένως κατὰ τον Αὐγουστίνο ἡ ἀρχὴ (3) δὲν εἶναι ἐπαρκὴς καὶ πρέπει νὰ ἐνισχυθεῖ. Ὄχι ἁπλῶς θὰ πρέπει νὰ εἴχαμε σὲ κάποιον ἰδανικὸ χρόνο ἀδιαμεσολάβητη πρόσβαση στὶς ἀλήθειες ποὺ τώρα γνωρίζουμε ἀλλὰ ἡ πρόσβαση αὐτὴ ὀφείλει νὰ εἶναι συνεχὴς καὶ ἀδιατάρακτη. Μὲ ἄλλα λόγια οἱ ἀλήθειες οἱ ἴδιες πρέπει νὰ εἶναι παροῦσες στὸν νοῦ τὴν στιγμὴ ποὺ τὶς γνωρίζουμε.
Το πρόβλημα τώρα εἶναι ὅτι ἐνῶ τα ἰδεατὰ πρότυπα ποὺ γνωρίζουμε εἶναι, κατὰ τον Αὐγουστίνο θεϊκά, ὁ νοῦς εἶναι δημιούργημα. Ἔτσι, δεδομένης τῆς γενικῆς ἀρχῆς ὅτι ὀντολογικὰ καὶ αξιακὰ ὑποδεέστερα ὄντα δὲν μποροῦν νὰ ἐπιδράσουν ἐπὶ των ἀνωτέρων τους εἶναι δύσκολο νὰ κατανοήσουμε πῶς ὁ δημιουργημένος ἀνθρώπινος νοῦς κατορθώνει νὰ συλλάβει – σχεδὸν μὲ τὴν κυριολεκτικὴ σημασία τοῦ ὀροῦ – ὀντολογικῶς ὑπέρτερες ἀλήθειες. «Το πρόβλημα – τονίζει ὁ Spade – ἔγκειται στὸ γεγονὸς ὅτι δὲν διαθέτουμε τὴν δύναμη νὰ παραγάγουμε γνώση ἐκείνων τῶν πραγμάτων ποὺ ἀποτελοῦν τὰ μόνα ἐνδεδειγμένα ἀντικείμενα γνώσης» (σελ. 115). Ἑπομένως, ἐὰν ἡ γνώση δὲν εἶναι δικὸ μας ἐπίτευγμα θὰ πρέπει νὰ συμπεράνουμε ὅτι κάπως μας προσφέρεται, μᾶς δίδεται – σχεδὸν μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι τὴν ὑφιστάμεθα – μέσω μιᾶς διαδικασίας ποὺ ὁ Αὐγουστίνος ὀνομάζει Φώτιση (illuminatio).
Μᾶς δίδεται ὅμως ἀπὸ ποιόν; Ἀπὸ τὶς ἴδιες τὶς ἀλήθειες, θὰ πεῖ ὁ Αὐγουστίνος, ποὺ ἐπιδροῦν στὸν νοῦ μας καὶ αἰτιακὰ προκαλοῦν τὴν «σύλληψὴ» τους. Ἄλλα ὅπως εἴδαμε στὸ ἐπιχείρημα γιὰ την ὕπαρξη τοῦ θεοῦ, οἱ ἀλήθειες ποὺ συλλαμβάνονται ἀπὸ τὸν νοῦ ταυτίζονται μὲ τὸν Θεό. Ἄρα ἡ διαδικασία της φώτισης ποὺ ὁδηγεῖ στὴν πρόσκτηση γνώσης ἐνεργοποιεῖται καὶ ὁλοκληρώνεται ἀπὸ τὸν Θεό τὸν ἴδιο.
Ὁ Αὐγουστίνος στὸ ἔργο του De Libero Arbitrio (βιβλίο ΙΙ) συζητάει τὸ πρόβλημα τοῦ σχηματισμοῦ κάποιων ἐννοιῶν καὶ κρίσεων ποὺ κατ' αὐτὸν δὲν μποροῦν νὰ παραχθοῦν μὲ τὶς δικές μας δυνάμεις καὶ σίγουρα προϋποθέτουν τὴν διαδικασία τῆς φώτισης. Ἡ ἔννοια τῆς ἑνότητας, γιὰ παράδειγμα, δὲν μπορεῖ, σύμφωνα μὲ τὸν Αὐγουστίνο, νὰ προέλθει ἀπὸ τὶς αἰσθήσεις. Το ἴδιο ὅμως φαίνεται νὰ ἰσχύει καὶ γιὰ τὶς ἰδανικὲς γεωμετρικὲς ἔννοιες παραδείγματα τῶν ὁποίων δὲν συναντᾶμε στὴν ἐμπειρία μας. Περιπτώσεις κρίσεων ποὺ ὁ σχηματισμὸς δὲν ἐρείδεται στὴν ἐμπειρία (τὶς κρίσεις αὐτὲς ὁ Αὐγουστίνος ὀνομάζει κανόνες ποὺ κυβερνοῦν τον νοῦ) ἀποτελοῦν οἱ ἀριθμητικὲς ἀλήθειες καὶ οἱ apriori ἠθικὲς ἀρχές. Ἡ βεβαιότητα μὲ τὴν ὁποία γνωρίζουμε τὶς ἀρχὲς αὐτὲς εἶναι κατὰ τὸν Αὐγουστίνο ἀδιάψευστη ἀπόδειξη τοῦ γεγονότος ὅτι παρίστανται καθ' αὐτὲς στὸν νοῦ μας. Καθὼς ὅμως ἀναγκαῖες καὶ αἰωνίως ἰσχύουσες ἀλήθειες δὲν μποροῦν νὰ ἐγγραφοῦν ἐντὸς τῆς ἐνδεχομενικῆς καὶ ἐφήμερης δομῆς τῆς ἀνθρώπινης διάνοιας, χρειαζόμαστε ,σύμφωνα μὲ τὸν Αὐγουστίνο, τὴν διαδικασία τῆς φώτισης προκειμένου νὰ ἐξηγήσουμε τὸ ἐκ πρώτης ἀπόψεως παράδοξο γεγονὸς τῆς γνώσης τους. (Ἔχουμε ἐδῶ ἕνα ἐπιπλέον ἐπιχείρημα ὑπέρ τῆς θεωρίας τῆς φώτισης).
Σὲ γενικὲς γραμμὲς ἡ αὐγουστίνεια θεωρία (ὅπως καὶ οἱ θεωρητικῶς σχετικὲς πρὸς αὐτὴν πλατωνικὴ καὶ καρτεσιανὴ) ἀποτελεῖ προσπάθεια νὰ ἐπιλυθεῖ τὸ πρόβλημα τοῦ σχηματισμοῦ τῶν ὑπὸ συζήτηση ἐννοιῶν καὶ κρίσεων – σχηματισμὸς ποὺ εἶναι δύσκολο νὰ ἑρμηνευθεῖ ἀπὸ τὴν ἀριστοτελικὴ καὶ ἐμπειριστικὴ παράδοση.
Βασικὰ προβλήματα της Θεωρίας
(1) Ποιὸ εἶναι τὸ πεδίο ἐφαρμογῆς τῆς Θεωρίας; Ἀφορᾶ ἡ θεωρία κάθε γνώση (ἀκόμα καὶ γνώση ἁπλῶν δεξιοτήτων) ἢ περιορίζεται στὸν χῶρο τῆς ἠθικὴς καὶ τῶν μαθηματικῶν; Ὁ Αὐγουστίνος δὲν φαίνεται ὅτι εἶχε πάρει μιὰ τελικὴ ἀπόφαση γιά το πῶς το ἐρώτημα πρέπει νὰ ἀπαντηθεῖ.
(2) Ἐὰν ἡ διάνοια μας εἶναι ἁπλῶς ἕνας παθητικὸς ἀποδέκτης τῆς θεϊκῆς φώτισης πὼς μπορεῖ νὰ ἐξηγηθεῖ το γεγονὸς ὅτι πρέπει νὰ ἐργαστοῦμε τόσο σκληρὰ γιὰ νὰ γνωρίσουμε π.χ τὶς πιὸ σύνθετες ἀλήθειες τῆς θεωρίας τῶν ἀριθμῶν;
(3) Ποιὰ εἶναι ἡ διαφορά τῆς φώτισης ἀπὸ τὴν ἄμεση θέαση τοῦ Θεοῦ (ἂς θυμηθοῦμε ὅτι οἱ ἐξιδανικευμένες ἀλήθειες ποὺ γνωρίζουμε ταυτίζονται κατὰ τον Αὐγουστίνο μὲ τον ἴδιο τὸν Θεὸ). Ἡ αὐγουστίνεια θεωρία φαίνεται ὅτι ἐξισώνει, κατὰ τρόπο μὴ πειστικό, τὴν φώτιση μὲ τὴν ἄμεση θέαση καὶ γνώση τοῦ θεοῦ. Πῶς εἶναι ὅμως δυνατὸν νὰ δεχθοῦμε ὅτι ἡ γνώση ἁπλῶν ἀριθμητικῶν προτάσεων ἰσοδυναμεῖ μὲ τὴν ἐπίτευξη τοῦ ὕψιστου σκοποῦ τοῦ ἀνθρώπου; Ἡ ἄμεση θέαση τοῦ Θεοῦ δὲν προϋποθέτει ἁγιότητα; Σὲ τελικὴ ἀνάλυση ἡ φώτιση μοιάζει νὰ ἐξισώνεται μὲ τὴν ἀποκάλυψη.
Ἑρμηνεία Copleston – Gilson: Ἡ φώτιση μπορεῖ νὰ ἑρμηνευθεῖ κατ'ἀναλογία τῆς μεταφορᾶς τοῦ φωτοδότη ἥλιου (ἡ μεταφορὰ φυσικὰ κατάγεται ἀπὸ τὴν Πολιτεία τοῦ Πλάτωνος). Ὅπως βλέπουμε διάφορα πράγματα στὸ φῶς τοῦ ἥλιου χωρὶς νὰ ἀντικρύζουμε κατάματα τὸν ἴδιο, ἔτσι κατορθώνουμε νὰ γνωρίζουμε τὶς ἀλήθειες ποὺ ἀναφέραμε στὸ φῶς τοῦ Θεοῦ χωρὶς νὰ ἀντικρύζουμε ἄμεσα τὸν ἴδιο τὸν Θεό. Ἡ φώτιση ἔτσι διακρίνεται, σύμφωνα μὲ αὐτὴν τὴν ἑρμηνεία, ἀπὸ τὴν ἐκστατικὴ θέαση τῆς θεϊκῆς πραγματικότητας.
Οἱ Πηγὲς μου : Κυρίως Spade (σσ. 81-84, 113-122), Copleston, Gilson
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου