Κυριακή της Αποκρέω αναγινώσκομεν
μετά την Στιχολογία τον Περί Φιλοπτωχίας λόγο του Γρηγορίου του Θεολόγου
ΛΟΓΟΣ ΙΔ’
ΠΕΡΙ ΦΙΛΟΠΤΩΧΙΑΣ
1. Άνδρες αδελφοί, πτωχοί όπως και εγώ, διότι είμεθα όλοι πτωχοί και έχομεν ανάγκην της θείας χάριτος, έστω και αν φαίνεται ότι ο ένας υπερέχει από τον άλλον, όταν μετρούμε τα πράγματα με τα ιδικά μας μικρά μέτρα, δεχθήτε τον λόγον μου περί φιλοπτωχίας όχι με αδιαφορίαν αλλά με καλήν διάθεσιν, δια να γίνετε πλούσιοι με την απόκτησιν της βασιλείας. Προσευχηθήτε δε μαζί μας ώστε και εμείς να σας δώσωμεν τον λόγον πλουσιοπάροχα και να θρέψωμεν με αυτόν τας ψυχάς σας και να μοιράσωμεν εις εκείνους οι οποίοι πεινούν τον πνευματικόν άρτον, είτε κάνοντες να πέση τροφή από τον ουρανόν, όπως έκανεν ο Μωϋσής εκείνος πάλαι ποτέ, και μοιράζοντες άρτον αγγέλων, είτε τρέφοντες με ολίγους άρτους μέχρι κορεσμού χιλιάδας ανθρώπων εις τήν έρημον, όπως έκαμεν αργότερα ο Ιησούς, ο πραγματικός άρτος και η αιτία της αληθινής ζωής. Δεν είναι λοιπόν καθόλου εύκολον να εύρη κανείς την υψηλοτέραν από όλας τας αρετάς και να της αποδώση την πρώτην θέσιν και την τιμήν διά την νίκην, όπως δεν είναι επίσης εύκολον να εύρη κανείς το πιο ωραίον και αρωματικόν άνθος μέσα εις λιβάδι το οποίον είναι γεμάτον από άνθη κι ευωδιάζει, επειδή πότε το ένα και πότε το άλλο από τα άνθη σύρει προς το μέρος του την όσφρησιν και την όρασιν και την πείθει να το κόψη πρώτον (Δέν εἶναι καθόλου εὔκολο νά βρεῖ κανείς τήν ὑψηλότερη ἀπ’ ὅλες τίς ἀρετές καί νά τῆς δώσει τό πρωτεῖο καί τό βραβεῖο, ὅπως ἀκριβῶς δέν εἶναι εὔκολο νά βρεῖ μέσα σ’ ἕνα ὁλάνθιστο καί μοσχοβόλο λιβάδι τό πιό ὡραῖο κι εὐωδιαστό λουλούδι, καθώς πότε τό ἕνα καί πότε τό ἄλλο τοῦ τραβάει τήν προσοχή καί τόν προκαλεῖ νά τό κόψει πρῶτο). Όσον λοιπόν αφορά εις εμέ, δια να ξεχωρίσω την ανωτέραν αρετήν θα σκεφθώ ως εξής:
2. Καλαί είναι η πίστις, η ελπίς και η αγάπη, αι τρεις αυταί αρεταί. Και μάρτυρας δια την πίστιν είναι ο Αβραάμ, ο οποίος ανεκηρύχθη δίκαιος λόγω της πίστεως του, δια την ελπίδα ο Ενώς, ο οποίος πρώτος ανέθεσε την ελπίδα του εις την επίκλησιν του ονόματος του Θεού, και όλοι οι δίκαιοι οι οποίοι κακοπαθούν χάριν της ελπίδος. διά την αγάπην δε ο θείος Απόστολος, ο οποίος ετόλμησε να είπη κάτι εναντίον του πρός χάριν του Ισραηλιτικού λαού, και ο ίδιος ο Θεός, ο οποίος ονομάζεται αγάπη.
Η φιλοξενία είναι καλόν. Και μάρτυρας δι’ αυτό μεταξύ μεν των δικαίων είναι ο Λώτ ο κάτοικος των Σοδόμων, ο οποίος όμως δεν είχε την διαγωγήν των Σοδομιτών, μεταξύ δε των αμαρτωλών η πόρνη Ραάβ, η οποία όμως δεν ήτο πόρνη κατά την διάθεσιν, και η οποία επηνέθη και εσώθη δια την φιλοξενίαν.
Η φιλαδελφία (μακροθυμία) είναι καλόν, και μάρτυρας δι’ αυτό είναι ο Ιησούς, ο οποίος ηνέχθη όχι μόνον να ονομασθή αδελφός μας αλλά και να υποφέρη πρός χάριν μας. Η φιλανθρωπία είναι καλόν. Μάρτυρας δι’ αυτό είναι ο ίδιος ο Ιησούς, ο οποίος, όχι μόνον εδημιούργησε τον άνθρωπον δια καλά έργα και ήνωσε την θείαν εικόνα με την σάρκα, δια να την οδηγή εις τα άριστα και να την βοηθή να ανέλθη εις τον ουρανόν, αλλά και έγινεν ο ίδιος άνθρωπος. Η υπομονή και η ανεξικακία είναι καλόν, και μάρτυρας δι’ αυτό είναι ο ίδιος, ο οποίος, όχι μόνον δεν ηθέλησε να χρησιμοποιήση τας λεγεώνας των αγγέλων εναντίον εκείνων οι οποίοι είχαν ξεσηκωθή εναντίον του και τον εβασάνιζαν, και δεν επετίμησε μόνον τον Πέτρον όταν εχρησιμοποίησε την μάχαιραν, αλλά και ετοποθέτησε πάλιν εις την θέσιν του το αυτί το οποίον είχεν αποκοπή. Το ίδιο δε έκανε αργότερα και ο Στέφανος, ο μαθητής του Χριστού, ο οποίος προσηύχετο δι’ εκείνους οι οποίοι τον ελιθοβολούσαν.
Η πραότης είναι καλόν και το μαρτυρούν ο Μωϋσής και ο Δαβίδ, εις τους οποίους πριν από τους άλλους έχει αποδοθή (από την Γραφήν) η αρετή αυτή, και ο διδάσκαλος αυτών, ο οποίος ούτε εφιλονεικούσε, ούτε εφώναζε, ούτε διεμαρτύρετο εις τας πλατείας, ούτε αντεστέκετο προς εκείνους οι οποίοι τον είχαν συλλάβει. (Καλή εἶναι ἡ πραότητα. Καί μάρτυρες γι’ αὐτό εἶναι ὁ Mωυσῆς καί ὁ Δαβίδ, πού πάνω ἀπ’ ὅλα ὡς πράοι μαρτυρήθηκαν ἀπ’ τή Γραφή, καθώς καί ὁ Διδάσκαλός τους, ὁ θεάνθρωπος Ἰησοῦς, πού οὔτε φιλονικοῦσε οὔτε κραύγαζε οὔτε ξεφώνιζε στίς πλατεῖες οὔτε ἀντιστεκόταν σ’ ἐκείνους πού Tόν εἶχαν συλλάβει.)
3. Ο ζήλος είναι καλόν, και αυτό το μαρτυρεί ο Φινεές, ο οποίος μαζί με την Μαδιανίτιδα εφόνευσε και τον Ισραηλίτην δια να απομακρύνη την εντροπήν από τους Ισραηλίτας, και ο οποίος ωνομάσθη έτσι δια την προαίρεσίν του, και μετά απ’ αυτόν εκείνοι οι οποίοι λέγουν: «υπήρξα μέγας ζηλωτής του Κυρίου». και: «σας αγαπώ με αγάπην ζηλότυπον, ομοίαν με την αγάπην του Θεού». και: «θα με καταφάγη ο ζήλος δια τον οίκον σου». Και δεν το λέγουν αυτό μόνον, αλλά και το παθαίνουν. Ο βασανισμός του σώματος είναι καλόν. Ας σε πείση δια τούτο ο Παύλος, ο οποίος σκληραγωγεί ακόμη τον εαυτόν του και φοβίζει με το παράδειγμα των Ισραηλιτών εκείνους οι οποίοι έχουν πεποίθησιν εις τους εαυτούς των και είναι προσκολλημένοι εις το σώμα, αλλά και ο ίδιος ο Ιησούς, ο οποίος ενήστευεν, υφίστατο πειρασμούς και ενικούσε εκείνον ο οποίος επροκαλούσε τους πειρασμούς.
Η προσευχή και η αγρυπνία είναι καλόν. Ας σε πείση δια τούτο ο Θεός, ο οποίος πριν από το πάθος αγρυπνούσε και προσηύχετο.
Η αγιότης και η παρθενία είναι καλόν. Ας σε πείση δια τούτο ο Παύλος, ο οποίος ετακτοποίησε το θέμα τούτο και εβράβευσε με δικαιοσύνην και τον γάμον και την αγαμίαν, και ο ίδιος ο Ιησούς, ο οποίος εγεννήθη από την Παρθένον δια να τιμήση την γέννησιν και να δοξάση επίσης την παρθενίαν.
Η εγκράτεια είναι καλόν. Ας σε πείση δια τούτο ο Δαβίδ όταν κατέλαβε το πηγάδι εις την Βηθλεέμ και δεν ήπιε αλλά έκαμε μόνο σπονδήν από το νερό και όταν δεν ηνέχθη να κορέση την δίψαν του με κίνδυνον της ζωής άλλων.
4. Η ερημία και η ησυχία είναι καλόν. Μου το δείχνει ο Κάρμηλος του Ηλία, η έρημος του Ιωάννου και το όρος του Ιησού, εις το οποίον φαίνεται ότι επήγαινε συχνά δια να ησυχάση και να συγκεντρωθή εις τον εαυτόν του. Είναι καλόν η λιτότης. Μου την διδάσκει ο Ηλίας ο οποίος φιλοξενείται από την χήραν, ο Ιωάννης ο οποίος είναι ενδεδυμένος με τρίχας καμήλας, και ο Πέτρος, ο οποίος τρέφεται με λούπινα βάρους ενός ασσαρίου.
Η ταπεινοφροσύνη είναι καλόν και υπάρχουν δι’ αυτήν πολλά υποδείγματα και από πολλά μέρη. Το κυριώτερον είναι ο Σωτήρ και Κύριος των όλων, ο οποίος όχι μόνον εταπεινωσεν τον εαυτόν του μέχρι του σημείου να λάβη την μορφήν δούλου και παρέδωσε το πρόσωπόν του εις την καταισχύνην και εις τους εμπτυσμούς και συνυπελογίσθη μαζί με τους παρανόμους εκείνος ο οποίος καθαρίζει τον κόσμον από την αμαρτίαν, αλλά και ένιψε τους πόδας των μαθητών ωσάν να ήτο υπηρέτης.
Η ακτημοσύνη και η περιφρόνησις των χρημάτων είναι καλόν. Τούτο μαρτυρεί ο Ζακχαίος και ο ίδιος ο Χριστός. Ο μεν Ζακχαίος με το να παρακινηθή από την είσοδον του Χριστού εις την οικίαν του να μοιράση σχεδόν όλα τα υπάρχοντά του, ο δε Ιησούς με το να περιορίση την τελειότητα δια τους πλουσίους εις αυτό ακριβώς το πράγμα.
Και, δια να ομιλήσω με περισσοτέραν συντομίαν δι’ αυτά, καλόν είναι και η θεωρία, καλόν είναι και η πράξις. Η μεν θεωρία επειδή μας ανυψώνει από τα γήινα και μας οδηγεί εις τα άγια των αγίων, και επαναφέρει τον νουν προς την αρχικήν του φύσιν, η δε πράξις επειδή υποδέχεται και υπηρετεί τον Χριστόν, και αποδεικνύει με τα έργα την αγάπην.
5. Το καθένα απ’ αυτά είναι ένας δρόμος, ο οποίος οδηγεί εις την σωτηρίαν, και προς κάποιον από τους αιωνίους και μακαρίους τόπους. Επειδή, όπως υπάρχουν διάφοροι τρόποι ζωής, έτσι υπάρχουν και πολλοί τόποι κοντά εις τον Θεόν, οι οποίοι χωρίζονται και διαμοιράζονται αναλόγως προς την αξίαν του καθενός. Και άλλος μεν ας εξασκήση αυτήν την αρετήν, άλλος δε την άλλην, άλλος περισσοτέρας μαζί και άλλος όλας, εάν βεβαίως αυτό είναι δυνατόν. Μόνον να προχωρή κανείς και να επιδιώκη το ανώτερον, και να ακολουθή κατά πόδας εκείνον ο οποίος τον οδηγεί καλώς και τον κατευθύνει και τον εισάγει από την στενήν οδόν και πύλην εις την πέραν από αυτάς ευρισκομένην μεγάλην και πλατείαν ευδαιμονίαν.
Εάν δε πρέπει ο Παύλος, ο οποίος ακολουθεί επίσης τον Χριστόν, να θεωρή την αγάπην ως την πρώτην και μεγαλυτέραν εντολήν, ως την κορωνίδα του νόμου και των προφητών, τότε ως το καλύτερον μέρος αυτής θεωρώ την αγάπην προς τους πτωχούς, και την ευσπλαχνίαν και την συμπάθειαν προς τους συνανθρώπους. Διότι από τίποτε δεν ευχαριστείται τόσον πολύ ο Θεός, όσον από την συμπάθειαν, και τίποτε δεν είναι πιο αγαπητόν εις τον Θεόν, του οποίου προπορεύεται η συμπάθεια και η αλήθεια και εις τον οποίον οφείλει να προσφερθή η συμπάθεια πριν από την κρίσιν. Και εις τίποτε άλλο δεν δίδεται ως ανταπόδοσις από εκείνον ο οποίος ανταποδίδει με δικαιοσύνην και ζυγίζει με ακρίβειαν την συμπάθειαν, όσον εις την φιλανθρωπίαν η φιλανθρωπία.
6. Εις όλους μεν λοιπόν τους πτωχούς και εις εκείνους οι οποίοι δι’ οιανδήποτε αιτίαν κακοπαθούν οφείλομεν να δείξωμεν ευσπλαχνίαν, συμφώνως προς την εντολήν η οποία επιτάσσει να χαιρώμεθα μαζί με εκείνους οι οποίοι χαίρονται και να κλαίωμεν μαζί με εκείνους οι οποίοι κλαίουν. Και οφείλομεν να προσφέρωμεν εις τους ανθρώπους, επειδή και εμείς είμεθα άνθρωποι, την εκδήλωσιν της αγάπης μας, είτε όταν την χρειάζωνται επειδή διατελούν εις χηρείαν, είτε επειδή είναι ορφανοί, είτε επειδή ευρίσκονται εξόριστοι μακρυά από την πατρίδα, είτε επειδή καταδιώκονται από αγρίους αρχηγούς, ή από θρασείς άρχοντας, είτε επειδή υφίστανται την απανθρωπίαν εκείνων, οι οποίοι συγκεντρώνουν τους φόρους, είτε τον φόνον των ληστών, είτε την απληστίαν των κλεπτών, είτε την δήμευσιν της περιουσίας των, είτε το ναυάγιον. Διότι όλοι είναι το ίδιο άξιοι οίκτου και βλέπουν τα χέρια μας, όπως βλέπομεν εμείς τα χέρια του Θεού, και δι’ αυτούς οφείλομεν να παρακαλούμεν.
Και από αυτούς τους ιδίους εκείνοι οι οποίοι κακοπαθούν χωρίς να είναι άξιοι τιμωρίας είναι πιο αξιολύπητοι από εκείνους οι οποίοι έχουν συνηθίσει να δυστυχούν. Ιδιαιτέρως δε άξιοι λύπης είναι εκείνοι οι οποίοι έχουν διαφθαρή από την ιεράν νόσον και έχουν διαβρωθή μέχρι τας σάρκας και τα οστά και τον μυελόν των οστών, όπως έχουν δεθχή την απειλήν ωρισμένοι, και έχουν προδοθή από το κακόβουλον και ασταθές και ταπεινόν αυτό σώμα, με το οποίον δεν γνωρίζω πως έχω ενωθή και πως είμαι ταυτοχρόνως και εικών του Θεού και ανακατεμένος με τον πηλόν. Το σώμα τούτο μάχεται όταν είναι υγιές και στενοχωρείται όταν πολεμείται. Το αγαπώ ωσάν σύνδουλόν μου και ταυτοχρόνως το αποστρέφομαι ωσάν εχθρόν μου. Το αποφεύγω ως σύνδουλόν μου και ταυτοχρόνως το εντρέπομαι επειδή είναι συγκληρονόμος μου. Αγωνίζομαι να το διαλύσω και δεν έχω κανένα βοηθόν να τον χρησιμοποιήσω δια να κατορθώσω τα άριστα, επειδή γνωρίζω διατί έχω πλασθή και ότι πρέπει να ανέλθω προς τον Θεόν δια των πράξεών μου.
7. Το λυπάμαι επειδή είναι βοηθός μου και δεν ημπορώ να αποφύγω την επανάστασίν του ή το να μην απομακρυνθώ από τον Θεόν από τα δεσμά τα οποία με παρασύρουν προς τα κάτω ή με κρατούν δεμένον εις το έδαφος. Είναι εχθρός μου ήπιος, αλλά και φίλος επικίνδυνος. Ω πόσον μαζί ευρίσκονται και όμως πόσον ξένα είναι το ένα προς το άλλο! Περιποιούμαι εκείνο το οποίον φοβούμαι, και εκείνο το οποίον αγαπώ το φοβούμαι. Προτού να πολεμήσω συμφιλιώνομαι, και προτού να ειρηνεύσω διαφωνώ πάλι. Ποία είναι η σοφία η οποία με περικλείει; Και ποίον είναι αυτό το μέγα μυστήριον; Ή μήπως έχει ως σκοπόν, επειδή προερχόμεθα από τον Θεόν και έχομεν καταπέσει και απομακρυνθή απ’ αυτόν, να μην περιφρονούμεν τον Δημιουργόν υπερηφανευόμενοι και υψηλοφρονούντες δια την αξίαν μας, αλλά με την μάχην και την πάλην προς το σώμα να βλέπωμεν πάντοτε προς αυτόν και η αδυναμία η οποία συνυπάρχει με την πάλιν αυτήν να αποτελή διαπαιδαγώγησιν δια το αξίωμα. και να γνωρίζωμεν ότι εμείς οι ίδιοι είμεθα ταυτοχρόνως πολύ μεγάλοι και πολύ ασήμαντοι, επίγειοι και ουράνιοι, παροδικοί και αθάνατοι, κληρονόμοι φωτός και φωτιάς ταυτοχρόνως ή και σκότους, δια να στραφώμεν προς το ένα ή προς το άλλο; Τέτοιο είναι το μίγμα μας και αυτός είναι ο λόγος, όπως νομίζω εγώ, δια τον οποίον, όταν υπερηφανευόμεθα δια την εικόνα του Θεού, εντρεπόμεθα δια την σαρκικήν μας φύσιν. Αυτά ας τα συλλογισθή καλά εκείνος ο οποίος θέλει, και εμείς θα τα εξετάσωμεν μαζί του εις περισσότερον κατάλληλον χρόνον.
8. Τώρα δε εκείνο το οποίον με παρέσυρεν ο λόγος και είπα, το να θρηνώ δηλαδή δια την σάρκα και δια τας αδυναμίας μου με τα ξένα πάθη, ας μου το συγχωρήσετε, αδελφοί, επειδή είμεθα όλοι όμοιοι και σύνδουλοι. Διότι εάν εξ’ αιτίας του πάθους κατηγόρησα την σάρκαν ως εχθρόν, όμως εξ αιτίας εκείνου ο οποίος με έδεσε μαζί της την προστατεύω σαν φίλον μου. Και εκείνοι οι οποίοι είναι υγιείς και εκείνοι οι οποίοι κατατρώγονται από την ιδίαν αυτή ασθένειαν οφείλουν να φροντίζουν όχι ολιγώτερον από όσον δια τους άλλους τον εαυτόν των. Διότι όλοι είμεθα ίσοι ενώπιον του Κυρίου, είτε είμεθα πλούσιοι είτε πτωχοί, είτε δούλοι, είτε ελεύθεροι38, είτε υγιείς είτε άρρωστοι κατά το σώμα. Και μία είναι η κεφαλή όλων, από την οποίαν προέρχονται τα πάντα, ο Χριστός. Και ό,τι είναι τα μέλη μεταξύ των, το ίδιο είναι και ο καθένας μας προς τον άλλον και προς όλους. Επομένως δεν πρέπει να περιφρονήσωμεν ούτε να δείξωμεν αδιαφορίαν δι’ εκείνους οι οποίοι έχουν περιπέσει πριν από ημάς εις την κοινήν ασθένειαν. Ούτε πρέπει να αγαπήσωμεν περισσότερον τα σώματά μας, επειδή κατά τύχην είναι υγιή, ή να πενθήσωμεν διότι τα των αδελφών μας ευρίσκονται εις κακήν κατάστασιν, αλλά να πιστεύωμεν ότι ένα πράγμα παρέχει ασφάλειαν εις τα σώματα και τας ψυχάς μας, το να ασκήσωμεν φιλανθρωπίαν προς εκείνους. Ας το εξετάσωμεν δε τούτο ως εξής:
9. Εις μεν τους άλλους ένα πράγμα μόνον είναι άξιον οίκτου, το ότι τους λείπει κάτι, την έλλειψιν όμως του οποίου θα ημπορούσε να εξαφανίση ή ο χρόνος, ή ο κόπος, ή κάποιος φίλος, ή κάποιος συγγενής. Εις αυτούς όμως, δια τους οποίους η έλλειψις δεν είναι ολιγώτερον σημαντικόν από όσον εις τους άλλους (αν όχι και περισσότερον, επειδή δεν ημπορούν να κοπιάσουν και να φροντίσουν οι ίδιοι δια τους εαυτούς των), η έλλειψις ενός μέλους από το σώμα των μαζί με την έλλειψιν των αναγκαίων κάνει τον φόβον της ασθενείας πολύ εντονώτερον από την ελπίδα της υγείας, εις τρόπον ώστε ελάχιστα μόνον να βοηθούνται από την ελπίδα, η οποία είναι το μοναδικόν φάρμακον δι’ εκείνους οι οποίοι ατυχούν. Εκτός δε από την πτωχείαν το δεύτερον κακόν είναι η ασθένεια, το πιο φοβερόν και βαρύ κακόν, το οποίον μεταχειρίζονται πολλοί ως πολύ πρόχειρον κατάραν. Και τρίτον κακόν είναι το ότι δεν ημπορούν να τους πλησιάσουν ούτε να τους ίδουν οι πολλοί, αλλά τους αποφεύγουν και τους σιχαίνονται και τους αποστρέφονται με περιφρόνησιν. Αυτό ακριβώς είναι και το βαρύτερον επακόλουθον της νόσου των, το να αντιληφθούν δηλαδή ότι εξ αιτίας της συμφοράς των μισούνται. Εγώ μεν δεν ημπορώ να μείνω αδάκρυτος εμπρός εις την συμφοράν των και συγχύζεται ο νους μου. Να παθαίνετε δε και σεις το ίδιον δια να αποφύγετε τα δάκρυα με τα δάκρυα. Και υποφέρουν βεβαίως, όπως γνωρίζω, όσοι από τους παρόντας αγαπούν τον Χριστόν και τους πτωχούς, και ανήκουν εις τον Θεόν, από τον οποίον έχουν δεχθή και το χάρισμα του να ελεούν. Είσθε δε και σεις μάρτυρες της λύπης των.
10. Εμπρός εις τους οφθαλμούς μας ευρίσκεται θέαμα φοβερόν και αξιολύπητον, το οποίον φαίνεται απίστευτον εις όλους, εκτός από εκείνους οι οποίοι το γνωρίζουν: Άνθρωποι νεκροί, ενώ είναι ζωντανοί, ανάπηροι κατά τα περισσότερα μέλη του σώματος. Άνθρωποι οι οποίοι δεν φαίνεται ούτε τι ήσαν ούτε παρ’ ολίγον ακόμη και τι είναι τώρα, ή, καλύτερα, φρικτά υπολείμματα ανθρώπων, οι οποίοι ωσάν χαρακτηριστικά των γνωρίσματα αναφέρουν τους πατέρας, τας μητέρας, τους αδελφούς και τους τόπους καταγωγής των. Εγώ είμαι του τάδε, λέγουν, και η τάδε είναι μητέρα μου, και αυτό είναι το όνομά μου, και συ ήσουν κάποτε φίλος και γνωστός μου. Και αυτό το κάνουν επειδή δεν έχουν τα παλαιά χαρακτηριστικά δια να τους αναγνωρίσουν. Άνθρωποι ακρωτηριασμένοι, αποστερημένοι από κάθε τι, από συγγενείς, από φίλους και από τα ίδια τα σώματά των. Άνθρωποι κατάμονοι, οι οποίοι λυπούνται και ταυτοχρόνως μισούν τους εαυτούς των. Άνθρωποι οι οποίοι δεν ξέρουν δια τι θα πρέπει να λυπηθούν περισσότερον. δια τα μέλη του σώματος τα οποία έχουν χάσει, ή δι’ εκείνα τα οποία έχουν απομείνει, δι’ όσα έχει καταφάει η ασθένεια, η δι’ όσα υπολείπονται ακόμη να φάγη. Διότι είναι φοβερόν το ότι έχουν χαθή τα πρώτα, αλλά ακόμη φοβερώτερον είναι το ότι διασώζοντται τα δεύτερα. Εκείνα μεν έχουν χαθη προτού επέλθη ο θάνατος, ενώ αυτά δεν υπάρχει εκείνος ο οποίος θα τα παραδώση να ταφούν. Διότι και ο πιο αγαθός και φιλάνθρωπος μένει εντελώς ασυγκίνητος. Και μόνον εις την περίπτωσιν αυτήν μας διαφεύγει ότι είμεθα σαρκικοί και είμεθα περιβεβλημένοι με το σώμα της ταπεινώσεως. Και αποφεύγομεν τόσον πολύ να βοηθήσωμεν το όμοιον με ημάς σώμα, ώστε φθάνομεν εις το σημείον να πιστεύωμεν ότι η πράξις μας αυτή είναι αναγκαία δια την προστασίαν των σωμάτων μας. Και ημπορεί μεν να πλησιάση κανείς το πτώμα κάποιου ο οποίος έχει αποθάνει προ πολλού, έστω και αν ακόμη αποδίδη φοβεράν δυσοσμίαν, και να υποφέρη τα βρωμισμένα πτώματα των αλόγων ζώων, και να ανεχθή φοβεράν δυσωδίαν. Από αυτούς όμως απομακρυνόμεθα με όλας μας τας δυνάμεις (ω, τι φοβερά απανθρωπία!), επειδή δεν ανεχόμεθα ούτε κατ’ ελάχιστον να αναπνέωμεν τον ίδιον αέρα με αυτούς.
11. Ποιος ενδιαφέρεται πιο πολύ από τον πατέρα και ποιος νιώθει μεγαλυτέραν αγάπην από την μητέρα; Αλλά εις την περίπτωσιν των ανθρώπων αυτών και η ιδία η φύσις χάνει την δύναμίν της. Και ο πατέρας το παιδί του, το οποίον εγέννησε και ανέθρεψε και επίστευσεν ότι αποτελεί τον οφθαλμόν της ζωής του, και δια το οποίον πολλές φορές και δια πολλά πράγματα προσηυχήθη προς τον Θεόν, το λυπάται μεν και θρηνεί δι’ αυτό, αλλά και το διώχνει μακρυά του, εν μέρει με την θέλησίν του και εν μέρει παρά την θέλησίν του. Και η μητέρα αναθυμάται μεν τους πόνους του τοκετού και σχίζονται τα σπλάχνα της, και το φωνάζει πάλιν κοντά της με σπαραγμόν, και ξεσπά εις θρήνους, κλαίουσα τον ζωντανόν ωσάν να ήτο νεκρός. «Παιδί μου, λέγει, δυστυχισμένον και από ταλαίπωρον μητέρα που σε εμοιράσθη μαζί μου η αρρώστια. Παιδί μου ταλαίπωρον, που δεν γνωρίζεσαι, παιδί μου, που σε ανέθρεψα εις τους γκρεμούς και εις τα όρη και εις τας ερημίας. Θα κατοικήσης μαζί με τα θηρία, και θα έχης ως στέγην σου τους βράχους, και θα σε βλέπουν μόνον οι πιο ευσεβείς από τους ανθρώπους». Και εις αυτά προσθέτει τους θλιβερούς εκείνους λόγους του Ιώβ: Διατί επλάσθης εις την κοιλίαν της μητέρας σου και δεν απέθανες αμέσεως, δια να συμπέση με την γέννησιν ο θάνατος; Διατί δε δεν απέθανες προώρως, προτού δοκιμάσης τα δεινά του βίου; Διατί να σε καθήσουν και να σε χορέψουν επάνω εις τα γόνατα; Διατί να θηλάσης από μαστούς, ενώ επρόκει το να ζήσης μίαν ζωήν ελεεινήν και χειροτέραν από τον θάνατον; Και λέγει αυτά τα πράγματα και χύνει ποταμούς δακρύων. Και θέλει μεν η δυστυχισμένη να αγκαλιάση το παιδί, αλλά φοβάται το σώμα του ωσάν κάτι εχθρικόν. Οι πάντες δε κατηγορούν και καταδιώκουν όχι εκείνους οι οποίοι διαπράττουν αδικίας, αλλά εκείνους οι οποίοι δυστυχούν. Και συμβαίνει μεν να συγκατοικήση κάποιος με δολοφόνον, και να παράσχη εις άνθρωπον ο οποίον εμοίχευσεν όχι μόνο στέγην αλλά και φαγητόν, και να μοιράζεται κάποιος την ζωήν του με άνθρωπον ιερόσυλον, ο οποίος έχει βλάψει εκείνους οι οποίοι τον είχαν ευεργετήσει. εκείνον δε ο οποίος είναι ασθενής, ενώ δεν τον έχει στενοχωρήσει καθόλου, να τον αποστρέφεται, ωσάν να είχε κάμει κάποιο έγκλημα. Η κακία τίθεται εις καλυτέραν μοίραν από την ασθένειαν. Και, την μεν απανθρωπίαν την έχομεν αποδεχθή διότι προέρχεται από την ελευθέραν βούλησιν, ενώ την συμπάθειαν την έχομεν υποτιμήσει και περιφρονήσει σαν κάτι φοβερόν.
12. Εκδιώκονται βιαίως από τας πόλεις, εκδιώκονται από τας οικίας, από την αγοράν, από τας συγκεντρώσεις, από τας οδούς, από τας εορταστικάς συγκεντρώσεις, από τα συμπόσια (ω, τι φοβερόν πάθος!) και από το ίδιο το νερό. Ούτε τι πηγαί, αι οποίαι τρέχουν, είναι κοιναί εις αυτούς και εις τους άλλους ανθρώπους, ούτε εις τους ποταμούς τους αφήνουν να έμβουν δια να μην μεταδώσουν τυχόν την ασθένειάν των. Και το πιο παράδοξον είναι ότι τους απομακρύνομεν μεν ωσάν μολυσμένους, αλλά και τους αναγκάζομεν να γυρίσουν πάλιν οπίσω κοντά μας εξ αιτίας της σκληρότητός μας, επειδή δεν τους παρέχομεν ούτε στέγην, ούτε τα αναγκαία τρόφιμα, ούτε θεραπείαν δια τας πληγάς των, ούτε μετριάζομεν κατά το δυνατόν με το ενδιαφέρον μας την ασθένειας. Δια τον λόγον αυτόν περιπλανώνται νύκτα και ημέρα, χωρίς κανέναν μέσον, γυμνοί και χωρίς θαλπωρήν, επιδεικνύοντες την ασθένειάν των, διηγούμενοι το παρελθόν των, επικαλούμενοι τον Θεόν, χρησιμοποιούντες ο ένας τα μέλη του άλλου αντί των ιδικώνν του τα οποία έχει χάσει, σύροντες τα μέλη των, τα οποία προσελκύουν την λύπην, ζητούντες ένα μικρό κομμάτι ψωμί ή λίγο φαγητό, ή κάποιο ένδυμα από κουρέλια δια να καλύψουν τα απόκρυφα μέρη των ή δια να ανακουφισθούν από τας πληγάς των. Και είναι φιλάνθρωπος δι’ αυτούς, όχι εκείνος, ο οποίος τους παρέσχε βοήθειαν, αλλά εκείνος ο οποίος τους παρέσχε βοήθειαν, αλλά εκείνος ο οποίος δεν τους έδιωξε με σκληρότητα. Οι περισσότεροι δε απ’ αυτούς δεν αποφεύγουν από εντροπήν τας εορταστικάς συγκεντρώσεις, αλλά απεναντίας συνωθούνται εις αυτάς επειδή έχουν ανάγκην. Λέγω δε τας ιεράς εκείνας συγκεντρώσεις εις τας οποίας συγκεντρώνονται οι πάντες και τας οποίας έχομεν εξεύρει εμείς δια να υπηρετούμεν τας ψυχάς, ή εκείνας οι οποίαι γίνονται χάρις εις κάποιον μυστήριον, ή τας πανηγύρεις προς τιμήν των μαρτύρων της αληθείας, δια να μιμούμεθα την ευσέβειαν εκείνων των οποίων εορτάζομεν την μνήμην. Και εντρέπονται μεν τους ανθρώπους εξ αιτίας της συμφοράς των, επειδή είναι άνθρωποι, και θα επιθυμούσαν καλύτερα να είναι κρυμμένοι εις τα όρη, τους κρημνούς ή τα δάση, ή τέλος εις την νύκτα και το σκοτάδι. Παρουσιάζονται όμως εις το μέσον, ωσάν φρικτόν και αξιοδάκρυτον φορτίον. Τούτο μεν ίσως και να έχη τον λόγον του, δια να μας υπενθυμίζουν δηλαδή την αδυναμίαν μας και να μας συμβουλεύουν να μην προσκολλώμεθα εις τίποτε από τα παρόντα και ορατά, σαν να ήτο κάτι σταθερόν. Παρουσιάζονται δε, άλλοι μεν επειδή θέλουν να ακούσουν ανθρωπίνην φωνήν, άλλοι επειδή θέλουν να ίδουν ανθρώπινον πρόσωπον και άλλοι δια να συγκεντρώσουν ολίγα απαραίτητα δια την ζωήν των από εκείνους οι οποίοι ζουν πολυτελώς. Όλοι δε δια να αποκτήσουν κάποιαν ανακούφισιν με το να παρουσιάσουν και να είπουν τα βάσανά των.
13. Ποιος δεν συγκλονίζεται από τους θρήνους των, οι οποίοι συνταιριάζονται εις μίαν αξιολύπητον συναυλίαν; Ποία ακοή ημπορεί να υποφέρη αυτό το άκουσμα; Ποίος οφθαλμός ημπορεί να συλλάβη την τραγικότητα του θεάματος; Ευρίσκονται εξαπλωμένοι ο ένας δίπλα εις τον άλλον εις μίαν κακήν ένωσιν εξ αιτίας της ασθενείας, χρησιμοποιούντες άλλος μεν τούτο, άλλος δε εκείνο το τμήμα της συμφοράς των, δια να προσελκύσουν τον οίκτον. Και ο ένας συμπληρώνει το πάθος του άλλου και παρουσιάζονται αξιολύπητοι εξ αιτίας της ασθενείας των και ακόμη πιο αξιολύπητοι επειδή υποφέρει ο ένας κοντά εις τον άλλον. Τους περικυκλώνουν δε θεαταί από διάφορα στρώματα, οι οποίοι υποφέρουν μεν μαζί των, αλλά μόνον προσωρινά. Αυτοί δεν κυλίονται εμπρός εις τα πόδια των ανθρώπων, μέσα εις τον ήλιον και την σκόνην. Όταν δε κάποτε ταλαιπωρούνται μέσα σε παγωνιές φοβερές και βροχές και ανεμοθύελλες, γλυτώνουν από το να καταπατηθούν, μόνο και μόνον επειδή σιχαινόμεθα και να τους εγγίσωμεν ακόμη. Ο θρήνος των παρακλήσεών των δε έρχεται ωσάν απάντησις εις τας ιεράς μελωδίας αι οποίαι αντηχούν εις τας ψυχάς μας, και εις τας εσωτερικάς μυστικάς φωνάς απαντά ο φοβερός των θρήνος. Αλλά δια ποίον λόγον θα πρέπει να διεκτραγωδήσω όλην την συμφοράν των εις ανθρώπους οι οποίοι χαίρονται και πανηγυρίζουν; Ίσως να επροκαλούσα θρήνον και εις σας, εάν διεκτραγωδούσα τα πάντα με λεπτομερείας, και να υπεσκέλιζεν η λύπη την εορτήν. Τα λέγω λοιπόν αυτά επειδή δεν ημπορώ ακόμη να σας πείσω ότι κάποτε η λύπη είναι πιο πολύτιμος από την ευχαρίστησιν, η στενοχωρία από τον πανηγυρισμόν, και κλάμα τον οποίον επαινείται από γέλιο το οποίον κατακρίνεται.
14. Αυτοί μεν λοιπόν υφίστανται αυτά τα πράγματα και πολύ χειρότερα από αυτά που είπα, οι αδελφοί μας ενώπιον του Θεού και αν δεν το θέλετε έτσι, αυτοί που έχουν λάβει την ιδίαν με μας φύσιν, αυτοί που έχουν πλασθή από τον ίδιον πηλόν, από τον οποίον εγίναμεν αρχικά, αυτοί που έχουν συναρμοσθή με νεύρα και οστά όμοια με τα ιδικά μας, που είναι ενδεδυμένοι με κρέας και δέρμα όμοια με όλους, όπως λέγει κάπου ο μακάριος Ιώβ φιλο σοφών μέσα από τα βάσανά του, και αποδεικνύων καταγέλαστον αυτό που παρατηρείται εις ημάς. Η, καλύτερα, αν θα πρέπει να αναφέρω το μεγαλύτερον, αυτοί που και έχουν λάβει μαζί με ημάς το «κατ’ εικόνα» και που ίσως το διατηρούν καλύτερα από ημάς, έστω και αν έχουν καταστραφή τα σώματά των. αυτοί που είναι ενδεδυμένοι το ίδιο Χριστόν εις τον εσωτερικόν των άνθρωπον και που τους έχει παραδοθή ο ίδιος με ημάς αρραβώνας του Πνεύματος. αυτοί που έχουν λάβει τους ιδίους με ημάς νόμους, τα ίδια ρητά, τας ιδίας διαθήκας, τας ιδίας συγκεντρώσεις, τα ίδια μυστήρια και τας ιδίας ελπίδας. προς χάριν των οποίων απέθανεν επίσης ο Χριστός, ο οποίος σηκώνει επάνω του την αμαρτίαν του κόσμου. αυτοί που θα κληρονομήσουν μαζί μας την άνω ζωήν, έστω και αν έχουν χάσει ως επί το πλείστον αυτήν εδώ. αυτοί που θάπτονται μαζί με τον Χριστόν και ανασταίνονται μαζί του, εάν βεβαίως συμπάσχουν δια να δοξασθούν μαζί του.
15. Τι κάνομεν δε ημείς οι οποίοι έχομεν την τύχην να αποκτήσωμεν το νέον όνομα το να ονομαζώμεθα δηλαδή από τον Χριστόν, το άγιον έθνος, το βασιλικόν ιερατείον, ο περιούσιος και θαυμάσιος λαός, ο οποίος θέλει να γίνη μιμητής καλώς και σωτηρίων έργων, οι μαθηταί του πράου και φιλανθρώπου Χριστού ο οποίος έχει βαστάσει τας αδυναμίας μας, έχει ταπεινώσει τον εαυτόν του μέχρι του σημείου να λάβη την φύσιν μας, έχει γίνει πτωχός προς χάριν μας και έχει λάβει την σάρκα αυτήν και το φθαρτόν σώμα μας, και έχει υποφέρει και έχει δείξει αδυναμίαν προς χάριν μας, δια να γίνωμεν εμείς πλουσιώτεροι με την θεότητα; Τι κάνομεν λοιπόν εμείς οι οποίοι έχομεν λάβει τόσον μέγα υπόδειγμα ευσπλαγχνίας και συμπαθείας; Τι θα σκεφθούμεν δι’ αυτούς και τι θα πράξωμεν; Θα τους παραβλέψωμεν; Θα τους παραδράμωμεν; Θα τους εγκαταλείψωμεν ωσάν να ήσαν νεκροί, μολυσμένοι, ωσάν να ήσαν ερπετά ή τα πιο πονηρά από τα θηρία; Καθόλου, αδελφοί μου. Αυτά δεν ταιριάζουν εις εμάς που έχομεν τραφή από τον Χριστόν, τον καλόν ποιμένα, ο οποίος αναζητεί και γυρίζει οπίσω το πρόβατον που έχει χαθή50 και ενισχύει αυτό που είναι ασθενικόν. Ούτε επίσης εις την ανθρωπίνην φύσιν, η οποία παραγγέλλει την συμπάθειαν, αφού από την ιδικήν της αδυναμίαν έχει διδαχθή να είναι ευσεβής και φιλάνθρωπος.
16. Αλλά αυτοί μεν θα καταταλαιπωρούνται εις το ύπαιθρον, ενώ εμείς θα κατοικούμεν εις πολυτελείς οικίας, διακοσμημένας με κάθε λογής πέτρας, οι οποίαι λάμπουν από το χρυσάφι και το ασήμι, τας λεπτάς ψηφίδας και την ποικίλην ζωγραφικήν, με μίαν λέξιν από τα πράγματα εκείνα που εξαπατούν και δελεάζουν τους οφθαλμούς; Και εις άλλας μεν θα κατοικήσωμεν, άλλας δε θα οικοδομήσωμεν. Δια ποίους; Ίσως ούτε δια τους κληρονόμους μας, αλλά δια ξένους και αγνώστους και απ’ αυτούς πάλιν ίσως όχι δι’ εκείνους οι οποίοι μας αγαπούν, αλλά δι’ εκείνους οι οποίοι είναι γεμάτοι από απέχθειαν και φθόνον, το πιο φοβερόν από όλα τα κακά. Και οι μεν ασθενείς θα υποφέρουν από το κρύο, ενδεδυμένο με ξεσχισμένα κουρέλια, ή μάλλον και χωρίς αυτά ακόμη, εμείς δε θα καλλωπιζώμεθα με εσθήτα μαλακήν, η οποία θα φθανη μέχρι κάτω, και με λινά και μεταξωτά ελαφρά υφάσματα, και με αυτά μεν θα γινωμεν περισσότερον άσχημοι αντί να γίνωμεν ωραιότεροι (διότι έτσι ονομάζω εγώ κάθε τι το περιττόν και περίεργον), όσον αφορά δε εις το εσωτερικόν μας εκεί θα συγκεντρωθή φροντίς άχρηστος και ανωφελής, τροφή δια τον σκόρον και τον χρόνον, ο οποιος κατατρώγει τα πάντα. Και αυτοί μεν δεν θα έχουν ούτε την απαραίτητον τροφήν (ως εις πόσην πολυτέλειαν ζω εγώ και εις πόσην ταλαιπωρίαν ζουν εκείνοι!) αλλά θα ευρίσκωνται εξηπλωμένοι εμπρός εις τας θύρας μας, εξηντλημένοι και λιμοκτονούντες, χωρίς να τους παρέχη το σώμα των ούτε τα μέσα δια να ζητήσουν, επειδή δεν έχουν μεν φωνήν δια να θρηνήσουν, χέρια δια να τα απλώσουν και να ικετεύσουν, πόδας δε δια να πλησιάσουν εκείνους που έχουν, αναπνοήν δια να κάμουν πιο έντονον την θρηνωδίαν των, θεωρούντες το πιο βαρύ από τα κακά ως το πιο ελαφρόν, και ευχαριστούντες μόνον με τους οφθαλμούς, επειδή δεν βλέπουν την αναπηρίαν των;
17. Και ως προς αυτούς μεν έτσι έχουν τα πράγματα. Εμείς δε θα ευρισκώμεθα εξηπλωμένοι επάνω εις κρεβάτι υψηλόν και κρεμαστόν και θα φοράμε τα περιττά και ανέγγιχτα επανωφόρια μας, δυσανασχετούντες ακόμη και να ακούσωμεν την φωνήν των να μας παρακαλή. Πρέπει δε προς χάριν μας το μεν έδαφος να ευωδιάζη από άνθη, και πολλάς φοράς χωρίς να είναι η εποχή του, η δε τράπεζα να είναι ραντισμένη με μύρα, και μάλιστα από τα πιο αρωματικά και πολυτελή, δια να ομοιάζωμεν ακόμη περισσότερον προς τας γυναίκας. Θέλομεν δε να μας τριγυρίζουν υπηρέται, άλλοι μεν στολισμένοι και καλλωπισμένοι με λυτά τα μαλλιά και θηλυπρεπή με περιττήν κουράν εις το πρόσωπον, περισσότερον από όσον συμφέρει, στολισμένοι και με λαιμάργους οφθαλμούς, άλλοι δεν κρατούν εις τα άκρα των δακτύλων των τα ποτήρια του κρασιού, με όσον το δυνατόν περισσοτέραν χάριν και ασφάλειαν. άλλοι δε να μας κάνουν αέρα επάνω από τα κεφάλια μας με τα ριπίδια και να δροσίζουν το πλήθος τω σαρκών μας με το αρωματισμένον αέρα των χεριών των. Και εκτός τούτων η μεν τράπεζα να είναι φορτωμένη από κρέατα, επειδή όλα τα στοιχεία της φύσεως, και η γη και ο αέρας και το νερό, μας παρέχουν τα πάντα πλουσιοπάροχα. Και να στενοχωρούμεθα με τα κατασκευάσματα των μαγείρων και των αρτοποιών, και να διαπληκτιζώμεθα με όλους, με κύριον μέλημά μας πως θα ευχαριστήσωμεν περισσότερον την λαίμαργον κοιλίαν μας, το αχόρταγον αυτό θηρίον εις το οποίον δεν ημπορεί κανείς να έχη εμπιστοσύνην, και η οποία θα καταργηθή μαζί με τας τροφάς αι οποίαι επίσης θα καταργηθούν. Και δια μεν τους άλλους είναι σημαντικόν ακόμη και το να χορτάσουν με νερό, δι’ ημάς δε υπάρχουν μεγάλα αγγεία μεγάτα κρασί δια να πίνωμεν μέχρι μέθης ή και ακόμη περισσότερον, όσοι βεβαίως είμεθα πιο ακόλαστοι. Και το μεν ένα είδος κρασιού θα το απορρίψωμεν, το άλλο δε θα το εγκρίνωμεν ως αρωματικόν, και θα φιλοσοφήσωμεν δια κάποιο άλλο. Θα θεωρήσωμεν δε συμφοράν εάν μαζί με τα εγχώρια είδη δεν ημπορέσωμεν να εύρωμεν και εκείνο που θεωρείται ως το πιο εκλεκτόν από τα ξένα. Διότι πρέπει να είμεθα ή και να φαινώμεθα, ωσάν να εντρεπώμεθα, εάν δεν μας θεωρούν κακούς και δούλους της κοιλίας και των όσων ευρίσκονται κάτω από την κοιλίαν.
18. Διατί συμβαίνουν αυτά, ω φίλοι και αδελφοί; Διατί είμεθα και εμείς άρρωστοι ως προς τας ψυχάς και μάλιστα με ασθένειαν πολύ χειροτέραν από εκείνην των σωμάτων; Όσον αφορά εις την σωματικήν, γνωρίζω ότι έρχεται παρά την θέλησίν μας, όσον αφορά δε εις την ψυχικήν, αυτή προέρχεται από την ιδικήν μας προαίρεσιν. Και η μεν πρώτη εξαφανίζεται μαζί με αυτήν την ζωήν, η δε άλλη μας ακολουθεί, όταν απέλθωμεν από αυτήν την ζωήν. Και η μεν πρώτη επισύρει την λύπην και τον οίκτον, η δε άλλη το μίσος όσων βεβαίως έχουν νουν.
Διατί δεν βοηθούμεν την φύσιν μας ενόσω έχομεν ακόμη καιρό; Διατί δεν περιορίζομεν την ταπείνωσιν της σαρκός μας, ενώ ειμεθα σάρκες; Διατί νιώθομεν ευτυχισμένοι από τας δυστυχίας των αδελφών μας; Είθε να μη συμβή εις εμέ ούτε να πλουτήσω ενώ αυτοί δεν έχουν τίποτε, ούτε να νιώθω ευδιάθετος, εάν δεν παράσχω βοήθειαν εις τας πληγάς των. ούτε να έχω αρκετήν τροφήν, ούτε προστασίαν, ούτε να αναπαύωμαι κάτω από στέγην, εάν δεν δώσω ψωμί και ενδύματα όσα ημπορώ, και δεν τους ξεκουράσω κάτω από την στέγην μου.
Ας αναθέσωμεν τα πάντα εις τον Χριστόν, δια να τον ακολουθήσωμεν πραγματικά σηκώνοντας τον σταυρόν του και δια να ανυψωθώμεν ελαφροί προς τον επάνω κόσμον, καλώς παρεσκευασμένοι και χωρίς να μας σύρη τίποτε προς τα κάτω, και να κερδίσωμεν αντί δι’ όλα αυτά τον Χριστό, ανυψωθέντες χάρις εις την ταπείνωσιν και πλουτήσαντες χάρις εις την πτωχείαν μας. Ή να μοιρασθώμεν τα υπάρχοντά μας με τον Χριστόν, δια να αγιασθούν αυτά από την σωστήν των κατοχήν και την μετάδοσίν των εις όσους δεν έχουν. Εάν δε έσπερνα μόνον δια τον ευατόν μου, ας έσπερνα, και άλλοι ας έτρωγαν τους καρπούς. Και δια να αναφέρω πάλιν τους λόγους του Ιώβ. «αντί σιταριού ας εφύτρωναν τσουκνίδες και αντί κριθαριού βάτοι». Ας εφυσούσε δε καυτός αέρας και καταιγίδα ας κατέστρεφε τους κόπους μου δια να αποδειχθή ότι άδικα είχα κοπιάσει. Εάν δε ειχα κτίσει και αποθήκας και επλούτιζα εις υλικά πράγματα και δεν τα εχρησιμοποιούσα καλά, αυτήν την νύκτα ας ερχόταν να ζητήσουν την ψυχήν μου και ας έδιδα λόγον δι’ εκείνα τα οποία κακώς συνεκέντρωσα.
19. Δεν θα συνέλθωμεν λοιπόν έστω και αργά; Δεν θα κατανικήσωμεν την σκληρότητά μας, δια να μην είπω την μικροπρέπειάν μας; Δεν θα σκεφθώμεν κατά τρόπον ανθρώπινον; Δεν θα τοποθετήσωμεν εις την θέσιν των ξένων συμφορών τας ενδεχομένας ιδικάς μας; Διότι κατά την φύσιν τίποτε από τα ανθρώπινα δεν είναι βέβαιον, ούτε εξελίσσεται ομαλά, ούτε είναι ανεξάρτητον από άλλα, ούτε στηρίζεται πάντοτε επάνω εις τα ίδια πράγματα. Αλλά όσα μας αφορύν γυρίζουν μέσα εις ένα κύκλον, ο οποίος πολλάς φοράς και εντός μιας ημέρας, ενίοτε δε και εντός μιας ώρας, προκαλεί ποικίλας μεταβολάς. Και είναι πιο σίγουρον να εμπιστεύεται κανείς εις τον άνεμον ο οποίος αλλάζει πολύ γρήγορα και εις την γραμμήν που αφήνει επάνω εις τα νερά το ποντοπόρον πλοίον, καιεις τα απατηλά όνειρα της νυκτός, των οποίων η ωραιότης διαρκεί μόνον δι’ ολίγον, και εις όσα χαράσσουν τα παιδιά επάνω εις την άμμον όταν παίζουν, παρά εις την ανθρω πίνην ευτυχίαν.
Είναι δε λογικοί (συνετοί ) εκείνοι οι οποίοι, επειδή δεν έχουν εμπιστοσύνην εις τα παρόντα, εξασφαλίζουν δια τους εαυτούς των το μέλλον. αγαπούν την καλωσύνην η οποία δεν χάνεται, επειδή η ανθρωπίνη ευημερία είναι ασταθής και ανώμαλος, διανα κερδίσουν από τα τρία τουλάχιστον το ένα. ή αγαπούν να μην πράξουν τίποτε το κακόν, επειδή πολλάς φοράς ο Θεός και από τα καλά τα οποία κάνουν εδώ φέρει επιτυχίας εις τους ευσεβείς, με το να προκαλή η καλωσύνη των την συμπάθειαν. ή το να έχουν θάρρος ενώπιον του Θεού, επειδή εκακοπάθησαν όχι εξ αιτίας κάποιας κακίας των, αλλά χάριν κάποιου άλλου σκοπού. ή, τέλος, το να απαιτούν από τους ευεργέτας την άσκησιν της φιλανθρωπίας, ωσάν να είναι κάτι το οποίον οφείλουν, δια να την προσφέρουν εις εκείνους οι οποίοι την έχουν ανάγκην, ενεργούντες με επιδεξιότητα.
20. Ας μη καυχηθή λέγει (η Γραφή), ο σοφός δια την σοφίαν του, ούτε ο πλούσιος δια τον πλούτον του, ούτε ο δυνατός δια την δύναμίν του, έστω και αν έχουν φθάσει ο μεν σοφός εις το ύψιστον σημείον της σοφίας, ο δε πλούσιος έχη συγκεντρώσει την πιο μεγάλην περιουσίαν και ο δυνατός την πιο μεγάλην δύναμιν. Εγώ δε θα προσθέσω και εκείνα τα οποία ακολουθούν. Ας μη καυχηθή ούτε αυτός ο οποίος θαυμάζεται από όλους δια την δόξαν του, ούτε ο υγιής δια την υγείαν του, ούτε ο ωραίος δια την ωραιότητά του, ούτε ο νέος δια την νεότητά του, ούτε δια τίποτε άλλο από εκείνα τα οποία επαινούνται εις τον κόσμον αυτόν, με μίαν λέξιν ας μην καυχηθή κανείς δια τίποτε το οποίον προκαλεί την υπερηφάνειαν. Αλλά ας καυχηθή εκείνος ο οποίος καυχάται μόνον δια το ότι εννοεί και αναζητεί τον Θεόν, και υποφέρει μαζί με εκείνους οι οποίοι υποφέρουν και αναθέτει τας ελπίδας του δια κάτι καλόν εις το μέλλον. Διότι τα μεν παρόντα είναι ρευστά και πρόσκαιρα, και φεύγουν και πηγαίνουν από το ένα εις τον άλλον, όπως οι βόλοι εις το παιχνίδι. Και τίποτε δεν χαρακτηρίζει περισσότερον εκείνον ο οποίος κατέχει, από όσον, ή το ότι σταματά η εξουσία του εξ αιτίας του χρόνου, ή το ότι χάνει ό,τι έχει εξ αιτίας του φθόνου. Τα δε μέλλοντα είναι σταθερά και μόνιμα και δεν χάνονται ποτέ, ούτε πηγαίνουν από τον ένα εις τον άλλον, ούτε διαψεύδουν ποτέ τας ελπίδας εκείνων οι οποίοι τα εμπιστεύονται. Αλλά εγώ μεν και δια τον λόγον αυτόν νομίζω ότι κανένα από τα παρόντα αγαθά δεν είναι ασφαλές, ούτε διαρκεί πολύ δια τους ανθρώπους. Πιστεύω, πάνω απ’ όλα, ότι και το πράγμα αυτό έχει τακτοποιηθή σωστά από τον επιδέξιον Λόγον και από την Σοφίαν (η οποία ξεπερνά κάθε διάνοιαν), το να εξαπατώμεθα δηλαδή από τα ορατά πράγματα, τα οποία αλλάζουν και μας κάνουν να αλλάζωμεν και εμείς σήμερα έτσι και αύριο αλλιώς και πότε ανεβαίνουν επάνω και πότε πίπτουν κάτω, και γυρίζουν, και φεύγουν, και εξαφανίζονται προτού τα πιάσωμεν. Γίνεται δε αυτό δια να αντιληφθώμεν την αστάθειαν και την ανωμαλίαν η οποία υπάρχει εις αυτά, και να στραφώμεν προς το μέλλον. Διότι, τι θα εκάναμεν εάν το να ευεργετούμεν ήτο κάτι σταθερόν, εφ’ όσον τώρα που δεν είναι τέτοιο, είμεθα τόσον προσκολλημένοι εις αυτό και η ευχαρίστησις και η εξαπάτησις την οποίαν μας παρέχει, μας έχει σκλαβώσει τόσον πολύ, ώστε να μην ημπορούμεν να διανοηθώμεν τίποτε ανώτερον από τα παρόντα, τα οποία ακούομεν και πιστεύομεν ότι έχουν γίνει συμφώνως προς την εικόνα του Θεού, η οποία ευρίσκεται υψηλά και μας σύρει κοντά της;
21. Ποιος είναι σοφός δια να κατανοήση αυτά; Ποιός θα παρατρέξη τα δευτερεύοντα; Ποιος θα επιμείνη εις τα μόνιμα; Ποιος θα συλλογισθή ότι τα παρόντα θα παρέλθουν; Ποιος θα υπολογίση αυτά δια τα οποία ελπίζει, ως μόνιμα; Ποιος θα διαχωρίση τα πραγματικά από τα φαινόμενα, δια να ακολουθήση τα πρώτα και να παραβλέψη τα δεύτερα; Ποιος θα διαχωρίση την Γραφήν από την αλήθειαν; Ποιος την κάτω σκηνήν από την άνω πόλιν; Ποίος την πρόσκαιρον από την μόνιμον κατοικίαν; Ποίος το σκότος από το φως; Ποίος την λάσπην του βυθού από την αγίαν γην; Ποίος την σάρκα από το πνεύμα; Ποίος τον Θεόν από τον κοσμοκράτορα; Ποίος την σκιάν του θανάτου από την αιώνιον ζωήν; Ποίος θα εξαγοράση με τα παρόντα το μέλλον; Ποίος με τον τρέχοντα πλούτον, εκείνον ο οποίος δεν φαίνονται;
Ευτυχής (μακάριος) μεν λοιπόν είναι εκείνος ο οποίος κάνει διάκρισιν μεταξύ αυτών των πραγμάτων και τα χωρίζει με την μάχαιραν του Λόγου, η οποία ξεχωρίζει το καλύτερον από το χειρότερον, και ανυψώνεται με την καρδίαν του, όπως λέγει κάπου ο θείος Δαβίδ, και, αποφεύγων με όσην δύναμιν διαθέτει την κοιλάδα αυτην της οδύνης, ζητεί τα ουράνια, και, σταυρωνόμενος εις τον κόσμον μαζί με τον Χριστόν, ανασταίνεται μαζί με τον Χριστόν και ανεβαίνει μαζί του και γίνεται κληρονόμος της αληθινής ζωής, η οποία δεν μεταβάλλεται ποτέ πια. Τούτον δεν ημπορεί πια να τον δαγκώση ο όφις εις τον δρόμον, ούτε να του κεντήση την πτέρναν, δια να του συντρίψη και αυτός εν συνεχεία την κεφαλήν. Δια τους άλλους δε εμάς πολύ σωστά φωνάζει ο ίδιος ο Δαβίδ ωσάν κάποιος μεγαλόφωνος κήρυκας επάνω από υψηλόν άμφωνα, ο οποίος στέκεται εμπρός εις όλον τον κόσμον, και μας αποκαλεί σκληροκάρδους και εραστάς του ψεύδους και μας προτρέπει να μη προσκολλούμεθα πολύ εις τα ορατά πράγματα, ούτε να θεωρούμεν ότι η ευτυχία η οποία προέρχεται από αυτά συνίσταται μόνον εις τον κορεσμόν από άρτον και οίνον, τα οποία φθείρονται. Τούτο περίπου εννοεί και ο μακάριος εκείνος Μιχαίας όταν εξεγείρεται εναντίον των γηΐνων πραγμάτων τα οποία θεωρούνται αγαθά και λέγη. «Πλησιάσατε τα αιώνια όρη. σήκω και πήγαινε, διότι αυτός εδώ ο τόπος δεν είναι κατάλληλος δια να αναπαυθής». Αυτό το πράγμα λοιπόν είναι και σχεδόν κατά λέξιν όμοιον προς εκείνο το οποίον έλεγεν ο Κύριος και Σωτήρ ημών. «Σηκωθήτε. Ας φύγωμεν απ’ εδώ», παρακινών όχι μόνον τους μαθητάς του να αναχωρήσουν από εκείνον τον τόπον, όπως θα ημπορούσε να νομίση κανείς, αλλά σύρων πάντοτε και όλους τους μαθητάς του από την γην και όσα έχουν σχέσιν με αυτήν προς τους ουρανούς και προς τα ουράνια πράγματα.
22. Ας ακολουθήσωμεν λοιπόν πλέον τον Λόγον, ας ζητήσωμεν την ανάπαυσιν την οποίαν μας παρέχει, και ας απορρίψωμεν ό,τι έχομεν απ’ εδώ. Ας αποκτήσωμεν από τα γήϊνα μόνον όσα είναι καλά, ας κερδίσωμεν τας ψυχάς μας με τας ελεημοσύνας, ας δώσωμεν από τα υπάρχοντά μας εις τους πτωχούς, δια να γίνωμεν πλούσιοι εις ουράνια αγαθά. Δώσε μερίδιον και εις την ψυχήν και όχι μόνον εις την σάρκα. Δώσε μερίδιον και εις τον Θεόν και όχι μόνον εις τον κόσμον. Αφαίρεσε κάτι από την κοιλίαν, και παραχώρησέ το εις το πνεύμα. Άρπαξε κάτι από την φωτιάν, και απομάκρυνέ το από την φλόγα η οποία κατακαίει τα γήϊνα. Άρπαξε από τον τύραννον και εμπιστέψου το εις τον Δεσπότην. «Δώσε εν μερίδιον εις επτά», εις την ζωήν αυτήν βεβαίως, «ή ακόμη και εις οκτώ», εις την άλλην ζωήν, η οποία θα μας δεχθή μετά απ’ αυτήν εδώ. Δώσε ολίγον εις εκείνον από τον οποίος έχει το πολύ. Δώσε και τα πάντα εις εκείνον ο οποίος σου έχει χαρίσει τα πάντα. Ποτέ δεν θα ξεπεράσης την γενναιοδωρίαν του Θεού, ακόμη και αν χαρίσης όλα τα υπάρχοντά σου, και αν εις αυτά προσθέσης και τον ίδιον τον εαυτόν σου. Διότι και το να δώσης ακόμη και τον εαυτόν σου εις τον Θεόν ισοδυναμεί με το να παίρνης. Όσα και αν προσφέρης, εκείνα τα οποία υπολείπονται είναι περισσότερα. Και δεν θα δώσης τίποτε το ιδικόν σου, διότι τα πάντα τα έχεις λάβει από τον Θεόν. Και όπως δεν είναι δυνατόν να ξεπεράσωμεν την σκιάν μας όσον προχωρούμεν, επειδή προχωρεί και αυτή μαζί μας και μένει πάντοτε εις την ιδίαν απόστασιν, ούτε να ευρεθούμεν επάνω από το κεφάλι μας επειδή αυτό βρίσκεται πάντοτε εις την κορυφήν του σώματος, έτσι και με όσα δίδομεν δεν ημπορούμεν να ξεπεράσωμεν τον Θεόν. Διότι δεν δίδομεν τίποτε που να μην είναι ιδικόν του, και που να ημπορή να ξεπεράση την υπερβολικήν διάθεσιν εκείνου να δίδη.
23. Κατάλαβε από πού έχεις την ύπαρξιν, το να αναπνέης, το να σκέπτεσαι αυτό το τρομερά μεγάλο πράγμα, το να γνωρίζης δηλαδή τον Θεόν, το να ελπίζης εις την βασιλείαν των ουρανών, εις το να γίνης ισότιμος με τους αγγέλους εις την θέαν της δόξης του Θεού, τώρα μεν σαν μέσα από καθρέπτας και με αινίγματα66, τότε δε εις την εντέλειαν και με κάθε καθαρότητα, το να γίνης υιός του Θεού, συγκληρονόμος του Χριστού, θα τολμήσω να είπω, να γίνης και συ θεός; Από πού τα έχεις όλα αυτά και ποιος σου τα έδωσε; Ή, δια να αναφέρω μόνον τα πιο μικρά και εκείνα τα οποία φαίνονται, πιοος σου έδωσε την ικανότητα να βλέπης το κάλλος του ουρανού, τον δρόμον του ηλίου, τον κύκλον της σελήνης, το πλήθος των αστέρων, και όλα αυτά να ευρίσκωνταιεις αρμονίαν και τάξιν ομοίαν με εκείνην της λύρας, τας αλλαγά των ωρών, τας μεταβολάς των εποχών, τους κύκλους των ετών, την εναλλαγήν της νυκτός και της ημέρας, το φύσημα του αέρος, τα πλάτη της θαλάσσης, η οποία τρικυμίζει και γαληνεύει, τα βάθη των ποταμών και τα ρεύματα των ανέμων; Ποίος σου έδωσε τας βροχάς, την γεωργίαν, τα τροφάς, τας τέχνας, τας κατοικίας, τους νόμους, τας πολιτείας, τον εξημερωμένον βίον, την δυνατότητα να ενωθής με το όμοιόν σου; Από που έλαβες την ικανότητα, αλλά μεν από τα ζώα να τα εξημερώσης και να τα χρησιμοποιήσης ως υποζύγια, και άλλα να τα χρησιμοποιήσης ως τροφήν; Ποίος σε έκαμε κύριον και βασιλέα όλων όσων ευρίσκονται επί της γης; Ποίος, δια να μην αναφέρω το καθένα χωριστά, έχει χαρίσει εις τον άνθρωπον όλα εκείνα ως προς τα οποία υπερέχει από τα άλλα όντα; Όχι εκείνος, ο οποίος τώρα πριν απ’ όλα και δι’ όλα, ζητεί από σε να δείξης φιλανθρωπίαν; Έπειτα δεν εντρεπόμεθα, ενώ έχομεν λάβει ή ελπίζομεν να λάβωμεν τόσα πολλά απ’ αυτόν, να μην προσφέρωμεν ούτε αυτό το ένα μόνον εις τον Θεόν, δηλαδή την φιλανθρωπίαν; Αλλ΄αυτός μεν μας εξεχώρισε από τα θηρία και ετίμησε μόνον εμάς επάνω εις την γην με το λογικόν, εμείς δε να αποθηριωθώμεν και να διαφθαρώμεν εις τοιούτοην βαθμόν από την πολυτέλειαν και τας απολαύσεις ή να ευρισκώμεθα εκτός εαυτών, ή, δεν ξέρω τι να είπω, ώστε να αναμιγνύωμεν μαζί με τον κρίθινον άρτον και τα πίτυρα, τα οποία ίσως έχομεν προμηθευθή με παράνομον τρόπον, και να νομίζωμεν ότι η φύσις είναι καλυτέρα από εμάς; Και όπως υπήρχε κάποτε, όπως πληροφορούμεθα από τους μύθους, το παλαιόν εκείνο γένος των γιγάντων και το γένος των υπολοίπων ανθρώπων, έτσι και εμείς θα γίνωμεν ανώτεροι από τον κοινόν άνθρωπον, όπως εκείνος ο Νεβρώδ, ή το γένος του Ενάκ το οποίον κατεπίεζε κάποτε τους Ισραηλίτας, ή εκείνοι εξ αιτία των οποίων έγινεν ο κατακλυσμός και εκαθάρισε την γην; Και αυτός μεν δεν εντρέπεται να ονομάζεται πατέρας μας, ενώ είναι Θεός και Κύριος μας, εμείς δε θα αρνηθώμεν και εκείνους οι οποίοι ανήκουν εις το ίδιο γένος με εμάς;
24. Όχι, αγαπητοί φίλοι και αδελφοί, ας μην γίνωμεν πονηροί οικονόμοι των αγαθών τα οποία μας εδόθησαν, δια να μην ακούσωμεν τον Πέτρον να λέγη. «αισθανθήτε εντροπήν όσοι κατέχετα ξένα πράγματα και μιμηθείτε την δικαιοσύνην του Θεού δια να μην μείνη κανείς πτωχός». Ας μην κοπιάζωμεν δια να θυσαυρίζωμεν και να φυλάσσωμεν, ενώ άλλοι υποφέρουν από την πείναν, δια να μην μας κατηγορήση και εκτοξεύση εναντίον μας φοβεράς απεολάς από την μίανμεν πλευράν ο ιερός Αμώς με τους λόγους. «εμπρός λοιπόν, σεις οι οποίοι λέγετε. πότε θα πε ράση λοιπόν η νέα σελήνη δια να πωλήσωμεν; και πότε θα περάση το Σάββατον δια να ανοίξωμεν τα θησαυροφυλάκιά μας;» και τα επόμενα με τα οποία επισύρει την οργήν του Θεού εναντίον εκείνων οι οποίοι χρησιμοποιούν μεγάλα και μικρά σταθμά, και από την άλλην ο μακάριος Μιχαίας, ο οποίος καταφέρεται εναντίον της τρυφηλής ζωής, επειδή ο κόρος γεννά την υπεροψίαν, και εναντίον της σπατάλης δια την κατασκευήν κρεβατιών από ελεφαντόδοντον, και κατακρίνει το να αλείφεται κανείς με τα πιο ακριβά αρώματα, το να παχύνεται με τρυφερά μοσχαράκια και ερίφια από κοπάδια, το να κτυπά παλαμάκια και να συνοδεύη την μουσικήν των οργάνων και, ακόμη περισσότερον το να νομίζη ότι αυτά έχουν σταθεράν και μόνιμον αξίαν. Αυτά δε όλα δεν τα θεωρει τόσον φοβερά (ο προφήτης), όσον θεωρεί το ότι δεν λυπούνται καθόλου δια την συντριβήν του Ιωσήφ αλλά εξακολουθούν να διασκεδάζουν. Διότι αυτήν την κατηγορίαν προσθέτει εις την κατηγορίαντης σπατάλης και του κόρου των. Τούτο ας μην το πάθωμεν σήμερα εμείς, ούτε να ζήσωμεν με τόσην πολυτέλειαν και τρυφήν, ώστε να περιφρονήσωμεν την φιλανθρωπίαν του Θεού ο οποίος οργίζεται με τα πράγματα αυτά, έστω και αν δεν εκδηλώνη αμέσως μαζί με την κακίαντην οργήν του εναντίον εκείνων οι οποίοι αμαρτάνουν.
25. Ας μιμηθώμεν τον νόμον του Θεού, τον πρώτον και σπουδαιότατον, ο οποίος στέλλει μεν την βροχήν του επάνω εις δικαίους και αμαρτωλούς και αφήνει τον ήλιον να ανατείλη επίσης δι’ ολους, έκαμε δε την γην ευρύχωρον δι’ όλα τα χερσαία ζώα και εδημιούργησε πηγάς και ποταμούς και δάση, τον αέρα δι ατα πτερωτά όντα και το ύδωρ δια τα υδρόβια, και έδωσεν εις όλα τα όντα άφθονα τα στοιχεία τα απαραίτητα δια την ζωήν των, χωρίς να τα περιορίζη καμμία εξουσία, χωρίς να τα περιορίζει κανείς γραπτός νόμος, χωρίς να τα εμποδίζουν σύνορα. Τα παρέδωσε τα στοιχεία αυτά κοινά εις πάντα και πλουσιοπάροχα χωρίς να κάνη καμμίαν διάκρισιν και να περιορίζη κάποιο απ’ αυτά, αλλά τιμών την ομοιότητα της φύσεως με την ισότητα της δωρεάς και δεικνύων τον πλούτον της αγαθότητός του.
Οι άνθρωποι δε, αφ’ ότου έσκαψαν και έβγαλαν από την γην το χρυσάφι το ασήμι και τους πολυτίμους διαφανείς λίθους, και αφού κατεσκεύασαν μαλακά και περιττά ενδύματα και ό,τι άλλο παρόμοιον πράγμα, το οποίον αποτελεί αφορμήν του πολέμου και των επαναστάσεων, και της εγκαθιδρύσεως της τυραννίας, αποκτούν έπειτα παράλογο υπεροψίαν εξ αιτίας της ανοησίας των και αποκλείουν την ελεημοσύνην από τους δυστυχείς συνανθρώπους των και δεν θέλουν ούτε με αυτά που δι’ αυτούς είναι περιττά να βοηθήσουν να αποκτήσουν οι άλλοι τα αναγκαία (ω, πόση αμορφωσιά, ω, ποία βαρβαρότης!) χωρίς να ενθυμούνται, αν όχι τίποτε άλλο, ότι η πτωχεία και ο πλούτος, η ελευθερία, όπως την ονομάζομεν, η δουλεία και τα άλλα παρόμοια, ενεφανίσθησαν εις το γένος των ανθρώπων αργότερα σαν αρρώστιες που έρχονται από κοινού μαζί με την κακίαν, και τα οποία είναι ιδικά της επινοήματα. Δεν έγιναν δε τα πράγματα από την αρχήν έτσι, λέγει (η Γραφή), αλλά εκείνος ο οποίος έπλασε τον άνθρωπον εξ αρχής, τον άφησεν ελεύθερον και αυτεξούσιον και πλούσιον μέσα εις τον παράδεισον της τρυφής, συγκρατούμενον μόνον από τον νόμον της εντολής, επειδή αυτό το πράγμα ήθελε και εχάρισεν και εις το υπόλοιπον γένος των ανθρώπων δια του πρώτου ανθρώπου. Ελευθερία δε και πλούτος ήτο τότε μόνον η τήρησις της εντολής. Πραγματική δε πτωχεία και δουλεία η παράβασίς της.
26. Μετά την παράβασιν δε ενεφανίσθησαν οι φθόνοι και αι φιλονεικίαι και η δολία καταδυνάστευσις του σατανά, η οποία παρασύρει πάντοτε με την λαιμαργίαν της ηδονής και ξεσηκώνει τους πιο θρασείς εναντίον των ασθενεστέρων, εσχίσθη το ενιαίον ανθρώπινον γένος και έλαβε διάφορα ονόματα και η πλεονεξία κατεκερμάτισε την ευγέ νειαν της φύσεως, αφού προσέλαβεν ως σύμμαχον και βοηθόν της καταδυναστεύσεως τον νόμον.
Αλλά συ να κοιτάζης την αρχικήν ισότητα και όχι την διαίρεσιν, η οποία ήλθε μετά. Όχι τον νόμον εκείνου ο οποίος επεκράτησεν, αλλά τον νόμον του Δημιουργού. Βοήθησε όσον ημπορείς την φύσιν, τίμησε την αρχική ελευθερίαν, δείξε σεβασμόν προς τον εαυτόν σου, προσπάθησε να καλύψης την ατιμίαν του γένους σου, βοήθησε τους ασθενείς, παρηγόρησε αυτούς που έχουν ανάγκην. Συ που είσαι υγιής και πλούσιος, βοήθησε τον άρρωστον και τον πτωχόν. Συ ο οποίος δεν έχει πέσει εις παράπτωμα βοήθησε αυτόν ο οποίος έπεσε και συνετρίβη. Συ ο οποίος ευθυμείς παρηγόρησε τον λυπημένον. Συ ο οποίος ευημερείς (σου έρχονται όλα δεξιά), βοήθησε αυτόν ο οποίος υποφέρει (του έρχονται όλα άσχημα). Δώσε κάτι εις τον Θεόν ως ευχαριστήριον δώρον, επειδή ανήκεις εις εκείνους οι οποίοι ημπορούν να ευεργετούν και όχι εις εκείνους οι οποίοι έχουν ανάγκην αν ευεργετούνται, και επειδή δεν περιμένεις βοήθειαν από τας χείρας άλλων, αλλά άλλοι περιμένουν από τας ιδικάς σου. Γίνε πλούσιος όχι μόνον εις περιουσίαν, αλλά και εις ευσέβειαν. Μην αναζητής μόνον το χρυσάφι αλλά και την αρετήν, ή, καλύτερα, μόνον την αρετήν. Γίνε πιο τίμιος από τον πλησίον σου με το να επιδείξης περισσοτέραν καλωσύνην. Γίνε θεός δια τον δυστυχή με το να μιμηθής την φιλανθρωπίαν του Θεού.
27. Διότι ο άνθρωπος καμμίαν ιδιότητα του Θεού δεν την έχει εις τέτοιον βαθμόν, όπως έχει το να ευεργετή. Και αν ο μεν Θεός ευεργετή περισσότερον, ο δε άνθρωπος ολιγώτερον, νομίζω ότι ο κάθένας ευεργετεί αναλόγως προς την δύναμίν του. Ο μεν Θεός εδημιούργησε και αφού εσκόρπισε συγκεντρώνει πάλιν, συ δε μην παραβλέψης εκείνον ο οποίος έχει πέσει. Ο μεν Θεός έδειξε μεγάλην αγάπην με το να δώση πάνω από όλα τον νόμον και τους προφήτας και πριν απ’ αυτούς τον φυσικόν άγραφον νόμον ο οποίος ελέγχει και κρίνει τας πράξεις μας, με το να ελέγξη, να συμβουλεύση, να διαπαιδαγωγήση, και, τέλος, με το να παραδώση τον εαυτόν του ως λύτρον δια την ζωήν του κόσμου. με το να χαρίση εις εμάς τους αποστόλους, τους ευαγγελιστάς, τους διδασκάλους, τους ποιμένας, θαυμαστάς θεραπείας, σημεία και τέρατα, αναστάσεις νεκρών, κατάργησιν του θανάτου, τρόπαιον κατά του σατανά, ο οποίος μας είχε νικήσει, διαθήκην σκιάν (της αληθινής) και διαθήκην αληθινήν, χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος, το μυστήριον της νέας σωτηρίας. Συ δε, εάν μεν είσαι ικανός και δια τα μεγαλύτερα, και δι’ εκείνα από τα ποία ευεργετείται η ψυχή (διότι και ως προς αυτά σε έκαμε πλούσιον ο Θεός, εάν θελήσης), μην αποφύγης να ευεργετήσης και ως προς αυτά εκείνον ο οποίος έχει ανάγκην. Μάλλον δε, το πρώτον και καλύτερον, δίδε σ’ εκείνον ο οποίος σου ζητεί και πριν ακόμη σου ζητήση, δανείζων και ελεών όλην την ημέραν τον λόγον και ζητών με επιμονήν το δάνειον μαζί με τον τόκον, την προσθήκην δηλαδή της ωφελειας την οποίαν επέφερεν, και την οποίαν προσθέτουν πάντοτε εις τον λόγον αυξάνοντάς τον ολίγον κατ’ ολίγον, τα σπέρματα της ευσεβείας. Εάν δε δεν ημπορής αυτά, τότε κάνε τα δεύτερα και τα μικρότερα και όσα έχεις την δύναμιν να κάνης. Βοήθησε, πρόσφερε τροφήν, πρόσφερε ένδυμα, πρόσφερε φάρμακον, επίδεσε τα τραύματα, δείξε ενδιαφέρον δια την συμφοράν, φιλοσόφησε δια την υπομονήν, πάρε θάρρος και κουράγιο και πλησίασε. Δεν θα γίνης χειρότερος από ό,τι είσαι με την πράξιν αυτήν. Δεν θα σου μεταδοθή η ασθένεια, έστω και αν νομίζουν κάτι τέτοιο οι πολύ λεπτεπίλεπτοι, εξηπατημένοι από ανόητα λόγια. Μάλλον δε τα λέγουν αυτά, είτε δια να απολογηθούν δια την ασέβειάν των, είτε δια να προβάλουν την ευλάβειάν των, καταφεύγοντες εις την δειλίαν ωσάν εις κάτι μέγα και σοφόν. Δια τούτο ας σε πείσουν και οι λόγοι και οι υπηρέται των ια τρων και οι συνάδελφοι τούτων θεραπευταί, από τους οποίους κανείς ποτέ δεν εκινδύνευσε να πάθη κατι επειδή απλησίασε τους ασθενείς. Συ, λοιπόν, εάν το πράγμα είναι φοβερόν και άξιον υποψίας, ω δούλε του Χριστού και φιλόθεε και φιλάνθρωπε, μη πάθης τίποτε το ανάρμοστον και ταπεινόν. Πάρε θάρρος από την πίστιν. Η λύπη σου αν νικήση τον φόβον, και ο φόβος του Θεού την ατολμίαν σου. Ας υπερνικήση την φροντίδα και τας σκέψεις σου δια την σάρκα η ευσέβεια. Μην παραβλέψης και μην προσπεράσης αδιάφορα τον αδελφόν, μην τον αποστραφής, σαν κατάρα ή σαν μολυσμόν ή σαν κάτι άλλο από τα κατηραμένα και εκείνα τα οποία πρέπει να αποφεύγη κανείς. Είναι μέλος ιδικόν σου, έστω και αν έχη λυγίσει από την συμφοράν. Εις σε έχει στηρίξει τας ελπίδας τας ελπίδας του ο πτωχός, όπως εις τον Θεόν, και εάν τον παραβλέψης με πολλήν αφροσύνην, θα σε κάμω να εντραπής με τους λόγους αυτούς: Έχεις εμπρός σου την ευκαιρίαν να εξασκήσης την φιλανθρωπίαν και θα αφήσης να σε αποξενώση από την δυνατότητα του να ευεργετηθής ο διάβολος;
28. Κάθε ένας ο οποίος πλέει εις την θάλασσαν διατρέχει τον κίνδυνον να ναυαγήση, και μάλιστα ο κίνδυνος γίνεται ακόμη μεγαλύτερος να πλέη με περισσοτέραν τόλμην. Και κάθε ένας ο οποίος έχει περιβληθή με σώμα διατρέχει τον άμεσον κίνδυνον να υποστή τα κακά του σώματος, και μάλιστα τόσον περισσότερον όσον πιο υπερήφανα βαδίζει και παραβλέπει εκείνους οι οποίοι κοίτονται μπροστά του. Όσον καιρόν πλέεις με ούριον άνεμον, βοήθησε εκείνον ο οποίος έχει ναυαγήσει. Όσον είσαι υγιής και πλούσιος, βοήθησε αυτόν ο οποίος κακοπαθεί. Μη περιμένης να δοκιμάσης συ ο ίδιος πόσον κακόν είναι απανθρωπία και πόσον καλόν το να δείχνεται ευσπλαχνία προς εκείνους οι οποίοι έχουν ανάγκην. Μη θελέσης να σηκώση ο Θεός την χείρα του εναντίον εκείνων οι οποίοι υψηλοφρονούν και παραβλέπουν τους πτωχούς. Αυτά ας τα διδαχθής από τας συμφοράς των άλλων. Δώσε κάτι, έστω και ελάχιστον, εις εκείνον ο οποίος έχει ανάγκην, διότι τούτο είναι οπωσδήποτε σημαντικόν δι’ εκείνον ο οποίος έχει ανάγκην από τα πάντα, αλλά και δια τον Θεόν, εάν είναι ανάλογον προς τας δυνατότητας του προσφέροντος. Αντί να δώσης μεγάλο πράγμα δώσε την προθυμίαν. Εάν δεν έχης τίποτε, δάκρυσε. Η συμπόνια η οποία βγαίνει από την ψυχήν είναι μέγα φάρμακον δι’ εκείνον ο οποίος δυστυχεί. Και το να συμπάσχη κανείς πραγματικά ανακουφίζει κατά πολύ την συμφοράν. Δεν είναι μικροτέρας αξίας δια σε, ω άνθρωπε, ο άνθρωπος από το ζώον, το οποίον εάν πέση εις χαντάκι, ή αν χαθή σε προστάζει ο νόμος να το ανασύρης και να το επαναφέρης πίσω76. Εάν δε το λέγη αυτό ο νόμος δια να κρύψη κάτι άλλο πιο απόρρητον και βαθύ, όπως συμβάινει με τα περισσότερα σκοτεινά και διφορούμενα σημεία του νόμου, δεν είναι έργον ιδικόν μου να το γνωρίζω, αλλά του Πνεύματος, το οποίον ερευνά και γνωρίζει τα πάντα. Εκείνο όμως το οποίον αντιλαμβάνομαι εγώ, και το οποίον έει σχέσιν με τον λόγον μου, είναι ότι το λέγειν αυτό δια να μας διαπαιδαγωγήση απότ την λύπην και την συμπόνιαν προς τα μικρά, προς την τελειοτέραν και μεγαλυτέραν φιλανθρωπίαν. Διότι πόσην φιλανθρωπίαν οφείλομεν να δείχνωμεν προς τους ομοφύλους και ισαξίους μας ανθρώπους, όταν ακόμη και εις τα άλογα ζώα οφείλομεν να είμεθα ευσπλαγχνικοί;
29. Αυτά μεν λοιπόν διδάσκει ο νόμος και ο λόγος και οι πιο συνετοί από τους ανθρώπους, δια τους οποίους το να ευεργετούν έχει μεγαλυτέραν αξίαν από το να ευεργετουνται, και η ευσπλαχνία είναι πιο περιζήτητος από το κέρδος. Διότι αφήνω να λέγουν ό,τι θέλουν οι ειδωλολάτραι, οι οποίοι παρουσιάζουν τους θεούς συνηγόρους εις τα πάθη των και ιδιαιτέρως τον Κερδώον, τον οποίον εκτιμούν περισσότερον από όλους. Μάλιστα δε, πράγμα το οποίον είναι ακόμη χειρότερον, νομίζουν ότι ωρισμένα δαιμόνια και εις ωρισμένα έθνη επιτρέπεται ακόμη και να φονεύουν ανθρώπους, και ότι η απανθρωπία αποτελεί μέρος της ευσεβείας των, και με τας θυσίας αυτάς χαίρονται και οι ίδιοι και νομίζουν ότι χαίρονται και οι θεοί των, γινόμενοι πονηροί ιερείς και μυσταγωγοί πονηρών πραγμάτων. Αλλά υπάρχουν και μερικοί από τους ιδικούς μας, πράγμα δια το οποίον αξίζει να κλάψη κανείς, οι οποίοι τόσον πολύ απέχουν από το να συμπάσχουν και να βοηθούν τους ασθενείς, ώστε και τους κοροϊδεύουν επί πλέον με πικρά λόγια, και φιλοσοφούν ανόητα και κενά πράγματα και φωνάζουν πράγματι μέσα από την γην και ομιλούν εις το κενόν, και όχι εις αυτιά διακρινόμενα δια την σύνεσίν των και συνηθισμένα εις τα θεία δόγματα, και τολμούν να λέγουν: Ο Θεός έχει καθορίσει να ταλαιπωρούνται αυτοί, και ο Θεός επίσης έχει δώσει εις εμάς την ικανότητα του να ευεργετούμεν. Και ποίος ειμαι εγώ ο οποίος θα καταλύσω αυτό το οποίον εθέσπισεν ο Θεός, και θα φανώ πιο αγαθός και από τον ίδιον τον Θεόν; Ας υποφέρουν, ας ταλαιπωρούνται, ας δυστυχούν. Έτσι το θέλησε ο Θεός. Και αγαπούν τον Θεόν μόνον εις την περίπτωσιν αυτήν, η οποία τους επιτρέπει να διατηρούν τα χρήματά των και να φέρωνται με θράσος προς τους ταλαιπώρους αυτούς. Ότι μεν λοιπόν νομίζουν ότι το να ευεργετούν δεν το έχει δώσει εις αυτούς ο Θεός, το φανερώνουν καθαρά με όσα λέγουν. Διότι ποίος θα ημπορούσε να σκεφθή κατά τον τρόπον αυτόν δι’ εκείνους οι οποίοι έχουν ανάγκην, όταν γνωρίζη ότι ο Θεός του έχει δώσει εκείνα τα οποία έχει; Διότι είναι αλληλένδετα πράγματα το να έχη κανείς κάτι από τον Θεόν και το να χρησιμοποιή εκείνα τα οποία έχει συμφώνως προς το θέλημα του Θεού.
30. Δεν είναι δε φανερόν εάν το να κακοπαθούν εκείνοι οφείλεται εις τον Θεόν, ή εάν η ανωμαλία οφείλεται εις τον ίδιον τον φθαρτόν σώμα, όπως συμβαίνει με τας εκκρίσεις. Και ποίος γνωρίζει, εάν ο μεν ένας τιμωρήται δια την κακίνα του, ο δε άλλος ανεβαίνη υψηλά επειδή επαινείται, και δεν συμβαίνει το αντίθετον: να ανεβαίνη δηλαδή υψηλά ο ένας εξ αιτίας της πονηρίας του και να υποφέρη ο άλλος εξ αιτίας της αρετής του; Ο μεν ένας υψωνόμενος περισσότερον, δια να πέση χειρότερα, αφύ θα έχη αφήσει προηγουμένως να εκδηλωθή όλη η κακία του, σαν κάποια αρρώστια, δια να τιμωρηθή και δικαιότερα, ο δε άλλος πειζόμενος, όπως φαίνεται, άδικα, δια να απαλλαγή και από το ελάχιστον έστω ίχνος κακίας το οποίον τυχόν έχει, αφού θα έχη δοκιμασθή όπως το χρυσάφι εις το καμίνι. Διότι κανείς από όσους ανήκουν εις την κτιστήν φύσιν δεν είναι εντελώς απηλλαγμένος από την αμαρτίαν, όπως έχομεν ακούσει, έστω και αν φανή πολύ τέλειος. Διότι παρόμοιον μυστήριον ευρίσκω και εις την Αγίαν Γραφήν. Και θα διαρκούσε πάρα πολύ η απαρίθμησις των λόγων του Πνεύματος, οι οποίοι με οδηγούν εις το συμπέρασμα αυτό. Αλλά ποίος θα ημπορούσε να μετρήση την άμμον των θαλασσών, τας σταγόνας της βροχής και την έκτασιν του βυθού; Ποίος δε θα ημπορούσε να εξιχνιάση το βάθος της σοφίας του Θεού δια τα πάντα, με τη οποίαν και έχει κάνει τα πάντα και με την οποίαν τα κυβερνά με τον τρόπον τον οποίον αυτός θέλει και γνωρίζει; Διότι, όπως λέγει ο θείος Απόστολος, αρκεί και μόνον το να προσπεράσωμεν (την σοφίαν του Θεού), αφού θα έχωμεν απλώς θαυμάσει το πόσον δύσκολον είναι να την αποδείξη και να την κατανοήση κανείς. «Ω ανεξχνίαστον και ακατάληπτον βάθος πλούτου και σοφίας και γνώσεως του Θεού! Πόσον ανεξερευνητιο είναι αι κρίσεις του και πόσον ανεξιχνίαστοι είναι οι τρόποι των ενεργειών του!» και «ποίος εγνώρισε τας σκέψεις και τας βουλάς του Κυρίου;». Ο Ιώβ δε λέγει. «ποίος έχει φθάσει μέχρι τα άκρα της σοφίας του Θεού;». «Ποίος είναι τόσον σοφός ώστε να αντιληφθή τα πράγματα αυτά» και να επιχειρήση να μετρήση εκείνα τα οποία ξεπερνούν το μέτρον με κάτι απλησίαστον;
31. Άλλος μεν λοιπόν ας είναι τολμηρός και προπετής εις τα πράγματα αυτά, ή μάλλον ας μην είναι κανείς. Εγώ δε πάντως διστάζω να αποδώσω εις την κακίαν την τιμωρίαν κατά την ζωήν αυτήν, και την άνετον ζωήν εις την ευσέβειαν. Αλλά ενίοτε μεν αυτό χρησιμεύει ή εις το να περιορισθή η κακία με την κακοπάθησιν των πονηρών, ή εις το να ανοίξη περισσότερον ο δρόμος προς την αρετήν με την γαλήνιον ζωήν των καλυτέρων. Αυτό δε δεν συμβαίνει πάντοτε, ούτε οπωσδήοτε έτσι, αλλά είναι απόλυτον μόνο δια την μέλλουσαν ζωήν, κατά την οποίαν οι μεν αγαθοί θα δεχθούν τα έπαθλα της αρετής, οι δε κακοί της τιμωρίας της κακίας των. Διότι. «θα αναστηθούν αυτοί, λέγει, δια νααπολαύσουν τα αγαθά της αιωνίου ζωής, και εκείνοι δια να κατακριθούν». Τα πέραν δε της ωής αυτής είναι διαφόρου τύπου και έχουν άλλον σκοπόν, και οδηγούν όλα προς τα εκεί, επειδή και εκείνα τα οποία φαίνονται εις εμάς ανώμαλα είναι, παρά ταύτα, ομαλά κοντά εις τον Θεόν, όπως εις το σώμα αι εισοχαί και αι εξοχαί, και όπως τα μεγάλα και τα μικρά αντικείμενα και τα εξογκώματα και τα κοιλώματα της γης, τα οποία συναρμολογύμενα και θεωρούμενα τα ένα εν σχέσει προς το άλλο δημιουργούν το κάλλος. Επειδή και η αταξία και η ανωμαλία, η οποία παρατηρείται πριν εις τα υλικά του τεχνίτου, θα παρουσίαζε κάτι το έντεχνον, αν εχρησιμοποιείτο δια την κατασκευήν κάποιου έργου. Τότε το αντιλαμβανόμεθα και το παραδεχόμεθα και εμείς, όταν ίδωμεν το κάλλος του τελευταίου κατασκευάσματος. Ούτε εκείνος όμως δεν είναι άτεχνος, όπως είμεθα εμείς, ούτε τα πράγματα αυτά γίνονται εις την τύχην, επειδή εμείς δεν γνωρίζομεν το λόγον δια τον οποιον γίνονται.
32. Αλλά εάν θα πρέπει να παρουσιάσωμεν κάποιαν εικόνα του τι παθαίνομεν, δεν απέχομεν πολύ από εκείνους οι οποίοι αισθάνονται ιλίγγους και ναυτίαν, και οι οποίοι νομίζουν ότι τα πάντα γυρίζουν, ενώ γυρίζουν αυτοί οι ίδιοι,, όπως συμβαίνει και με αυτούς δια τους οποίους ομιλούμεν. Διότι δεν ανέχονται να είναι ο Θεός πιο σοφός από αυτούς, αν νιώσουν ίλιγγον δια κάτι από εκείνα τα οποία συμβαίνουν, ή εάν θα πρέπει να βασανίσουν το λογικόν των, επειδή, μόν με την εργατικότητα ημπορεί να τους δοθή η αλήθεια, ή να φιλοσοφησουν τα πράγματα αυτά με ανθρώπους πιο σοφούς και πιο πνευματικούς απ’ αυτούς, επειδή και αυτό το πράγμα είναι ένα χάρισμα και δεν ημπορούν όλοι να έχουν την γνώσιν, ή να την αναζητούν με την καθαρότητα του βίου, και να ζητούν σοφίαν από την αληθινήν Σοφίαν. Αυτοί δε (ω, πόση είναι αμορφωσιά των!) στρέφονται προς το πιο πρόχειρον και λένε ψέμματα ότι τα πάντα είναι παράλογα, επειδή αυτοί δεν αντιλαμβάνονται την αιτίαν και την λογικότητα των πραγμάτων. Και εξ αιτίας της αμορφωσιάς των ή της περιττής σοφίας των, δια να την ονομάσω έτσι, είναι σοφοί χωρίς σοφίαν, και ανόητοι. Εξ αιτίας του γεγονότος τούτου, άλλοι μεν εχαρακτήρισαν τύχην τα γεγονότα τα οποία συμβαίνουν μόνα των – σκέψεις και φαντασιοπληξία πραγματικά πρόχειροι και βγαλμένοι εική και ως έτυχεν –, άλλοι δε έπλεξαν κάποιαν παράλογον και ανεξιχνίαστον εξουσίαν αστέρων, ωσάν να έχουν αυτεξούσιον βούλησιν τα πράγματα τα οποία μας αφορούν, ή, μάλλον, ωσάν να είναι αναγκασμένα να ανακατεύωνται και αυτά εις ό,τι μας αφορά, και καθώρισαν συνελεύσεις και απομακρύνσεις πλανητών και απλανών (αστέρων), και μίαν γενικήν κίνησιν του παντός, η οποία κυβερνά τα πάντα. Άλλοι δε εφόρτωσαν εις το ταλαίπωρον ανθρώπινον γένος ό,τι εφαντάσθη ο καθένας των, διαχωρίσαντες εις διαφόρους δοξασίας και ονομασίας όσον μέρος της θείας προνοίας δεν ημπορούσαν να πλησιάσουν και να αντιληφθούν. Υπάρχουν δε και ωρισμένοι, οι οποίοι κατηγόρησαν την πρόνοιαν του Θεού δια πολλήν πτωχείαν, επειδή εθεώρησαν ότι τα μεν περί ημάς πράγματα κυβερνώνται από αυτήν, αλλά εδίστασαν να την καταβιβάσουν και μέχρις ημών οι οποίοι την έχομεν ανάγκην πολύ περισσότερον από όλα, ωσάν να εφοβούντο μήπως παρουσιάσουν τον ευεργέτην πιο αγαθόν με το να ευεργετή τους περισσοτέρους, ή μήπως τυχόν κουρασθή απ’ αυτούς ο Θεός, με το να ευεργετή περισσοτέρους.
33. Αλλά αυτοί μεν, όπως είπα, έχουν καταπέσει επειδή επρόλαβε και τους απέκρουσε ο λόγος προηγουμένως. Διότι εξηπατήθη, λέγει, η ανόητος καρδία των. ενώ λέγουν ότι είναι σοφοί, απεδείχθησαν ανόητοι και ήλλαξαν την πίστιν εις τον άφθαρτον Θεόν85, και με ωρισμένους μύθους και σκιάς καθύβρισνα εκείνον ο οποιός ασκεί την πρόνοιάν του με κάθε μέσον. Εμείς δε δεν πρέπει ούτε οι ίδιοι να φανταζώμεθα τέτοια τερατώδη πράγματα, εφ’ όσον βεβαίως διδομεν σημασίαν εις τον λόγον επειδή είμεθα λογικοί και καλλιεργούμεν την λογικήν, ούτε να γινώμεθα οπαδοί εκείνων οι οποίοι τα πιστεύουν αυτά, έστω και αν παρουσιάζουν ευγλωττίαν εις τους παραδόξους λόγους και εις τας ανοήτους δοξασίας, και ευχαριστούν με καινοφανή πράγματα. Αλλά ας πιστεύωμεν ότι ο Θεός είναι ποιητής κι δημιουργός των πάντων. Διότι πως θα ήτο δυνατόν να υπάρξη το σύμπαν, αν δεν του είχε δώσει ύπαρξιν, και δεν το είχε συναρμολογήσει κάποιος; Και ας συνυπολογίζωμεν τη θείαν πρόνοιαν, η οποία συγκρατεί και συνδέει αυτό το σύμπαν. Επειδή είναι αναγκαίον να υπάρχη εκείνος ο οποίος προνοεί δι’ εκείνα τα οποία έχουν δημιουργηθή, εάν δεν πρόκειται το σύμπαν, οδηγούμενον από την τύχην, όπως το πλοίον από τον τυφώνα, να διαλυθή και να καταστραφή εξ αιτίας της αταξίας των υλικών, και να επανέλθη εις την παλαιάν εκείνην σύγχυσιν και ακαταστασίαν. Και μάλιστα εις τα πράγματα τα οποία μας αφορούν, ας δεχθώμεν ότι υπάρχει η επιστασία του ιδικού μας δημιουργού ή πλάστου – όπως θέλεις ονόμασέ τον –, έστω και αν η ζωή μας είναι γεμάτη από ανεξηγήτους αντιξοότητας, την αιτίαν των οποίων τυχόν αγνοούμεν, απλώς και μόνον δια να θαυμάζωμεν, λόγω του ότι τα πράγματα αυτά είναι ανεξιχνίαστα, την λογικήν τάξιν η οποία διέπει και ευρίσκεται επάνω από όλα αυτά. Επειδή εκείνο μεν το οποίον γίνεται ευκόλως αντιληπτόν περιφρονείται παντελώς, εκείνο δε το οποίον είναι ανώτερον από ημάς, όσον πιο δυσκολοπλησίαστον είναι, τόσον πιο θαυμάσιον θεωρείται. και ο πόθος γίνεται εντονώτερος δια κάθε τι το οποίον ξεπερνά την επιθυμίαν μας.
34. Δια τούτο είναι περισσότεορν παό σωστόν το να μη θαυμάζωμεν ούτε την υγείαν, ούτε να περιφρονούμεν την ασθένειαν, ούτε να προσκολλούμεν την καρδίαν μας εις τον πλούτον, ο οποίος τρέχει και χάνεται, προσκολλούμενοι εις την ροήν του, και εξοδεύοντες, τρόπον τινά, ένα μέρος της ψυχής μας εις την ροήν αυτήν, ούτε να εξοργιζώμεθα και να επαναστατούμεν δια την πτωχείαν, επειδή τάχα είναι ολωσδιόλου κατακριτέα αξία επιστροφής και αξιομίσητος. Αλλά ας γνωρίζωμεν να περιφρονούμεν την υγείαν, η οποία δεν συνοδεύεται από σύνεσιν, και η οποία παράγει την αμαρτίαν, και να εκτιμούμεν την ασθένειαν δια την οποία δεν είμεθα υπεύθυνοι, σεβόμενοι εκείνους οι οποίοι ανεδειχθησαν νικηται με αυτήν, μήπως κάπου ανάμεσα εις τους πάσχοντας ευρίσκεται κρυμμένος κάποιος Ιώβ, ο οποίος είναι πολύ αξιοσέβαστος από τους υγιείς, έστω και αν αποξέη το πύον, έστω και αν καταταλαιπωρήται νύκτα και ημέραν εις το ύπαιθρον, και στενοχωρήται από τας πηγάς, από την γυναίκα και από τους φίλους του. Επίσης να αποφεύγωμεν τον άδικον πλούτον, εξ αιτίας του οποίου υποφέρει δικαίως εις τας φλόγας ο πλούσιος και ικετεύει δια μίαν μικράν σταγόνα δροσιάς, και να επαινούμεν την αγαθοεργόν και ασκητικήν πτωχείαν, με την οποία σώζεται ο Λάζαρος και κερδίζει την ανάπαυσιν εις τους κόλπους του Αβραάμ.
35. Αλλά εμέ μεν μου φαίνεται ότι και δια τον λόγον αυτόν είναι αναγκαία η φιλανθρωπία και η ευσπλαγ χνία προς εκείνους οι οποίοι έχουν ανάγκην, δια να κλείωμεν το στόμα εκείνων οι οποίοι σκέπτονται έστι δια τα πράγματα αυτά, και να μην παραδιδώμεθα εις ανοήτους λογους προσπαθούντες να δικαιολογήσωμεν και να κάμωμεν νόμον εναντίον ημών των ιδίων την σκληρότητα. Ας σεβώμεθα δε επάνω από όλα την εντολήν και το υπόδειγμα. Ποία είναι η εντολή; Κοιτάξετε την επιμονήν και την γνησιότητά της. Διότι εκείνοι οι οποίοι έχουν μέσα των το Πνεύμα δεν πρέπει να ησυχάσουν με το να είπουν μόνον μία ή δύο φοράς κάτι απ΄εκείνα τα οποία είναι ανάγκη να γίνουν. Ούτε πάλιν να ησυχάσουν, άλλοι μεν επειδή το είπαν και άλλοι επειδή δεν το είπαν, ή άλλοι επειδή το είπαν περισσότερον και άλλοι ολιγώτερον, ωσάν να μην επρόκειτο δια κάτι πολύ σπουδαίον ή πάρα πολύ επείγον, αλλά πρέπει όλοι, και μάλιστα με ορμήν και βίαν ο καθένας, ή πρώτος ή μεταξύ των πρώτων να παρακινήσουν δι’ αυτό, άλλοτε χρησιμοποιύντες προτροπάς και παραινέσεις, άλλοτε χρησιμοποιούντες απειλάς και άλλοτε κατηγορούντες. ωρισμένας φοράς μαλιστα επιδοκιμάζοντες εκείνους οι οποίοι επιτυγχάνουν, δια να κάμουν πιο ζωντανήν την εντολήν με την διαρκή υπενθύμισιν (των παρακάτω): «Εξ αφορμής μεν της ταλαιπωρίας των πτωχών και του στεναγμού των πενήτων θα σηκωθώ τώρα, λέγει, ο Κύριος». Ποίος δεν εφοβήθη τον Κύριον όταν τον είδε να σηκώνεται επάνω; Και. «σήκω επάνω, Κύριε Θεέ μου, ας υψωθή το χέρι σου, και μην ξεχάσης τους πτωχούς». Ας ευχηθώμεν να μην ιδούν την ύψωσιν αυτήν της χειρός του Κυρίου, και ας μην θελήσωμεν να ιδούμεν να σηκώνεται το χέρι του Κυρίου εναντίον εκείνων οι οποίοι παραβαίνουν την εντολήν του, ή ακόμη περισσότερον να πέφτη επάνω εις τους πιο σκληρούς. Και αλλού πάλιν. «δεν παρέκειται να ξεχασθή μέχρι το τέλος» και «οι οφθαλμοί μεν αυτού κοιτάζουν προς τον πτωχόν (πράγμα το οποίον είναι καλύτερον και πιο σημαντικόν από το βλέφαρον), τα δε βλέφαρα αυτού εξετάζουν τους υιούς των ανθρώπων», πράγμα το οποίον δείχνει μικροτέραν, η δευτερωτέραν, όπως θα ημπορύσε να είπη κανείς, φροντίδα του Θεού.
36. Ίσως θα ημπορούσε να είπη κανείς. Δι’ αυτά τα προς χάριν των πτωχών και των πενήτων οι οποίοι αδικούνται, δεν έχω αντίρρησιν. Αλλά αυτό ακριβώς ας παρακινήση και σε προς την φιλανθρωπίαν. Διότι, όταν γίνεται τόσος λόγος δι’ εκεινους οι οποίοι αδικούνται, είναι φυσικόν και η αντιμισθία την οποίαν έχει κανείς όταν τους ευεργετή να είναι πολύ μεγάλη. Διότι εάν «εκείνος ο οποιος περιφρονεί τον πένητα, εξοργίζη εκείνον ο οποίος τον εδημιούργησε», τιμά τον δημιουργόν εκείνος ο οποίος περιποιείται το δημιούργημά του. Όταν ακούσης δε πάλιν. «ο πτωχός και ο πλούσιος συνήντησαν ο ένας τον άλλον. και τους δύο δε τους έχει κάμει ο Κύριος», μη θεωρήσης τον μεν ένα ως πτωχόν, τον δε άλλον ως πλούσιον, δια να εξεγερθής περισσότερον εναντίον του πτωχού, διότι δεν είναι φανερόν εάν η διάκρισις αυτή προέρχεται από τον Θεόν. Η Γραφή λέγει ότι και οι δύο είναι πλάσματα του Θεού, έστω και αν τα υπάρχοντα των είναι άνισα. Αυτό το πράγμα ας σε κάνη να εντραπής, και να παρακινηθής προς την συμπάθειαν και την αγάπην προς τον αδελφόν. Και αν μεν νιώσης υπερηφάνειαν εξ αιτίας εκείνων, ας την μετριάσουν τα παραπάνω, δια να γίνης πιο μετριόφρων. Τι άλλο (να είπω) ακόμη;
«Εκείνος ο οποίος ελειεί τον πτωχόν δανείζει εις τον Θεόν», λέγει η Γραφή. Ποίος δεν θα αποδεχθή τέτοιον οφειλέτην, ο οποίος εκτός από το δάνειον θα δώση και τόκους όταν έλθη ο καιρός; Και πάλιν αλλού. «με τας ελεημοσύνας και την εμπιστοσύνην (τιμιότητα) καθαρίζονται αι αμαρτίαι».
37. Ας γίνωμεν λοιπόν καθαροί με την ελεημοσύνην, ας πλύνωμεν με το καλό βοτάνι τας ακαθαρσίας και τους λεκέδες, και ας γίνωμεν λευκοί, άλλοι μεν ωσάν το μαλλί, άλλοι δε ωσάν το χιόνι, αναλόγως προς την ευσπλαχνίαν του ο καθένας. Και ας είπω κάτι ακόμη πιο φοβερόν: Εάν μεν δεν έχης κανένα κάταγμα, ούτε κανένα μωλωπισμόν, ούτε πληγήν η οποία να παρουσιάζη φλόγωσιν ή κάποιαν λέπραν της ψυχής, ή κάποιο σημαντικό σημα΄δι και το οποίον να φαίνεται από μακρυά, πράγματα τα οποία ο μεν νόμος εκαθάρισε κατά κάποιον τρόπον, αλλά και τα οποία έχουν ανάγκην τον Χριστόν δια να τα θεραπεύση τελείως, δείξε σεβασμόν προς εκείνον ο οποίος ετραυματίσθη και έδειξεν αδυναμίαν προς χάριν μας. Θα δείξης σε σεβασμόν, εάν φανής καλός και φιλάνθρωπος προς το μέλος του Χριστού. Εάν δε τυχόν σε έχει τραυματίσει τόσο πολύ ο ληστής και τύραννος των ψυχών μας, η ενώ κατέβαινες από την Ιερουσαλήμ εις την Ιεριχώ, ή επειδή σε ηύρε κάπου αλλού άοπλον και απροετοίμαστον, ώστε δικαίως να ημπορής να είπης το. «τα τραύματά μου αναδίδουν κακοσμίαν και έχουν σαπίσει εξ αιτίας της ανοησίας μου». εάν λοιπόν ευρίσκετασι εις τέτοιαν κατάστασιν, ώστε να μην αναζητής ούτε την θεραπείαν, ούτε να γνωρίζης με ποίον τρόπον θα θεραπευθής, τότε, αλλοίμονον πραγματικά εις την πληγήν και εις την φοβεράν ταλαιπωρίαν! Εάν όμως δεν έχης περιέλθει ακόμη εις απόγνωσιν και η κατάστασίς σου δεν είναι αθεράπευτος, πλησίασε εις τον θεραπευτήν, παρακάλεσε, θεράπευσε τα τραύματά σου με τα τραύματα, απόκτησε με το όμοιον το όμοιον, ή καλύτερα, με τα μικρότερα θεράπευσε τα μεγαλύτερα. Θα είπη εις την ψυχήν σου. «η σωτηρία σου είμαι εγώ» και. «η πίστις σου με έχει σώσει» και. «ίδε, τώρα έχει γίνει καλά» και όλους τους άλλους λόγους οι οποίοι δείχνουν φιλανθρωπίαν, μόνον αν σε ίδη να είσαι φιλάνθρωπος προς εκείνους οι οποίοι υποφέρουν.
38. «Μακάριοι, λέγει, «εκείνοι οι οποίοι ελεούν, διότι αυτοί θα ελεηθούν». Η ευσπλαγχνία εις τους μακαρισμούς έχει σημαντικήν θέσιν. Και: «μακάριος εκείνος ο οποίος δείχνει ευσπλαγχνίαν προς τον πτωχόν και τον αδύνατον», και: «είναι αγαθός άνθρωπος εκείνος ο οποίος ελεί και δανείζει», και αλλού: «όλην την ημέραν ελεεί και δανείζει ο δίκαιος». Ας αρπάξωμεν τον μακαρισμόν, ας εννοήσωμεν δια να μας καλέση, ας γίνωμεν αγαθοί. Ούτε η νύκτα ας μην σου σταματήση την διάθεσιν να ελεής. «Μην είπης εις τον πλησίον σου. πήγαινε και γύρισε πάλιν. αύριον θα σου δώσω», μήπως μεσολαβήση κάτι μεταξύ της διαθέσεώς σου να ευεργετήσης και της ευεργεσίας. Η φιλανθρωπία είναι το μόνον πράγματα το οποίον δεν επιδέχεται αναβολήν. «Διαμοίαρζε τον άρτον σου εις εκείνον ο οποίος πεινά, και βάλε μέσα εις την οικίαν σου πτωχούς, οι οποίοι δεν έχουν στέγην». Και αυτά να τα κάνης με προθυμίαν. Διότι εκείνος ο οποίος ελεεί, λέγει η Γραφή, ας ελεή με χαράν και γλυκύτητα. Με την προθυμίαν διπλασιάζεται το καλόν προς χάριν σου. Διότι εκείνο το οποίον γίνεται από λύπην ή από ανάγκην είναι άχαρι και χωρίς ομορφιάν. Πρέπει να πανηγυρίσωμεν δε και όχι να θρηνήσωμεν, όταν κάνωμεν αγαθοεργίας. Εάν, λέγει, καταστρέψης την σχέσιν της πράξεώς σου προς κάθε υπολογισμόν, πράγγμα το οποίον εγώ χαρακτηρίζω ως μικρολογίαν και πειρασμόν, δηλαδή αμφιταλάντευσιν και δυσανασχέτησιν, τότε τι θα γίνη; Κάτι το πολύ μεγάλο και πολύ υπέροχον! Και ο μισθός δι’ αυτό θα είναι πολύ μεγάλος και σπουδαίος. «Τότε θα εκχυθη το φως σου ως η αυγή, και η θεραπεία σου θα έλθη πολύ γρήγορα». Ποίος λοιπόν δεν εποιθυμεί με ζέσιν το φως και την θεραπείαν;
39. Σέβομαι δε και το ταμείον του Χριστού, το οποίον μας προτρέπει να τρέφωμεν τους πτωχούς, και την συμφωνίαν του Πέτρου και του Παύλου, οι οποίοι ενώ ανέλαβαν να κηρύξουν το Ευαγγέλιον ο καθένας εις διαφορετικά μέρη, εφρόντισαν από κοινού δια τους πτωχούς, καθώς και την τελείωσιν του νέου, η οποία ωρίσθη και ενομοθετήθη εις το να δώση τα υπάρχοντά του εις τους πτωχούς.
Νομίζεις ότι η φιλανθρωπία δεν είναι δια σε ανάγκη αλλά ελεύθερα προσφορά; Ούτε πάλιν νόμος αλλά παρακίνησις; Και εγώ ο ίδιος το ήθελα πολύ έτσι, και το ενόμιζα. Αλλά με φοβίζει το αριστερό χέρι και τα ερίφια και εκείνα τα οποία καταδικάζονται από τον Δημιουργόν. Αυτοί δεν κατεδικάσθησαν επειδή τυχόν έχουν λεηλατήσει ούτε επειδή τυχόν έχουν κλέψει, ή έχουν μοιχεύσει, ή έχουν κάνει κάτι άλλο από τα απηγορευμένα, αλλά επειδή μέσου εκείνων οι οποίοι έχουν ανάγκην.
40. Εάν με πιστεύετε λοιπόν, δούλοι του Χριστού, και αδελφοί και συγκληρονόμοι, όσον και καιρός, ας επισκεφθούμεν τον Χριστόν, ας τον περιπιοηθούμεν, ας τον θρέψωμεν, ας τον ενδύσωμεν, ας τον περιμαζέψωμεν δια να τον φιλοξενήσωμεν, ας τον τιμήσωμεν. Όχι μόνον με την τράπεζαν, σαν μερικούς, ούτε με τα μύρα όπως η Μαρία, ούτε με τον τάφον μόνον, όπως ο Ιωσήφ ο από Αριμαθαίας, ούτε με το ενδιαφέρον δια την ταφήν, όπως ο Νικόδημος, ο εξ ημισείας φίλος του Χριστού. ούτε με χρυσόν και λίβανον και σμύρναν όπως οι μάγοι πριν από τους παραπάνω. Αλλά επειδή ο Κύριος των πάντων θέλει ευσπλαγχνίαν και όχι εξωτερικάς θυσίας και επειδή η ευσπλαγχνία είναι καλύτερα από πολλάς χιλιάδας παχειά αρνιά ας την προσφέρωμεν εις αυτόν δια μέσου εκείνων οι οποίοι έχουν ανάγκην και ευρίσκονται σήμερα πεσμένοι κάτω, δια να μας δεχθούν εις τας αιωνίους σκηνάς, εις τον ίδιον τον Χριστόν τον Κύριόν μας, εις τον οποίον ανήκει η δόξα εις τους αιώνας, όταν αναχωρήσωμεν από την ζωήν αυτήν. Αμήν.
ΑΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ
«΄Ελληνες Πατέρες της Εκκλησίας».
Εκδόσεις: Γρηγόριος ο Παλαμάς,
Τόμος 5ος, Θεσσαλονίκη 1977.
Σελίδες 240 – 321.
Πηγή: https://wra9.blogspot.com/2021/03/blog-post_8.html & https://www.hristospanagia.gr/
Ο λόγος Περί φιλοπτωχίας του αγίου εκφωνήθηκε πιθανώς στην Καισάρεια, κατά τη δεκαετία μετά τον καταστροφικό λιμό του 369 μ.Χ. που έπληξε την Καππαδοκία. Αποτελεί μέρος της κοινής προσπάθειας των τριών Καππαδοκών Πατέρων, (του Βασιλείου του Μεγάλου, του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου και του αγίου Γρηγορίου Νύσσης) να ευαισθητοποιήσουν το ποίμνιό τους, ώστε να συνεισφέρουν έμπρακτα για την αντιμετώπιση των μεγάλων κοινωνικών προβλημάτων της εποχής τους: την πείνα, τους ασθενείς, τους ενδέεις, τις χήρες και τα ορφανά.
Ιδιαίτερα ο λόγος Περί Φιλοπτωχίας του αγίου Γρηγορίου εστιάζει στο μείζον, για την εποχή εκείνη, πρόβλημα των λεπρών. Γράφει ο άγιος: “Εμπρός εις τους οφθαλμούς μας ευρίσκεται θέαμα φοβερόν και αξιολύπητον, το οποίον φαίνεται απίστευτον εις όλους, εκτός από εκείνους οι οποίοι το γνωρίζουν: Άνθρωποι νεκροί, ενώ είναι ζωντανοί, ανάπηροι κατά τα περισσότερα μέλη του σώματος. Άνθρωποι οι οποίοι δεν φαίνεται ούτε τι ήσαν ούτε παρ’ ολίγον ακόμη και τι είναι τώρα, ή, καλύτερα, φρικτά υπολείμματα ανθρώπων, οι οποίοι ωσάν χαρακτηριστικά των γνωρίσματα αναφέρουν τους πατέρας, τας μητέρας, τους αδελφούς και τους τόπους καταγωγής των. Εγώ είμαι του τάδε, λέγουν, και η τάδε είναι μητέρα μου, και αυτό είναι το όνομά μου, και συ ήσουν κάποτε φίλος και γνωστός μου. Και αυτό το κάνουν επειδή δεν έχουν τα παλαιά χαρακτηριστικά δια να τους αναγνωρίσουν. Άνθρωποι ακρωτηριασμένοι, αποστερημένοι από κάθε τι, από συγγενείς, από φίλους και από τα ίδια τα σώματά των. Άνθρωποι κατάμονοι, οι οποίοι λυπούνται και ταυτοχρόνως μισούν τους εαυτούς των. Άνθρωποι οι οποίοι δεν ξέρουν δια τι θα πρέπει να λυπηθούν περισσότερον. δια τα μέλη του σώματος τα οποία έχουν χάσει, ή δι’ εκείνα τα οποία έχουν απομείνει, δι’ όσα έχει καταφάει η ασθένεια, η δι’ όσα υπολείπονται ακόμη να φάγη. Διότι είναι φοβερόν το ότι έχουν χαθή τα πρώτα, αλλά ακόμη φοβερώτερον είναι το ότι διασώζοντται τα δεύτερα. Εκείνα μεν έχουν χαθη προτού επέλθη ο θάνατος, ενώ αυτά δεν υπάρχει εκείνος ο οποίος θα τα παραδώση να ταφούν. Διότι και ο πιο αγαθός και φιλάνθρωπος μένει εντελώς ασυγκίνητος. Και μόνον εις την περίπτωσιν αυτήν μας διαφεύγει ότι είμεθα σαρκικοί και είμεθα περιβεβλημένοι με το σώμα της ταπεινώσεως. Και αποφεύγομεν τόσον πολύ να βοηθήσωμεν το όμοιον με ημάς σώμα, ώστε φθάνομεν εις το σημείον να πιστεύωμεν ότι η πράξις μας αυτή είναι αναγκαία δια την προστασίαν των σωμάτων μας. Και ημπορεί μεν να πλησιάση κανείς το πτώμα κάποιου ο οποίος έχει αποθάνει προ πολλού, έστω και αν ακόμη αποδίδη φοβεράν δυσοσμίαν, και να υποφέρη τα βρωμισμένα πτώματα των αλόγων ζώων, και να ανεχθή φοβεράν δυσωδίαν. Από αυτούς όμως απομακρυνόμεθα με όλας μας τας δυνάμεις (ω, τι φοβερά απανθρωπία!), επειδή δεν ανεχόμεθα ούτε κατ’ ελάχιστον να αναπνέωμεν τον ίδιον αέρα με αυτούς.“
"Ποιος ενδιαφέρεται πιο πολύ από τον πατέρα και ποιος νιώθει μεγαλυτέραν αγάπην από την μητέρα; Αλλά εις την περίπτωσιν των ανθρώπων αυτών και η ιδία η φύσις χάνει την δύναμίν της. Και ο πατέρας το παιδί του, το οποίον εγέννησε και ανέθρεψε και επίστευσεν ότι αποτελεί τον οφθαλμόν της ζωής του, και δια το οποίον πολλές φορές και δια πολλά πράγματα προσηυχήθη προς τον Θεόν, το λυπάται μεν και θρηνεί δι’ αυτό, αλλά και το διώχνει μακρυά του, εν μέρει με την θέλησίν του και εν μέρει παρά την θέλησίν του. Και η μητέρα αναθυμάται μεν τους πόνους του τοκετού και σχίζονται τα σπλάχνα της, και το φωνάζει πάλιν κοντά της με σπαραγμόν, και ξεσπά εις θρήνους, κλαίουσα τον ζωντανόν ωσάν να ήτο νεκρός. «Παιδί μου, λέγει, δυστυχισμένον και από ταλαίπωρον μητέρα που σε εμοιράσθη μαζί μου η αρρώστια. Παιδί μου ταλαίπωρον, που δεν γνωρίζεσαι, παιδί μου, που σε ανέθρεψα εις τους γκρεμούς και εις τα όρη και εις τας ερημίας. Θα κατοικήσης μαζί με τα θηρία, και θα έχης ως στέγην σου τους βράχους, και θα σε βλέπουν μόνον οι πιο ευσεβείς από τους ανθρώπους». Και εις αυτά προσθέτει τους θλιβερούς εκείνους λόγους του Ιώβ: Διατί επλάσθης εις την κοιλίαν της μητέρας σου και δεν απέθανες αμέσεως, δια να συμπέση με την γέννησιν ο θάνατος; Διατί δε δεν απέθανες προώρως, προτού δοκιμάσης τα δεινά του βίου; Διατί να σε καθήσουν και να σε χορέψουν επάνω εις τα γόνατα; Διατί να θηλάσης από μαστούς, ενώ επρόκειτο να ζήσης μίαν ζωήν ελεεινήν και χειροτέραν από τον θάνατον; Και λέγει αυτά τα πράγματα και χύνει ποταμούς δακρύων. Και θέλει μεν η δυστυχισμένη να αγκαλιάση το παιδί, αλλά φοβάται το σώμα του ωσάν κάτι εχθρικόν."
Στη συλλογή της Αθωνικής Ψηφιακής Κιβωτού, ο Λόγος “Περί Φιλοπτωχίας” του αγίου Γρηγορίου σώζεται σε πέντε χειρόγραφα.
Πιο επίκαιρος από ποτέ, ο λόγος του αγίου Γρηγορίου υπενθυμίζει το χρέος μας απέναντι στο συνάνθρωπο: "Αυτοί λοιπόν υφίστανται αυτά τα πράγματα και πολύ χειρότερα από αυτά που είπα, οι αδελφοί μας ενώπιον του Θεού και αν δεν το θέλετε έτσι, αυτοί που έχουν λάβει την ιδίαν με μας φύσιν, αυτοί που έχουν πλασθή από τον ίδιον πηλόν, από τον οποίον εγίναμεν αρχικά, αυτοί που έχουν συναρμοσθή με νεύρα και οστά όμοια με τα ιδικά μας, που είναι ενδεδυμένοι με κρέας και δέρμα όμοια με όλους, όπως λέγει κάπου ο μακάριος Ιώβ φιλοσοφών μέσα από τα βάσανά του, και αποδεικνύων καταγέλαστον αυτό που παρατηρείται εις ημάς. Ή, καλύτερα, αν θα πρέπει να αναφέρω το μεγαλύτερον, αυτοί που και έχουν λάβει μαζί με ημάς το «κατ’ εικόνα» και που ίσως το διατηρούν καλύτερα από ημάς, έστω και αν έχουν καταστραφή τα σώματά των. αυτοί που είναι ενδεδυμένοι το ίδιο Χριστόν εις τον εσωτερικόν των άνθρωπον και που τους έχει παραδοθή ο ίδιος με ημάς αρραβώνας του Πνεύματος. αυτοί που έχουν λάβει τους ιδίους με ημάς νόμους, τα ίδια ρητά, τας ιδίας διαθήκας, τας ιδίας συγκεντρώσεις, τα ίδια μυστήρια και τας ιδίας ελπίδας. προς χάριν των οποίων απέθανεν επίσης ο Χριστός, ο οποίος σηκώνει επάνω του την αμαρτίαν του κόσμου. αυτοί που θα κληρονομήσουν μαζί μας την άνω ζωήν, έστω και αν έχουν χάσει ως επί το πλείστον αυτήν εδώ. αυτοί που θάπτονται μαζί με τον Χριστόν και ανασταίνονται μαζί του, εάν βεβαίως συμπάσχουν δια να δοξασθούν μαζί του".
Πηγή: Γρηγορίου του Θεολόγου Λόγος Περί Φιλοπτωχίας-σε χειρόγραφα του Αγίου Όρους
Το πρωτότυπο κείμενο (πηγή)
1. Ἄνδρες ἀδελφοὶ καὶ συμπένητες, πτωχοὶ γὰρ ἅπαντες, καὶ τῆς θείας χάριτος ἐπιδεεῖς, κἂν ἄλλος ἄλλου προέχειν δοκῇ, μικροῖς μέτροις μετρούμενος, δέξασθε τὸν περὶ φιλοπτωχίας λόγον, μὴ πενιχρῶς, ἀλλὰ φιλοτίμως, ἵνα βασιλείαν πλουτήσητε· συνεύξασθε δὲ καὶ ἡμᾶς πλουσίως τοῦτον ὑμῖν χορηγῆσαι, καὶ θρέψαι τῷ λόγῳ τὰς ὑμετέρας ψυχὰς, καὶ διαθρύψαι πεινῶσι τὸν πνευματικὸν ἄρτον· εἴτε ἀπ᾿ οὐρανοῦ τροφὴν ὕοντας, καθάπερ Μωϋσῆς ὁ παλαιὸς ἐκεῖνος, καὶ ἄρτον ἀγγέλων χαριζομένους· εἴτε ἄρτοις ὀλίγοις ἐν ἐρημίᾳ τρέφοντας μέχρι κόρου καὶ μυριάδας, καθάπερ Ἰησοῦς ὕστερον, ὁ ἀληθινὸς ἄρτος, καὶ τῆς ἀληθινῆς ζωῆς αἴτιος. Ἔστι μὲν οὖν οὐ πάνυ τι ῥᾴδιον τῶν ἀρετῶν τὴν νικῶσαν εὑρεῖν, καὶ ταύτῃ δοῦναι τὰ πρεσβεῖα καὶ τὰ νικητήρια· ὥσπερ οὐδὲ ἐν λειμῶνι πολυανθεῖ καὶ εὐώδει, τῶν ἀνθέων τὸ κάλλιστον καὶ εὐωδέστατον, ἄλλοτε ἄλλου τὴν ὄσφρησιν καὶ τὴν ὄψιν πρὸς ἑαυτὸ μεθέλκοντος, καὶ πρῶτον δρέπεσθαι πείθοντος. Ὡς δ᾿ οὖν ἐμὲ, περὶ τούτων διελέσθαι σκεπτέον οὕτως.
2. Καλὸν πίστις, ἐλπὶς, ἀγάπη, τὰ τρία ταῦτα· καὶ μάρτυς τῆς πίστεως Ἀβραὰμ, δικαιωθεὶς ἐκ πίστεως· τῆς ἐλπίδος, Ἐνὼς, ὃς πρῶτος ἤλπισεν ἐπικαλεῖσθαι τὸν Κύριον, καὶ πάντες οἱ δίκαιοι διὰ τὴν ἐλπίδα κακοπαθοῦντες· τῆς ἀγάπης, ὁ θεῖος Ἀπόστολος, τολμήσας τι καὶ καθ᾿ ἑαυτοῦ διὰ τὸν Ἰσραὴλ φθέγξασθαι· καὶ ὁ Θεὸς αὐτὸς, ἀγάπη καλούμενος. Καλὸν ἡ φιλοξενία· καὶ μάρτυς ἐν μὲν δικαίοις, Λὼτ ὁ Σοδομίτης, καὶ οὐ Σοδομίτης τὸν τρόπον· ἐν δὲ ἁμαρτωλοῖς, Ῥαὰβ ἡ πόρνη, καὶ οὐ πόρνη τὴν προαίρεσιν, διὰ φιλοξενίαν ἐπαινεθεῖσά τε καὶ σωθεῖσα. Καλὸν ἡ φιλαδελφία, καὶ μάρτυς Ἰησοῦς, οὐκ ἀδελφὸς ἡμῶν κληθῆναι μόνον, ἀλλὰ καὶ παθεῖν ὑπὲρ ἡμῶν ἀνασχόμενος. Καλὸν ἡ φιλανθρωπία· καὶ μάρτυς ὁ αὐτὸς Ἰησοῦς, οὐ ποιήσας μόνον τὸν ἄνθρωπον ἐπ᾿ ἔργοις ἀγαθοῖς, καὶ τὴν εἰκόνα τῷ χοῒ συζεύξας ὁδηγὸν τῶν καλλίστων, καὶ τῶν ἄνω πρόξενον, ἀλλὰ καὶ γενόμενος ὑπὲρ ἡμῶν ἄνθρωπος. Καλὸν ἡ μακροθυμία, καὶ ὁ αὐτὸς μάρτυς, οὐ τὰς λεγεῶνας μόνον τῶν ἀγγέλων παραιτησάμενος κατὰ τῶν ἐπανισταμένων καὶ τυραννούντων, οὐδὲ τῷ Πέτρῳ μόνον ἐπιτιμήσας αἰρομένῳ τὴν μάχαιραν, ἀλλὰ καὶ τὸ ὠτίον ἀποκαταστήσας τῷ πεπληγότι. Τὸ δ᾿ αὐτὸ καὶ Στέφανος ὕστερον ὁ τοῦ Χριστοῦ μαθητὴς, ὑπὲρ τῶν λιθαζόντων αὐτὸν προσευχόμενος. Καλὸν ἡ πραότης, καὶ μαρτυροῦσι Μωϋσῆς καὶ Δαβὶδ, τοῦτο πρὸ τῶν ἄλλων μαρτυρηθέντες, καὶ ὁ τούτων διδάσκαλος, οὐκ ἐρίζων, οὐδὲ κραυγάζων, οὐδὲ ἐν ταῖς πλατείαις φωνὴν προιέμενος, οὐδὲ ζυγομαχῶν πρὸς τοὺς ἄγοντας.
3. Καλὸν ὁ ζῆλος, καὶ μαρτυρεῖ Φινεὲς, τὴν Μαδιανῖτιν τῷ Ἰσραηλίτῃ συνεκκεντήσας, ἵνα ἐξέλῃ ὄνειδος ἐξ υἱῶν Ἰσραὴλ, καὶ ὀνομασθεὶς ἐκ τῆς προαιρέσεως· καὶ μετ᾿ ἐκεῖνον, οἱ λέγοντες· Ζηλῶν ἐζήλωκα τῷ Κυρίῳ· καὶ, Ζηλῶ γὰρ ὑμᾶς Θεοῦ ζήλῳ· καὶ, Ὁ ζῆλος τοῦ οἴκου σου καταφάγεταί με· καὶ οὐ λέγοντες τοῦτο μόνον, ἀλλὰ καὶ πάσχοντες. Καλὸν ὑποπιασμὸς σώματος· καὶ πειθέτω σε Παῦλος, ἑαυτὸν ἔτι παιδαγωγῶν, καὶ φοβῶν διὰ τοῦ Ἰσραὴλ τοὺς ἑαυτοῖς θαῤῥοῦντας καὶ ἐφιέντας τῷ σώματι· καὶ Ἰησοῦς αὐτὸς νηστεύων, καὶ πειραζόμενος, καὶ νικῶν τὸν πειράζοντα. Καλὸν προσευχὴ καὶ ἀγρυπνία· καὶ πειθέτω σε Θεὸς ἀγρυπνῶν πρὸ τοῦ πάθους, καὶ προσευχόμενος. Καλὸν ἁγνεία, καὶ παρθενία· καὶ πειθέτω σε Παῦλος περὶ τούτων νομοθετῶν, καὶ βραβεύων δικαίως γάμῳ καὶ ἀγαμίᾳ, καὶ Ἰησοῦς αὐτὸς ἐκ Παρθένου γεννώμενος, ἵνα καὶ γέννησιν τιμήσῃ, καὶ προτιμήσῃ παρθενίαν. Καλὸν ἐγκράτεια· καὶ πειθέτω σε Δαβὶδ, ἡνίκα τοῦ ἐν Βηθλεὲμ ἐκράτησε φρέατος, μὴ πιὼν, ἀλλὰ σπείσας μόνον τοῦ ὕδατος, μηδὲ ἀνασχόμενος ἴδιον πληρῶσαι πάθος ἐν ἀλλοτρίῳ αἵματι.
4. Καλὸν ἐρημία καὶ ἡσυχία· καὶ διδάσκει με ὁ Κάρμηλος Ἡλίου, ἢ ἔρημος Ἰωάννου, Ἰησοῦ τὸ ὄρος, εἰς ὃ πολλάκις ἀναχωρῶν φαίνεται, καὶ καθ᾿ ἡσυχίαν ἑαυτῷ συγγινόμενος. Καλὸν ἡ εὐτέλεια· καὶ διδάσκει με Ἠλίας ἀναπαυόμενος παρὰ χήρᾳ, Ἰωάννης θριξὶ καμήλου σκεπόμενος, Πέτρος ἀσσαρίου θέρμοις τρεφόμενος. Καλὸν ἡ ταπεινοφροσύνη, καὶ πολλὰ ταύτης, καὶ πολλαχόθεν τὰ ὑποδείγματα, καὶ πρὸ τῶν ἄλλων, ὁ πάντων Σωτὴρ καὶ Δεσπότης, οὐ ταπεινώσας ἑαυτὸν μόνον μέχρι δούλου μορφῆς, οὐδὲ τὸ πρόσωπον αἰσχύνῃ ὑποθεὶς ἐμπτυσμάτων, καὶ μετὰ τῶν ἀνόμων λογισθεὶς, ὁ τὸν κόσμον καθαίρων τῆς ἁμαρτίας, ἀλλὰ καὶ τῶν μαθητῶν νίπτων τοὺς πόδας ἐν δουλικῷ τῷ σχήματι. Καλὸν ἡ ἀκτημοσύνη καὶ χρημάτων ὑπεροψία· καὶ μαρτυρεῖ Ζακχαῖος, καὶ Χριστὸς αὐτός· ὁ μὲν, τῇ εἰσόδῳ Χριστοῦ, μικροῦ πάντα καρποφορήσας· ὁ δὲ, τῷ πλουσίῳ τὸ τέλειον ἐν τούτῳ περιορίσας. Καὶ συντομώτερον ἔτι περὶ τούτων εἰπεῖν, καλὸν θεωρία, καὶ καλὸν πρᾶξις· ἡ μὲν, ἐντεῦθεν ἐπανιστᾶσα, καὶ εἰς τὰ Ἅγια τῶν ἁγίων χωροῦσα, καὶ τὸν νοῦν ἡμῶν πρὸς τὸ συγγενὲς ἐπανάγουσα· ἡ δὲ, Χριστὸν ὑποδεχομένη, καὶ θεραπεύουσα, καὶ τοῖς ἔργοις τὸ φίλτρον ἐλέγχουσα.
5. Τούτων ἕκαστον μία τις σωτηρίας ὁδὸς, καὶ πρός τινα τῶν μονῶν πάντως φέρουσα τῶν αἰωνίων καὶ μακαρίων· ἐπειδὴ ὥσπερ διάφοροι βίων αἱρέσεις, οὕτω καὶ μοναὶ πολλαὶ παρὰ Θεῷ, κατὰ τὴν ἀξίαν ἑκάστῳ μεριζόμεναί τε καὶ διαιρούμεναι· καὶ ὁ μὲν τήνδε κατορθούτω τὴν ἀρετὴν, ὁ δὲ τήνδε, ὁ δὲ πλείους, ὁ δὲ τὰς πάσας, εἰ οἷόν τε· μόνον ὁδευέτω, καὶ ἐφιέσθω τοῦ πρόσω, καὶ κατὰ πόδας ἑπέσθω τῷ καλῶς ὁδηγοῦντι, καὶ κατευθύνοντι, καὶ διὰ τῆς στενῆς ὁδοῦ καὶ πύλης ἐπὶ τὸ πλάτος ἄγοντι τῆς ἐκεῖθεν μακαριότητος. Εἰ δὲ δεῖ Παύλῳ καὶ αὐτῷ Χριστῷ πειθόμενον, πρώτην τῶν ἐντολῶν καὶ μεγίστην, ὡς κεφάλαιον νόμου καὶ προφητῶν τὴν ἀγάπην ὑπολαμβάνειν, ταύτης τὸ κράτιστον εὑρίσκω φιλοπτωχίαν, καὶ τὴν περὶ τὸ συγγενὲς εὐσπλαγχνίαν τε καὶ συμπάθειαν. Οὐδενὶ γὰρ οὕτω τῶν πάντων, ὡς ἐλέῳ, Θεὸς θεραπεύεται, ὅτι μηδὲ οἰκειότερον ἄλλο τούτου Θεῷ, οὗ ἔλεος καὶ ἀλήθεια προπορεύονται, καὶ ᾧ προσοιστέον τὸν ἔλεον πρὸ τῆς κρίσεως· οὐδὲ ἄλλῳ τινὶ μᾶλλον, ἢ φιλανθρωπίᾳ τὸ φιλάνθρωπον ἀντιδίδοται παρὰ τοῦ δικαίως ἀντιμετροῦντος, καὶ τιθέντος ἐν ζυγῷ καὶ σταθμῷ τὸν ἔλεον.
6. Πᾶσι μὲν δὴ πτωχοῖς ἀνοικτέον τὰ σπλάγχνα, καὶ τοῖς καθ᾿ ἡντιναοῦν αἰτίαν κακοπαθοῦσι, κατὰ τὴν, χαίρειν μετὰ χαιρόντων, καὶ κλαίειν μετὰ κλαιόντων, κελεύουσαν ἐντολήν· καὶ προεισενεκτέον ἀνθρώπους ὄντας ἀνθρώποις τὸν ἔρανον τῆς χρηστότητος, εἴτε διὰ χηρείαν χρῄζοιεν ταύτης, εἴτε δι᾿ ὀρφανίαν, εἴτε ἀποξένωσιν πατρίδος, εἴτε ὠμότητα δεσποτῶν, εἴτε ἀρχόντων θράσος, εἴτε φορολόγων ἀπανθρωπίαν, εἴτε λῃστῶν μιαιφονίαν, εἴτε κλεπτῶν ἀπληστίαν, εἴτε δήμευσιν, εἴτε ναυάγιον· πάντες γὰρ ὁμοίως ἐλεεινοὶ, καὶ οὕτω βλέποντες εἰς τὰς ἡμετέρας χεῖρας, ὡς ἡμεῖς εἰς τὰς τοῦ Θεοῦ, περὶ ὧν ἂν δεώμεθα· καὶ τούτων αὐτῶν οἱ παρ᾿ ἀξίαν κακοπαθοῦντες, τῶν ἐν ἔθει τοῦ δυστυχεῖν ὄντων ἐλεεινότεροι· ἐξαιρέτως δὲ τοῖς ὑπὸ τῆς ἱερᾶς νόσου διεφθαρμένοις, καὶ μέχρι σαρκῶν, καὶ ὀστέων, καὶ μυελῶν, ὡς ἡ κατά τινων ἀπειλὴ, βεβρωμένοις, καὶ προδεδομένοις ὑπὸ τοῦ μοχθηροῦ, καὶ ταπεινοῦ, καὶ ἀπίστου τούτου σώματος· ᾧ πῶς συνεζύγην, οὐκ οἶδα· καὶ πῶς εἰκών τέ εἰμι Θεοῦ, καὶ τῷ πηλῷ συμφύρομαι· ὃ καὶ εὐεκτοῦν πολεμεῖ, καὶ ἀνιᾷ πολεμούμενον· ὃ καὶ ὡς σύνδουλον ἀγαπῶ, καὶ ὡς ἐχθρὸν ἀποστρέφομαι· ὃ καὶ ὡς δεσμὸν φεύγω, καὶ ὡς συγκληρονόμον αἰσχύνομαι· τῆξαι φιλονεικῶ, καὶ οὐκ ἔχω τίνι συνεργῷ πρὸς τὰ κάλλιστα χρήσωμαι, ὡς εἰδὼς εἰς ὃ γέγονα, καὶ ὅτι δεῖ με πρὸς Θεὸν ἀναβῆναι διὰ τῶν πράξεων.
7. Φείδομαι ὡς συνεργοῦ, καὶ οὐκ ἔχω πῶς φύγω τὴν ἐπανάστασιν, ἢ πῶς μὴ ἀπὸ Θεοῦ πέσω βαρηθεὶς ταῖς πέδαις κατασπώσαις, ἢ κατεχούσαις εἰς ἔδαφος. Ἐχθρός ἐστιν εὐμενὴς, καὶ φίλος ἐπίβουλος. Ὢ τῆς συζυγίας καὶ τῆς ἀλλοτριώσεω!ς Ὃ φοβοῦμαι περιέπω, καὶ ὃ στέργω δέδοικα· πρὶν πολεμῆσαι, καταλλάσσομαι· καὶ πρὶν εἰρηνεῦσαι, διίσταμαι. Τίς ἡ περὶ ἐμὲ σοφία; καὶ τί τὸ μέγα τοῦτο μυστήριον; Ἢ βούλεται μοῖραν ἡμᾶς ὄντας Θεοῦ, καὶ ἄνωθεν ῥεύσαντας, ἵνα μὴ διὰ τὴν ἀξίαν ἐπαιρόμενοι καὶ μετεωριζόμενοι καταφρονῶμεν τοῦ κτίσαντος, ἐν τῇ πρὸς τὸ σῶμα πάλῃ καὶ μάχῃ πρὸς αὐτὸν ἀεὶ βλέπειν, καὶ τὴν συνεζευγμένην ἀσθένειαν παιδαγωγίαν εἶναι τοῦ ἀξιώματος· ἵνα εἰδῶμεν οἱ αὐτοὶ μέγιστοί τε ὄντες καὶ ταπεινότατοι, ἐπίγειοι καὶ οὐράνιοι, πρόσκαιροι καὶ ἀθάνατοι, κληρονόμοι φωτὸς καὶ πυρὸς, εἴτ᾿ οὖν σκότους, ὁποτέρως ἂν νεύσωμεν; Τοιοῦτον τὸ κρᾶμα ἡμῶν, καὶ διὰ ταῦτα, ὡς γοῦν ἐμοὶ καταφαίνεται, ἵν᾿ ὅταν ἐπαιρώμεθα διὰ τὴν εἰκόνα, διὰ τὸν χοῦν συστελλώμεθα. Ταῦτα μὲν οὖν ὁ βουλόμενος φιλοσοφείτω, καὶ ἡμεῖς γε συμφιλοσοφήσομεν εὐκαιρότερον.
8. Νυνὶ δὲ, ὅ μοι λέγειν ὁ λόγος ὥρμησε, τῶν ἐμῶν περιαλγοῦντι σαρκῶν, καὶ τῆς ἐμῆς ἀσθενείας ἐν ἀλλοτρίοις πάθεσι, θεραπευτέον, ἀδελφοὶ, τὸ συγγενὲς καὶ ὁμόδουλον. Εἰ γὰρ καὶ ὡς ἐχθροῦ κατηγόρησα διὰ τὸ πάθος, ἀλλὰ καὶ ὡς φίλου περιέχομαι διὰ τὸν συνδήσαντα· καὶ θεραπευτέον οὐχ ἧττον τὰ τῶν πλησίον, ἢ ἕκαστον τὸ ἑαυτοῦ, τῶν τε ὑγιαινόντων, καὶ τῶν ὑπὸ τῆς αὐτῆς νόσου δαπανωμένων. Πάντες γὰρ ἕν ἐσμεν ἐν Κυρίῳ, εἴτε πλούσιος, εἴτε πένης, εἴτε δοῦλος, εἴτε ἐλεύθερος, εἴτε ὑγιαίνων, εἴτε πονηρῶς ἔχων τοῦ σώματος· καὶ μία κεφαλὴ πάντων, ἐξ οὗ τὰ πάντα, Χριστός· καὶ ὅπερ ἐστὶν ἀλλήλοις τὰ μέλη, τοῦτο ἕκαστος ἑκάστῳ, καὶ πᾶσιν ἅπαντες· οὔκουν περιοπτέον, οὐδὲ ἀμελητέον τῶν προεμπεσόντων εἰς τὴν κοινὴν ἀσθένειαν· οὐδὲ ἀγαπητέον μᾶλλον, ὅτι εὖ ἡμῖν ἔχει τὰ σώματα, ἢ πενθητέον, ὅτι ἀθλίως τοῖς ἀδελφοῖς· καὶ ἡγεῖσθαι μίαν ἀσφάλειαν εἶναι τῶν ἡμετέρων σαρκῶν καὶ ψυχῶν, τὴν εἰς ἐκείνους φιλανθρωπίαν· σκοπῶμεν δὲ οὕτως.
9. Τοῖς μὲν ἄλλοις ἑν μόνον ἐλεεινὸν, τὸ τῆς ἀπορίας· ὃ τάχ᾿ ἂν ἢ χρόνος, ἢ πόνος, ἢ φίλος, ἢ συγγενὴς, ἢ καιροῦ μεταβολὴ λύσαιεν. Τοῖς δὲ τοῦτο μὲν οὐδενὸς ἧττον, εἰ μὴ καὶ μᾶλλον, ὅσῳ τοῦ πονεῖν καὶ βοηθεῖν ἑαυτοῖς οὐκ ἔχουσιν, εἰς τὰ ἀναγκαῖα μετὰ τῶν σαρκῶν ἀφῄρηνται, καὶ μείζων ἀεὶ τῆς ἀσθενείας αὐτοῖς μᾶλλον ὁ φόβος, ἢ ἡ τῆς ὑγείας ἐλπίς· ὥστε μικρὸν γοῦν τι βοηθεῖσθαι παρὰ τῆς ἐλπίδος, ἣ μόνον τοῖς ἀτυχοῦσίν ἐστι φάρμακον. Πρὸς δὲ τῇ πενίᾳ, καὶ ἡ νόσος κακὸν δεύτερον, καὶ κακῶν τὸ ἀπευκτότατον, καὶ βαρύτατον, καὶ εἰς κατάραν τοῖς πολλοῖς προχειρότατον. Καὶ τρίτον, τὸ μὴ προσιτοὺς αὐτοὺς εἶναι, μηδὲ θεατοὺς τοῖς πλείοσιν, ἀλλὰ φευκτοὺς, καὶ βδελυκτοὺς, καὶ οἷον ἀποτροπαίους· ὃ καὶ τῆς νόσου τούτοις βαρύτερον, ὅταν αἴσθωνται διὰ τὴν συμφορὰν καὶ μισούμενοι. Ἐγὼ μὲν οὐδὲ ἀδακρυτὶ φέρω τὸ τούτων πάθος, καὶ τῇ μνήμῃ συγχέομαι· πάσχοιτε δὲ καὶ ὑμεῖς ταυτὸν, ἵνα τοῖς δάκρυσι τὰ δάκρυα φύγητε· καὶ πάσχουσί γε, οἶδ᾿ ὅτι, τῶν παρόντων ὅσοι φιλόχριστοι καὶ φιλόπτωχοι, καὶ Θεοῦ, καὶ παρὰ Θεοῦ τὸ ἐλεεῖν ἔχοντες· μάρτυρες δὲ καὶ ὑμεῖς τοῦ πάθους.
10. Πρόκειται τοῖς ὀφθαλμοῖς ἡμῶν θέαμα δεινὸν καὶ ἐλεεινὸν, καὶ πᾶσι, πλὴν τῶν εἰδότων, ἄπιστον, ἄνθρωποι νεκροὶ καὶ ζῶντες, ἠκρωτηριασμένοι τοῖς πλείστοις τοῦ σώματος μέρεσι, μήθ᾿ οἵτινές ποτε ἦσαν, μηδὲ ὅθεν εἰσὶ μικροῦ γινωσκόμενοι· μᾶλλον δὲ τῶν ποτε ἀνθρώπων ἄθλια λείψανα· πατέρας, καὶ μητέρας, καὶ ἀδελφοὺς, καὶ τόπους, ἑαυτῶν γνωρίσματα λέγοντες· Ἐγὼ τοῦ δεῖνος, καὶ ἡ δεῖνά μοι μήτηρ, καὶ τόδε μοι ὄνομα, καὶ σύ μοι φίλος ποτὲ καὶ γνώριμος. Καὶ τοῦτο πράττουσιν, οὐ γὰρ ἔχουσι τῷ παλαιῷ χαρακτῆρι γινώσκεσθαι· ἄνθρωποι περικεκομμένοι, καὶ περιῃρημένοι χρήματα, συγγένειαν, φίλους, αὐτὰ τὰ σώματα· ἄνθρωποι μόνοι τῶν πάντων ἐλεοῦντές τε ἑαυτοὺς, καὶ μισοῦντες ὁμοίως· οὐκ ἔχοντες πότερα μᾶλλον θρηνήσωσι, τὰ μηκέτ᾿ ὄντα τοῦ σώματος, ἢ τὰ μένοντα· ὅσα προανάλωσεν ἡ νόσος, ἢ ὅσα τῇ νόσῳ λείπεται. Τὰ μὲν γὰρ ἀνήλωται δυστυχῶς, τὰ δὲ σώζεται δυστυχέστερον· τὰ μὲν οἴχεται πρὸ τῶν τάφων, τὰ δὲ οὐκ ἔστιν ὁ παραδώσων ταφῇ. Καὶ γὰρ ὁ λίαν χρηστὸς καὶ φιλάνθρωπος, τούτοις ἐστὶν ἀναλγητότατος· κἀνταῦθα μόνον ἐπελαθόμεθα σάρκες ὄντες, καὶ τὸ σῶμα τῆς ταπεινώσεως περικείμενοι· καὶ τοσούτου δέομεν θεραπεύειν τὸ συγγενὲς, ὥστε καὶ τῶν ἡμετέρων σωμάτων ἀσφάλειαν τὴν τούτων φυγὴν νομίζομεν. Καὶ νεκρῷ μὲν ἤδη προσῆλθέ τις παλαιῷ, καὶ τούτῳ τυχὸν ὀδωδότι, καὶ ζώων ἀλόγων ἤνεγκεν ὀδωδότα σώματα, καὶ βορβόρου πλησθεὶς ἠνέσχετο· τούτους δὲ κατὰ κράτος φεύγομεν (ὢ τῆς ἀπανθρωπία!)ς, ὅτι καὶ τὸν αὐτὸν αὐτοῖς σπῶμεν ἀέρα, μικροῦ δυσχεραίνοντες.
11. Τί πατρὸς γνησιώτερον; καὶ τί μητρὸς συμπαθέστερον; Ἀλλ᾿ ἀπεκλείσθη γε τούτοις καὶ ἡ φύσις· καὶ πατὴρ παῖδα τὸν ἑαυτοῦ, ὃν ἐγέννησεν, ὃν ἀνέθρεψεν, ὃν ὀφθαλμὸν βίου μόνον ἔχειν ἐνόμισεν, ὑπὲρ οὗ πολλὰ Θεῷ καὶ πολλάκις προσηύξατο, τοῦτον ὀδύρεται μὲν, ἀπελαύνει δὲ, τὸ μὲν ἑκὼν, τὸ δὲ τυραννούμενος. Καὶ μήτηρ μέμνηται μὲν τῶν ὠδίνων, καὶ τὰ σπλάγχνα σπαράσσεται, καὶ ἀνακαλεῖται λίαν ἐλεεινῶς, καὶ προθεῖσα θρηνεῖ, καθάπερ τεθνηκότα τὸν ζῶντα· Τέκνον, λέγουσα, δυστυχὲς καὶ ἀθλίας μητρὸς, ὅ μοι συνεμερίσατο πικρῶς ἡ νόσος· τέκνον ἐλεεινὸν, τέκνον οὐ γνωριζόμενον, τέκνον, ὃ κρημνοῖς καὶ ὄρεσι καὶ ἐρημίαις ἀνεθρεψάμην· μετὰ θηρίων οἰκήσεις, καὶ σκέπη σοι πέτρα, καὶ τῶν ἀνθρώπων μόνον ὄψονταί σε οἱ εὐσεβέστατοι· καὶ ταῦτα δὴ τὰ τοῦ Ἰὼβ ἐλεεινὰ ῥήματα ἐπιφθέγγεται· Ἵνα τί γὰρ ἐπλάσθης ἐν κοιλίᾳ μητρὸς, ἐκ γαστρὸς δὲ ἐξῆλθες, καὶ οὐκ εὐθὺς ἀπώλου, ὡς συνδραμεῖν τῇ γεννήσει τὸν θάνατον; ἵνα τί δὲ οὐκ ἀπῆλθες ἄωρος, πρὶν γεύσασθαι τῶν τοῦ βίου κακῶν; Ἵνα τί δέ σοι συνήντησε γόνατα; Τί δέ σοι τὸ θηλάσαι μαστοὺς, ἀθλίως ζήσεσθαι μέλλοντι, καὶ ζωὴν θανάτου χαλεπωτέραν; Καὶ ταῦτα λέγει, καὶ ἐπαφίησι πηγὰς δακρύων, καὶ περιπτύξασθαι βούλεται μὲν ἡ δυστυχὴς, φοβεῖται δὲ τὰς τοῦ παιδὸς σάρκας ὡς πολεμίας. Πάνδημοι δὲ καταβοήσεις τε καὶ διώξεις, οὐ κατὰ τῶν ἀδικούντων, ἀλλὰ κατὰ τῶν δυστυχούντων γίνονται. Καὶ φονέα μὲν ἤδη τις συνῳκίσατο, καὶ μοιχῷ μετέδωκεν, οὐ στέγης μόνον, ἀλλὰ καὶ τραπέζης, καὶ βίου κοινωνὸν τὸν ἱερόσυλον εἵλετο, καὶ τοῖς αὐτόν τι διατεθεικόσι κακὸν ἐσπείσατο· τοῦ δὲ τὸ πάθος, ὡς ἔγκλημα, μηδὲν λυπήσαντος ἀπεστράφη. Καὶ πλέον ἔχει νόσου κακία· καὶ τὸ μὲν ἀπάνθρωπον ὡς ἐλευθέριον ἠσπασάμεθα, τὸ δὲ συμπαθὲς ὡς αἰσχρὸν ἠτιμάσαμεν.
12. Ἀπελαύνονται πόλεων, ἀπελαύνονται οἰκιῶν, ἀγορᾶς, συλλόγων, ὁδῶν, πανηγύρεων, συμποσίων, (ὢ τοῦ πάθου!)ς αὐτοῦ τοῦ ὕδατος· οὔτε πηγαὶ ῥέουσαι, τούτοις κοιναὶ πρὸς τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους, οὔτε ποταμοὶ πιστεύονται μηδὲν ἐφέλκεσθαι τοῦ μολύσματος· καὶ τὸ παραδοξότατον, ὡς ἄγη μὲν ἀπελαύνομεν, ὡς δὲ οὐδὲν λυποῦντας πάλιν πρὸς ἡμᾶς αὐτοὺς ἐπιστρέφομεν, οὐκ οἴκησιν ἀπονέμοντες, οὐ τὰς ἀναγκαίας τροφὰς, οὐ θεραπείαν τοῖς τραύμασιν, οὐ σκέπῃ τὴν νόσον εἰς δύναμιν περιστέλλοντες. Διὰ τοῦτο περιπλανῶνται νυκτὸς καὶ ἡμέρας, ἄποροι, καὶ γυμνοὶ, καὶ ἀνέστιοι, τὴν νόσον ἐπιδεικνύντες, τὰ ἀρχαῖα ἐκδιηγούμενοι, τὸν Πλάστην ἐπιβοώμενοι, χρώμενοι τοῖς ἀλλήλων μέλεσιν ἀντὶ τῶν λειπόντων, σοφισταὶ μελῶν ἑλκόντων ἕλεον, ἄρτου τι μικρὸν αἰτοῦντες, ἢ ὄψου τι βραχύτατον, ἢ ῥάκος τι τρύχινον, βοήθημα τῆς αἰσχύνης, ἢ παραμυθίαν τοῖς ἕλκεσι. Καὶ φιλάνθρωπος οὗτος αὐτοῖς, οὐχ ὃς πρὸς τὴν χρείαν ἤρκεσεν, ἀλλ᾿ ὅστις μὴ πικρῶς ἀπεπέμψατο. Οἱ πολλοὶ δὲ αὐτῶν οὐδὲ ὑπ᾿ αἰσχύνης τὰς πανηγύρεις φεύγουσιν, αὐτὸ μὲν οὖν τοὐναντίον εἰς ταύτας ὠθοῦνται διὰ τὴν χρείαν· ταύτας δὴ λέγω τὰς πανδήμους καὶ ἱερὰς, ἃς ἡμεῖς ἐπὶ θεραπείᾳ τῶν ψυχῶν ἐξεύρομεν, ἢ κατά τι μυστήριον συνιόντες, ἢ τοῖς μάρτυσι τῆς ἀληθείας πανηγυρίζοντες, ἵν᾿ ὧν τοὺς ἀγῶνας τιμῶμεν, μιμώμεθα καὶ τὴν εὐσέβειαν. Καὶ αἰσχύνονται μὲν τοὺς ἀνθρώπους διὰ τὴν συμφορὰν, ὄντες ἄνθρωποι, καὶ βούλοιντ᾿ ἂν ὄρεσιν, ἢ κρημνοῖς, ἢ ὕλαις, ἢ τὸ τελευταῖον νυκτὶ καὶ σκότῳ περικαλύπτεσθαι· ῥιπτοῦνται δὲ ὅμως εἰς μέσον, φόρτος ἐλεεινὸς, καὶ δακρύων ἄξιος. Τοῦτο μὲν ἴσως καὶ κατὰ λόγον, ἵνα ἡμῖν ὦσι τῆς ἀσθενείας ἡμῶν ὑπομνήματα, καὶ πείθωσι μηδενὶ τῶν παρόντων καὶ ὁρωμένων, ὡς ἑστῶτι, προστίθεσθαι. Ῥιπτοῦνται δὲ, οἱ μὲν ἐπιθυμίᾳ φωνῆς ἀνθρωπίνης, οἱ δὲ προσόψεως, οἱ δὲ ἵνα βραχέα ζωῆς ἐφόδια παρὰ τῶν τρυφώντων συλλέξωνται, πάντες δὲ ἵνα τι πράους γεύωνται τοὺς ἑαυτῶν θρήνους δημοσιεύσαντες.
13. Τίς οὐ κατακλᾶται τούτων τοῖς ὀδυρμοῖς, οἰκτρὰν ξυναυλίαν ἁρμοζομένων; τίς ἀκοὴ φέρει τὸ ἄκουσμα; τίς ὄψις χωρεῖ τὸ θέαμα; Οἱ μὲν κεῖνται μετ᾿ ἀλλήλων, κακῶς ὑπὸ τῆς νόσου συνεζευγμένοι, καὶ ἄλλος ἄλλο τι τῆς συμφορᾶς πρὸς τὸ ἐλεεινὸν ἐρανίζοντες· καὶ εἰσὶν ἀλλήλοις προσθήκη τοῦ πάθους, ἐλεεινοὶ τῆς ἀῤῥωστίας, τῆς συμπαθείας ἐλεεινότεροι. Περιίσταται δὲ αὐτοὺς θέατρον συμμιγὲς, συναλγούντων μὲν, ἀλλὰ πρόσκαιρα. Οἱ δὲ κυλινδοῦνται πρὸς τοῖς ποσὶ τῶν ἀνθρώπων ἡλίῳ καὶ κόνει· ἔστι δὲ ὅτε καὶ κρυμοῖς ἀγρίοις, καὶ ὄμβροις, καὶ ταραχαῖς ἀνέμων ταλαιπωρούμενοι, παρὰ τοσοῦτον οὐ συμπατούμενοι, παρ᾿ ὅσον καὶ ψαύειν αὐτῶν βδελυσσόμεθα. Ἀντᾴδει δὲ τοῖς ἱεροῖς ἔνδον μέλεσιν ὁ τῶν αἰτήσεων ὀδυρμὸς, καὶ ταῖς μυστικαῖς φωναῖς θρῆνος ἐλεεινὸς ἀντεγείρεται. Τί δεῖ πᾶσαν αὐτῶν προτιθέναι τὴν συμφορὰν ἀνθρώποις πανηγυρίζουσιν; Ἴσως ἂν καὶ ὑμῖν κινήσαιμι θρῆνον, εἰ πάντα ἐκτραγῳδοίην ἐπιμελῶς, καὶ νικήσει τὴν ἑορτὴν τὸ πάθος. Λέγω γὰρ οὖν ταῦτα, ἐπεὶ μηδέπω δύναμαι πείθειν ὑμᾶς, ὡς ἔστι ποτὲ ἡδονῆς λύπη τιμιωτέρα, καὶ κατήφεια πανηγύρεως, καὶ γέλωτος οὐ καλοῦ δάκρυον ἐπαινούμενον.
14. Οὗτοι μὲν οὖν ταῦτα, καὶ πολλῷ γε ὧν εἶπον ἀθλιώτερα, οἱ κατὰ Θεὸν ἡμῶν ἀδελφοὶ, κἂν μὴ βούλησθε, οἱ τὴν αὐτὴν ἡμῖν λαχόντες φύσιν, οἱ ἐκ τοῦ αὐτοῦ πηλοῦ διηρτισμένοι, ἐξ οὗ τὸ πρῶτον γεγόναμεν, οἱ νεύροις καὶ ὀστέοις ἐνειρμένοι παραπλησίως ἡμῖν, οἱ δέρμα καὶ κρέας ἐνδεδυμένοι πᾶσιν ὁμοίως, ὥς πού φησιν ὁ θεῖος Ἰὼβ ἐμφιλοσοφῶν τοῖς πάθεσι, καὶ διαπτύων ἡμῶν τὸ φαινόμενον· μᾶλλον δὲ, εἰ χρὴ τὸ μεῖζον εἰπεῖν, οἱ τὸ κατ᾿ εἰκόνα καὶ λαχόντες ὁμοίως ἡμῖν, καὶ φυλάσσοντες ἴσως ὑπὲρ ἡμᾶς, εἰ καὶ τὰ σώματα διεφθάρησαν· οἱ τὸν αὐτὸν ἐνδεδυμένοι Χριστὸν κατὰ τὸν ἔσω ἄνθρωπον, καὶ τὸν αὐτὸν ἡμῖν πιστευθέντες ἀῤῥαβῶνα τοῦ Πνεύματος· οἱ τῶν αὐτῶν ἡμῖν μετασχόντες νόμων, λογίων, διαθηκῶν, συνάξεων, μυστηρίων, ἐλπίδων· ὑπὲρ ὧν Χριστὸς ὁμοίως ἀπέθανεν, ὁ παντὸς αἴρων τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου· οἱ συγκληρονόμοι τῆς ἄνω ζωῆς, καὶ εἰ παραπολὺ τῆς ἐνταῦθα διήμαρτον· οἱ συνθαπτόμενοι Χριστῷ, καὶ συνανιστάμενοι· εἴπερ συμπάσχουσιν, ἵνα καὶ συνδοξασθῶσιν.
15. Τί δὲ ἡμεῖς, οἱ τὸ μέγα καὶ καινὸν ὄνομα κεκληρωμένοι, τὸ καλεῖσθαι ἀπὸ Χριστοῦ, τὸ ἅγιον ἔθνος, τὸ βασίλειον ἱεράτευμα, ὁ περιούσιος λαὸς καὶ ἐξαίρετος, ὁ ζηλωτὴς καλῶν ἔργων καὶ σωτηρίων, οἱ Χριστοῦ μαθηταὶ τοῦ πράου καὶ φιλανθρώπου, καὶ τὰς ἀσθενείας ἡμῶν βαστάσαντος, τοῦ ταπεινώσαντος ἑαυτὸν μέχρι τοῦ ἡμετέρου φυράματος, τοῦ δι᾿ ἡμᾶς πτωχεύσαντος τὴν σάρκα ταύτην καὶ τὸ γεῶδες σκῆνος, καὶ ὀδυνηθέντος καὶ μαλακισθέντος ὑπὲρ ἡμῶν, ἵνα ἡμεῖς πλουτήσωμεν τὴν θεότητα; Τί οὖν ἡμεῖς, οἱ τοσοῦτον εὐσπλαγχνίας καὶ συμπαθείας λαβόντες ὑπόδειγμα· τί διανοησόμεθα περὶ τούτων, καὶ τί ποιήσομεν; Περιοψόμεθα; παραδραμούμεθα; Καταλείψομεν ὡς νεκροὺς, ὡς ἐβδελυγμένους, ὡς ἑρπετῶν καὶ θηρίων τὰ πονηρότατα; Μηδαμῶς, ἀδελφοί· οὔτε πρὸς ἡμῶν ταῦτα, τοῦ Χριστοῦ θρεμμάτων, τοῦ ἀγαθοῦ Ποιμένος, τοῦ τὸ πλανώμενον ἐπιστρέφοντος, καὶ τὸ ἀπολωλὸς ἐκζητοῦντος, καὶ τὸ ἀσθενὲς ἐνισχύοντος· οὔτε πρὸς τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, ἣ τὸ συμπαθὲς ἐνομοθέτησεν, ἐκ τῆς ἴσης ἀσθενείας μαθοῦσα τὸ εὐσεβὲς καὶ φιλάνθρωπον.
16. Ἀλλ᾿ οἱ μὲν ὕπαιθροι ταλαιπωρήσουσιν, ἡμεῖς δὲ οἰκήσομεν οἰκίας ὑπερλάμπρους, λίθοις παντοίοις διηνθισμένας, καὶ χρυσῷ καὶ ἀργύρῳ καταστραπτούσας, καὶ ψηφῖδος λεπτῆς διαθέσει, καὶ ποικιλίᾳ γραφῆς, ὀφθαλμῶν ἀπατηλοῖς δελεάσμασι; Καὶ τὰς μὲν οἰκήσομεν, τὰς δὲ οἰκοδομήσομεν, τίσιν; Οὐδὲ κληρονόμοις ἴσως ἡμῶν, ἀλλὰ ξένοις καὶ ἀλλοτρίοις, καὶ τούτων ἴσως οὐδὲ τοῖς ἀγαπῶσιν ἡμᾶς, ἀλλὰ τοῖς ἀπεχθεστάτοις καὶ φθονερωτάτοις, ὃ κακῶν ἔσχατον. Καὶ οἱ μὲν ῥιγώσουσιν ἐν τρυχίνοις καὶ διεσπασμένοις ῥάκεσι, μᾶλλον δὲ οὐδὲ τούτων τυχὸν εὐπορήσουσιν· ἡμεῖς δὲ θρύψομεν ἡμᾶς αὐτοὺς ἐσθῆτι μαλακῇ καὶ περιῤῥεούσῃ, καὶ τοῖς ἐκ λίνου καὶ σηρῶν ἀερίοις ὑφάσμασι, καὶ τοῖς μὲν ἐνασχημονήσομεν μᾶλλον, ἤπερ ἐμπρέψομεν (οὕτω γὰρ ἐγὼ καλῶ πᾶν τὸ περιττὸν καὶ περίεργον), τὰ δὲ ἔνδον ἡμῖν ἀποκείσεται φροντὶς ἄχρηστος καὶ ἀνόνητος, σητῶν δαπάνη καὶ χρόνου τοῦ τὰ πάντα καταναλίσκοντος· καὶ οἱ μὲν, οὐδὲ τῆς ἀναγκαίας τροφῆς εὐπορήσουσιν, (ὢ τῆς ἐμῆς τρυφῆς, καὶ τῆς ἐκείνων ταλαιπωρία!)ς ἀλλὰ κείσονται πρὸ τῶν ἡμετέρων θυρῶν, ἐκλυόμενοι καὶ λιμώττοντες, οὐδὲ τὰς πρὸς τὴν αἴτησιν ἀφορμὰς παρὰ τοῦ σώματος ἔχοντες, ἐστερημένοι φωνῶν μὲν, εἰς τὸ ὀδύρεσθαι, χειρῶν δὲ, εἰς τὸ προτείνειν ἐφ᾿ ἱκεσίᾳ, ποδῶν δὲ, εἰς τὸ προσιέναι τοῖς ἔχουσιν, ἀναπνοῶν δὲ, εἰς εὐτονίαν τῆς θρηνῳδίας, τὸ βαρύτατον τῶν κακῶν κουφότατον κρίνοντες, τοῖς ὀφθαλμοῖς μόνον εὐχαριστοῦντες, ὅτι μὴ τὴν ἑαυτῶν λώβην βλέπουσιν;
17. Καὶ οἱ μὲν οὕτως· ἡμεῖς δὲ ἀνακεισόμεθα λαμπροὶ λαμπρῶς ἐπὶ στιβάδος ὑψηλῆς τε καὶ μετεώρου, καὶ τῶν περιττῶν καὶ ἀψαύστων ἐπιβλημάτων, κἂν φωνῆς ἀκούσωμεν τῶν αἰτήσεων δυσχεραίνοντες. Δεῖ δὲ ἡμῖν τὸ μὲν ἔδαφος εὐωδεῖν ἄνθεσι, πολλάκις καὶ τῆς ὥρας ἔξω, τὴν δὲ τράπεζαν κατεῤῥάνθαι μύροις, καὶ μύρων τοῖς εὐωδεστάτοις τε καὶ πολυτελεστάτοις, ἵνα καὶ μᾶλλον ἐκθηλυνώμεθα· παῖδας δὲ παρεστάναι, τοὺς μὲν ἐν κόσμῳ καὶ ἐφεξῆς, ἀνέτους τὰς κόμας καὶ θηλυδρίας, καὶ τῇ κατὰ πρόσωπον κουρᾷ περιειργασμένους, πλεῖον ἢ ὅσον συμφέρει λίχνοις ὀφθαλμοῖς κεκοσμημένους· τοὺς δὲ τὰς κύλικας ἐπ᾿ ἄκρων δακτύλων ἔχοντας, ὡς οἷόν τε εὐπρεπέστατά τε ὁμοῦ καὶ ἀσφαλέστατα· τοὺς δὲ ὑπὲρ κεφαλῆς ἄνεμον ταῖς ῥιπῖσι σοφιζομένους, καὶ ταῖς ἐκ χειρῶν αὔραις τὸ πλῆθος τῶν σαρκῶν ἀναψύχοντας· καὶ τὰ ἐπὶ τούτοις, πλήθειν μὲν κρεῶν τὴν τράπεζαν, πάντων χορηγούντων ἡμῖν τῶν στοιχείων πλουσίως, ἀέρος, γῆς, ὕδατος· καὶ στενοχωρεῖσθαι τοῖς μαγείρων καὶ ὀψοποιῶν μαγγανεύμασιν, ἀγῶνα δὲ εἶναι πᾶσιν, ὅστις ὡς μάλιστα τὴν λίχνην ἡμῖν καὶ ἀχάριστον κολακεύσει γαστέρα, τὸ βαρὺ φορτίον καὶ ἀρχέκακον, τὸ ἀπληστότατον θηρίον καὶ ἀπιστότατον, τὴν καταργουμένην αὐτίκα σὺν τοῖς καταργουμένοις βρώμασι. Καὶ τοῖς μὲν πολύ τι κόρος καὶ ὕδατος, ἡμῖν δὲ καὶ μέχρι μέθης οἱ τοῦ οἴνου κρατῆρες, μᾶλλον δὲ καὶ ὑπὲρ τὴν μέθην, τοῖς γε ἀκολαστοτέροις· καὶ τὸν μὲν ἀποπεμψόμεθα τῶν οἴνων, τὸν δὲ ἐγκρινοῦμεν ὡς ἀνθοσμίαν, περὶ δὲ τοῦ φιλοσοφήσομεν, ζημία δὲ, εἰ μὴ προσέσται τῷ ἐγχωρίῳ καὶ τῶν ὀνομαζομένων ξένων τις, ὥσπερ τύραννος. Δεῖ γὰρ ἡμᾶς ἁβροὺς καὶ τῆς χρείας περιττοτέρους, ἢ εἶναι, ἢ νομίζεσθαι, ὥσπερ αἰσχυνομένους, εἰ μὴ κακοὶ νομιζοίμεθα, καὶ δοῦλοι γαστρὸς, καὶ τῶν ὑπὸ γαστέρα.
18. Τί ταῦτα, ὦ φίλοι καὶ ἀδελφοί; τί νοσοῦμεν καὶ αὐτοὶ τὰς ψυχὰς, νόσον πολὺ τῆς τῶν σωμάτων χαλεπωτέραν; Ὅσῳ τὴν μὲν ἀκούσιον οἶδα, τὴν δὲ ἐρχομένην ἐκ προαιρέσεως· καὶ τὴν μὲν τῇ ζωῇ ταύτῃ συγκαταλυομένην, τὴν δὲ συναπιοῦσαν ἡμῖν μεθισταμένοις· καὶ τὴν μὲν ἐλεουμένην, τὴν δὲ μισουμένην, τοῖς γε νοῦν ἔχουσιν. Τί μὴ βοηθοῦμεν τῇ φύσει καιρὸν ἔχοντες; τί μὴ περιστέλλομεν, σάρκες ὄντες, τῆς σαρκὸς τὴν ταπείνωσιν; τί τρυφῶμεν ἐν τοῖς τῶν ἀδελφῶν δυστυχήμασι; Μή μοι γένοιτο, μήτε πλουτεῖν, τούτων ἀπορουμένων· μήτε εὐεκτεῖν, εἰ μὴ βοηθοίην τοῖς τούτων τραύμασι· μὴ τροφῆς ἱκανῶς ἔχειν, μὴ σκέπης, μὴ ὑπὸ στέγην ἀναπαύεσθαι, εἰ μὴ καὶ ἄρτον ὀρέξαιμι, καὶ μεταδοίην ἐσθῆτος εἰς δύναμιν, καὶ ὑπὸ στέγην ἀναπαύσαιμι. Ἀλλ᾿ ἤτοι πάντα ἀποθετέον Χριστῷ, ἵνα γνησίως ἀκολουθήσωμεν αὐτῷ, τὸν σταυρὸν ἀράμενοι, καὶ ἀναπτῶμεν ὡς κοῦφοι πρὸς τὸν ἄνω κόσμον, καὶ εὐσταλεῖς ὑπὸ μηδενὸς καθελκόμενοι, καὶ κερδήσωμεν ἀντὶ πάντων Χριστὸν, διὰ ταπείνωσιν ὑψωθέντες, καὶ διὰ πενίαν πλουτήσαντες· ἢ Χριστῷ τὰ ὄντα συμμεριστέον, ἵνα πως καὶ τὸ ἔχειν, διὰ τοῦ καλῶς ἔχειν, ἁγιασθῇ, καὶ τοῦ κοινωνεῖν τοῖς μὴ ἔχουσιν. Εἰ δὲ καὶ σπείραιμι ἐμαυτῷ μόνῳ, σπείραιμι ἄρα, καὶ ἄλλοι φάγοιεν· καὶ ἵνα πάλιν εἴπω τὸ τοῦ Ἰώβ· Ἀντὶ πυροῦ ἐξέλθοι μοι κνίδη, ἀντὶ δὲ κριθῆς βάτος· καύσων δὲ ἄνεμος ὑπολάβοι, καὶ ὑφέλοιτο λαῖλαψ τοὺς ἐμοὺς πόνους, ἵνα εἰς κενὸν κοπιάσαιμι. Εἰ δὲ καὶ ἀποθήκας οἰκοδομήσαιμι ἐκ τῶν μαμωνᾶ θησαυρίζων, καὶ μαμωνᾷ, ταύτῃ τῇ νυκτὶ τὴν ψυχὴν ἀπαιτηθείην, λόγον ὑφέξων, ὧν κακῶς ἐθησαύρισα.
19. Οὐ σωφρονήσομεν ὀψὲ γοῦν; οὐ καταβαλοῦμεν τὴν ἀναλγησίαν, ἵνα μὴ λέγω μικρολογίαν; οὐ τὰ ἀνθρώπινα λογιούμεθα; οὐκ ἐν τοῖς ἑτέρων κακοῖς τὰ ἡμέτερα εὖ θησόμεθα; Φύσει μὲν γὰρ οὐδὲν τῶν ἀνθρωπίνων βέβαιον, οὐδὲ ὁμαλὸν, οὐδὲ αὔταρκες, οὐδὲ ἐπὶ τῶν αὐτῶν ἱστάμενον· ἀλλὰ κύκλος τις τῶν ἡμετέρων περιτρέχει πραγμάτων, ἄλλοτε ἄλλας ἐπὶ μιᾶς ἡμέρας πολλάκις, ἔστι δ᾿ ὅτε καὶ ὥρας, φέρων μεταβολάς· καὶ αὔραις μᾶλλον ἔστι πιστεύειν οὐχ ἱσταμέναις, καὶ νηὸς ποντοπορούσης ἴχνεσι, καὶ νυκτὸς ἀπατηλοῖς ὀνείρασιν, ὧν πρὸς ὀλίγον ἡ χάρις, καὶ ὅσα κατὰ ψαμάθων παῖδες τυποῦσι παίζοντες, ἢ ἀνθρώπων εὐημερίᾳ· σώφρονες δὲ, οἱ διὰ τὸ μὴ πιστεύειν τοῖς παροῦσι, τὸ μέλλον ἑαυτοῖς θησαυρίζοντες· καὶ διὰ τὸ τῆς ἀνθρωπίνης εὐπραγίας ἄστατον καὶ ἀνώμαλον, τὴν οὐ πίπτουσαν ἀγαπῶντες χρηστότητα, ἵνα τριῶν ἕν γέ τι πάντως κερδάνωσιν· ἢ τὸ μή ποτε πρᾶξαι κακῶς, ἐπεὶ καὶ τοῖς ἐντεῦθεν χρηστοῖς πολλάκις δεξιοῦται τὸ θεῖον τοὺς εὐσεβεῖς, χρηστότητι τὸ συμπαθὲς προκαλούμενον· ἢ τὸ παῤῥησίαν ἔχειν ἐν ἑαυτοῖς πρὸς Θεὸν, ὡς οὐ διὰ κακίαν, ἀλλὰ διά τινα οἰκονομίαν κακοπαθήσαντες· ἢ, τὸ τελευταῖον, ὡς ὀφειλομένην ἀπαιτεῖν τὴν παρὰ τῶν εὖ πραττόντων φιλανθρωπίαν, ἣν τοῖς χρῄζουσι προεισήνεγκαν, δεξιῶς αὐτοὶ πράττοντες.
20. Μὴ καυχάσθω, φησὶν, ὁ σοφὸς ἐν τῇ σοφίᾳ αὐτοῦ, μηδὲ ὁ πλούσιος ἐν τῷ πλούτῳ αὐτοῦ, μηδὲ ὁ δυνατὸς ἐν τῇ ἰσχύι αὐτοῦ· κἂν εἰς τὸ ἄκρον ὦσιν ἐληλακότες, ὁ μὲν σοφίας, ὁ δὲ περιουσίας, ὁ δὲ δυνάμεως. Ἐγὼ δὲ προσθήσω καὶ ἃ τούτοις ἕπεται· Μηδὲ ὁ περίβλεπτος ἐν τῇ δόξῃ, μηδὲ ὁ εὐεκτῶν ἐν τῇ ὑγιείᾳ, μηδὲ ὁ καλὸς ἐν τῇ ὥρᾳ, μηδὲ ὁ νέος ἐν τῇ νεότητι, μηδὲ ἐν ἄλλῳ μηδενὶ τῶν ἐνταῦθα ἐπαινουμένων, εἰ δεῖ συνελόντα εἰπεῖν, ὁ ὑπὸ τούτου φυσώμενος· ἀλλ᾿ ἢ ἐν τούτῳ καυχάσθω ὁ καυχώμενος μόνον, ἐν τῷ συνιεῖν καὶ ἐκζητεῖν τὸν Θεὸν, καὶ συναλγεῖν τοῖς πάσχουσι, καὶ πρὸς τὸ μέλλον ἑαυτῷ τι χρηστὸν ἀποτίθεσθαι. Τὰ μὲν γάρ ἐστι ῥευστὰ καὶ πρόσκαιρα, καὶ, ὥσπερ ἐν παιδιᾷ ψήφων, ἄλλοτε εἰς ἄλλους μεταῤῥιπτούμενα, καὶ μετατιθέμενα· καὶ οὐδὲν οὕτω τοῦ κατέχοντος ἴδιον, ὡς ἢ μὴ χρόνῳ παυθῆναι, ἢ φθόνῳ μετατεθῆναι· τὰ δὲ ἑστῶτα καὶ μένοντα, καὶ οὔποτε ὑποχωροῦντα, οὐδὲ μεταπίπτοντα, οὐδὲ σφάλλοντα τὰς τῶν πεπιστευκότων ἐλπίδας. Ἀλλ᾿ ἐμοὶ μὲν καὶ διὰ τοῦτο δοκεῖ, μηδὲν τῶν ἐνταῦθα ἀγαθῶν εἶναι πιστὸν τοῖς ἀνθρώποις, μηδὲ πολυχρόνιον· ἀλλ᾿ εἴπερ τι ἄλλο, καὶ τοῦτο καλῶς τῷ τεχνίτῃ Λόγῳ καὶ τῇ πάντα νοῦν ὑπερεχούσῃ Σοφίᾳ μεμηχανῆσθαι, παίζεσθαι ἡμᾶς ἐν τοῖς ὁρωμένοις, ἄλλοτε ἄλλως μεταβαλλομένοις καὶ μεταβάλλουσι, καὶ ἄνω καὶ κάτω φερομένοις τε καὶ περιτρεπομένοις, καὶ πρὶν ληφθῆναι ἀπιοῦσι καὶ φεύγουσιν· ἵνα τὸ ἐν τούτοις ἄστατον καὶ ἀνώμαλον θεωρήσαντες, πρὸς τὸ μέλλον μεθορμησώμεθα. Τί γὰρ ἂν ἐποιήσαμεν, ἑστῶτος τοῦ εὖ πράττειν ἡμῖν, ὁπότε, οὐ μένοντος, τοσοῦτον αὐτῷ προσδεδέμεθα, καὶ οὕτως ἡμᾶς ἡ περὶ τοῦτο ἡδονὴ καὶ ἀπάτη ἔχει δουλώσασα, ὥστε μηδὲν κρεῖττον, μηδὲ ὑψηλότερον τῶν παρόντων διανοεῖσθαι δύνασθαι, καὶ ταῦτα κατ᾿ εἰκόνα Θεοῦ γεγονέναι καὶ ἀκούοντας καὶ πιστεύοντας, τὴν ἄνω τε οὖσαν καὶ πρὸς ἑαυτὴν ἕλκουσαν;
21. Τίς σοφὸς, καὶ συνήσει ταῦτα; Τίς παραδραμεῖται τὰ παρατρέχοντα; τίς προσθήσεται τοῖς ἐπιμένουσι; τίς περὶ τῶν παρόντων, ὡς ἀπιόντων διανοηθήσεται; τίς περὶ τῶν ἐλπιζομένων, ὡς ἱσταμένων; τίς διαιρήσει τὰ ὄντα καὶ τὰ φαινόμενα, καὶ τοῖς μὲν ἕψεται, τῶν δὲ ὑπερόψεται; τίς γραφὴν καὶ ἀλήθειαν; τίς τὴν κάτω σκηνὴν, καὶ τὴν ἄνω πόλιν; τίς παροικίαν καὶ κατοικίαν; τίς σκότος ἀπὸ τοῦ φωτός; τίς ἰλὺν βυθοῦ καὶ ἁγίαν γῆν; τίς σάρκα καὶ πνεῦμα; τίς Θεὸν καὶ κοσμοκράτορα; τίς θανάτου σκιὰν, καὶ ζωὴν τὴν αἰώνιον; τίς τοῖς παροῦσι τὸ μέλλον ὠνήσεται; τίς τῷ ῥέοντι πλούτῳ τὸν μὴ λυόμενον; τίς τοῖς ὁρωμένοις τὰ μὴ βλεπόμενα; Μακάριος μὲν οὖν, ὅστις ταῦτα διακρίνων, καὶ διαιρῶν τῇ τομῇ τοῦ Λόγου, τῇ διαιρούσῃ τὸ κρεῖττον ἀπὸ τοῦ χείρονος, ἀναβάσεις ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ διατίθεται, ὥς πού φησιν ὁ θεῖος Δαβὶδ, καὶ τὴν κοιλάδα τοῦ κλαυθμῶνος ταύτην φεύγων, ὁπόση δύναμις, τὰ ἄνω ζητεῖ, καὶ σταυρούμενος κόσμῳ μετὰ Χριστοῦ, Χριστῷ συνίσταται, καὶ Χριστῷ συνανέρχεται, τῆς οὐκέτι μεταπιπτούσης ζωῆς οὐδὲ ἀπατηλῆς κληρονόμος· οὗ μηκέτι δάκνων ὄφις ἐπὶ ὁδοῦ, οὐδὲ τηρῶν πτέρναν, καὶ κεφαλὴν τηρούμενος. Τοῖς δὲ λοιποῖς ἡμῖν καλῶς ὁ αὐτὸς ἐμβοᾷ Δαβὶδ, ὥσπερ τις μεγαλοφωνότατος κῆρυξ ἀπὸ ὑψηλοῦ καὶ πανδήμου κηρύγματος, βαρυκαρδίους τε ἀποκαλῶν, καὶ ἀγαπῶντας ψεῦδος, μὴ σφόδρα περιέχεσθαι τῶν ὁρωμένων, μηδὲ ἄλλο τι ἢ κόρον σίτου καὶ οἴνου τῶν φθειρομένων, πᾶσαν τὴν ἐντεῦθεν εὐδαιμονίαν ὑπολαμβάνειν. Καὶ τάχα που τοῦτο καὶ ὁ μακάριος ἐννοῶν Μιχαίας, καὶ τῶν χαμαὶ ἐρχομένων καὶ δοκούντων ἀγαθῶν κατεξανιστάμενος, Ἐγγίσατε, φησὶν, ὄρεσιν αἰωνίοις· ἀνάστα καὶ πορεύου, ὅτι οὐκ ἔστι σοι αὕτη ἀνάπαυσις· τοῦτο μὲν οὖν ἤδη καὶ τοῖς ῥήμασιν αὐτοῖς μικροῦ σύμφωνον, οἷς ὁ Κύριος καὶ Σωτὴρ ἡμῶν διακελεύεται, τί λέγων; Ἐγείρεσθε, ἄγωμεν ἐντεῦθεν· οὐ τοὺς τότε μαθητὰς μόνον ἐξ ἐκείνου μόνου τοῦ τόπου μετατιθεὶς, ὡς ἂν οἰηθείη τις, ἀλλ᾿ ἀεὶ καὶ πάντας τοὺς ἑαυτοῦ μαθητὰς ἀπὸ γῆς καὶ τῶν περὶ γῆν εἰς οὐρανοὺς ἕλκων καὶ τὰ οὐράνια.
22. Τοιγαροῦν, ἀκολουθήσωμεν ἤδη τῷ Λόγῳ, ζητήσωμεν τὴν ἐκεῖθεν ἀνάπαυσιν, ῥίψωμεν τὴν ἐντεῦθεν περιουσίαν· ὃ καλόν ἐστι ταύτης, τοῦτο μόνον κερδάνωμεν, κτησώμεθα τὰς ἑαυτῶν ψυχὰς ἐν ἐλεημοσύναις, μεταδῶμεν τῶν ὄντων τοῖς πένησιν, ἵνα τὰ ἐκεῖθεν πλουτήσωμεν. Δὸς μερίδα καὶ τῇ ψυχῇ, μὴ τῇ σαρκὶ μόνον· δὸς μερίδα καὶ τῷ Θεῷ, μὴ τῷ κόσμῳ μόνον· ὕφελέ τι τῆς γαστρὸς, τῷ πνεύματι καθιέρωσον· ἅρπασόν τι τοῦ πυρὸς, ἀπόθου μακρὰν ἀπὸ τῆς κάτω νεμομένης φλογός· ἅρπασον τοῦ τυράννου, καταπίστευσον τῷ Δεσπότῃ. Δὸς μερίδα τοῖς ἑπτὰ, τῷ βίῳ τούτῳ, καί γε τοῖς ὀκτὼ, τῷ μετὰ τοῦτον ἡμᾶς ἐκδεξομένῳ· δὸς ὀλίγον, παρ᾿ οὗ τὸ πλεῖον ἔχεις· δὸς καὶ τὸ πᾶν, τῷ τὰ πάντα χαρισαμένῳ. Οὐδέποτε νικήσεις μεγαλοδωρεὰν Θεοῦ, κἂν πάντα πρόῃ τὰ ὄντα, κἂν τοῖς οὖσι σεαυτὸν προσθῇς. Καὶ τοῦτο γάρ ἐστι λαβεῖν, τὸ τῷ Θεῷ δοθῆναι· ὅσον ἐὰν εἰσενέγκῃς, πλεῖον ἀεὶ τὸ λειπόμενον· καὶ οὐδὲν δώσεις ἴδιον, ὅτι τὰ πάντα παρὰ Θεοῦ. Καὶ ὥσπερ οὐκ ἔστιν ὑπερβῆναι τὴν ἑαυτοῦ σκιὰν ὑποχωροῦσαν καθόσον πρόιμεν, καὶ τὸ ἴσον ἀεὶ προέχουσαν· οὐδὲ ὑπὲρ τὴν κεφαλὴν γενέσθαι σώματος μέγεθος ὑπερκειμένην ἀεὶ τοῦ σώματος· οὕτως οὐδὲ οἷς δίδομεν νικῆσαι Θεόν. Οὐ γὰρ ἔξω τι τῶν αὐτοῦ δίδομεν, οὐδὲ ὑπὲρ τὴν ἐκείνου φιλοτιμίαν.
23. Γνῶθι πόθεν σοι τὸ εἶναι, τὸ ἀναπνεῖν, τὸ φρονεῖν, αὐτὸ τὸ μέγιστον, τὸ γινώσκειν Θεόν, βασιλείαν οὐρανῶν ἐλπίζειν, ἀγγέλων ἰσοτιμίαν, δόξης θεωρίαν, νῦν μὲν τὴν ἐν ἐσόπτροις τε καὶ αἰνίγμασι, τότε δὲ τὴν τελεωτέραν τε καὶ καθαρωτέραν· υἱὸν γενέσθαι Θεοῦ, συγκληρονόμον Χριστοῦ, τολμήσας εἴπω, καὶ θεὸν αὐτόν; Πόθεν σοι ταῦτα πάντα, καὶ παρὰ τίνος; Ἢ, ἵνα τὰ μικρὰ λέγω καὶ τὰ ὁρώμενα, τίς ἔδωκέ σοι κάλλος οὐρανοῦ βλέπειν, ἡλίου δρόμον, σελήνης κύκλον, ἀστέρων πλῆθος, καὶ τὴν ἐν τούτοις πᾶσιν, ὥσπερ ἐν λύρᾳ, εὐαρμοστίαν καὶ τάξιν ὡσαύτως ἔχουσαν, ὡρῶν ἀλλαγὰς, μεταβολὰς καιρῶν, ἐνιαυτῶν περιόδους, ἡμέρας καὶ νυκτὸς ἰσομοιρίαν, γῆς ἐκφύσεις, ἀέρος χύσιν, πλάτη θαλάττης λελυμένης καὶ ἱσταμένης, βάθη ποταμῶν, ἀνέμων ῥεύματα; Τίς ὑετοὺς, γεωργίαν, τροφὰς, τέχνας, οἰκήσεις, νόμους, πολιτείας, βίον ἥμερον, οἰκείωσιν πρὸς τὸ συγγενές; Πόθεν σοι τῶν ζώων τὰ μὲν ἡμέρωται καὶ ὑπέζευκται, τὰ δὲ τροφῇ παραδέδοται; Τίς σε κύριον καὶ βασιλέα πάντων κατέστησε τῶν ἐπὶ τῆς γῆς; Τίς, ἵνα μὴ καθ᾿ ἕκαστον λέγω, πάντα, οἷς προέχει τῶν ἄλλων ἄνθρωπος, ἐδωρήσατο; Οὐχ οὗτος, ὃς νῦν πρὸ πάντων καὶ ἀντὶ πάντων αἰτεῖ παρὰ σοῦ τὸ φιλάνθρωπον; Εἶτα οὐκ αἰσχυνόμεθα, εἰ τοσαῦτα παρ᾿ αὐτοῦ, τὰ μὲν λαβόντες, τὰ δὲ ἐλπίζοντες, μηδὲ ἑν τοῦτο εἰσοίσομεν τῷ Θεῷ, τὸ φιλάνθρωπον; Ἀλλ᾿ ὁ μὲν τῶν θηρίων ἡμᾶς ἐχώρισε, καὶ λόγῳ μόνους τῶν ἐπὶ γῆς ἐτίμησεν· ἡμεῖς δὲ ἡμᾶς αὐτοὺς θηριώσομεν, καὶ τοσοῦτον ὑπὸ τῆς τρυφῆς διεφθάρμεθα, ἢ μεμήναμεν, ἢ, οὐκ ἔχω τί λέγειν, ὥστε ὁμοῦ τῇ μάζῃ καὶ τοῖς πιτύροις, ἃ κακῶς ἴσως ἐπορισάμεθα, καὶ τὴν φύσιν εἶναι βελτίους αὐτῶν οἰησόμεθα; Καὶ ὥςπερ ἦν τι τὸ παλαιὸν, ὅσον ἐπὶ τοῖς μύθοις, γένος γιγάντων καὶ τῶν λοιπῶν ἀνθρώπων· οὕτω καὶ ἡμεῖς τούτοις ἐσόμεθα ὑψηλοί τε καὶ ὑπὲρ ἄνθρωπον, οἷον Νεβρὼδ ἐκεῖνος, ἢ τὸ τοῦ Ἐνὰκ γένος, ἐκθλίβον πάλαι τὸν Ἰσραὴλ, ἢ δι᾿ οὓς ὁ κατακλυσμὸς τὴν γῆν ἐκάθηρεν; Καὶ ὁ μὲν οὐκ αἰσχύνεται Πατὴρ ἡμῶν καλεῖσθαι, Θεὸς ὢν καὶ Δεσπότης· ἡμεῖς δὲ καὶ τὸ συγγενὲς ἀρνησόμεθα;
24. Μηδαμῶς, ὦ φίλοι καὶ ἀδελφοὶ, μὴ γενώμεθα κακοὶ τῶν δοθέντων ἡμῖν οἰκονόμοι, ἵνα μὴ ἀκούωμεν Πέτρου λέγοντος· Αἰσχύνθητε, οἱ κατέχοντες τὰ ἀλλότρια, καὶ μιμήσασθε ἰσότητα Θεοῦ, καὶ οὐδεὶς ἔσται πένης. Μὴ κάμνωμεν θησαυρίζοντες καὶ φυλάσσοντες, ἄλλων πενίᾳ καμνόντων, μὴ ὀνειδίσῃ καὶ ἀπειλήσῃ πικρῶς ἡμῖν, ἔνθεν μὲν ὁ θεῖος Ἀμὼς ἐν τούτοις τοῖς ῥήμασιν· Ἄγε νῦν, οἱ λέγοντες· Πότε διελεύσεται ὁ μὴν, καὶ ἐμπωλήσωμεν· καὶ τὰ Σάββατα, καὶ ἀνοίξωμεν θησαυρούς; καὶ τὰ ἐπὶ τούτοις, δι᾿ ὧν τοῖς μέγα καὶ μικρὸν στάθμιον κτωμένοις, τὴν τοῦ Θεοῦ μῆνιν ἐπανατείνεται· ἔνθεν δὲ ὁ μακάριος Μιχαίας, τάχα μὲν καὶ αὐτὴν τὴν τρυφὴν ἐπικόπτων, ὡς τοῦ κόρου τὴν ὕβριν τίκτοντος, καὶ τὸ κατασπαταλᾷν ἐπὶ κλινῶν ἐλεφαντίνων, καὶ τοῖς πρώτοις τῶν μύρων θρύπτεσθαι, μόσχοις τε ἁπαλοῖς ἐκ βουκολίων καὶ ἐρίφοις ἐκ ποιμνίων πιαίνεσθαι, καὶ πρὸς τὴν φωνὴν τῶν ὀργάνων ἐπικροτεῖν, καὶ ἔτι μᾶλλον τὸ οἴεσθαι στάσιμόν τι τούτων εἶναι καὶ μόνιμον· τάχα δὲ οὐχ οὕτω ταῦτα δεινὰ νομίζων, ὡς τὸ μηδὲν πάσχειν ἐπὶ τῇ συντριβῇ τοῦ Ἰωσὴφ αὐτοὺς τρυφῶντας· τοῦτο γὰρ τῇ τῆς πλησμονῆς κατηγορίᾳ προστίθησιν· ὃ μὴ πάθωμεν νῦν ἡμεῖς, μηδὲ τοσοῦτον τρυφήσωμεν, ὥστε καὶ τῆς τοῦ Θεοῦ φιλανθρωπίας καταφρονεῖν τούτοις δυσχεραίνοντος, κἂν μὴ παρὰ πόδας, μηδὲ ὁμοῦ τῇ κακίᾳ τὴν ὀργὴν ἐπάγῃ τοῖς ἁμαρτάνουσιν.
25. Μιμησώμεθα νόμον Θεοῦ τὸν ἀνωτάτω καὶ πρῶτον, ὃς βρέχει μὲν ἐπὶ δικαίους καὶ ἁμαρτωλοὺς, ἀνατέλλει δὲ πᾶσιν ὁμοίως τὸν ἥλιον· γῆν δὲ χερσαίοις πᾶσιν ἥπλωσεν ἄνετον, καὶ κρήνας, καὶ ποταμοὺς, καὶ ὕλας· ἀέρα δὲ πτηναῖς φύσεσι, καὶ ὕδωρ ὅσοις ὁ βίος ἔνυδρος, καὶ τὰς πρώτας τοῦ ζῇν ἀφορμὰς ἀφθόνους ἅπασιν ἐχαρίσατο, οὐ δυναστείᾳ κρατουμένας, οὐ νόμῳ περιγραφομένας, οὐχ ὁρίοις διειργομένας· ἀλλὰ καὶ κοινὰς τὰς αὐτὰς καὶ πλουσίας, καὶ οὐδὲν παρὰ τοῦτο ἐνδεεστέρας προέθηκεν· τό τε τῆς φύσεως ὁμότιμον ἰσότητι τῆς δωρεᾶς τιμῶν, καὶ δεικνὺς τὸν πλοῦτον τῆς ἑαυτοῦ χρηστότητος. Ἄνθρωποι δὲ χρυσὸν, καὶ ἄργυρον, καὶ τῆς ἐσθῆτος ὅση μαλακὴ, καὶ ὑπὲρ τὴν χρείαν, καὶ τῶν λίθων τοὺς διαυγεῖς κατορύξαντες, εἴτε τι ἄλλο τοιοῦτον, ἃ πολέμου, καὶ στάσεως, καὶ τῆς πρώτης τυραννίδος ἐστὶ γνωρίσματα, ἔπειτα αἴρουσι τὴν ὀφρὺν ὑπὸ ἀνοίας, καὶ τοῖς ἀτυχοῦσι τῶν συγγενῶν τὸν ἔλεον ἀποκλείουσιν, οὐδὲ τοῖς περιττοῖς εἰς τὰ ἀναγκαῖα βοηθεῖν θέλοντες, (ὢ τῆς ἀπαιδευσία!ς ὢ τῆς σκαιότητο!)ς οὐδ᾿ εἰ μή τι ἄλλο, ἐκεῖνό γε ἐνθυμούμενοι, ὅτι πενία καὶ πλοῦτος, ἐλευθερία τε, ἥν φαμεν, καὶ δουλεία, καὶ τὰ τοιαῦτα τῶν ὀνομάτων, ὕστερον ἐπεισῆλθε τῷ γένει τῶν ἀνθρώπων, ὥσπερ ἀῤῥωστήματα κοινά τινα τῇ κακίᾳ συνεισπεσόντα, κἀκείνης ὄντα ἐπινοήματα. Ἀπ᾿ ἀρχῆς δὲ, φησὶν, οὐ γέγονεν οὕτως· ἀλλ᾿ ὁ πλάσας ἀπ᾿ ἀρχῆς τὸν ἄνθρωπον, ἐλεύθερον ἀφῆκε καὶ αὐτεξούσιον, νόμῳ τῷ τῆς ἐντολῆς μόνῳ κρατούμενον, καὶ πλούσιον ἐν παραδείσου τρυφῇ· τοῦτο καὶ τῷ λοιπῷ γένει τῶν ἀνθρώπων βουληθείς τε καὶ χαρισάμενος δι᾿ ἑνὸς τοῦ πρώτου σπέρματος. Ἐλευθερία δὲ καὶ πλοῦτος, ἡ τῆς ἐντολῆς μόνη τήρησις ἦν· πενία δὲ ἀληθὴς καὶ δουλεία, ἡ ταύτης παράβασις.
26. Ἀφ᾿ οὗ δὲ καὶ φθόνοι, καὶ ἔριδες, καὶ ἡ δολερὰ τοῦ ὄφεως τυραννὶς, ἀεὶ τῷ λίχνῳ τῆς ἡδονῆς ὑποσύρουσα, καὶ ἐπανιστῶσα τοῖς ἀσθενεστέροις τοὺς θρασυτέρους, ἐῤῥάγη τὸ συγγενὲς εἰς ὀνομάτων ἀλλοτριότητας, καὶ τὸ τῆς φύσεως εὐγενὲς πλεονεξία κατέτεμε, προσλαβοῦσα καὶ νόμον, τῆς δυναστείας ἐπίκουρον. Ἀλλὰ σὺ βλέπε μοι τὴν πρώτην ἰσονομίαν, μὴ τὴν τελευταίαν διαίρεσιν· μὴ τὸν τοῦ κρατήσαντος νόμον, ἀλλὰ τὸν τοῦ κτίσαντος. Βοήθησον κατὰ δύναμιν τῇ φύσει, τὴν ἀρχαίαν ἐλευθερίαν τίμησον, αἰδέσθητι σαυτὸν, συγκάλυψον τῷ γένει τὴν ἀτιμίαν, ἐπάρκεσον τῇ νόσῳ, τὴν ἔνδειαν παραμύθησαι· ὁ εὐρωστῶν, ὁ πλουτῶν, τὴν τοῦ νοσοῦντος, τὴν τοῦ πενομένου· ὁ μὴ προσπταίσας, τὴν τοῦ πεσόντος καὶ συντριβέντος· ὁ εὐθυμῶν, τὴν τοῦ ἀθυμοῦντος· ὁ τοῖς δεξιοῖς εὐθηνούμενος, τοῦ τοῖς ἀριστέροις κάμνοντος. Δός τι τῷ Θεῷ χαριστήριον, ὅτι τῶν εὖ ποιεῖν δυναμένων ἐγένου, ἀλλ᾿ οὐ τῶν εὖ παθεῖν δεομένων· ὅτι μὴ βλέπεις εἰς ἀλλοτρίας χεῖρας, ἀλλ᾿ εἰς τὰς σὰς ἕτεροι. Πλούτησον μὴ περιουσίαν μόνον, ἀλλὰ καὶ εὐσέβειαν· μὴ τὸ χρυσίον μόνον, ἀλλὰ καὶ τὴν ἀρετὴν, μᾶλλον δὲ ταύτην μόνον. Γενοῦ τοῦ πλησίον τιμιώτερος, ἐκ τοῦ φανῆναι χρηστότερος· γενοῦ τῷ ἀτυχοῦντι θεὸς, τὸν ἔλεον Θεοῦ μιμησάμενος.
27. Οὐδὲν γὰρ οὕτως, ὡς τὸ εὖ ποιεῖν, ἄνθρωπος ἔχει Θεοῦ· κἂν ὁ μὲν μείζω, καὶ ὁ δὲ ἐλάττω εὐεργετῇ, ἑκάτερος, οἶμαι, κατὰ τὴν ἑαυτοῦ δύναμιν. Ὁ μὲν ἐποίησε, καὶ λύσας συνάγει πάλιν· σὺ δὲ πεσόντα μὴ παρίδῃς. Ὁ μὲν ἠλέησεν εἰς τὰ μέγιστα, δοὺς ἐπὶ πᾶσι νόμον, προφήτας, καὶ πρὸ τούτων, τὸν φυσικὸν νόμον ἄγραφον, τῶν παραττομένων ἐξεταστὴν, ἐλέγξας, νουθετήσας, παιδαγωγήσας· τὸ τελευταῖον, λύτρον ἑαυτὸν παραδοὺς ὑπὲρ τῆς τοῦ κόσμου ζωῆς· χαρισάμενος ἀποστόλους, εὐαγγελιστὰς, διδασκάλους, ποιμένας, ἰάσεις, τέρατα, ἐπάνοδον πρὸς ζωὴν, θανάτου κατάλυσιν, τρόπαιον κατὰ τοῦ νικήσαντος, διαθήκην τὴν ἐν σκιᾷ, διαθήκην τὴν ἐν ἀληθείᾳ, Πνεύματος ἁγίου μερισμοὺς, τὸ τῆς καινῆς σωτηρίας μυστήριον. Σὺ δὲ, εἰ μὲν καὶ τὰ μείζω δυνατὸς εἶ, καὶ οἷς εὐεργετεῖται ψυχὴ (πεποίηκε γάρ σε καὶ ταῦτα πλούσιον ὁ Θεὸς, εἰ θελήσειας), μηδὲ ταῦτα εὖ ποιεῖν ἀπόσχῃ τὸν ἐνδεῆ· μᾶλλον δὲ πρῶτα καὶ μάλιστα τῷ αἰτοῦντί σε δίδου, καὶ πρὶν αἰτηθῆναι, ὅλην τὴν ἡμέραν ἐλεῶν καὶ δανείζων τὸν λόγον, καὶ ἀπαιτῶν φιλοπόνως τὸ δάνειον μετὰ τόκου τῆς τοῦ ὠφελημένου προσθήκης. ἣν ἀεὶ τῷ λόγῳ προστίθησιν, αὔξων ἑαυτῷ κατὰ μικρὸν τὰ τῆς εὐσεβείας σπέρματα. Εἰ δὲ μὴ, τά γε δεύτερα καὶ μικρότερα, καὶ ὅσα εἰς δύναμιν ἥκει τὴν σήν· ἐπικούρησον, ὄρεξον τροφὴν, ὄρεξον ῥάκος, προσένεγκε φάρμακον, κατάδησον τραύματα, ἐρώτησόν τι περὶ τῆς συμφορᾶς, περὶ καρτερίας φιλοσόφησον, θάρσησον, πρόςελθε· οὐ μὴ χεῖρόν τι σεαυτοῦ παρὰ τοῦτο γένῃ· οὐ μὴ μεταλάβοις τοῦ πάθους, κἂν οἱ λίαν ἁβροὶ τοῦτο νομίζωσι λόγοις ματαίοις ἠπατημένοι· μᾶλλον δὲ ταύτην προβάλλονται τῆς ἑαυτῶν εἴτε εὐλαβείας, εἴτε ἀσεβείας ἀπολογίαν, ἐπὶ τὴν δειλίαν, ὡς δή τι μέγα καὶ σοφὸν καταφεύγοντες. Τοῦτο πειθέτωσάν σε καὶ οἱ λόγοι, καὶ ἰατρῶν παῖδες, καὶ σύνοικοι τούτων θεραπευταὶ, ὧν οὐδείς πω τοῖς τοιούτοις προσιὼν ἐκινδύνευσε. Σὺ τοίνυν, εἰ καὶ τὸ πρᾶγμα φοβερὸν καὶ ὑπονοίας ἄξιον, ὦ δοῦλε Χριστοῦ, καὶ φιλόθεε, καὶ φιλάνθρωπε, μὴ πάθῃς μηδὲν ἀγεννές· τῇ πίστει θάρσησον· νικησάτω τὴν δειλίαν ὁ οἶκτος, ὁ τοῦ Θεοῦ φόβος τὴν ἁπαλότητα· στήτω πρὸ τῶν φιλοσάρκων λογισμῶν ἡ εὐσέβεια· μὴ παρίδῃς, μὴ παραδράμῃς τὸν ἀδελφὸν, μὴ ἀποστραφῇς ὡς ἄγος, ὡς μίασμα, ὡς ἄλλο τι τῶν φευκτῶν καὶ ἀπειρημένων· σόν ἐστι μέλος, καὶ εἰ τῇ συμφορᾷ κάμπτεται· Σοὶ ἐγκαταλέλειπται ὁ πτωχὸς, ὡς Θεῷ, καὶ εἰ λίαν παρατρέχεις μεγαλοψύχως, τάχα γάρ σε τούτοις δυσωπήσω τοῖς ῥήμασι. Σοὶ πρόκειται φιλανθρωπίας ὑπόθεσις, καὶ εἰ ἀλλοτριοῖ σε τοῦ εὖ παθεῖν ὁ ἀλλότριος.
28. Πᾶς ὁ πλέων ἐγγύς ἐστι τοῦ ναυαγίου, καὶ τόσῳ μᾶλλον, ὅσῳπερ ἂν τολμηρότερον πλέῃ· καὶ πᾶς ὁ σῶμα περικείμενος ἐγγύς ἐστι τῶν τοῦ σώματος κακῶν, καὶ τόσῳ μᾶλλον, ὅσῳπερ ἂν ὀρθῶς βαδίζῃ, καὶ μὴ βλέπῃ τοὺς πρὸ αὐτοῦ κειμένους. Ἕως πλῇς ἐξ οὐρίας, τῷ ναυαγοῦντι δὸς χεῖρα· ἕως εὐεκτῇς καὶ πλουτῇς, τῷ κακοπαθοῦντι βοήθησον. Μὴ ἀναμείνῃς ἐπὶ σεαυτοῦ μαθεῖν, ὅσον ἐστὶ κακὸν ἀπανθρωπία, καὶ οἷον ἀγαθὸν σπλάγχνα τοῖς χρῄζουσιν ἀνοιγόμενα. Μὴ βουληθῇς ἐπᾶραι χεῖρα Θεὸν κατὰ τῶν ὑψαυχενούντων, καὶ παρατρεχόντων τοὺς πένητας. Ἐν ἀλλοτρίαις συμφοραῖς ταῦτα παιδεύθητι· δός τι καὶ μικρὸν τῷ δεομένῳ· οὐ γὰρ μικρὸν τῷ πάντων ἐπιδεεῖ, ἀλλ᾿ οὐδὲ τῷ Θεῷ, ἂν ᾖ κατὰ δύναμιν. Δὸς ἀντὶ μεγάλου τὴν προθυμίαν· εἰ μηδὲν ἔχῃς, δάκρυσον· μέγα τῷ ἀτυχοῦντι φάρμακον, ἔλεος ἀπὸ ψυχῆς εἰσφερόμενος· καὶ τὸ συναλγεῖν γνησίως, πολύ τι κουφίζει τῆς συμφορᾶς. Οὐκ ἔστιν ἀτιμώτερός σοι τοῦ κτήνους ὁ ἄνθρωπος, ὦ ἄνθρωπε, ὃ πεσὸν εἰς βόθρον, ἢ πλανηθὲν, ἀνεγείρειν σοι καὶ ἐπανάγειν ὁ νόμος διακελεύεται· εἰ μέν τι καὶ ἄλλο κρύπτων ἀποῤῥητότερον καὶ βαθύτερον, οἷα τὰ πολλὰ τοῦ νομικοῦ βάθους καὶ τῆς διπλόης, οὐκ ἐμὸν τοῦτο εἰδέναι, ἀλλὰ τοῦ πάντα ἐρευνῶντος καὶ γινώσκοντος Πνεύματος· ὃ δ᾿ οὖν ἐγὼ καταλαμβάνω, καὶ ὅσον εἰς τὸν ἐμὸν ἥκει λόγον, γυμνάζων ἡμᾶς ἀπὸ τῆς εἰς τὰ μικρὰ φιλανθρωπίας, ἐπὶ τὴν τελειοτέραν καὶ μείζονα. Πόση γὰρ ὀφείλεται τοῖς ὁμοφύλοις καὶ ὁμοτίμοις ἡ καὶ μέχρι τῶν ἀλόγων ἀπαιτουμένη;
29. Ταῦτα μὲν οὖν ὁ λόγος, καὶ ὁ νόμος, καὶ τῶν ἀνθρώπων οἱ μετριώτατοι, παρ᾿ οἷς τὸ εὖ ποιεῖν τοῦ πάσχειν τιμιώτερον, καὶ περισπουδαστότερος κέρδους ἔλεος. Τί δ᾿ ἂν εἴποις περὶ τῶν καθ᾿ ἡμᾶς σοφῶν; Ἐῶ γὰρ λέγειν τοὺς ἔξωθεν, οἳ συνηγόρους τοῖς πάθεσι θεοὺς εὑρίσκοντες, καὶ τῷ Κερδώῳ, ᾧ τὰ πρῶτα νέμουσιν· ἤδη δὲ, καὶ ὃ τούτου χεῖρόν ἐστι, καὶ ἀνθρωποκτονεῖν νομίζουσιν ἔστιν οἷς δαιμόνων, καὶ παρ᾿ οἷς ἔθνεσι, καὶ μέρος εὐσεβείας αὐτοῖς ἡ ἀπανθρωπία, καὶ ταῖς τοιαύταις θυσίαις αὐτοί τε χαίρουσι, καὶ τοὺς θεοὺς αὐτῶν οἴονται, πονηροὶ πονηρῶν ἱερεῖς καὶ μύσται γινόμενοι. Ἀλλ᾿ εἰσὶ τῶν ἡμετέρων τινὲς, ὃ καὶ δακρύειν ἄξιον, οἳ τοσοῦτον ἀπέχουσι συναλγεῖν καὶ βοηθεῖν τοῖς κάμνουσιν, ὥςτε καὶ προσονειδίζουσι πικρῶς, καὶ προσεπεμβαίνουσι, καὶ φιλοσοφοῦσι κενὰ καὶ μάταια, καὶ φωνοῦσιν ὄντως ἐκ γῆς, καὶ εἰς ἀέρα λαλοῦσιν, καὶ οὐκ εἰς ἀκοὰς εὐσυνέτους, καὶ θείοις συνειθισμένας δόγμασι, καὶ τολμῶσι λέγειν· Παρὰ Θεοῦ τὸ ταλαιπωρεῖν ἐκείνοις, παρὰ Θεοῦ τὸ εὖ πράττειν ἡμῖν· καὶ τίς εἰμι ἐγὼ δόγμα λύειν Θεοῦ, καὶ Θεοῦ φανῆναι χρηστότερος; Καμνέτωσαν, ταλαιπωρείτωσαν, δυστυχείτωσαν· οὕτως ἔδοξεν. Κἀνταῦθα μόνον εἰσὶ φιλόθεοι, οὗ δεῖ φυλάττειν τοὺς ὀβολοὺς, καὶ κατὰ τῶν ἀθλίων νεανιεύεσθαι. Ὅτι μὲν οὖν οὐκ ἐκ τοῦ Θεοῦ τὸ εὖ πράττειν αὐτοῖς εἶναι νομίζουσι, δηλοῦσι σαφῶς ἐξ ὧν λέγουσι. Τίς γὰρ ἂν οὕτω διανοηθείη περὶ τῶν δεομένων, Θεὸν εἰδὼς χωρηγὸν ὧν κέκτηται; Τῶν γὰρ αὐτῶν ἐστιν ἔχειν τέ τι παρὰ Θεοῦ, καὶ κεχρῆσθαι κατὰ Θεὸν οἷςπερ ἔχουσιν.
30. Εἰ δὲ καὶ παρὰ Θεοῦ τὸ κακοπαθεῖν ἐκείνοις, οὔπω δῆλον, ἕως ἂν καὶ παρ᾿ ἑαυτῆς ἡ ὕλη φέρῃ τὸ ἄτακτον, ὥσπερ ἐν ῥεύματι. Καὶ τίς οἶδεν, εἰ ὁ μὲν διὰ κακίαν κολάζεται, ὁ δὲ ὡς ἐπαινούμενος αἴρεται· ἀλλὰ μὴ τοὐναντίον, ὁ μὲν διὰ πονηρίαν ὑψοῦται, ὁ δὲ δι᾿ ἀρετὴν δοκιμάζεται; ὁ μὲν πλεῖον ἐπαιρόμενος, ἵνα καὶ πέσῃ χαλεπώτερον, ὅλην ἐώμενος πρότερον, ὥσπερ τινὰ νόσον, ἐκρῆξαι τὴν ἑαυτοῦ κακίαν, ἵνα καὶ κολασθῇ δικαιότερον· ὁ δὲ καὶ παρὰ δόξαν πιεζόμενος, ἵνα ὥσπερ χρυσὸς ἐν καμίνῳ δοκιμασθεὶς, τῆς κακίας, εἴ τι καὶ μικρὸν ἔχει, τοῦτο ἐκτήξῃ· καθαρὸς γὰρ ἀπὸ ῥύπου παντελῶς οὐδεὶς, οὐκ οὖν ἐν γεννητῇ φύσει, ὥςπερ ἠκούσαμεν, εἰ καὶ φανῇ δοκιμώτερος. Εὑρίσκω γάρ τι καὶ τοιοῦτο ἐν τῇ θείᾳ Γραφῇ μυστήριον· καὶ μακρὸν ἂν εἴη πάσας ἀπαριθμεῖν τοῦ Πνεύματος τὰς φωνὰς, αἵ με πρὸς τοῦτο φέρουσιν. Ἀλλὰ τίς ἂν ψάμμον θαλασσῶν, καὶ σταγόνας ὑετοῦ, καὶ βυθοῦ μῆκος ἀναμετρήσαιτο; τίς δ᾿ ἂν τοῦ Θεοῦ τῆς περὶ πάντα σοφίας τὸ βάθος ἐξιχνιάσειεν, ὑφ᾿ ἧς καὶ πεποίηκε τὰ πάντα, καὶ διοικεῖ τρόπον, ὂν αὐτὸς καὶ βούλεται καὶ ἐπίσταται; Ἀρκεῖ γὰρ, κατὰ τὸν θεῖον Ἀπόστολον, θαυμάσαντας μόνον τὸ ταύτης δυστέκμαρτον καὶ δυσθεώρητον παρελθεῖν· Ὦ βάθος πλούτου, καὶ σοφίας, καὶ γνώσεως Θεο!ῦ ὡς ἀνεξερεύνητα τὰ κρίματα αὐτοῦ, καὶ ἀνεξιχνίαστοι αἱ ὁδοὶ αὐτο!ῦ καὶ, Τίς ἔγνω νοῦν Κυρίου; Εἰς δὲ τὰ ἔσχατα τῆς σοφίας αὐτοῦ τίς ἀφίκετο; φησὶν ὁ Ἰώβ. Τίς σοφὸς, καὶ συνήσει ταῦτα, καὶ οὐχὶ τῷ ἀνεφίκτῳ μετρήσει τὸ ὑπὲρ μέτρησιν;
31. Ἄλλος μὲν οὖν εἴη περὶ ταῦτα τολμηρὸς καὶ γεννάδας, μᾶλλον δὲ εἴη μηδείς· ἐγὼ δὲ ὀκνῶ κακίᾳ δοῦναι πάντως τὴν ἐντεῦθεν κόλασιν, ἢ εὐσεβείᾳ τὴν ἄνεσιν· ἀλλ᾿ ἔστι μὲν ὅτε καὶ πρός τι χρήσιμον, ἢ κακίας ἐγκοπτομένης δυσπαθείᾳ τῶν πονηρῶν, ἢ ἀρετῆς ὁδοποιουμένης εὐπαθείᾳ τῶν βελτιόνων· οὐκ ἀεὶ δὲ, οὐδὲ πάντως, ἀλλ᾿ εἶναι τοῦτο μόνον καιροῦ τοῦ μέλλοντος, καθ᾿ ὃν οἱ μὲν τὰ τῆς ἀρετῆς ἆθλα, οἱ δὲ τὰ τῆς κακίας ἐπιτίμια δέξονται. Ἀναστήσονται γὰρ οὗτοι, φησὶν, εἰς ἀνάστασιν ζωῆς, καὶ οὗτοι εἰς ἀνάστασιν κρίσεως· τὰ δὲ ἐντεῦθεν ἑτέρου τύπου εἶναι, καὶ ἀγωγῆς ἑτέρας, πάντα ἐκεῖσε φέροντα, ἐχούσης ὁμαλόν τι παρὰ Θεῷ πάντως καὶ τῆς δοκούσης ἡμῖν ἀνωμαλίας· ὥσπερ ἐν σώματι τὰς ἐξοχάς τε καὶ εἰσοχὰς, μεγέθη τε καὶ μικρότητας, καὶ γῆς ἐπαναστάσεις τε καὶ ὑφέσεις ἐξ ὧν τὸ κάλλος τῇ πρὸς ἄλληλα σχέσει συνιστάμενόν τε καὶ θεωρούμενον· ἐπεὶ καὶ τεχνίτου τὸ περὶ τὴν ὕλην τέως ἄτακτον καὶ ἀνώμαλον, λίαν ἔντεχνον ἦν, ἂν πρός τινος ἔργου κατασκευὴν εὐτρεπίσαιτο· τότε καὶ ἡμῖν καταλαμβανόμενόν τε καὶ ὁμολογούμενον, ὅταν τὸ ἀποτελεσθὲν κάλλος τοῦ δημιουργήματος θεωρήσωμεν. Ἀλλ᾿ οὔτε ἐκεῖνος ἄτεχνος ᾖ ὡς ἡμεῖς, οὔτε ταῦτα διοικεῖται ἀτάκτως, ὅτι μὴ καὶ ἡμῖν ὁ λόγος γνώριμος.
32. Ἀλλ᾿ εἴ τινα δεῖ καὶ εἰκόνα λαβεῖν τοῦ ἡμετέρου πάθους, οὐ πόῤῥω τῶν ναυτιώντων ἐσμὲν καὶ ἰλιγγιώντων, οἳ στρέφεσθαι τὰ πάντα δοκοῦσιν, αὐτοὶ στρεφόμενοι· ὡς δὲ καὶ οὗτοι, περὶ ὧν ὁ λόγος. Οὐ γὰρ ἀνέχονται σοφώτερον αὐτῶν εἶναι τὸν Θεὸν, ἂν πρός τι τῶν συμβαινόντων ἰλιγγιάσωσιν· ἢ καμεῖν περὶ τὸν λόγον δέον, ὡς τάχ᾿ ἂν τῇ φιλοπονίᾳ δοθησομένης τῆς ἀληθείας, ἢ σοφωτέροις ἑαυτῶν ταῦτα συμφιλοσοφεῖν καὶ πνευματικωτέροις, ἐπειδὴ καὶ τοῦτο χάρισμα ἑν, καὶ οὐχὶ πάντων ἡ γνῶσις, ἢ καθάρσει βίου ταύτην θηρεύειν, καὶ παρὰ τῆς ὄντως Σοφίας σοφίαν ἐπιζητεῖν. Οἱ δὲ (ὢ τῆς ἀπαιδευσία!)ς ἐπὶ τὸ ἑτοιμότερον τρέπονται, καὶ ἀλογίαν τοῦ παντὸς καταψεύδονται, αὐτοὶ τὸν λόγον οὐκ ἐπιστάμενοι· καὶ εἰσὶ δι᾿ ἀπαιδευσίαν σοφοὶ, ἢ διὰ σοφίαν, ἵνα οὕτως εἴπω, τὴν περιττὴν, ἄσοφοι καὶ ἀσύνετοι. Ἐντεῦθεν οἱ μὲν τύχην καὶ τὸ αὐτόματον ἐδογμάτισαν, ὄντως αὐτόματα καὶ ὡς ἔτυχεν ἀναπλασθέντα ἐπινοήματα· οἱ δὲ ἀστέρων τινὰ δυναστείαν ἄλογόν τε καὶ ἄλυτον πλεκόντων, ὡς ἂν βούλωνται, τὰ ἡμέτερα, μᾶλλον δὲ καὶ αὐτὸ τὸ πλέκειν συνηναγκασμένων· καὶ πλανητῶν δή τινων καὶ ἀπλανῶν συνόδους καὶ ὑποχωρήσεις, καὶ κυρίαν τοῦ παντὸς κίνησιν. Οἱ δὲ, ὅ τι ἂν ἕκαστος ἐφαντάσθησαν, τῷ ταλαιπώρῳ γένει τῶν ἀνθρώπων φέροντες, ἐπεισήγαγον, ὅσον αὐτοῖς τῆς Προνοίας ἀνέφικτόν τε καὶ ἀθεώρητον, εἰς διαφόρους δόξας καὶ προσηγορίας καταμερίσαντες. Εἰσὶ δὲ οἳ καὶ πενίαν πολλὴν τῆς Προνοίας κατέγνωσαν, τὰ μὲν ὑπὲρ ἡμᾶς ταύτῃ διοικεῖσθαι νομίσαντες, ἄχρι δ᾿ ἡμῶν τῶν καὶ μάλιστα δεομένων κατάγειν αὐτὴν ἀποκνήσαντες, ὥςπερ δεδοικότες, μὴ τῷ πλείονας εὐεργετεῖσθαι, ἀγαθώτερον ἀποφήνωσι τὸν εὐεργέτην, ἢ ἀποκάμνοι αὐτοῖς ὁ Θεὸς εὖ ποιῶν πλείονας.
33. Ἀλλ᾿ οὗτοι μὲν, ὅπερ εἶπον, ἐῤῥίφθων, ἐπεὶ καὶ καλῶς αὐτοὺς προλαβὼν ὁ λόγος ἠμύνατο· Ἐματαιώθη γὰρ, φησὶν, ἡ ἀσύνετος αὐτῶν καρδία· φάσκοντες εἶναι σοφοὶ, ἐμωράνθησαν, καὶ ἤλλαξαν τὴν δόξαν τοῦ ἀφθάρτου Θεοῦ, μύθοις τισὶ καὶ σκιαῖς τὴν διὰ πάντων Πρόνοιαν καθυβρίσαντες. Ἡμεῖς δὲ μήτε αὐτοὶ ταῦτα τερατευώμεθα, εἴπερ τι μέλει τοῦ λόγου λογικοῖς οὖσιν ἡμῖν, καὶ λόγου θεραπευταῖς· μήτε τοὺς οἰομένους ἀποδεχώμεθα, κἂν εὐδρομῶσι τὴν γλῶτταν ἐν τοῖς ἀτόποις λόγοις καὶ δόγμασι, καὶ τῷ καινῷ τέρπωσιν. Ἀλλὰ καὶ Θεὸν εἶναι τὸν πάντων ποιητὴν καὶ δημιουργὸν πιστεύωμεν· πῶς γὰρ ἂν ὑπέστη τὸ πᾶν, μή τινος οὐσιώσαντός τε καὶ συναρμόσαντος; Καὶ Πρόνοιαν συνεισάγωμεν, τὴν τοῦδε τοῦ παντὸς συνεκτικήν τε καὶ συνδετικήν· ἐπεὶ καὶ προνοητὴν εἶναι τούτων, ὧν ποιητὴν εἶναι ἀναγκαῖον· εἰ μὴ μέλλοι τὸ πᾶν τῷ αὐτομάτῳ φερόμενον, ὥσπερ ὑπὸ λαίλαπος ναῦς, αὐτίκα λυθήσεσθαί τε καὶ διασπασθήσεσθαι διὰ τὴν ἀταξίαν τῆς ὕλης, καὶ πρὸς τὴν ἀρχαίαν σύγχυσίν τε καὶ ἀκοσμίαν ἐπαναχθήσεσθαι. Καὶ τοῖς ἡμετέροις μάλιστα ἐπιστατεῖν δεξώμεθα τὸν ἡμέτερον, εἴτε ποιητὴν, εἴτε πλάστην βούλει καλεῖν· κἂν διὰ τῶν ἐναντίων ὁ βίος ἡμῖν διεξάγηται, διὰ τοῦτο τυχὸν καὶ ἀγνοουμένων, ἵνα τῷ δυσθεωρήτῳ τὸν ὑπὲρ πάντα λόγον θαυμάζωμεν. Ἐπειδὴ τὸ μὲν ῥᾳδίως ληπτὸν, ἅπαν εὐκαταφρόνητον· τὸ δὲ ὑπὲρ ἡμᾶς, ὅσῳ δυσεφικτότερον, τοσούτῳ θαυμασιώτερον· καὶ γυμνάζει τὸν πόθον ἅπαν τὸ διαφεῦγον τὴν ἔφεσιν.
34. Διὰ τοῦτο μήτε ὑγίειαν πᾶσαν θαυμάζωμεν, μήτε νόσον διαπτύωμεν, μήτε πλούτῳ ῥέοντι προστιθώμεθα καρδίᾳ, πλέον ἢ καλῶς ἔχει, τῇ ῥοῇ προσκείμενοι, καὶ οἷον τῆς ψυχῆς τι ταύτῃ προσαναλίσκοντες· μήτε πενίας κατεξανιστώμεθα, ὡς ἀποπτύστου πάντη καὶ κατακρίτου, καὶ τῆς μισουμένης μερίδος· ἀλλ᾿ εἰδῶμεν καὶ ὑγίειαν περιφρονεῖν ἀσύνετον, ἧς καρπὸς ἁμαρτία, καὶ νόσον τιμᾷν ὁσίαν, αἰδούμενοι τοὺς διὰ πάθους νικήσαντας, μή πού τις καὶ Ἰὼβ τοῖς νοσοῦσιν ἐγκέκρυπται, πολύ τι τῶν ὑγιαινόντων αἰδεσιμώτερος, κἂν τὸν ἰχῶρα ξέῃ, κἂν ταλαιπωρῇ νυκτὸς καὶ ἡμέρας αἴθριος, καὶ πληγῇ, καὶ γυναικὶ, καὶ φίλοις στενοχωρούμενος· ὡς δὲ καὶ πλοῦτον ἄδικον ἀποπέμπεσθαι, δι᾿ ὃν κάμνει δικαίως ὁ ἐν τῇ φλογὶ πλούσιος, καὶ προσαιτεῖ ῥανίδα μικρὰν ἀναψύξεως, καὶ πενίαν ἐπαινεῖν εὐχάριστον καὶ φιλόσοφον, μεθ᾿ ἧς Λάζαρος σώζεται, καὶ πλουτεῖ τὴν ἐν κόλποις Ἀβραὰμ ἀνάπαυσιν.
35. Ἀλλ᾿ ἐμοὶ μὲν καὶ διὰ τοῦτο δοκεῖ ἀναγκαία τυγχάνειν ἡ φιλανθρωπία, καὶ τὸ πρὸς τοὺς δεομένους εὔσπλαγχνον, ἵνα τοὺς οὕτως ἔχοντας περὶ τούτων ἐπιστομίζωμεν, καὶ μὴ λόγοις ματαίοις παραχωρῶμεν, νομοθετοῦντες καθ᾿ ἡμῶν αὐτῶν τὴν ὠμότητα· πάντων δὲ τὴν ἐντολὴν αἰδώμεθα πλέον, καὶ τὸ ὑπόδειγμα. Τίς ἡ ἐντολή; καὶ σκοπεῖτε τὸ ἐπίμονον αὐτῆς, καὶ τὸ γνήσιον. Οὐ γὰρ ἅπαξ, οὐδὲ δὶς εἰπόντες τι περὶ τῶν δεομένων, οἱ τοῦ Πνεύματος ἀπηλλάγησαν· οὐδὲ οἱ μὲν, οἱ δὲ οὒ, ἢ μᾶλλόν τινες, οἱ δὲ ἧττον, ὡς ἂν μὴ περὶ μεγάλου τινὸς, μηδὲ τῶν σφόδρα κατεπειγόντων, ἀλλὰ καὶ πάντες, καὶ μετὰ σπουδῆς ἕκαστος, ἢ πρῶτον, ἢ ἐν πρώτοις, τοῦτο διακελευόμενοι, καὶ ποτὲ μὲν προτρέποντες, ποτὲ δὲ ἀπειλοῦντες, ποτὲ δὲ ὀνειδίζοντες· ἔστι δὲ ὅτε καὶ τοὺς κατορθοῦντας ἀποδεχόμενοι, ὡς ἂν τῷ συνεχεῖ τῆς ὑπομνήσεως τὴν ἐντολὴν ἐνεργήσωσιν. Ἕνεκεν μὲν τῆς ταλαιπωρίας τῶν πτωχῶν, καὶ τοῦ στεναγμοῦ τῶν πενήτων νῦν ἀναστήσομαι, φησὶ, λέγει Κύριος. Τίς οὐ δέδοικεν ἀνιστάμενον Κύριον; Καὶ, Ἀνάστηθι, Κύριε ὁ Θεός μου, ὑψωθήτω ἡ χείρ σου· μὴ ἐπιλάθῃ τῶν πενήτων. Ἀπευξώμεθα τὴν τοιαύτην ὕψωσιν, καὶ μὴ βουληθῶμεν ἰδεῖν ἐπαιρομένην χεῖρα κατὰ τῶν ἀπειθούντων, ἔτι δὲ μᾶλλον ἐπαφιεμένην τοῖς σκληροτέροις. Καὶ οὐκ ἐπελάθετο τῆς κραυγῆς τῶν πενήτων· Καὶ, Οὐκ εἰς τέλος ἐπιλησθήσεται ὁ πτωχός· καὶ, Ὀφθαλμοὶ μὲν αὐτοῦ ἐπὶ τὸν πένητα ἐπιβλέπουσιν (ὃ τοῦ βλεφάρου κρεῖττον καὶ κυριώτερον), τὰ βλέφαρα δὲ αὐτοῦ ἐξετάζει τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων· ἡ ἐλάσσων, ὡς ἂν εἴποι τις, ἐπισκοπὴ καὶ δευτέρα.
36. Τάχα ἂν εἴποι τις· Ὑπὲρ τῶν ἀδικουμένων ταῦτα πτωχῶν καὶ πενήτων. Οὐ διαφέρομαι· ἀλλὰ σέ γε κεντριζέτω καὶ τοῦτο πρὸς τὸ φιλάνθρωπον. Ὧν γὰρ ἀδικουμένων τοσοῦτος ὁ λόγος, τούτων καὶ εὖ πασχόντων δηλαδὴ πλείων ἡ χάρις. Εἰ γὰρ ὁ ἀτιμάζων πένητα, παροξύνει τὸν ποιήσαντα αὐτὸν, τιμᾷ τὸν ποιητὴν ὁ περιέπων τὸ ποίημα. Πάλιν δὲ ὅταν ἀκούῃς· Πένης καὶ πλούσιος συνήντησαν ἀλλήλοις, ἀμφοτέρους δὲ ὁ Κύριος ἐποίησεν· μὴ τὸν μὲν πένητα, τὸν δὲ πλούσιον ὑπολάβῃς, ἵνα καὶ μᾶλλον κατεξαναστῇς τοῦ πένητος· οὐ γὰρ δῆλον, εἰ θεόθεν ἡ τοιαύτη διαίρεσις· πλάσμα δὲ Θεοῦ, φησὶν, ὁμοίως ἀμφότεροι, καὶ εἰ τὰ ἔξωθεν ἄνισα. Τοῦτό σε δυσωπείτω πρὸς τὸ συμπαθὲς καὶ φιλάδελφον, ἵνα ὅταν ὑπ᾿ ἐκείνων ἐπαρθῇς, ὑπὸ τούτου συσταλῇς, καὶ γένῃ σεαυτοῦ μετριώτερος. Τί ἔτι; Ὁ ἐλεῶν πτωχὸν, Θεῷ δανείζει, φησίν. Τίς οὐ δέχεται τοιοῦτον χρεώστην, ἀποδώσοντα ἐν καιρῷ μετὰ τῆς ἐπικαρπίας τὸ δάνειον; Καὶ πάλιν· Ἐλεημοσύναις καὶ πίστεσιν ἀποκαθαίρονται ἁμαρτίαι.
37. Καθαρθῶμεν οὖν ἐλεήσαντες, ῥύψωμεν τῇ καλῇ πόᾳ τὰ τῶν ψυχῶν ῥύπη τε καὶ μολύσματα· καὶ λευκανθῶμεν, οἱ μὲν ὡς ἔριον, οἱ δὲ ὡς χιὼν, κατὰ τὴν ἀναλογίαν τῆς εὐσπλαγχνίας. Εἴπω τι καὶ φοβερώτερον· Εἰ μὲν οὐδέν ἔστι σοι σύντριμμα, οὐδὲ μώλωψ, οὐδὲ πληγὴ φλεγμαίνουσα, οὐδὲ λέπρα τις ψυχῆς, ἢ ἁφὴ σημασίας, ἢ τηλαυγὴς, ἃ μικρῶς μὲν ὁ νόμος ἐκάθηρεν, δεῖται δὲ Χριστοῦ θεραπεύσοντος· ἀλλὰ σύ γε τὸν ὑπὲρ ἡμῶν τραυματισθέντα καὶ μαλακισθέντα αἰδέσθητι· αἰδεσθήσῃ δὲ, ἂν φαίνῃ τῷ Χριστοῦ μέλει χρηστὸς καὶ φιλάνθρωπος. Εἰ δὲ τοσοῦτόν σε κατετραυμάτισε τυχὸν ὁ τῶν ἡμετέρων ψυχῶν λῃστὴς καὶ τύραννος, ἢ ἀπὸ Ἱερουσαλὴμ εἰς Ἱεριχὼ καταβαίνοντα, ἢ καὶ ἄλλοθί που λαβὼν ἄοπλόν τε καὶ ἀπαράσκευον, ὥστ᾿ ἂν εἰκότως εἰπεῖν ἐκεῖνα· Προσώζεσαν καὶ ἐσάπησαν οἱ μώλωπές μου ἀπὸ προσώπου τῆς ἀφροσύνης μου· εἰ μὲν οὕτως ἔχῃς, ὡς μηδὲ τὴν θεραπείαν ἐπιζητεῖν, μηδὲ τὸν τρόπον εἰδέναι τῆς σῆς ἰάσεως, φεῦ τῆς πληγῆς ὄντως, καὶ τῆς εἰς βάθος ταλαιπωρίας! Εἰ δὲ μή πω παντελῶς ἀπέγνωσαι, μηδὲ ἀνιάτως ἔχῃς, πρόσελθε τῷ θεραπευτῇ, δεήθητι, θεράπευσον τὰ τραύματα διὰ τῶν τραυμάτων, κτῆσαι τῷ ὁμοίῳ τὸ ὅμοιον, μᾶλλον δὲ, τοῖς ἐλάττοσι τὰ μείζονα θεραπεύθητι. Ἐρεῖ τῇ ψυχῇ σου· Σωτηρία σου εἰμὶ ἐγώ· καὶ, Ἡ πίστις σου σέσωκέ σε· καὶ, Ἰδοὺ ὑγιὴς γέγονας· καὶ πάντα τὰ τῆς φιλανθρωπίας ῥήματα, μόνον ἂν ἴδῃ σε τοῖς ἀλγοῦσι φιλάνθρωπον.
38. Μακάριοι, φησὶν, οἱ ἐλεήμονες, ὅτι αὐτοὶ ἐλεηθήσονται. Οὐ πολλοστὸς ἐν τοῖς μακαρισμοῖς ὁ ἔλεος. Καὶ, Μακάριος ὁ συνιὼν, ἐπὶ πτωχὸν καὶ πένητα· καὶ, Χρηστὸς ἀνὴρ ὁ οἰκτείρων καὶ κιχρῶν· καὶ, Ὅλην τὴν ἡμέραν ἐλεεῖ καὶ δανείζει ὁ δίκαιος. Ἁρπάσωμεν τὸν μακαρισμὸν, συνιέντες κληθῶμεν, χρηστοὶ γενώμεθα. Μὴ διακοψάτω σου μηδὲ νὺξ τὸν ἔλεον. Μὴ εἴπῃς· Ἐπανελθὼν ἐπάνηκε, καὶ αὔριον δώσω σοι· μή τι μέσον γένηται τῆς ὁρμῆς καὶ τῆς εὐεργεσίας· τοῦτο μόνον, οὐ δέχεται ἀναβολὴν ἡ φιλανθρωπία. Διάθρυπτε πεινῶντι τὸν ἄρτον σου, καὶ πτωχοὺς ἀστέγους εἰσάγαγε εἰς τὸν οἶκόν σου, καὶ ταῦτα μετὰ προθυμίας. Ὁ γὰρ ἐλεῶν, φησὶν, ἐν ἱλαρότητι· καὶ διπλασιάζεταί σοι τὸ ἀγαθὸν τῇ ἑτοιμότητι. Τὸ γὰρ ἐκ λύπης, ἢ ἐξ ἀνάγκης, ἄχαρί τε καὶ ἀκαλλώπιστον. Πανηγυριστέον δὲ, οὐ θρηνητέον τὴν εὐποιίαν. Ἐὰν ἀνέλῃς σύνδεσμον, φησὶ, καὶ χειροτονίαν, μικρολογίαν δὴ λέγω τοῦτο καὶ δοκιμασίαν, εἶτ᾿ οὖν ἀμφιβολίαν, καὶ ῥῆμα γογγυσμοῦ, τί γενήσεται; Ὡς μέγα τι καὶ θαυμάσιον! οἷον καὶ ὅσος ὁ τούτου μισθό!ς Ῥαγήσεται πρώιμον τὸ φῶς σου, καὶ τὰ ἰάματά σου ταχὺ ἀνατελεῖ. Τίς οὖν οὐκ ἐφίεται φωτὸς καὶ ἰάσεως;
39. Αἰδοῦμαι δὲ καὶ τὸ Χριστοῦ γλωσσόκομον, ὃ πρὸς πτωχοτροφίαν ἡμᾶς παρακαλεῖ· καὶ τὴν Παύλου καὶ Πέτρου συμφωνίαν, ὅτι τὸ Εὐαγγέλιον διελόμενοι, τοὺς πτωχοὺς κοινωνοὺς ἐποιήσαντο· καὶ τὴν τοῦ νέου τελείωσιν ἐν τῷ τὰ ὄντα δοῦναι πτωχοῖς ὁρισθεῖσάν τε καὶ νομοθετηθεῖσαν. Οἴει μὴ ἀνάγκην εἶναί σοι τῆς φιλανθρωπίας, ἀλλ᾿ αἵρεσιν; μηδὲ νόμον, ἀλλὰ παραίνεσιν; Σφόδρα καὶ αὐτὸς ἐβουλόμην τοῦτο, καὶ ὑπελάμβανον· ἀλλὰ φοβεῖ με ἡ ἀριστερὰ χεὶρ, καὶ οἱ ἔριφοι, καὶ ἂ παρὰ τοῦ στήσαντος ὀνειδίζονται· οὐχ ὅτι διηρπάκασιν, οὐθ᾿ ὅτι σεσυλήκασιν, ἢ μεμοιχεύκασιν, ἢ ἄλλο τι τῶν ἀπηγορευμένων πεποιήκασιν, ταύτην τὴν τάξιν κατακριθέντες, ἀλλ᾿ ὅτι μὴ Χριστὸν διὰ τῶν δεομένων τεθεραπεύκασιν.
40. Εἴ τι οὖν ἐμοὶ πείθεσθε, δοῦλοι Χριστοῦ, καὶ ἀδελφοὶ, καὶ συγκληρονόμοι, ἕως ἐστὶ καιρὸς, Χριστὸν ἐπισκεψώμεθα, Χριστὸν θεραπεύσωμεν, Χριστὸν θρέψωμεν, Χριστὸν ἐνδύσωμεν, Χριστὸν συναγάγωμεν, Χριστὸν τιμήσωμεν· μὴ τραπέζῃ μόνον, ὥς τινες· μηδὲ μύροις, ὡς ἡ Μαρία· μηδὲ τάφῳ μόνον, ὡς Ἰωσὴφ ὁ Ἀριμαθαῖος· μηδὲ τοῖς πρὸς τὴν ταφὴν, ὡς Νικόδημος ὁ ἐξ ἡμισείας φιλόχριστος· μηδὲ χρυσῷ καὶ λιβάνῳ καὶ σμύρνῃ, ὡς οἱ μάγοι πρὸ τῶν εἰρημένων· ἀλλ᾿ ἐπειδὴ ἔλεον θέλει καὶ οὐ θυσίαν ὁ πάντων Δεσπότης, καὶ ὑπὲρ μυριάδας ἀρνῶν πιόνων ἡ εὐσπλαγχνία, ταύτην εἰσφέρωμεν αὐτῷ διὰ τῶν δεομένων, καὶ χαμαὶ σήμερον ἐῤῥιμμένων, ἵνα, ὅταν ἐνθένδε ἀπαλλαγῶμεν, δέξωνται ἡμᾶς εἰς τὰς αἰωνίους σκηνὰς, ἐν αὐτῷ Χριστῷ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν, ᾧ ἡ δόξα εἰς τοὺς αἰῶνας. Ἀμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου