Ο Eλληνικός πολιτισμός σήμερα μοιάζει ολοκληρωτικά κατακτημένος, από τον Δυτικό. Δεν υπάρχει ούτε ένας εκπρόσωπός του για να συνεχίση την μάχη εναντίον του ψεύδους, την οποία ξεκίνησε ο Σωκράτης και ο Πλάτων εναντίον των Σοφιστών, συνέχισε με πάθος στην διάρκεια του Βυζαντίου, βρήκε πολεμιστές ακόμη και στην διάρκεια της Τουρκοκρατίας, αλλά οι Νεοέλληνες ανέλαβαν άλλου είδους αγώνα. Του Πλούτου δια της προδοσίας! Οι Έλληνες διανοούμενοι έδειξαν πρώτοι τον δρόμο (από το κεφάλι βρωμάει το ψάρι) αφιερώνοντας τις πνευματικές τους δυνάμεις στην εισαγωγή έτοιμων ιδεών απο την Δύση! Αιώνιος υλικός και πνευματικός εχθρός των Ελλήνων, οι Φράγγοι και οι Γερμανοί απογονοί τους. Η Εκκλησία περπάτησε στον βηματισμό τής εποχής δηλαδή με το πνεύμα των πιστών της. Σήμερα στην Νεοελληνική πραγματικότητα δεν υπάρχει ούτε Έλληνας, ούτε Χριστιανός. Τελευταίοι αντιπρόσωποι του Δυτικού πολιτισμού, ντυμένοι Ελληνικό και Χριστιανικό ένδυμα, το μοναδικό Ιστορικό Ένδυμα Φωτός που υπάρχει και θα υπάρξει, Ζηζιούλας, Γιανναράς, Ράμφος.
ΔΙΚΗΝ ΕΙΣΑΓΩΓΗΣΤελευταίος μεγάλος πολεμιστής της Δύσεως εναντίον της Ελλάδος, υπήρξε ο Χάϊντεγκερ. Τελευταίος μάλλον πολεμιστής, κρυμμένος στην κοιλιά του Δούρειου Ίππου που θα αφανίση ολοκληρωτικά το Ελληνικό πνεύμα και λέγεται εξέλιξη της Φιλοσοφίας ή Ιστορία των Ιδεών. Πρώτος κατασκευαστής του, ο πολυμήχανος Αυγουστίνος. Ο Αχιλλέας της εκστρατείας, ο ημίθεος Ακινάτης. Doctor Angelicus. Οι Νεοθωμιστές, δάσκαλοι των νεο-ορθοδόξων, στο πρόσωπο του Gilson, συνθέτουν τις Σούμες του Ακινάτη με τον υπαρξισμό του Χάϊντεγκερ και ανακοινώνουν την τελική νίκη.
Ο Ακινάτης ξεπέρασε Φιλοσοφικά τον Αριστοτέλη και γενικώς την Ελληνική φιλοσοφία, με την βοήθεια του Χριστιανικού Πνεύματος και συγκεκριμένα με τον Λόγο Κυρίου! «ΕΓΩ ΕΙΜΙ Ο ΩΝ». Ο Χάϊντεγκερ συνέχισε και ολοκλήρωσε το ψεύδος, όπως θα δούμε, με τον Φιλοσοφικό όρο που επινόησε : οντοθεολογία! Ο όρος “οντοθεολογια” εδημιουργήθη από τον Χάϊντεγκερ για να χαρακτηρίσει την μεταφυσική του Αριστοτέλη και όλες όσες προήλθαν από αυτή, οι οποίες έπεσαν στο βαρύτατο σφάλμα να μειώσουν το Είναι στο Όν, ακόμη δε και αυτό το υπέρτατο Όν, που είναι ο θεός, ξεχνώντας μ’αυτόν τον τρόπο την «οντολογική διαφορά» ανάμεσα στο Είναι και στο Όν, η οποία είναι για τον Χάϊντεγκερ το πιο σημαντικό πράγμα που υπάρχει.
Για τον Χάϊντεγκερ ο όρος αυτός είναι καθαρά αρνητικός, δείχνει δηλαδή μια λανθασμένη φιλοσοφία, παρότι αναπόφευκτη, στην οποία αντιπροτάσει την δική σου, σαν αυθεντική φανέρωση ή ακρόαση του Είναι. Και όμως κατά γενική πλέον ομολογία των ερευνητών δεν είναι αυτό το νόημα τής θεωρίας, που αποδίδει ο Αριστοτέλης στον Πλάτωνα, η οποία είναι ένα είδος ολοκληρώματος της θεωρίας των Ιδεών, στην οποία όλα εξαρτώνται απο μία υπέρτατη Ιδέα, την Ιδέα του Είναι και του Ενός, η ουσία του οποίου όπως και όλων των Ιδεών, είναι ακριβώς να είναι πλήρως και ολοκληρωτικώς ο εαυτός της, δηλαδή να είναι ΕΝΑ.
Ο Χάιντεγκερ, επηρεασμένος απο τους νεοσχολαστικούς δασκάλους του (π.χ Μπρεντάνο), παρότι υπήρξε ο μοναδικός καθηγητής ο οποίος διάβαζε και μετέφραζε Αριστοτέλη στα μαθήματά του, στην Γερμανία, δεν κατενόησε πως στον Αριστοτέλη δεν υπάρχει ουτε θεολογία (διότι έτσι ονομάζει τους Θεογονικούς μύθους ο Αριστοτέλης) ούτε οντολογία (καθότι είναι ένας μοντέρνος όρος ο οποίος εδημιουργήθη από τους Καρτεσιανούς), οπότε δεν είναι δυνατόν να υπάρχει και οντοθεολογία.
Το ωραίο στην υπόθεση ετούτη είναι πως την θεωρία που ονομάζουν οντοθεολογία οι σύγχρονοι, ο Αριστοτέλης την γνώριζε (καθώς την απέδιδε λανθασμένα στον Πλάτωνα οπότε την γνώριζε) και την υπέβαλε μάλιστα και σε σκληρή κριτική. Αυτό το σημείο είναι το πλέον σημαντικό για την Ιστορία της Φιλοσοφίας, πως μια θεωρία, η οποία θεωρείται θρησκευτικής καταγωγής (έξοδος 3 14), ήταν ήδη γνωστή και είχε ήδη δεχθεί κριτική από τους Έλληνες Φιλοσόφους.
Τήν ερμηνεία τών Χριστιανών φιλοσόφων τού αποσπάσματος τής Εξόδου, επανέφερε στό προσκήνιο ο Ετιέν Ζιλσόν, ο οποίος μάλιστα δημιούργησε και ειδικό όρο περί αυτού: «Μεταφυσική τής Εξόδου» γιά να δείξη τό δόγμα σύμφωνα με τό οποίο ο Θεός πρέπει να είναι τό Είναι καθεαυτό (esse ipsum), Aυτός δηλ. ο οποίος απάντησε στήν ερώτηση τού Μωϋσή : «Εγώ ειμί ο ών». Οι Χριστιανοί φιλόσοφοι, σύμφωνα με τόν Ζιλσόν, ιδίως οι σχολαστικοί, με πρώτο και καλύτερο τον Ακινάτη, εκμεταλλεύθηκαν αυτή την απάντηση γιά να κατασκευάσουν μιά εντελώς καινούρια μεταφυσική σε σχέση με την Ελληνική. Δέν επρόκειτο λοιπόν γιά απλούς «αριστοτελικούς», αλλά επρόκειτο γιά εντελώς πρωτότυπους φιλοσόφους, πού ξεπέρασαν τόν Αριστοτέλη, χάρη στήν πίστη τους στήν βιβλική αποκάλυψη.
Τό κυριότερο βιβλίο τού Ζιλσόν πάνω στό θέμα μεταφράστηκε ήδη στά Ελληνικά, από τόν Θάνο Σαμαρτζή, καί κυκλοφορεί από τίς πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης, μέ τόν τίτλο «ΤΟ ΟΝ ΚΑΙ Η ΟΥΣΙΑ».
Ήδη λοιπόν (γιά να συνεχίσουμε τήν ιστορία μας ) απο το 1961 (η πρώτη έκδοση τού βιβλίου τού Ζιλσόν είναι τού 1948) η Cornelia de Vogel, διάσημη Ολλανδή ερευνήτρια τού Πλάτωνος και τού Πλατωνισμού, αντικρούει τήν Ερμηνεία τού Ζιλσόν σέ ένα σημαντικό αλλά άγνωστο σχεδόν άρθρο της «Εrgo sum qui sum et sa signification pour une philosophie chretienne» δηλ. «Εγώ ειμί ο ών και η σημασία του γιά μιά χριστιανική φιλοσοφία» στό «Revue des sciences religieuses», XXXV, σελ. 337-355».
Η θέση του άρθρου είναι με συντομία η εξής: ο Θεός των Χριστιανών φιλοσόφων δέν είναι το πρώτο κινούν του Αριστοτέλη, που κινεί τον πρώτο Ουρανό (και μέχρις εδώ βρίσκεται σε συμφωνία με τον Ζιλσόν). Αλλά είναι αντιθέτως ο Θεός της πλατωνικής-Νεοπλατωνικής παραδόσεως, ΤΟ ΑΓΑΘΟ, προσωποποιημένος (Ο Θεός). Από αυτή την προσωποποίηση κατάγεται και η φιλοσοφία του προσώπου. Όλες οι έννοιες που αφαιρέθηκαν απο την Ελληνική φιλοσοφία εκ μέρους των Χριστιανών, κυριαρχούνται απο το Χριστιανικό πνεύμα, δηλ. απο την πίστη. Ένα ξεκάθαρο παράδειγμα αυτής της συναντήσεως πίστεως και φιλοσοφίας προσφέρεται απο την ερμηνεία που έδωσαν οι Χριστιανοί φιλόσοφοι στην Έξοδο ΙΙΙ,14 : Ego sum qui sum, Εγώ ειμί ο Ών.
Σε αυτό το σημείο η de Vogel παραθέτει μια σειρά κειμένων Χριστιανών φιλοσόφων της πατερικής εποχής, του Μ.Αθανασίου, Εφραίμ του Σύρρου, Ιλαρίωνος, Γρηγορίου του Ναζιανζηνού και πάνω απο όλα του Αυγουστίνου, τα οποία αποδεικνύουν καθαρά πώς όλοι αυτοί, πολύ πρίν απο τον Σχολαστικισμό,είχαν ήδη ερμηνεύσει το συγκεκριμένο σημείο της Εξόδου σαν ένδειξη πώς η ουσία του Θεού είναι αυτό το ίδιο το Είναι. Και συνεχίζει: κατα τον Ζιλσόν, οι Χριστιανοί ανακάλυψαν αυτή την ταυτότητα στην Έξοδο, ενώ οι Έλληνες την αγνοούσαν εντελώς. Αλλά το αντίθετο ακριβώς είναι η αλήθεια, δηλ. οι Έλληνες, Παρμενίδης και Πλάτων, ηταν αυτοί που σκέφτηκαν την ιδέα του απολύτου Είναι, ενώ οι Εβραίοι την αγνόησαν παντελώς. Ο Πλάτων και οι Πλατωνιστές (ο Πλούταρχος και οι Νεοπλατωνικοί) ταύτισαν τον Θεό με το αιώνιο και τέλειο Είναι. Για τους Εβραίους ο λόγος στην Έξοδο σήμαινε κάτι σαν «Εγώ είμαι αυτός που είμαι». Δηλαδή «Αυτό δέν σας αφορά, να έχετε μόνο εμπιστοσύνη και θα δείτε ποιός είμαι». Οι εβδομήκοντα, εμπνευσμένοι από την Ελληνική σκέψη μετέφρασαν εγώ ειμί ο Ών. Δηλαδή εάν οι Χριστιανοί βρήκαν την ταύτιση του Θεού με το απόλυτο Είναι στην Έξοδο, το οφείλουν στο ότι γνώριζαν ήδη απο τους Έλληνες το απόλυτο Είναι. Ο Πλούταρχος ερμηνεύει το Ε των Δελφών σαν «Εσύ είσαι». Δίνοντάς του δηλ. το νόημα πώς είναι το καταλληλότερο όνομα του Θεού. Ο Φίλων ισχυρίζεται πως ο Θεός δέν υπήρξε, ούτε θα υπάρξει, αλλά Είναι, επειδή είναι αιώνιος. Στον Πλατωνισμό που προηγήθηκε του Πλωτίνου υπάρχει ήδη η ταύτιση του Θεού με το υπέρτατο Είναι.
Την θέση αυτή της Cornelia de Vogel, συνέχισε ο W.Beierwaltes ο οποίος όχι μόνον απέδειξε πως και ο Φίλων ερμηνεύει την Έξοδο με το νόημα των Χριστιανών φιλοσόφων, αλλά υπενθύμισε, ακολουθώντας τις μελέτες του Hadot, πώς η κατανόηση του Θεού σαν Είναι και η ταύτιση του Ενός (το οποίο στον Πλωτίνο είναι ανώτερο του Είναι) με το Είναι έγινε απο τον Πορφύριο, τον μαθητή του Πλωτίνου και διατηρήθηκε απο όλους τους νεοπλατωνικούς, είτε εθνικούς (Ιάμβλιχο, Πρόκλο) είτε Χριστιανούς (Ψευδο-Διονύσιο), όπως επίσης και από τους Μουσουλμάνους και στη συνέχεια από τους σχολαστικούς φιλοσόφους. Το μόνο πρόβλημα της Vogel υπήρξε το ότι δέν έγραψε πού ακριβώς ο Πλάτων ισχυρίσθηκε την ανωτέρω θεωρία, δηλαδή την ύπαρξη ενός απολύτου όντος το οποίο έχει για ουσία αυτό το ίδιο το Είναι.
Η έρευνα που ακολούθησε, εντόπισε την θεωρία αυτή, όχι όμως στον Πλάτωνα, αλλά στον Αριστοτέλη και συγκεκριμένα στο βιβλίο Β της Μεταφυσικής του, όπου ο Αριστοτέλης την αποδίδει στον Πλάτωνα και την ελέγχει.
Έτσι λοιπόν αυτή η θεωρία ήταν ήδη παρούσα στην εποχή του Πλάτωνος και του Αριστοτέλη, ανεξαρτήτως κάθε ερμηνείας της Εξόδου. Είναι πολύ σημαντική η γνώση αυτής της αλήθειας για όσους συνεχίζουν ακόμη και σήμερα να υποστηρίζουν την παραπάνω θέση, χωρίς να λαμβάνουν υπόψη τους την κριτική θέση του Αριστοτέλη εν προκειμένω. Για την θέση του Ακινάτη στο θέμα αυτό, μπορούμε να πούμε πως είναι άλλο ένα πρόβλημα στα τόσα άλλα προβλήματα που παρουσιάζει.
Αυτό το σπάνιο άρθρο μετέφρασε από τα Γαλλικά η Αγγελική Κορωνάκη και με την επιμέλεια του Σταύρου Νικολαΐδη, αρχίζουμε την ανάρτησί του σε συνέχειες, λόγω μεγάλου μήκους, και για όσους το επιθυμούν.
«Εγώ ειμι ο Ων» -
Και η σημασία του για μια χριστιανική φιλοσοφία.
Η ιδέα μιας χριστιανικής φιλοσοφίας είναι δυνατή, δηλαδή μη-αντιφατική;
Αυτό το ερώτημα δεν προκάλεσε σε καμμιά χωρα του κόσμου τόσες συζητήσεις όσο στη Γαλλία. Φαίνεται ότι, μετά τις ζωηρές διαμάχες των ετών 1930-31, το βασικότερο κέντρο ενδιαφέροντος σ’ αυτή την διαμάχη τοποθετείται, από το 1945, στο Στρασβούργο. Ο M. Mehl αφιέρωσε μια μελέτη σε βάθος στην « περίπτωση του χριστιανού φιλοσόφου », ο M. Guerin εκδηλώθηκε κατά τις συζητήσεις του 1951, o M. Ricoeur και ο M. Gusdorf πρόσφεραν τη συνεισφορά τους αναφερόμενοι στον ρόλο του μύθου. Ο M Nedoncelle εξέδωσε, τέλος, ένα θαυμάσιο μικρό βιβλίο: Υπάρχει μια χριστιανική φιλοσοφία; Η μελέτη αυτή μού έδωσε να καταλάβω όχι μόνο πώς εμφανίστηκε και αναπτύχθηκε το πρόβλημα σε σας, αλλά μου διευκρίνισε και τις παρούσες θέσεις σας και τις αντίστοιχες συμπάθειές σας.
Επιτρέψτε μου να σας διηγηθώ μία μικρή ιστορία, κάπως προσωπική. Συνέβη τα Χριστούγεννα του 1925. Ήμουν φοιτήτρια. Διάβαζα τον Πλάτωνα και τον Καντ. Το πνεύμα μου ήταν γεμάτο προβλήματα - και στο βάθος της καρδιάς υπήρχε η έντονη επιθυμία να γνωρίσω τον Θεό . Δεν ήμουν καθολική – ούτε προτεστάντις. Προερχόμενη από μη «ενεργό» (όπως το αποκαλείτε εσείς) προτεσταντική οικογένεια, και ούτε καν θρησκευόμενη, είχα αρκετές επιφυλάξεις γι’ αυτούς που αποκαλούνται χριστιανοί και έτρεφα το πνεύμα μου κυρίως με τη σκέψη των φιλοσόφων, του Παρμενίδη και του Πλάτωνα, και ακολούθως είχα τις αμφιβολίες μου σχετικά με τον Καντ, ο οποίος μας παρουσιαζόταν στο πανεπιστήμιο όπου σπούδαζα ως «ο Φιλόσοφος». Κάποιο πρόσωπο που ενδιαφέρθηκε για την ψυχή μου με οδήγησε σ’ έναν δομηνικανό κληρικό που εθεωρείτο ειδήμων στη φιλοσοφία και στη θεολογία . Η συζήτησή μας του φανέρωσε σύντομα τις μελέτες και τα αναγνώσματά μου. Του αποκάλυψε ότι κατά τη γνώμη μου απαιτείτο μια σημαντική διανοητική προσπάθεια για την εξεύρεση μιας προσωπικής λύσης των φιλοσοφικών προβλημάτων που με απασχολούσαν. Ο σεβαστός πατήρ δήλωσε ότι αυτό δεν ήταν καθόλου απαραίτητο: δεν απαιτούνταν έρευνες ούτε προσωπική προσπάθεια , όλα είχαν γίνει. Δεν υπήρχαν πλέον προβλήματα: όλα είχαν λυθεί. Επειδή υπάρχει ένα μεγάλο φιλοσοφικό και θεολογικό σύστημα, στο οποίο όλα τα πιθανά ερωτήματα έχουν βρει την οριστική τους απάντηση…
Μ’ αυτήν την πληροφορία, μπορούσε κανείς να αναχωρήσει. Δεν επιθυμούσα να γνωρίσω αυτό το είδος «φιλοσοφίας», που μου φαινόταν ελάχιστα αντάξιο αυτού του ονόματος. Περίπου είκοσι χρόνια αργότερα έγινα καθολική, κι αυτό μετά από μακρόχρονη έρευνα. Σας βεβαιώνω ότι, σε κάθε περίπτωση, αυτό δεν συνέβη εξ αιτίας των πληροφοριών αυτού του δομηνικανού πατρός.
Γιατί θέλησα να σας διηγηθώ αυτήν την ιστορία; Πρώτον για να σας πω ότι αντιλαμβάνομαι πολύ καλά τη διαμαρτυρία του Γάλλου φιλοσόφου Maurice Blondel ενάντια σε ένα είδος φιλοσοφίας, που ισχυρίζεται ότι κατέχει την τελευταία λέξη επί της φυσικής και υπερφυσικής τάξεως , αφού ενέταξε όλα τα πράγματα –συμπεριλαμ- βανομένου και του Θεού – υπό την μορφή μη τελειοποιήσιμων εννοιών σ’ ένα μεγάλο κλειστό και κατάλληλο σύστημα. Δεν πρόκειται εξ άλλου για έναν ισχυρισμό που ανήκει μόνο σε ορισμένες χριστιανικές σχολές. Η ελληνική Αρχαιότητα γνώρισε μεταφυσικούς μιας σχετικά παρόμοιας νοοτροπίας: όπως οι Στωικοί του είδους του Χρυσίππου. Αυτοί συνάντησαν πεισματικό αντίπαλό τους στο πνεύμα του Καρνεάδη, ενός ανελέητου κριτή του ωραίου στωϊκού συστήματος, ενός συστήματος τόσο στέρεου κατά τα φαινόμενα.
Οι μεγαλύτεροι φιλόσοφοι, όπως ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης, υπήρξαν ασφαλώς ερευνητές. Ο Πλωτίνος επίσης . Τί να πούμε όμως για τους μετέπειτα, τους Άραβες σχολιαστές ; Τί να πούμε, για παράδειγμα, για τον Αβερόη και τους Παρισινούς και Παντοβανούς συγχρόνους του; Αυτοί θεωρούσαν σίγουρα τη φιλοσοφία του Αριστοτέλη – σύμφωνα προφανώς με την ερμηνεία τους – ως «την ενδελέχεια» της ανθρώπινης ευφυΐας. Εκεί υπήρχε η οριστική και επιστημονικά αποδεδειγμένη ερμηνεία του σύμπαντος κατά το σύνολό του και κατά τα μέρη του. Και επρόκειτο πραγματικά για την αντίληψη τού «τί συμπεριλαμβάνεται στο Εσωτερικό του Κόσμου», διότι έτσι γνώριζε κανείς, με μιαν ακριβή και αυστηρή γνώση, τις έσχατες αιτίες του είναι. Κανένα μυστήριο για τον Αβεροηστή! Αυτός αντιλαμβάνεται το γιατί των πραγμάτων και γνωρίζει την ερμηνεία τους.
Δεν έλειψε όμως η κριτική αντίδραση ούτε απέναντι σ’ αυτούς τους εξαιρετικούς δογματικούς. Ως άλλος Καντ του 16ου αιώνα, ο Guillaume d’Ocean διέλυσε την όμορφη κατασκευή του αβεροηκού σύμπαντος θέτοντας την αρχή τού ότι μπορεί κάποιος να γνωρίσει μόνον κατόπιν εμπειρίας . Αλλά, τί εμπειρία έχουμε των καθαρά πνευματικών υπάρξεων ;
Οσο για τον Ιμμάνουελ Καντ, αυτός βρισκόταν απέναντι στο μεταφυσικό σύστημα των Leibniz-Wolff, σύστημα αρκετά κενόδοξο και απλοϊκά αισιόδοξο. Λέγεται ότι η «κριτική φιλοσοφία» του δεν θα είχε γεννηθεί αν είχε σχετισθεί με τη μεταφυσική του αγ. Θωμά. Δεν είμαι όμως καθόλου σίγουρη. Νομίζω ότι οι πολυάριθμες βεβαιότητες του αγ. Θωμά θα μπορούσαν να έχουν προκαλέσει τον κριτικισμό του Κάντ.
Οσο για τον κριτικισμό των Νεοκαντιανών, είμαστε όλοι κατά κάποιον τρόπο κληρονόμοι της: εφόσον επαναστατούμε ενάντια στον δογματισμό των κλειστών συστημάτων, κι εφόσον επιθυμούμε να απελευθερωθούμε, όπως λέει ο M Nedoncelle, από το «μακάριο γουργουρητό» μιας κάποιας κατηγορίας μεταφυσικών.
(Συνεχίζεται)
Αμέθυστος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου