Συνέχεια από: Σάββατο 8 Μαρτίου 2025
Εισαγωγικό δοκίμιο του Giovanni Reale
Το νόημα και η θεωρητική και ιστορικο-ερμηνευτική σημασία του βιβλίου του Franz Brentano “Περί των πολλαπλών σημασιών του είναι κατά τον Αριστοτέλη” και ορισμένες συμπληρωματικές κριτικές παρατηρήσεις.
3. Το είναι ως αληθές και το μη-είναι ως ψευδές και ο αποκλεισμός τους από το αντικείμενο της μεταφυσικής
«η φιλοσοφία είναι η επιστήμη της αλήθειας» (993b 20) και συμπληρώνει αμέσως μετά: «αλλά για να γνωρίσουμε την αλήθεια σημαίνει να γνωρίσουμε τις αιτίες» (993b 23-24)
Ας εξετάσουμε το νόημα του είναι ως αληθές και του μη-είναι ως ψευδές.
Εκτός από το τελευταίο κεφάλαιο του έκτου βιβλίου, ο Αριστοτέλης ασχολείται με αυτά και στο καταληκτικό κεφάλαιο του ένατου βιβλίου.
Έχουμε ήδη δει την κρίση του Νάτορπ για το Ε 4. Εξίσου αυστηρή είναι και η άποψη που εκφράζει για το Θ 10. Αυτό το κεφάλαιο, κατά τη γνώμη του, διακόπτει τη γραμμή ανάπτυξης του βιβλίου, οδηγώντας σε αντιφάσεις: «Όποιος θεωρεί τον Αριστοτέλη ικανό για αυτό το σωρό ασυνέπειας, δεν μπορεί τότε να εκπλήσσεται αν η Μεταφυσική παραμένει ένα μυστήριο. Για εμάς είναι βέβαιο ότι εκείνα τα τέσσερα νοήματα [...] δεν μπορούν να δικαιολογήσουν την αρχή ταξινόμησης της έρευνας για το είναι ως είναι». Και επαναλαμβάνει ότι, ενώ το νόημα του είναι ως δυνάμει και ενεργεία συνδέεται στενά με το ζήτημα του είναι και της ουσίας, αντίθετα, «το είναι κατά συμβεβηκός, όπως συζητείται στα Ε 2 και 3, καθώς και το είναι ως αληθές, που εξετάζεται στα δύο κεφάλαια που αλληλοαναιρούνται, το Ε 4 και το Θ 10, δεν έχουν καμία αντικειμενική σχέση με την έρευνα για το είναι "ως είναι", δηλαδή για την ουσία».
Αναφερθήκαμε ξανά σε αυτή τη θέση του Νάτορπ για να τονίσουμε τη σημασία της πραγματείας του Μπρεντάνο, η οποία δεν έτυχε ευρείας αποδοχής και για πολύ καιρό παρέμεινε στο περιθώριο.
Οι τέσσερις σημασίες συγκροτούν τον πίνακα που περιέχει την αρχή ταξινόμησης της έρευνας· αυτός χρησιμεύει ως οδηγός για τη διευθέτηση των ζητημάτων που σχετίζονται με τον ομώνυμο χαρακτήρα των σημασιών του είναι, καθώς και με την επακόλουθη αναγκαιότητα αποκλεισμού από την έρευνα εκείνων των σημασιών που δεν αποδεικνύονται αποκαλυπτικές της φύσης του.
Αλλά με ποια έννοια και για ποιον λόγο το είναι ως αληθές δεν θα ήταν αποκαλυπτικό της φύσης του είναι;
Η απάντηση είναι η εξής.
Το αληθές έχει πολλαπλές σημασίες και, ειδικότερα, μία οντολογική και μία γνωσιολογική.
Ο Αριστοτέλης αναφέρεται ιδιαίτερα στην οντολογική σημασία της αλήθειας στο δεύτερο βιβλίο, όπου ορίζει τη μεταφυσική ακόμη και ως επιστήμη της αλήθειας. Και η αλήθεια, υπό αυτή την έννοια, είναι η αιτία ή το ίδιο το θεμέλιο των πραγμάτων.
Ο Αριστοτέλης γράφει:
«Δεν γνωρίζουμε το αληθές χωρίς να γνωρίζουμε την αιτία. Αλλά κάθε πράγμα που κατέχει στον ύψιστο βαθμό τη φύση που του είναι εγγενής (που του ανήκει), αποτελεί την αιτία λόγω της οποίας και τα άλλα μετέχουν στην ίδια φύση: για παράδειγμα, η φωτιά είναι θερμή κατά υπέρτατο βαθμό, επειδή αυτή είναι η αιτία της θερμότητας στα άλλα πράγματα. Επομένως, εκείνο που είναι η αιτία του να είναι τα πράγματα αληθή, πρέπει να είναι αληθές περισσότερο από όλα τα άλλα. Και συνεπώς, είναι αναγκαίο οι αιτίες των αιώνιων όντων να είναι αληθείς περισσότερο από όλα τα άλλα: διότι αυτές δεν είναι αληθείς μόνο κατά καιρούς, ούτε υπάρχει περαιτέρω αιτία για το είναι τους, αλλά είναι οι ίδιες οι αιτίες του είναι των άλλων πραγμάτων. Έτσι, κάθε πράγμα κατέχει τόση αλήθεια όση κατέχει από το είναι».
Βάσει αυτών που δηλώνει εδώ ο Αριστοτέλης, είναι σαφές ότι η αλήθεια, ακριβώς επειδή ταυτίζεται με την ίδια την αιτία των πραγμάτων, θα έπρεπε να είναι σε ύψιστο βαθμό αποκαλυπτική της φύσης του είναι.
Ωστόσο, αυτή δεν είναι η σημασία που εξετάζεται στα Ε 4 και Θ 10, αλλά εκείνη η λογικο-γνωσιολογική ή, αν προτιμάται, νοολογική.
Ο Αριστοτέλης γράφει:
«Όσον αφορά το είναι ως αληθές και το μη-είναι ως ψευδές, πρέπει να πούμε ότι αυτά αφορούν τη σύνδεση και τον διαχωρισμό των νοημάτων, και ότι το ένα και το άλλο μαζί περικλείουν τα δύο μέρη της αντίφασης. Το αληθές είναι η κατάφαση αυτού που είναι πραγματικά ενωμένο και η άρνηση αυτού που είναι πραγματικά διαχωρισμένο· το ψευδές, αντιθέτως, είναι η αντίφαση αυτής της κατάφασης και αυτής της άρνησης. Το πώς, έπειτα, συμβαίνει να σκεφτόμαστε πράγματα ενωμένα ή διαχωρισμένα, και ενωμένα με τέτοιον τρόπο ώστε να σχηματίζουν όχι απλώς μια διαδοχή, αλλά κάτι πραγματικά ενιαίο, είναι ένα ζήτημα που εκφεύγει από το αντικείμενο της παρούσας έρευνας. Διότι, το αληθές και το ψευδές δεν βρίσκονται στα πράγματα […], αλλά μόνο στη σκέψη· μάλιστα, όσον αφορά τα απλά όντα και τις ουσίες, δεν βρίσκονται καν στη σκέψη».
Ακριβώς επειδή η ένωση και ο διαχωρισμός των πραγμάτων που πραγματοποιούνται στην κρίση βρίσκονται στον νου και όχι στα ίδια τα πράγματα, το είναι ως αλήθεια, με αυτή την έννοια, δεν συγκαταλέγεται μεταξύ των αποκαλυπτικών σημασιών της φύσης του είναι. Επομένως: «Όπως το είναι κατά συμβεβηκός, έτσι και το είναι ως αλήθεια πρέπει να τεθεί κατά μέρος και να μείνει στην άκρη: η αιτία του πρώτου είναι απροσδιόριστη, ενώ το δεύτερο συνίσταται σε μια επίδραση του νου, και αμφότερα στηρίζονται στο υπόλοιπο γένος του είναι και δεν αποκαλύπτουν μια πραγματικότητα που υφίσταται εκτός του νου και αντικειμενικά».
Το δέκατο κεφάλαιο του ένατου βιβλίου, στο οποίο παραπέμπει ρητά το Ε 4, διευκρινίζει ότι όσον αφορά τα απλά και άυλα όντα, το αληθές και το ψευδές δεν συνίστανται στη σύνδεση και τον διαχωρισμό:
«Το αληθές θα συνίσταται απλώς στη σκέψη αυτών των όντων, ενώ, σε ό,τι τα αφορά, δεν υπάρχει ψεύδος ούτε πλάνη, αλλά μόνο άγνοια».
Επομένως, η αλήθεια με οντολογική έννοια συμπίπτει με τις αρχές της πραγματικότητας και, συνεπώς, με το κύριο μέρος της μεταφυσικής, αλλά η αλήθεια που εξετάζεται εδώ, η οποία θεμελιώνεται στις λογικές λειτουργίες του ανθρώπινου νου, ο οποίος ενώνει και διαχωρίζει έννοιες μέσω της κατάφασης και της άρνησης, δεν ανήκει στη μεταφυσική έρευνα.
Και τότε;
Η απάντηση που δίνει ο Brentano είναι, κατά τη γνώμη μας, άψογη:
«Με αυτό δεν λέγεται ακόμη ότι αυτή [η αλήθεια], όπως και η άλλη [δηλ. το είναι κατά συμβεβηκός], δεν είναι δεκτική καμίας επιστημονικής πραγματείας. Αντιθέτως, ο Αριστοτέλης υποστηρίζει την αναγκαιότητα να αναπτυχθούν παρατηρήσεις σχετικά με αυτήν, μόνο που αυτές δεν ανήκουν στη Μεταφυσική. Αν δεν σφάλλουμε, η λογική στο σύνολό της δεν ασχολείται με κανένα άλλο αντικείμενο, όταν εξετάζει το γένος, το είδος και τη διαφορά, τον ορισμό, την κρίση και την απόδειξη. Σε όλα αυτά δεν ανήκει στο ελάχιστο κάποιο είναι εκτός του νου».
Συνεπώς, η λογική, ως τυπική επιστήμη, ασχολείται με το είναι ως είναι και το μη είναι της συνδετικής έννοιας (εννοούμενο ως είναι ή μη είναι που τίθεται από τον νου στις λειτουργίες του, με τις διάφορες συνέπειες και τα επακόλουθα που αυτό συνεπάγεται) και διαχωρίζεται από τα υπόλοιπα μέρη της φιλοσοφίας.
Εκτός από το τελευταίο κεφάλαιο του έκτου βιβλίου, ο Αριστοτέλης ασχολείται με αυτά και στο καταληκτικό κεφάλαιο του ένατου βιβλίου.
Έχουμε ήδη δει την κρίση του Νάτορπ για το Ε 4. Εξίσου αυστηρή είναι και η άποψη που εκφράζει για το Θ 10. Αυτό το κεφάλαιο, κατά τη γνώμη του, διακόπτει τη γραμμή ανάπτυξης του βιβλίου, οδηγώντας σε αντιφάσεις: «Όποιος θεωρεί τον Αριστοτέλη ικανό για αυτό το σωρό ασυνέπειας, δεν μπορεί τότε να εκπλήσσεται αν η Μεταφυσική παραμένει ένα μυστήριο. Για εμάς είναι βέβαιο ότι εκείνα τα τέσσερα νοήματα [...] δεν μπορούν να δικαιολογήσουν την αρχή ταξινόμησης της έρευνας για το είναι ως είναι». Και επαναλαμβάνει ότι, ενώ το νόημα του είναι ως δυνάμει και ενεργεία συνδέεται στενά με το ζήτημα του είναι και της ουσίας, αντίθετα, «το είναι κατά συμβεβηκός, όπως συζητείται στα Ε 2 και 3, καθώς και το είναι ως αληθές, που εξετάζεται στα δύο κεφάλαια που αλληλοαναιρούνται, το Ε 4 και το Θ 10, δεν έχουν καμία αντικειμενική σχέση με την έρευνα για το είναι "ως είναι", δηλαδή για την ουσία».
Αναφερθήκαμε ξανά σε αυτή τη θέση του Νάτορπ για να τονίσουμε τη σημασία της πραγματείας του Μπρεντάνο, η οποία δεν έτυχε ευρείας αποδοχής και για πολύ καιρό παρέμεινε στο περιθώριο.
Οι τέσσερις σημασίες συγκροτούν τον πίνακα που περιέχει την αρχή ταξινόμησης της έρευνας· αυτός χρησιμεύει ως οδηγός για τη διευθέτηση των ζητημάτων που σχετίζονται με τον ομώνυμο χαρακτήρα των σημασιών του είναι, καθώς και με την επακόλουθη αναγκαιότητα αποκλεισμού από την έρευνα εκείνων των σημασιών που δεν αποδεικνύονται αποκαλυπτικές της φύσης του.
Αλλά με ποια έννοια και για ποιον λόγο το είναι ως αληθές δεν θα ήταν αποκαλυπτικό της φύσης του είναι;
Η απάντηση είναι η εξής.
Το αληθές έχει πολλαπλές σημασίες και, ειδικότερα, μία οντολογική και μία γνωσιολογική.
Ο Αριστοτέλης αναφέρεται ιδιαίτερα στην οντολογική σημασία της αλήθειας στο δεύτερο βιβλίο, όπου ορίζει τη μεταφυσική ακόμη και ως επιστήμη της αλήθειας. Και η αλήθεια, υπό αυτή την έννοια, είναι η αιτία ή το ίδιο το θεμέλιο των πραγμάτων.
Ο Αριστοτέλης γράφει:
«Δεν γνωρίζουμε το αληθές χωρίς να γνωρίζουμε την αιτία. Αλλά κάθε πράγμα που κατέχει στον ύψιστο βαθμό τη φύση που του είναι εγγενής (που του ανήκει), αποτελεί την αιτία λόγω της οποίας και τα άλλα μετέχουν στην ίδια φύση: για παράδειγμα, η φωτιά είναι θερμή κατά υπέρτατο βαθμό, επειδή αυτή είναι η αιτία της θερμότητας στα άλλα πράγματα. Επομένως, εκείνο που είναι η αιτία του να είναι τα πράγματα αληθή, πρέπει να είναι αληθές περισσότερο από όλα τα άλλα. Και συνεπώς, είναι αναγκαίο οι αιτίες των αιώνιων όντων να είναι αληθείς περισσότερο από όλα τα άλλα: διότι αυτές δεν είναι αληθείς μόνο κατά καιρούς, ούτε υπάρχει περαιτέρω αιτία για το είναι τους, αλλά είναι οι ίδιες οι αιτίες του είναι των άλλων πραγμάτων. Έτσι, κάθε πράγμα κατέχει τόση αλήθεια όση κατέχει από το είναι».
Βάσει αυτών που δηλώνει εδώ ο Αριστοτέλης, είναι σαφές ότι η αλήθεια, ακριβώς επειδή ταυτίζεται με την ίδια την αιτία των πραγμάτων, θα έπρεπε να είναι σε ύψιστο βαθμό αποκαλυπτική της φύσης του είναι.
Ωστόσο, αυτή δεν είναι η σημασία που εξετάζεται στα Ε 4 και Θ 10, αλλά εκείνη η λογικο-γνωσιολογική ή, αν προτιμάται, νοολογική.
Ο Αριστοτέλης γράφει:
«Όσον αφορά το είναι ως αληθές και το μη-είναι ως ψευδές, πρέπει να πούμε ότι αυτά αφορούν τη σύνδεση και τον διαχωρισμό των νοημάτων, και ότι το ένα και το άλλο μαζί περικλείουν τα δύο μέρη της αντίφασης. Το αληθές είναι η κατάφαση αυτού που είναι πραγματικά ενωμένο και η άρνηση αυτού που είναι πραγματικά διαχωρισμένο· το ψευδές, αντιθέτως, είναι η αντίφαση αυτής της κατάφασης και αυτής της άρνησης. Το πώς, έπειτα, συμβαίνει να σκεφτόμαστε πράγματα ενωμένα ή διαχωρισμένα, και ενωμένα με τέτοιον τρόπο ώστε να σχηματίζουν όχι απλώς μια διαδοχή, αλλά κάτι πραγματικά ενιαίο, είναι ένα ζήτημα που εκφεύγει από το αντικείμενο της παρούσας έρευνας. Διότι, το αληθές και το ψευδές δεν βρίσκονται στα πράγματα […], αλλά μόνο στη σκέψη· μάλιστα, όσον αφορά τα απλά όντα και τις ουσίες, δεν βρίσκονται καν στη σκέψη».
Ακριβώς επειδή η ένωση και ο διαχωρισμός των πραγμάτων που πραγματοποιούνται στην κρίση βρίσκονται στον νου και όχι στα ίδια τα πράγματα, το είναι ως αλήθεια, με αυτή την έννοια, δεν συγκαταλέγεται μεταξύ των αποκαλυπτικών σημασιών της φύσης του είναι. Επομένως: «Όπως το είναι κατά συμβεβηκός, έτσι και το είναι ως αλήθεια πρέπει να τεθεί κατά μέρος και να μείνει στην άκρη: η αιτία του πρώτου είναι απροσδιόριστη, ενώ το δεύτερο συνίσταται σε μια επίδραση του νου, και αμφότερα στηρίζονται στο υπόλοιπο γένος του είναι και δεν αποκαλύπτουν μια πραγματικότητα που υφίσταται εκτός του νου και αντικειμενικά».
Το δέκατο κεφάλαιο του ένατου βιβλίου, στο οποίο παραπέμπει ρητά το Ε 4, διευκρινίζει ότι όσον αφορά τα απλά και άυλα όντα, το αληθές και το ψευδές δεν συνίστανται στη σύνδεση και τον διαχωρισμό:
«Το αληθές θα συνίσταται απλώς στη σκέψη αυτών των όντων, ενώ, σε ό,τι τα αφορά, δεν υπάρχει ψεύδος ούτε πλάνη, αλλά μόνο άγνοια».
Επομένως, η αλήθεια με οντολογική έννοια συμπίπτει με τις αρχές της πραγματικότητας και, συνεπώς, με το κύριο μέρος της μεταφυσικής, αλλά η αλήθεια που εξετάζεται εδώ, η οποία θεμελιώνεται στις λογικές λειτουργίες του ανθρώπινου νου, ο οποίος ενώνει και διαχωρίζει έννοιες μέσω της κατάφασης και της άρνησης, δεν ανήκει στη μεταφυσική έρευνα.
Και τότε;
Η απάντηση που δίνει ο Brentano είναι, κατά τη γνώμη μας, άψογη:
«Με αυτό δεν λέγεται ακόμη ότι αυτή [η αλήθεια], όπως και η άλλη [δηλ. το είναι κατά συμβεβηκός], δεν είναι δεκτική καμίας επιστημονικής πραγματείας. Αντιθέτως, ο Αριστοτέλης υποστηρίζει την αναγκαιότητα να αναπτυχθούν παρατηρήσεις σχετικά με αυτήν, μόνο που αυτές δεν ανήκουν στη Μεταφυσική. Αν δεν σφάλλουμε, η λογική στο σύνολό της δεν ασχολείται με κανένα άλλο αντικείμενο, όταν εξετάζει το γένος, το είδος και τη διαφορά, τον ορισμό, την κρίση και την απόδειξη. Σε όλα αυτά δεν ανήκει στο ελάχιστο κάποιο είναι εκτός του νου».
Συνεπώς, η λογική, ως τυπική επιστήμη, ασχολείται με το είναι ως είναι και το μη είναι της συνδετικής έννοιας (εννοούμενο ως είναι ή μη είναι που τίθεται από τον νου στις λειτουργίες του, με τις διάφορες συνέπειες και τα επακόλουθα που αυτό συνεπάγεται) και διαχωρίζεται από τα υπόλοιπα μέρη της φιλοσοφίας.
ΑΥΤΗ ΕΙΝΑΙ Η ΑΡΧΑΙΑ ΣΟΦΙΑ Η ΟΠΟΙΑ ΑΝΕΠΤΥΧΘΗ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΕΠΑΝΑΝΑΚΑΛΥΨΗ ΤΟΥ ΝΟΥ ΚΑΙ ΑΦΟΡΑ ΤΟ ΚΤΙΣΤΟ ΕΙΝΑΙ. ΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΜΑΣ ΑΠΟΚΑΛΥΠΤΕΙ ΟΜΩΣ ΤΟ ΕΙΝΑΙ ΤΩΝ ΑΚΤΙΣΤΩΝ ΕΝΕΡΓΕΙΩΝ ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΖΟΝΤΑΣ ΜΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΝΣΑΡΚΩΣΗ ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΟΣ. ΘΑ ΤΑ ΔΟΥΜΕ ΚΑΛΥΤΕΡΑ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου