Συνέχεια από: Κυριακή 16 Μαρτίου 2025
Η διαμάχη γύρω από την Σοφία.
Η αποελληνικοποίηση ακουμπά την Πλατωνική μορφή τού μεταξύ, τον μεσάζοντα ανάμεσα στην γη και τον Ουρανό. Έπρεπε και ήταν δυνατόν να συνεχίσουμε να τόν προϋποθέτουμε, μιας και ο Θεός του Ιησού Χριστού, δεν περιφρονεί την άμεση επαφή με την σάρκα και με την Ιστορία [θλιβερή παράκρουση, διότι δεν γίνεται πλέον κατανοητή η θέση της Θεοτόκου στην σωτηρία μας και η Θεωμένη σάρκα που λαμβάνει ο Κύριος, που αποδίδεται με την έκφραση άτρεπτα πάθη. Ο Κύριος ξεκίνησε καινούργια Ιστορία. Την Ιστορία της Σωτηρίας. Δεν εισήλθε ποτέ στην ανθρώπινη Ιστορία η οποία κινείται δια της υπερηφανείας. Την Ιστορία αυτή την άφησε στα χέρια του Φαρισαίου και του Βαραββά]. Όχι όμως σαν έναν τρίτο παράγοντα ανάμεσα στους δύο (εκείνον τον τρίτο τον οποίο είχε ήδη υποβάλλει ο Αριστοτέλης σε κριτική), αλλά σαν φανέρωση και λειτουργία του Ιδίου του Θεού, σαν κάτι μ' αυτό που η Βίβλος ονομάζει "άγγελο". Έτσι ακριβώς σχημάτισε την σκέψη και ζωγράφισε την σοφία η Ρωσία, το πτερωτό όν που στις εικόνες υπάρχει μαζί με τον Χριστό, την Παρθένο Μαρία και τον αγαπημένο μαθητή. Σαν τον φύλακα άγγελο της δημιουργίας. Έτσι την ορίζει ο Μπουλγκάκοφ.
Αυτό θα αρκούσε και ίσως θα έπρεπε να αρκέσει, για να γλιτώσουν οι σοφιολόγοι την κατηγορία ότι συγχέουν τον Λόγο και την σοφία και αποδυναμώνουν το δόγμα της αποκλειστικότητας, με την έννοια της τέλειας επάρκειας του μοναδικού μεσολαβητή, του Ιησού Χριστού. Αλλά δεν άρκεσε!
Η καταγγελλόμενη σύγχυση ανάμεσα στον Λόγο και την σοφία, ήταν, τουλάχιστον στις προθέσεις τους, πολαρικότης, συνδικαιοδοσία. Όσον αφορά δε την απειλή της σοφιολογίας για την μοναδικότητα τής μεσολαβήσεως του Χριστού είναι ένα πρόβλημα που ανήκει σε εκείνο το πιο πλατύ και ακανθώδες, που συζητήθηκε τόσο στο εσωτερικό της Ορθοδοξίας, όσο και στις διαμάχες ανάμεσα στους Ορθοδόξους και τους Καθολικούς. Το πρόβλημα της σχέσεως δηλαδή ανάμεσα στις δύο οικονομίες, του Υιού και του Πνεύματος. Οπωσδήποτε τα πράγματα θα ήταν πιο απλά εάν οι σοφιολόγοι δεν είχαν εκφραστεί με τέτοιο τρόπο, ώστε να δίνουν την εντύπωση ότι θέλουν να υποστασιοποιήσουν την διαμεσολαβητική λειτουργία της σοφίας. Μ' αυτόν τον τρόπο όχι μόνον δημιούργησαν το πρόβλημα της σχέσεως ανάμεσα σε δύο μεσάζοντες (της σχέσεως ανάμεσα στην Χριστολογία και την Μαριολογία) αλλά κόλλησαν και στην δυσκολία που προέκυψε, να λειτουργήσει δηλαδή η μεσολάβηση, εάν ο μεσολαβητής κατανοείται σαν τρίτος ανάμεσα σε δύο, που καταξιώθηκε ήδη από τον Αριστοτέλη εναντίον του Πλάτωνος.
Για την αλήθεια ο Σολοβιεφ είναι ο λιγότερο υπεύθυνος από τους τρείς. Πέραν του ορισμού της σοφίας σαν ουσίας ή ζωής του Θεού, με έναν όρο δηλαδή ο οποίος στο Θεολογικό λεξικό και Ιδιαιτέρως στην Χριστολογία, είναι εναλλακτικός με εκείνον του προσώπου, επαναλαμβάνει με επιμονή την θεωρία του ότι ο λόγος και η σοφία διαθέτουν μια συνδικαιοδοσία. Αλλά και αυτός την προσωποποιεί σαν κοσμική ψυχή όταν επανεξετάζει τον γνωστικό μύθο.
Εάν μπορούσε να γνωρίσει την γλώσσα της πληροφορικής, θα τήν είχε ονομάσει κατά πάσαν πιθανότητα διασύνδεση αντί για μεταξύ ή για κοσμική ψυχή, εκφράζοντας πιο αποτελεσματικά την σκέψη του, και αποφεύγοντας μ' αυτόν τον τρόπο υποψίες και αμφιβολίες και ασυνεννοησίες που κόστισαν πολύ στην σοφιολογία. Σε κάθε περίπτωση, περισσότερο από τον Σολόβιεφ, ο Μπουλγκάκοφ έσπρωξε τα πράγματα πέρα από κάθε όριο στην προσωποποίηση της σοφίας, φτάνοντας να μιλήσει, απρόσεκτα, στο Φώς Χωρίς δύση, σαν μια σχεδόν τέταρτη υπόσταση. Χωρίς να κατορθώσει ποτέ του να διορθώσει την απροσεξία του μετά τις κατηγορίες που δέχθηκε. Ιδιαιτέρως δε στο κείμενο του, υπόσταση και υποστασιακότητα, αναδεικνύει αυτό το σχεδόν, υπογραμμίζοντας ότι είναι μια επιθυμία και όχι η κατοχή της υποστάσιακότητος η της προσωπικότητας! [παρόλη την καταδίκη της Θεωρίας αυτής στην Ελλάδα συνεχίζει να θριαμβεύει σαν να μην συνέβη ποτέ τίποτα]
Ισχυρίστηκε λοιπόν πως είναι η επιθυμία να εισέλθει και να εδραιωθεί στον δυναμισμό τής τριαδικής αγάπης. Μια Φυσική Επιθυμία εκτός των άλλων για ένα Θεϊκό όν, το οποίο σαν τέτοιο έχει την αγάπη σαν ουσία του. Όπως είναι γνωστό, ξεκίνησε μια μεγάλη διαμάχη γύρω από την σοφιολογία, η οποία έκλεισε το 1935 με την καταδίκη του Μπουλγκάκοφ εκ μέρους του πατριαρχείου της Μόσχας.
Αυτή η περιπέτεια όμως είναι πολύ σημαντική για τα Θεολογικά πράγματα, παρότι δεν αφορά άμεσα τον Σολόβιεφ, για τρείς λόγους: 1) διότι το πάθος και η διάρκεια της φιλονικίας μας λένε αθέλητα σχεδόν, πως το σοφιολογικό θέμα είναι ένα πολύ ευαίσθητο σημείο στην αυτοσυνειδησία της Ορθοδοξίας, 2) διότι μπορεί να μας εισάγει στο δόγμα "των θείων ενεργειών", ένα από τα βυζαντινά δόγματα το οποίο είναι ιδιαιτέρως αχώνευτο από τους Λατίνους, καθότι είναι παράδοξες και σύνθετες χωρίς κανέναν ιδιαίτερο λόγο, [Δεν είναι δυνατόν να μην κατανοούν την έννοια της Ουσιώσεως!! Ο αληθινός λόγος είναι ότι οι άκτιστες ενέργειες καταργούν την σχέση, την μοναδική ερμηνευτική αρχή της Θεολογίας σύμφωνα με τον Αυγουστίνο], ενώ οι Βυζαντινοί το κρίνουν όχι μόνον Χρήσιμο αλλά και αναγκαίο για την έκφραση της εμπειρίας της πίστεως της Χριστιανικής κοινότητος. Μ' έναν κατάλληλο τρόπο, πραγματικό και όχι συμβολικό. 3) διότι τονίζει τον κίνδυνο της Θεολογικής προαιρέσεως και θελήσεως, αντί της εμπειρίας που ενυπάρχει στην σοφιολογία, η οποία όμως δεν είναι λιγότερο απαραίτητη, παρ' όλα αυτά. Διότι σύμφωνα με την μυστική Θεολογία των Χριστιανών της Ανατολής η πίστη είναι η εμπειρία μιας "εν Χριστώ Ζωής", η οποία μας θέτει απέναντι σε δύο δεδομένα, αδιαμφισβήτητα αλλά λογικώς αντινομικά. Την υπερβατικότητα του Θεού και την παρουσία του στις ζωές μας και στην ζωή του σύμπαντος [λες και η ενσάρκωση δεν έγινε].
Διότι η αγνωσία της ουσίας του Θεού και η εμπειρία του στην ζωτική συμμετοχή τής μεταμορφώσεως του κτιστού, δηλ. της πνευματοποιήσεως της ύλης και στην ενσωμάτωση του Λόγου, μια διαδικασία ένδοξη και τραγική, της οποίας η Δημιουργία αποτελεί την πρώτη πράξη, συνεχίζεται με την γέννηση - τον Θάνατο και την Ανάσταση του Χριστού που είναι η δεύτερη πράξη και ολοκληρώνεται με την τρίτη και τελευταία, με το πλήρωμα ή ανακεφαλαίωση ή την κοσμική ενσάρκωση του Θεού. [Εδώ στηρίζεται η σωτηρία του κόσμου εκ μέρους του ανθρώπου και της Εκκλησίας που κηρύσσεται από την νέο-ορθοδοξία, παίρνοντας την θέση της σωτηρίας της ψυχής. Αυτή η πανθεϊστική κοσμική ενσάρκωση των εσχάτων καταργεί μεγαλοπρεπώς, πάντως, την μετάνοια και την Εκκλησία, εξίσωντάς την με την πολιτική και την επιστήμη].
Ο δογματικός χωρισμός σε τρία πρόσωπα της μοναδικής Θείας Ουσίας, σύμφωνα με την λατινική εκδοχή, ή η γέννηση του Υιού και η εκπόρευση του πνεύματος μέσω του Υιού από τον άναρχο και μοναρχικό πατέρα (καθολική αρχή), σύμφωνα με την Βυζαντινή Εκδοχή [φορτώνουν το Φιλιόκβε στην Ορθοδοξία πλέον, το κατόρθωμα των Ρώσων, εφόσον ταυτίζουν την Οικονομική με την Αγία Τριάδα, δια της επινοήσεως μιας ενυπάρχουσας Τριάδος], φαίνονται ανεπαρκή στους Χριστιανούς της ανατολής να εκφράσουν την εμπειρία αυτή της παραδόξου ακραίας οικειότητος ανάμεσα σε πραγματικότητες οντολογικά τόσο διαφορετικές μεταξύ τους όπως το απόλυτο και το σχετικό, το άπειρο και το πεπερασμένο, τον Θεό και τον άνθρωπο.
Χωρίς τα τρία πρόσωπα που επιτρέπουν στον Θεό να αυτοαποκαλυφθεί (το δεύτερο και το τρίτο αποκαλύπτουν το αβυσσαλέο μυστήριο του πρώτου) δεν θα γνωρίζαμε τίποτε για την πατρότητα του Θεού, και δεν θα μπορούσαμε να τον καλέσουμε σε βοήθεια, να τον εμπιστευθούμε, να τον ευχαριστήσουμε. Αλλά όλο αυτό πάλι δεν αποδίδει την πραγματικότητα της ανθρώπινης συμμετοχής στην Θεία Ζωή. Ούτε την υπερβολή τής αγάπης η οποία υποχρεώνει τον Θεό να μην περιορίζεται στην εσωτερική τριαδικότητα και να πραγματοποιεί στον εαυτό του, το αρχέτυπο της τέλειας αμοιβαίας προσφοράς, αλλά να επιλέγει, με κοινή απόφαση των τριών προσώπων, να επικοινωνήσει με τον κόσμο, δημιουργημένο ακριβώς μ’ αυτόν τον σκοπό, και μ’ ‘εναν εντελώς Ιδιαίτερο τρόπο στο δημιούργημα το οποίο στον κόσμο έχει την Θεία εικόνα, σαν δική του ουσία, τον άνθρωπο. Δεν λέει ακόμη την Θεανθρώπινη πραγματικότητα.
Για να μπορέσουμε να σκεφθούμε αυτή την πραγματικότητα πρέπει να αποδώσουμε στον Θεό, σύμφωνα με τους ορθοδόξους, εκτός των τριών προσώπων, άπειρες ανυπόστατες εκπομπές.
Συνεχίζεται.
Συνεχίζεται.
ΣΧΟΛΙΟ: Αυτός ο Μεσάζων, αυτή η Σοφία, είναι ο Επίσκοπος τού Ζηζιούλα, ο οποίος απλώς προίσταται.
Αμέθυστος
2 σχόλια:
Γεν Ϛʹ, 9 – 22
Νῶε ἄνθρωπος δίκαιος, τέλειος ὢν ἐν τῇ γενεᾷ αὐτοῦ, τῷ Θεῷ εὐηρέστησε Νῶε. Ἐγέννησε δὲ Νῶε τρεῖς υἱούς, τὸν Σήμ, τὸν Χάμ, τὸν Ἰάφεθ. Ἐφθάρη δὲ ἡ γῆ ἐναντίον τοῦ Θεοῦ, καὶ ἐπλήσθη ἡ γῆ ἀδικίας. Καὶ εἶδε Κύριος ὁ Θεὸς τὴν γῆν, καὶ ἦν κατεφθαρμένη, ὅτι κατέφθειρε πᾶσα σάρξ τὴν ὁδὸν αὐτοῦ ἐπὶ τῆς γῆς. Καὶ εἶπε Κύριος ὁ Θεὸς τῷ Νῶε· Καιρὸς παντὸς ἀνθρώπου ἥκει ἐναντίον μου, ὅτι ἐπλήσθη ἡ γῆ ἀδικίας ἀπʼ αὐτῶν, καὶ ἰδού, ἐγὼ καταφθείρω αὐτούς, καὶ τὴν γῆν. Ποίησον οὖν σεαυτῷ κιβωτὸν ἐκ ξύλων ἀσήπτων, τετραγώνων, νοσσιὰς ποιήσεις κατὰ τὴν κιβωτόν, καὶ ἀσφαλτώσεις αὐτὴν ἔσωθεν καὶ ἔξωθεν τῇ ἀσφάλτῳ. Καὶ οὕτω ποιήσεις τὴν κιβωτόν, τριακοσίων πήχεων τὸ μῆκος τῆς κιβωτοῦ, καὶ πεντήκοντα πήχεων τὸ πλάτος, καὶ τριάκοντα πήχεων τὸ ὕψος αὐτῆς. Ἐπισυνάγων ποιήσεις τὴν κιβωτόν, καὶ εἰς πῆχυν συντελέσεις αὐτὴν ἄνωθεν, τὴν δὲ θύραν τῆς κιβωτοῦ ποιήσεις ἐκ πλαγίων, κατάγαια διώροφα καὶ τριώροφα ποιήσεις αὐτήν. Ἐγὼ δὲ ἰδοὺ ἐπάγω τὸν κατακλυσμόν, ὕδωρ ἐπὶ τὴν γῆν, καταφθεῖραι πᾶσαν σάρκα, ἐν ᾗ ἐστι πνεῦμα ζωῆς ὑποκάτω τοῦ οὐρανοῦ, καὶ ὅσα ἂν ᾖ ἐπὶ τῆς γῆς, τελευτήσει. Καὶ στήσω τὴν διαθήκην μου μετὰ σοῦ, εἰσελεύσῃ δὲ εἰς τὴν κιβωτόν, σύ, καὶ οἱ υἱοί σου, καὶ ἡ γυνή σου, καὶ αἱ γυναῖκες τῶν υἱῶν σου μετὰ σοῦ. Καὶ ἀπὸ πάντων τῶν κτηνῶν, καὶ ἀπὸ πάντων τῶν ἑρπετῶν καὶ ἀπὸ πάντων τῶν θηρίων, καὶ ἀπὸ πάσης σαρκός, δύο δύο ἀπὸ πάντων εἰσάξεις εἰς τὴν κιβωτόν, ἵνα τρέφῃς μετὰ σεαυτοῦ, ἄρσεν καὶ θῆλυ ἔσονται. Ἀπὸ πάντων τῶν ὀρνέων τῶν πετεινῶν κατὰ γένος, καὶ ἀπὸ πάντων τῶν κτηνῶν κατὰ γένος, καὶ ἀπὸ πάντων τῶν ἑρπετῶν τῶν ἑρπόντων ἐπὶ τῆς γῆς κατὰ γένος αὐτῶν, δύο δύο ἀπὸ πάντων εἰσελεύσονται πρὸς σέ, τρέφεσθαι μετὰ σοῦ, ἄρσεν καὶ θῆλυ. Σὺ δὲ λήψῃ σεαυτῷ ἀπὸ πάντων τῶν βρωμάτων, ἃ ἔδεσθε, καὶ συνάξεις πρὸς σεαυτόν, καὶ ἔσται σοι, καὶ ἐκείνοις φαγεῖν. Καὶ ἐποίησε Νῶε πάντα, ὅσα ἐνετείλατο αὐτῷ Κύριος ὁ Θεός, οὕτως ἐποίησε.
Πρμ Ηʹ, 1 – 21
Υἱέ, σὺ τὴν σοφίαν κήρυξον, ἵνα φρόνησίς σοι ὑπακούσῃ· ἐπὶ γὰρ τῶν ὑψηλῶν ἄκρων ἐστίν, ἀνὰ μέσον δὲ τῶν τρίβων ἕστηκε· παρὰ γὰρ πύλαις δυναστῶν παρεδρεύει, ἐν δὲ εἰσόδοις ὑμνεῖται. Ὑμᾶς, ὦ ἄνθρωποι, παρακαλῶ, καὶ προΐεμαι ἐμὴν φωνὴν υἱοῖς ἀνθρώπων. Νοήσατε ἄκακοι πανουργίαν, οἱ δὲ ἀπαίδευτοι ἔνθεσθε καρδίαν. Εἰσακούσατέ μου· σεμνὰ γὰρ ἐρῶ, καὶ ἀνοίσω ἀπὸ χειλέων ὀρθά. Ὅτι ἀλήθειαν μελετήσει ὁ λάρυγξ μου, ἐβδελυγμένα δὲ ἐναντίον ἐμοῦ χείλη ψευδῆ. Μετὰ δικαιοσύνης πάντα τὰ ῥήματα τοῦ στόματός μου, οὐδὲν ἐν αὐτοῖς σκολιόν, οὐδὲ στραγγαλιῶδες. Πάντα εὐθέα ἐστὶ τοῖς συνιοῦσι, καὶ ὀρθὰ τοῖς εὑρίσκουσι γνῶσιν. Λάβετε παιδείαν, καὶ μὴ ἀργύριον, καὶ γνῶσιν ὑπὲρ χρυσίον δεδοκιμασμένον· κρεῖσσον γὰρ σοφία λίθων πολυτελῶν, πᾶν δὲ τίμιον οὐκ ἄξιον αὐτῆς ἐστιν. Ἐγὼ ἡ σοφία κατεσκήνωσα βουλὴν καὶ γνῶσιν, καὶ ἔννοιαν ἐγὼ ἐπεκαλεσάμην. Φόβος Κυρίου μισεῖ ἀδικίαν, ὕβριν τε, καὶ ὑπερηφανίαν, καὶ ὁδοὺς πονηρῶν, μεμίσηκα δὲ ἐγὼ διεστραμμένας ὁδοὺς κακῶν. Ἐμὴ βουλὴ καὶ ἀσφάλεια, ἐμὴ φρόνησις, ἐμὴ δὲ ἰσχύς. διʼ ἐμοῦ βασιλεῖς βασιλεύουσι, καὶ οἱ δυνάσται γράφουσι δικαιοσύνην. Διʼ ἐμοῦ μεγιστάνες μεγαλύνονται, καὶ τύραννοι διʼ ἐμοῦ κρατοῦσι γῆς. Ἐγὼ τοὺς ἐμὲ φιλοῦντας ἀγαπῶ, οἱ δὲ ἐμὲ ζητοῦντες εὑρήσουσι χάριν. Πλοῦτος καὶ δόξα ἐμοὶ ὑπάρχει, καὶ κτῆσις πολλῶν, καὶ δικαιοσύνη. Βέλτιον ἐμὲ καρπίζεσθαι ὑπὲρ χρυσίον καὶ λίθον τίμιον, τὰ δὲ ἐμὰ γεννήματα κρεῖσσον ἀργυρίου ἐκλεκτοῦ. Ἐν ὁδοῖς δικαιοσύνης περιπατῶ, καὶ ἀνὰ μέσον τρίβων ἀληθείας ἀναστρέφομαι, ἵνα μερίσω τοῖς ἐμὲ ἀγαπῶσιν ὕπαρξιν, καὶ τοὺς θησαυροὺς αὐτῶν ἐμπλήσω ἀγαθῶν.
Δημοσίευση σχολίου