Πέμπτη 3 Αυγούστου 2023

Η «ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ» ΑΞΙΑ ΤΗΣ ΑΡΧΗΣ ΤΗΣ ΜΗ ΑΝΤΙΦΑΣΕΩΣ ΣΤΗΝ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΙΚΗ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ (1)

 Η «ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ» ΑΞΙΑ ΤΗΣ ΑΡΧΗΣ ΤΗΣ ΜΗ ΑΝΤΙΦΑΣΕΩΣ ΣΤΗΝ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΙΚΗ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ. 

Του Enrico Berti.
Σε μία προηγούμενη μελέτη προσπάθησα να δείξω, μέσω της ανάλυσης του IV βιβλίου της Μεταφυσικής του Αριστοτέλη, ότι η αρχή της μη-αντιφάσεως, στην ολοκληρωμένη της διατύπωση, περιέχουσα δηλαδή την δικαίωση τής αξίας της, δίνει τόπο σε μία συζήτηση η οποία, εκτός του ότι έχει μία συγκεκριμένη σημασία, αποτελούμενη από την εμπειρία στην ολότητά της, είναι η συνθήκη η οποία προσφέρει σημασία σε κάθε άλλη συζήτηση ουσιωδώς φιλοσοφική, δηλαδή ανήκει αποκλειστικά στην φιλοσοφία, εννοημένη σαν φιλοσοφία πρώτη, επιστήμη τού Είναι καθώς Είναι, ή μεταφυσική!
Ξαναπαίρνοντας λοιπόν τώρα την ανάλυση του ίδιου τού βιβλίου IV της Μεταφυσικής, προτίθεμαι να δείξω ότι ο εν λόγω λόγος με τον οποίο διατυπώνεται και υπερασπίζεται η αρχή της μη-αντιφάσεως, όχι μόνον ανήκει αποκλειστικώς στην φιλοσοφία, αλλά και την εξαντλεί ολοκληρωτικώς καθ’ εαυτή, διότι περιέχει, εν είδη περιλήψεως, εκείνη την ανάπτυξη τής αριστοτελικής μεταφυσικής η οποία παραδοσιακώς θεωρείται το σημαντικότερο μέρος και θεωρητικώς συνιστά τον μοναδικό λόγο υπάρξεως τής ίδιας της μεταφυσικής, δηλαδή την απόδειξη τής υπερβατικότητος τού απολύτου. Αυτή η αρχή, ας τονίσουμε, δεν ανήκει στην λεγόμενη οντολογία, ή «γενική μεταφυσική», της οποίας δεν υπάρχει ίχνος στον Αριστοτέλη, αλλά σ’ εκείνη την οποία ονομάζει ο ίδιος ο Αριστοτέλης «Θεολογία», δηλαδή την κατεξοχήν μεταφυσική, εννοημένη σαν την έρευνα των πρώτων αιτίων τής εμπειρίας.
Στο κεφάλαιο 5 τού βιβλίου αφού έχει αποδείξει ότι η μοναδική δικαίωση τής αρχής της μη-αντιφάσεως είναι η αναίρεση τής αρνήσεώς της, δηλαδή μία επιχειρηματολογία ουσιαστικώς διαλεκτική, ο Αριστοτέλης σαν αφιέρωμα στην διαλεκτική, περνά στην εξέταση των προσπαθειών που έγιναν ιστορικά για να την αρνηθούν. Αυτές οι προσπάθειες διακρίνονται σε δύο ομάδες, «αυτών οι οποίοι έφτασαν σ’ αυτόν τον τρόπο σκέψης ξεκινώντας από αυθεντικές απορίες» και εκείνων οι οποίοι «μιλούν μόνον από την αγάπη τους για την συζήτηση». (Μετφ. 1009 α 18-22). Αυτοί οι τελευταίοι είναι οι εριστικοί ή σοφιστές, οι οποίοι αρνούνται την αρχή τής μη-αντιφάσεως όχι επειδή έχουν κάποια δυσκολία στην αποδοχή του, αλλά μόνον για το γούστο τής διαφωνίας, δηλαδή ακριβώς για το πνεύμα τής αντιφάσεως. Οι πρώτοι όμως είναι μερικοί φιλόσοφοι προηγηθέντες του Αριστοτέλη, εκείνοι τους οποίους ονομάζει οι «φυσικοί» δηλαδή οι προσωκρατικοί, οι οποίοι αρνούνται την α.τ.μ.α καθόσον δυσκολεύονται να τήν αποδεχθούν από δυσκολίες ή απορίες, φιλοσοφικής όμως φύσεως!
Η αναίρεση τών σοφιστών τοποθετείται στο ίδιο επίπεδο τής αρνήσεως την οποία επιχειρούν οι ίδιοι, σ’ εκείνο δηλαδή το καθαρά διαλογικό, και συνίσταται στην φανέρωση τής έλλειψης νοήματος και της αδιαφορίας τής συζητήσεως τους, αποδεικνύοντας μ’ αυτόν τον τρόπο την λειτουργικότητά τής αρχής τής μη-αντιφάσεως σαν υπέρτατου κριτηρίου τού νοήματος. Την αναίρεση αυτή την είδαμε αναλυτικά στο κείμενο «Αντίφαση και διαλεκτική στους αρχαίους και στους μοντέρνους», αλλά τώρα θα εξετάσουμε λεπτομερώς την αναίρεση των «φυσικών», των προσωκρατικών, η οποία συνίσταται στην λύση των αποριών οι οποίες τους οδήγησαν στην άρνηση και στην απόρριψη τής α.τ.μ.α.. Στην διάρκεια αυτής της αναίρεσης φανερώνεται λοιπόν εκείνη που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε η «θεολογική» αξία της αρχής τής μη αντιφάσεως, η δυνατότης δηλαδή να αποδειχθεί μέσω αυτής, ή καλύτερα μέσω τής καταστροφής κάθε άρνησής της, η υπερβατικότης η ίδια τού απολύτου, δηλαδή η ύπαρξις του Θεού.
Υπάρχουν τουλάχιστον τρείς στιγμές στις οποίες ο Αριστοτέλης δείχνει καθαρά την λύση τών αποριών, οι οποίες οδηγούσαν τους φυσικούς να αρνηθούν την α.τ.μ.α., αποδεχόμενος μίαν ακίνητη πραγματικότητα μίας αρχής, η οποία δηλαδή υπερβαίνει το γίγνεσθαι τής εμπειρίας. Η πρώτη στιγμή συναντάται σχετικά με την αναίρεση τών λεγόμενων πλουραλιστών (pluralisti), αυτών δηλαδή οι οποίοι προσπαθούσαν να φέρουν σε συμφωνία την σύλληψη τού Είναι που ανήκε στον Παρμενίδη με τα αποτελέσματα τής εμπειρίας: ανάμεσα σ’ αυτούς ο Αριστοτέλης ονομάζει τον Αναξαγόρα και τον Δημόκριτο.
Η θέση των πλουραλιστών παρουσιάζεται με τον ακόλουθο τρόπο: «σ’αυτούς οι οποίοι βρίσκονται εμπλεκόμενοι σε απορίες, αυτή η γνώμη, εκείνη δηλαδή ότι οι αντιφατικές δηλώσεις και τα αντίθετα υπάρχουν ταυτόχρονα, προήλθε από τα αισθητά πράγματα, καθώς αυτοί είδαν ότι τα αντίθετα γεννώνται από το ίδιο πράγμα. Εάν λοιπόν δεν είναι δυνατόν να γεννηθεί αυτό που δεν είναι, το πράγμα υπήρχε από πριν, προηγουμένως, καθώς είναι με τον ίδιο τρόπο και τα δύο αντίθετα, όπως λέει και ο Αναξαγόρας, όταν δηλώνει ότι το πάν είναι αναμεμειγμένο στο πάν, και όπως λέει και ο Δημόκριτος: διότι και αυτός δηλώνει ότι το κενό και το πλήρες, υπάρχουν με τον ίδιο τρόπο σε οποιοδήποτε μέρος, παρότι το «ένα από αυτά είναι όν και το άλλο μη-όν» (Μετφ. 1009 α 22-30).
Η εν λόγω θεωρία είναι ξεκάθαρη. Από το ένα μέρος υπάρχει ο υπολογισμός των αισθητών πραγμάτων, δηλαδή τής εμπειρίας, η οποία μαρτυρεί την ύπαρξη τού γίγνεσθαι, δηλαδή την ακολουθία αντιθέτων προσδιορισμών στο ίδιο υποκείμενο. Από το άλλο η αρχή σύμφωνα με την οποία από το τίποτα δεν γεννιέται τίποτα, δηλαδή το Είναι δεν γίγνεται, δεν μπορεί να αναδυθεί από το τίποτα, διαφορετικά θα εξισούτο με το τίποτα. Αυτή είναι η κληρονομιά τού Παρμενίδη, η οποία συνίσταται στην διαβεβαίωση τής αμείωτης αντιθέσεως τού Είναι και τού τίποτα! Από την σύνθεση αυτών των δύο στιγμών απορρέουν από το ένα μέρος η θεωρία τού Αναξαγόρα, σύμφωνα με την οποία όλα τα πράγματα, και επομένως και οι ορισμοί οι αντίθετοι μεταξύ τους είναι αναμεμειγμένοι με όλα τα πράγματα, δηλαδή προϋπάρχουν σε καθένα από αυτά. Και από το άλλο η θεωρία τού Δημόκριτου, σύμφωνα με την οποία το πλήρες και το κενό, δηλαδή το Είναι και το μη-Είναι, συνυπάρχουν σε όλα τα πράγματα. Τόσο η μία όσο και η άλλη θεωρία, καθότι επιβεβαιώνουν την ύπαρξη μέσα στο ίδιο πράγμα αντιθέτων καθορισμών, αρνούνται κατά συνέπειαν την αρχή τής μη-αντιφάσεως.
Συνεχίζεται
Αμέθυστος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου