Παρασκευή 29 Σεπτεμβρίου 2023

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ (192)

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ 

Συνέχεια από Τετάρτη, 20 Σεπτεμβρίου 2023


Jacob Burckhardt
ΤΟΜΟΣ 3ος
ΜΕΡΟΣ ΕΒΔΟΜΟ:
ΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΜΟΥΣΙΚΗ
IV. Η ΠΟΙΗΣΗ ΕΚΤΟΣ ΤΟΥ ΑΠΛΟΥ ΕΞΑΜΕΤΡΟΥ

7. Η Τ Ρ Α Γ Ω Δ Ι Α - 9


Η στιγμιαία απήχηση της έντασης, του φόβου και του πάθους, του συνόλου δηλαδή της συμπεριφοράς ενός προσώπου στο αρχαίο δράμα, διασαλεύεται και εξουδετερώνεται πλήρως, στην αντίληψη του σύγχρονου θεατή, όταν παρεμβάλλονται τα αίτια σε μακροσκελείς μονολόγους, και μάλιστα σ’ αυτά προστίθενται αφ’ ενός γενικές αντιλήψεις, και αφ’ ετέρου θεωρίες που αντικατοπτρίζουν την εποχή και τις απόψεις του ποιητή, έτσι ώστε πολλά αποσπάσματα να αποπνέουν κενότητα, εξ αιτίας του γενικού επιπέδου του ύφους που μοιάζει να καλύπτει τα πάντα ομοιόμορφα. Επιπλέον τα πρόσωπα του Ευριπίδη διαπνέονται από αντιθέσεις (οξύμωρον), κάτι που ενισχύεται από το γεγονός ότι η εξωτερική δραστηριότητα είναι εξαιρετικά περιορισμένη. Ορισμένες φορές η επίδραση της ρητορικής γίνεται ιδιαίτερη αισθητή. Σε έναν μονόλογο, (Εκάβη 814), ο οποίος πιθανότατα περιποίησε τιμή στον Ευριπίδη, η Εκάβη θεωρεί λυπηρό το γεγονός ότι δεν κάνουμε καμιά προσπάθεια στη ζωή μας να διδαχθούμε από τα μυστικά της Πειθούς. Χαρακτηριστικός, για ολόκληρο το έργο του Ευριπίδη, είναι ο τρόπος με τον οποίο απολογούνται λεπτομερώς ενώπιον της Ιοκάστης ο Ετεοκλής και ο Πολυνείκης, καθώς και το πώς εκείνη, αφού συνοψίσει όλα τα επιχειρήματά τους, τα αντικρούσει ένα προς ένα· ο ποιητής μπορεί να αισθάνεται ιδιαιτέρως υπερήφανος γι αυτό του το επίτευγμα, το οποίο δεν είχε συλλάβει ο Σοφοκλής (για παράδειγμα στους Επτά επί Θήβαις). Την τάση να εκφράζονται σ’ αυτά τα ποιητικά έργα γενικότερες αντιλήψεις περί του βίου την διακρίνουμε ευκρινέστατα στην περίπτωση του εγκληματία Πολυμήστορα (Εκάβη 1178),ο οποίος μετά την τρομακτική περιγραφή της τύφλωσής του και της δολοφονίας των τέκνων του από τις Τρωάδες, δεν παραλείπει να εκφράσει μια γενική παρατήρηση για το γυναικείο φύλο, που προκαλεί την επίπληξη του Αγαμέμνονα. Υπάρχει επίσης μια μεγάλη ποικιλία αποφθεγμάτων, όπως στον μονόλογο της Ιοκάστης που αναφέραμε στις Φοίνισσες. Αυτός είναι και ο λόγος που ο Σωκράτης επέλεξε από τους τρείς τραγωδούς τον Ευριπίδη, διακρίνοντας εδώ ένα μέσο φιλοσοφικής διαπαιδαγώγησης των μαζών. Και αυτό το ίδιο στοιχείο εκτιμήθηκε ιδιαίτερα αργότερα, μέχρι και τους βυζαντινούς χρόνους· όταν εξέλειπε ο χορός, όταν σταμάτησαν αυτού του είδους οι δημόσιες αναπαραστάσεις, όταν το θέατρο περιορίστηκε στο δημαγωγικό δράμα, και χάθηκε πιθανότατα κάθε ενδιαφέρον γι’ αυτό το είδος θεατρικότητας, το αποφθεγματικό δράμα κέρδισε τα πρωτεία.

Δεν μπορούμε να παραβλέψουμε όμως μερικές αυθαίρετες επιλογές του Ευριπίδη που πλήττουν το κοινό αίσθημα, όταν για παράδειγμα στο τέλος της Εκάβης, ο περίφημος Πολυμήστωρ υφαρπάζει μιαν ανταπόδοση για την τύφλωσή του, αποκαλύπτοντας στην Εκάβη, την Κασσάνδρα και τον Αγαμέμνονα το τέλος τους, το οποίο του προγνώρισε ένας μάντης από την Θράκη· αλλά ακόμη πιο αλγεινή εντύπωση μας προκαλεί ο ποιητής, όταν στο τέλος της τραγωδίας Ίων, εμφανίζει τον Ξούθο να αποχωρεί ικανοποιημένος από τη στάση του ως πλαστού πατέρα, σαν άλλος άγιος Ιωσήφ· αλλά και η συμφιλίωση, χάρη στην ανακάλυψη κάποιων χαμένων αντικειμένων, ανάμεσα στον Ίωνα και την Κρέουσα, η οποία είναι από εκείνες τις γυναίκες οι οποίες επειδή απειλήθηκαν και προσβλήθηκαν θεωρούν ότι όλα τους επιτρέπονται, δεν χαροποιεί το συναίσθημα του σύγχρονου θεατή, διότι όλοι οι χαρακτήρες του δράματος έχουν τόσο πολύ διασυρθεί στην πορεία ώστε η ευτυχία που τελικά τους προσφέρεται ελάχιστα ενδιαφέρει τον θεατή. Ένα από τα δραματικά στοιχεία επίσης που είναι δύσκολο να ανεχθεί ο σύγχρονος θεατής είναι η πλήρης αλλοίωση του χαρακτήρα ενός προσώπου εξ αιτίας μιας μανίας που δεν οφείλεται στον ίδιο τον άνθρωπο αλλά στην κακόβουλη παρέμβαση κάποιου θεού. Η θεμιτή κατάληψη από την παράνοια μάς είναι γνωστή από τόν Βασιλιά Ληρ, όπου ο πραγματικός τρελός (Ληρ), ο μεταμφιεσμένος (Έντγκαρ), και ο επαγγελματίας γελωτοποιός συνυπάρχουν σε μια συγκλονιστική αντιπαράθεση· αλλά και στον Σοφοκλή, όπου ο Αίας, αν δεν τον είχε τυφλώσει η Αθηνά, θα είχε δολοφονήσει εν ψυχρώ και με δόλο όλους τους αρχηγούς του αχαϊκού στρατού, εξ αιτίας του οπλισμού του Αχιλλέα, η μανία αποτελεί την αντιστροφή μιας ηρωικής φύσεως, επιπλέον βίαιης, που εγκαταλείπεται σε μιαν ακραία άγρια και τρομακτική συμπεριφορά, υποκινούμενη συνεπώς από τα κύρια χαρακτηριστικά της προσωπικότητάς του. Αλλά στον Ηρακλή Μαινόμενο ο Ευριπίδης πραγματεύεται το ίδιο θέμα με εντελώς λανθασμένο τρόπο, παρόλη τη μεγαλειώδη επέλαση της Λύσσας, με τη μεσολάβηση της Ήρας. Εδώ ο ήρωας, αφού έχει ολοκληρώσει τους άθλους του και τις υποχρεώσεις του, αμέσως μετά τη διάσωση των οικείων του, καταλαμβάνεται από μανία με εντολή της Ήρας, και δολοφονεί αυτούς που μόλις έσωσε, ανακτώντας ακολούθως τη λογική για να καταπέσει σε ολέθρια κατάθλιψη, ενώ ο ποιητής σπεύδει να μας περιγράψει με κάθε λεπτομέρεια την αλλοίωση που υφίσταται το πρόσωπό του και το βλέμμα του, τον τρόπο που τινάζει το κεφάλι του, γουρλώνει τα μάτια του, βογκά και βρυχάται. Το τέλος του δράματος εντυπωσιάζει επίσης με λεπτομερή καταγραφή της απόγνωσης, όταν ζητάει να αποχαιρετήσει τα νεκρά τέκνα του και τον πατέρα του Αμφιτρύωνα (του οποίου η πατρότητα στη διάρκεια του έργου άλλοτε είναι εμφανής και άλλοτε αφανής). Αρκεί να θυμίσουμε εδώ τους τυπικά ρεαλιστικούς χαρακτήρες στον Ορέστη.

Παρ’ όλα αυτά ο Ευριπίδης κέρδισε μιαν αυξανόμενη αναγνώριση από τους Έλληνες, και η επιτυχία που του αναγνώρισε το έθνος δεν διέψευσε τις προσδοκίες του, παρ’ όλες τις αποτυχίες που του επεφύλαξαν οι αθηναίοι κριτές. Σε σχέση με τη γοητεία που ασκούσε στους ελληνικούς πληθυσμούς όταν ήταν ακόμη στη ζωή, αρκεί να θυμίσουμε μιαν αρκετά γνωστή αναφορά του Πλουτάρχου, που περιγράφει πώς οι Σικελοί νικητές μοιράζονταν μεταξύ τους, με ιδιαίτερο ζήλο, τα μικρά αποσπάσματα κειμένων που τους επέτρεπαν να ανακαλύψουν οι αθηναίοι κρατούμενοι, ορισμένοι από τους οποίους εξασφάλιζαν με αυτό τον τρόπο την ελευθερία τους. Και εκατό χρόνια αργότερα ο κωμικός ποιητής Φιλήμων τόλμησε να πει : «Αν οι νεκροί είχαν έστω και μιαν ελάχιστη δυνατότητα συναίσθησης, όπως μερικοί διατείνονται, θα αυτοκτονούσα μονάχα για να γνωρίσω τον Ευριπίδη». Μπορούμε να φαντασθούμε ότι η διάδοση των παραστάσεων και η επέκταση των θεατρικών εγκαταστάσεων οφείλονταν κυρίως στην αυξανόμενη έλξη του κοινού από την ποίηση του Ευριπίδη.

Ιδιαιτέρως εκτιμήθηκε αργότερα η θαυμαστή γλώσσα που χρησιμοποίησε ο Ευριπίδης, διότι όπως φαίνεται επελέγη η τρέχουσα ομιλία των πλέον μορφωμένων αθηναϊκών κύκλων για να υπηρετήσει την τέχνη, με αυτό τον θαυμαστό τρόπο που γνωρίζουν μόνο οι Έλληνες, και ο οποίος γίνεται περισσότερο ευδιάκριτος και κατανοητός στον Ευριπίδη από ότι στους προκατόχους του. Χαρακτηριστικό επίσης είναι ότι υπερέβη επιτυχώς τις επιθέσεις του Αριστοφάνη εναντίον του στους Αχαρνείς, στις Θεσμοφοριάζουσες και στους Βατράχους. Οι επιθέσεις αυτές είχαν κυρίως στόχο τον ρεαλισμό που εκδηλώνεται εκείνη την εποχή με διάφορες μορφές, αλλά δεν είναι ανεκτός από το αττικό θέατρο, ενώ στον ίδιο τον Ευριπίδη προσάπτουν το γεγονός ότι οι δημιουργίες του δεν εμπνέονται μέσα από ένα ευγενές περιβάλλον, αλλά από την φλυαρία της εποχής του, και τα ράκη της τέχνης της. Αντίθετα, τον Αισχύλο των Βατράχων διακρίνει μια αχαλίνωτη μεγαλοπρέπεια, η οποία κατά τη γνώμη του κωμικού ποιητή έχει σκοπό τη βελτίωση της ανθρώπινης ύπαρξης, και αποδεικνύει ότι ο Αισχύλος, σε αντίθεση με τον Ευριπίδη, άφησε πίσω του μια γενιά έμπλεη ηρωισμού· παρόλη όμως αυτή την επιφανειακή αφοσίωση στο μεγάλο τραγωδό, οφείλουμε να αναρωτηθούμε πώς θα τον είχε αντιμετωπίσει ο Αριστοφάνης αν ήταν εν ζωή.

Δεν αποκλείεται πάντως η κωμωδία που στόχευσε στη δυσφήμιση των τραγικών ποιητών, να συνέτεινε και αυτή στην παρακμή της τραγωδίας. Αντιμέτωπη με τέτοιους σαρκασμούς, η πρόθεση της τραγωδίας να διαπαιδαγωγήσει το λαό, καθώς και κάθε άλλη μορφή θαυμασμού που τη συνόδευε, απώλεσαν το νόημά τους. Η παρακμή της γίνεται έντονα αισθητή κατά τον 4ο αιώνα, και θα άξιζε τον κόπο να ερευνήσουμε τα αίτια, στο βαθμό του δυνατού.

Ασφαλώς ακολούθησαν και άλλες τετραλογίες που διδάσκονταν κατά τα Μεγάλα Διονύσια και τα Λήναια, και οι πηγές μας πληροφορούν ότι εξακολούθησαν να παίζονται τα έργα των μεγάλων τραγωδών, και ότι μεγάλοι τραγικοί ποιητές αναδείχθηκαν το επόμενο διάστημα. Αναφερόμαστε εδώ κυρίως σε συγγενείς και απογόνους των τριών μεγάλων τραγωδών, όπως ο εγγονός του Σοφοκλή, που έφερε το όνομά του, εμφανίστηκε για πρώτη φορά το 396 π. Χ. και κατέκτησε δώδεκα νίκες· ο Αστυδάμας, που λέγεται ότι συνέγραψε 240 θεατρικά έργα και κατέκτησε δεκαπέντε βραβεία, ήταν δισέγγονος μιας αδελφής του Αισχύλου, αλλά και άλλοι τραγικοί ποιητές εκτός του γνωστού κύκλου. Κανένας από αυτούς του ποιητές όμως δεν κατέκτησε μεγάλη φήμη, η αναφορά σ’ αυτούς είναι τόσο σπάνια που ισοδυναμεί σχεδόν με ανυπαρξία, και ασφαλώς υπάρχει κάποιος λόγος που δεν άφησαν πίσω τους κανένα ίχνος μετά τον 4ο αιώνα.

(συνεχίζεται)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου