Δευτέρα 9 Οκτωβρίου 2023

Μία επανεξέταση της Νεο-πατερικής σύνθεσης; Ορθόδοξη ταυτότητα και πολεμική στον π. Γεώργιο Φλωρόφσκυ και το μέλλον της Ορθόδοξης θεολογίας - BRANDON GALLAHER

  Συνέχεια από: Πέμπτη 22 Δεκεμβρίου 2022

του αιδεσιμώτατου Δρ. Μπράντον Γκάλαχερ

V. Συμπέρασμα. Πέρα από το παράδειγμα - Επανεξετάζοντας τη νεοπατερική σύνθεση; (συνέχεια)

Αν το μεγαλείο ενός θεολόγου καθορίζεται από την επιρροή του, τότε ο Γεώργιος Φλωρόφσκυ (1893-1979) είναι άναμφίβολα ο μεγαλύτερος ανατολικός Ορθόδοξος θεολόγος του 20οΰ αιώνα2. Το θεολογικό πρόγραμμα και η μέθοδός του για την πνευματική επιστροφή και στην ανανέωση της βυζαντινής κληρονομιάς με το παρωχημένο πλέον σύνθημα της «νεοπατερικής σύνθεσης» μπορεί να έχει λησμονηθεί από τούς δυτικούς θεολόγους, ωστόσο έχει προοδευτικά καταστεί το κυρίαρχο υπόδειγμα Ορθόδοξης θεολογίας και οικουμενικής δράσης, παρά το γεγονός ότι το έργο του κυκλοφόρησε αρχικά σε μία πρόχειρη έκδοση, με ιδιαίτερα προβληματική μετάφραση, που σήμερα είναι σχεδόν δυσεύρετη3. 
Αρκεί να αναφέρει κανείς τους πιο διακεκριμένους μαθητές του τον π. Ιωάννη Meyendorff (1926-1992), τον π. Ιωάννη Ρωμανίδη (1928-2001) και τον Μητροπολίτη Ιωάννη Ζηζιούλα (1931-) όπως επίσης κι εκείνους πού καθοδήγησε όπως τον Αρχιμανδρίτη Σωφρόνιο Σαχάρωβ (1896-1993), τον Βλαδίμηρο Lossky (1903-1958), τον π. Αλέξανδρο Schmemann (1921-1983), και τον Μητροπολίτη Κάλλιστο Ware (1934-) και αμέσως παρουσιάζεται μία σύντομη ιστορία της Ορθόδοξης θεολογίας στο τελευταίο μισό του 20ού αιώνα. Ο Lossky μάλιστα, έφτασε στο σημείο να τον αποκαλέσει ως «τον μεγαλύτερο ίσως (Ορθόδοξο θεολόγο) της εποχής μας»4. Ωστόσο η κληρονομιά του Φλωρόφσκυ είναι μάλλον βαθύτερη και τελικά πιο αμφίσημη από την κοινότυπη επίκληση της πατερικής παράδοσης στη θεολογία. Ο Φλωρόφσκυ κληροδότησε στην Ορθόδοξη θεολογία ένα παράδειγμα για τον τρόπο πού αυτή θα παραμένει Ορθόδοξη μέσα στον σύγχρονο Δυτικό κόσμο πού κυριαρχείται από την πολιτιστική κυριαρχία της Δύσης, ένα παράδειγμα το οποίο οι δυτικοί θεολόγοι ακόμη αγνοούν σε μεγάλο βαθμό, ενώ εμείς οι Ορθόδοξοι δείχνουμε απροθυμία να αναγνωρίσουμε. Στο παράδειγμα αυτό, μία Πανορθόδοξη ταυτότητα υψώνεται εναντίον της ετεροδοξίας του Άλλου, υπό τη μορφή του «Χριστιανικού Ελληνισμού»5. Πρακτικά, αυτός ο Άλλος καταλήγει συχνά, άλλα όχι πάντα6, να αποτελεί μία εκδοχή της Δύσης ή της «δυτικής επιρροής» στην ανατολική Ορθόδοξη σκέψη και ζωή. Σ’ αυτό το σημείο, η πολεμική παράγει θετικό αποτέλεσμα, τονίζοντας αυτό που δεν είναι η ’Ορθοδοξία, και έτσι δια της εις άτοπον επαγωγής, καταφάσκει ό,τι είναι Ορθόδοξο. Ωστόσο, όπως θα δειχθεί παρακάτω, αυτό το παράδειγμα δεν είναι καθόλου ικανοποιητικό. Αποκρύπτει από τον θεολόγο το γεγονός ότι η ταυτότητά του δεν νοείται ότι είναι ερμητικά κλειστή έναντι του Άλλου, έναντι της ετερόδοξης «Δύσης» ή του πεπλανημένου Ορθόδοξου που βρίσκεται αιχμάλωτός της, αλλά στην πραγματικότητα εξαρτάται από αυτόν.

Στο παρόν κείμενο θα εξετάσουμε τις απαρχές και τον χαρακτήρα της πολεμικής του Φλωρόφσκυ έναντι της «Δύσης», σε σχέση προς την υποστήριξή του για μία «ανατολική» ορθόδοξη ταυτότητα (το «παράδειγμά» του). Αφού εξετάσουμε τον πυρήνα της νεο-πατερικής σύνθεσης, θα υποστηρίξουμε ότι βασικές θέσεις κλειδιά αυτής της σύνθεσης έχουν στην πραγματικότητα ληφθεί όχι από (ανατολικές) πατερικές πηγές, τις οποίες και επαινεί, άλλα από κάποιες δυτικές πηγές τις οποίες επικρίνει. Τέλος, θα σκιαγραφήσουμε με συντομία έναν πιθανό προς τα εμπρός δρόμο στο πλαίσιο της ορθόδοξης θεολογίας, μία επανεξέταση της νεοπατερικής σύνθεσης, η οποία αν και προχωρά πέραν του παραδείγματος του Φλωρόφσκυ, βρίσκεται ωστόσο σε συνέχεια με το κεντρικό θεολογικό όραμά του.

“τί θα γένουμε χωρίς βαρβάρους; 
Οι άνθρωποι αυτοί ήσαν μία κάποια λύσις” 
Κωνσταντίνος Καβάφης1

Ο υπότιτλος τής παρούσας εργασίας είναι παρμένος από τό ποίημα «Περιμένοντας τους Βαρβάρους» (1904)204 του Έλληνα ποιητή Κωνσταντίνου Καβάφη (1863-1933). Στο ποίημα αυτό, ο αφηγητής αναφέρεται στην πρωτεύουσα ενός ελληνιστικού πολιτισμού όπου ο πληθυσμός της έχει συναθροιστεί στην αγορά. Ενώ αναμένει τους βάρβαρους κατακτητές, περιμένοντας έτσι την καταδίκη του, το πλήθος ταλανίζεται έντονα ανάμεσα στην αδράνεια και την επίδειξη εξαίρετης χλιδής με σκοπό να θαμπώσει με το μεγαλείο των θησαυρών του το σμήνος των λαφυραγωγών. Ωστόσο, η νύχτα πέφτει αλλά ο Godot ακόμη δεν έχει έρθει, ενώ καταφτάνουν αγγελιοφόροι από το μέτωπο λέγοντας πως «βάρβαροι πιά δεν υπάρχουν». Αντί για ανακούφιση, τα νέα προκαλούν αναστάτωση καί σύγχυση για το «τί θα γένουμε χωρίς βαρβάρους; Οι άνθρωποι αυτοί ήσαν μία κάποια λύσις»205. Κατά παρόμοιο τρόπο, η Ορθόδοξη θεολογία μετά τον Φλωρόφσκυ έχει οδηγηθεί σε ένα τέλμα, καθώς χρειάζεται κάποιον στη θέση του βάρβαρου, προκειμένου να μπορεί να διαβεβαιώνει την ανατολική Ορθόδοξη ταυτότητά της. Έχει ανάγκη, δηλαδή, από κάτι που να μπορεί να προσδιορίζεται ως προσωποποίηση κάθε αρνητικού. Ωστόσο, με την επιβεβαίωση της διαφορετικότητάς της μέσα από την καταδίκη των δυτικών βαρβάρων, καθιστώντας τους ένα είδος Αντί-Θεού η σύγχρονη Ορθόδοξη θεολογία δεν έχει κατορθώσει να βρει κάποια λύση στη σύγχυσή της, αλλά, στην πραγματικότητα, εξαρτάται σε ακόμη μεγαλύτερο βαθμό από τη Δύση. Η πολεμική της δεν τής επιτρέπει να διακρίνει ότι, πράγματι, αντλεί την ταυτότητά της από τον Άλλο. Με παρόμοιο τρόπο, ο Φλωρόφσκυ απορρίπτει τη μετά το Μέγα Σχίσμα δυτική θεολογία, επειδή αυτή έχει απολέσει την καθολική συνείδησή της ως χριστιανικός Ελληνισμός. Ωστόσο, τόσο η διάρθρωση καθαυτή αυτής της συνείδησης όσο η δομή και το περιεχόμενό της, προέρχονται από πηγές που ο ίδιος επικρίνει, (κυρίως από τον Ιδεαλισμό). Έτσι, είναι ειρωνικό το γεγονός ότι στη συνέχεια διεκδικεί τις παραπάνω πηγές ως μοναδικά «πατερικές» ή «ανατολικές Ορθόδοξες». Στη συνάφεια αυτή η «επιστροφή στις ρίζες»(ressourcement) αποτελεί κατά κυριολεξία την «μεταφύτευση» μίας ιδέας, αφού μία ιδέα ξεριζώνεται ασυνείδητα (ίσως καί σιωπηρά) από την πραγματική, «στρεβλή» (δυτική) πηγή της καί ανακαλύπτεται γι’ αυτή μία νέα απαρχή σε μία αποδεκτή, «κανονική» (δηλαδή ανατολική/πατερική), πηγή. Ωστόσο, η πολεμική αυτή μαζί με τη «μεταφύτευση» έχουν αναχθεί σε απαραίτητα στάδια οικοδόμησης της εκκλησιαστικής ταυτότητας. Πρόκειται για ένα απαραίτητο πέπλο που αποκρύπτει από το υποκείμενο την πραγματική του εξάρτηση από τον Άλλο, επιτρέποντας, έτσι, την αναγκαία αυταπάτη ότι η ταυτότητά του είναι αυτάρκης, ότι, δηλαδή, αντλεί, κατά κάποιο τρόπο, την προσωπική ύπαρξή του αποκλειστικά από τον εαυτό του.

Παρά τίς επίμονες προσπάθειές του προς το αντίθετο, ο Φλωρόφσκυ ήταν, κατά την περιγραφή του Francois Rouleau για τον Kireevsky, ένας «αντί-ιδεαλιστής μορφωμένος από τον ιδεαλισμό»206. Οι επικριτές της σύγχρονης Ορθόδοξης θεολογίας οφείλουν να υπερβούν το κοινό στερεότυπο ότι, ενώ ο Bulgakov ήταν έρμαιο του ιδεαλισμού και ποικίλων στρεβλών δυτικών πηγών, η θεολογία τού Φλωρόφσκυ, αντίθετα, υπήρξε ένα αμιγώς πατερικό προϊόν. Ο Φλωρόφσκυ, όπως είχε παρατηρήσει ο Rowan Williams για τον Lossky παλαιότερα, «συνεχίζει να διαβάζει τους Πατέρες με ρωσικά μάτια»207. Κάτι τέτοιο δεν θα πρέπει να μας εκπλήσσει. Όπως παρατηρήσαμε εν συντομία, η θεολογία του Φλωρόφσκυ αποτελεί εξίσου ένα προϊόν τού γερμανικού ιδεαλισμού, που είχε διαποτίσει τη ρωσική σκέψη, όπως συμβαίνει άλλωστε, θα μπορούσαμε να προσθέσουμε, με το μεγαλύτερο μέρος τής σύγχρονης Ορθόδοξης θεολογίας.

To παραπάνω γεγονός δεν προκαλεί έκπληξη, εάν λάβουμε υπόψη μας κυρίως την προηγούμενη μόρφωση τού Φλωρόφσκυ, που έδινε έμφαση στον Ρομαντισμό καί στην μετα-καντιανή φιλοσοφία, αν δεν υπήρχε η πατερικη περιβολη του Φλωρόφκσυ καί η επίθεσή του εναντίον τής Ρομαντικής καί ιδεαλιστικής κληρονομιάς στη θεολογία των συγχρόνων του. Ούτε αυτό θα έπρεπε να είναι απαραίτητα αρνητικό, στο βαθμό πού το μεγαλύτερο μέρος τής ρωμαιοκαθολικής (ressourcement) θεολογίας ως επιστροφής στις ρίζες καί μέσω αυτής η Β' Βατικανή Σύνοδος αντλούν από τις ίδιες πηγές. Αυτό πού είναι κρίσιμο για τη σύγχρονη Ορθόδοξη θεολογία -και στο σημείο αυτό δεν υπάρχει διαφοροποίηση από τίς υπόλοιπες θεολογικές παραδόσεις- είναι να αναγνωρίσει ότι η θεολογική ανάγνωση των Πατέρων γίνεται πάντα μέσα στον ερμηνευτικό ορίζοντα τής κάθε εποχής. Το σημερινό κοσμοείδωλο κυριαρχείται από το Δυτικό πολιτισμό, έτσι ώστε οι διάφορες ξένες πηγές από τον Ιδεαλισμό, στη συνέχεια τον Υπαρξισμό καί τελικά μέχρι την έποχή μας με τη μόδα τής ερμηνευτικής, τον μετά-φιλελευθερισμό καί μετά-δομισμό, λειτουργεί αναπόφευκτα ως πρίσμα με βάση το οποίο ο θεολόγος ερμηνεύει τους Πατέρες και επαναπροσδιορίζει δημιουργικά το μυστήριο της προ-νεωτερικής πίστης για τις ανάγκες της μετα-νεωτερικής έποχής μας. Στο σημείο αυτό δεν θα πρέπει να έχουμε ενδοιασμούς, εάν ως ορθόδοξοι θεολόγοι, θέλοντας να παραμένουμε πιστοί στις ρίζες τής εκκλησιαστικής παράδοσης, δεν αποκρύπτουμε διαρκώς την σχετική εξάρτησή μας από τη δυτική σκέψη καί κουλτούρα για την διατύπωση της αποστολικής παρακαταθήκης. Αυτό πού είναι ζωτικής σημασίας δεν είναι η αποσιώπηση ή άρνηση τής ξένης επιρροής, διότι μία τέτοια άρνηση απλά αυξάνει τη δυναμική της, καθώς την καθιστά ασύνειδη.

Αυτό πού προτείνουμε είναι ότι, ενδεχομένως, το μέλλον τής Ορθοδοξίας δεν βρίσκεται σε ό,τι έχει καταντήσει μία κορεσμένη αντανακλαστική κίνηση πού επιδιώκει να συλλάβει απεγνωσμένα το αμιγώς ανατολικό (ΣτΜ. ορθόδοξο) φρόνημα, το οποίο είναι διαθέσιμο, κατά κάποιο τρόπο σφραγισμένο ερμητικά εναντι τής μετά το Μέγα Σχίσμα Δύσης, μέσα στους Πατέρες καί τη λειτουργική παράδοση (π.χ. η «οντολογία των Καππαδοκών», η «ευχαριστιακή εκκλησιολογία» καί «η πατερική εξηγητική»), διαχωρίζοντας την ίδια στιγμή τον εαυτό της από ό,τι διαφορετικό, αλλότριο, δηλαδή δυτικό. Αντίθετα, η εκκλησιαστική ταυτότητα μπορεί να ανακαλυφθεί εάν κατορθώσουμε να κατανοήσουμε καί μέσα σε ό,τι, εκ πρώτης όψεως, μοιάζει τελείως αλλότριο, ακόμη καί εχθρικό, ποιοί είμαστε. Θα μπορούσαμε τότε να ανακαλύψουμε την ανατολικο-ορθόδοξη ταυτότητά μας μέσα από μία θετική συνάντηση με ο,τιδήποτε δυτικό. Σε αυτό συμπεριλαμβάνεται όχι μόνο η δυτική Χριστιανοσύνη, αλλά κατ’ επέκταση, καί η σύγχρονη φιλοσοφία, οι μη χριστιανικές παραδόσεις καί, πολύ περισσότερο, οι επιστήμες. Συνεπώς, μπορούμε να γνωρίζουμε τον εαυτό ως πράγματι Ανατολικό ή Ορθόδοξο ακριβώς μέσα από τη θετική συνάντηση με ο,τιδήποτε δεν είμαστε καί στο σημείο αυτό η Ορθόδοξη θεολογία θα έπραττε συνετά αν αντέστρεφε το παράδειγμα του Φλωρόφσκυ καί μέσα από την αναγνώριση του γεγονότος ότι, αναζητώντας τον εαυτό μας, εξαρτώμαστε από τον άλλο. Μέσα από αυτή την κοινή συνάντηση-αναγνώριση, ανακαλύπτουμε πραγματικά που ανήκει η καρδιά μας. «Η Ανατολή είναι η Δύση -για να παραλλάξουμε τον Kipling-, η Δύση είναι η Ανατολή καί το ζεύγος κάποτε θα σμίξει»215, με συνέπεια τα δύο μέρη να εμπλακούν σέ μία συνεχή καί δημιουργική ένταση, σέ μία ταύτιση των άκρων. Για να λάβουμε ένα παράδειγμα από την Ανατολή, αναγνωρίζουμε τον Φλωρόφκσυ ως έναν όντως ανατολικό θεολόγο, κυρίως στα σημεία που αυτός μεταλλάσσει αριστουργηματικά τον δυτικό θεολόγο Möhler στον τρόπο πού αυτός διαβάζει τούς Πατέρες. Έτσι, ο Φλωρόφσκυ, έστω κι ασυνείδητα, διαποτίζει τη νεοπατερική του σύνθεση με τον Schelling, με αποτέλεσμα να αποτελεί έναν κρυπτο-ρομαντικό, παραμένοντας, εντούτοις, απόλυτα πατερικός. Ή για να χρησιμοποιήσουμε ένα άλλο παράδειγμα, πού υπογραμμίζει τον εξέχοντα ρόλο του Παλαμισμού στην Ορθόδοξη θεολογία μετά απο τη δεκαετία του ’20. Κατανοούμε πληρέστερα τον Γρηγόριο Παλαμά στα σημεία κυρίως όπου χρησιμοποιεί216, το έργο του Αυγουστίνου, De Trinitate;;;. Περαιτέρω, αντιλαμβανόμαστε κατά τον πλέον οξυδερκή τρόπο τον Χρήστο Γιανναρά μόνο όταν διακρίνουμε τον μοναδικό τρόπο που μετάλλαξε τον Heidegger καί τον ρωμαιοκαθολικό περσοναλισμό υπό το πρίσμα του Παλαμά, ώστε ο ίδιος να πλησιάζει, ανεπίγνωστα, τον Αυγουστίνο.

Ο Φλωρόφσκυ φαίνεται ότι συμφωνεί με μία τέτοια διαλεκτική προσέγγιση στο τέλος του έργου του, Σταθμοί της Ρωσικής Θεολογίας217. 

Ο Φλωρόφσκυ φαίνεται ότι συμφωνεί με μία τέτοια διαλεκτική προσέγγιση στο τέλος του έργου του, Σταθμοί της Ρωσικής Θεολογίας217. Γράφει ότι η Ορθόδοξη θεολογία, επιστρέφοντας στους Πατέρες, δεν σημαίνει ότι εγκαταλείπει την παρούσα εποχή, δεν αποδρά άπο τήν ιστορία, ούτε και φυγομαχεί από το πεδίο της μάχης. Η Ορθόδοξη ανατολική θεολογία, ισχυρίζεται, οφείλει όχι μόνο να διατηρήσει την πατερική εμπειρία, αλλά επίσης να την ανακαλύψει και να την ζωογονήσει, στηριζόμενη στις δικές της δυνάμεις. Σε αυτή τη διαδικασία ανεύρεσης της ταυτότητάς της, την κίνηση της άπεξάρτησης από τη μη Ορθόδοξη Δύση, δεν θα πρέπει να αποξενωθεί από την τελευταία. Και τούτο διότι κάθε διάσταση απο τη Δύση δεν απελευθερώνει πραγματικά την Ορθοδοξία. Οφείλει να περάσει από τους πειρασμούς και τις δοκιμασίες της, χωρίς να σαστίζει μπροστά τους, αλλά εξετάζοντάς τες δημιουργικά και μεταμορφώνοντάς τες, να δίνει μαρτυρία για μία καινή πραγματικότητα, δημιουργώντας ένα καινό όραμα για μία Ορθόδοξη Ανατολή που εκπληρώνει το μέλλον δημιουργικά• ένα έγχείρημα που οφείλει να επιτύχει. Μόνο με τον τρόπο αυτό, με την εύσπλαχνική συμ-πάθεια της Ανατολής προς τη Δύση, ανακαλύπτοντας το αντίθετο μέσα της θα μπορεί «να υπάρξει ένα αξιόπιστο μονοπάτι προς την επανένωση του διεσπασμένου χριστιανικού κόσμου». Τα δυτικά σφάλματα δεν είναι δυνατον να αναιρεθούν απλώς ή να άπορριφθούν από την Ορθόδοξη Ανατολή, αλλά αυτή οφείλει να τα «ξεπεράσει με μία καινή, δημιουργική πράξη», τοποθετώντας τον εαυτό της μέσα στη δυτική τραγωδία και μεταμορφώνοντάς την εκ των ένδον218. Ωστόσο, μία τέτοια πράξη μπορεί να επιτευχθεί μόνο εάν οι Ορθόδοξοι μπορέσουν να διακρίνουν ότι είναι συνδεδεμένοι στενά με τη Δύση, και οχι απλά ότι είναι δυτικά πρόσωπα αποξενωμένα από τις ανατολικές εκκλησιαστικές ρίζες τους, μέσα σε μία κοινωνία που είναι ριζικά εκδυτικισμένη. Πρέπει να αναγνωρίσουν ότι, ως προς τις ρίζες τους, είναι Δυτικοί, χωρίς, ωστόσο να απεμπολούν με οποιοδήποτε τρόπο την ανατολική ιδιαιτερότητά τους, την ελεύθερη θεμελίωσή τους στο πνεύμα και τη λατρεία των Ανατολικών Πατέρων. Ενας νέος τέτοιος δρόμος στην ορθόδοξη θεολογία φαίνεται ότι βρίσκεται εν τη γενέσει του. Ιδιαίτερα σημαντική είναι εδώ η εκ νέου ανάγνωση της θεολογικής ιστορίας μας ως μία πολύ περισσότερο περίπλοκη και αντιφατική αφήγηση και όχι απλώς ως θριαμβολογία της νέο-πατερικής θεολογίας, ο Παλαμισμός καί ο αποφατισμός μακριά από το σκοτάδι της δυτικής αιχμαλωσίας. Στην γραμμή αύτή, κάποιος θα μπορούσε να άνακαλέσει ένα μέρος της νέας ορθόδοξης κριτικής αξιολόγησης της σημαντικής κληρονομιάς του Bulgakov και της σοφιολογίας, όπου υποστηρίζεται ότι o Bulgakov προτείνει ενα δικό του είδος «νέο-πατερικής σύνθεσης», όπως επίσης και το αυξανόμενο ενδιαφέρον για την ιστορικο-γενετική καταγωγή της νεοπατερικής σύνθεσης219. Ίσως τότε η μέρα εγγίζει, όπου θα μπορέσουμε να οραματιστούμε, όπως πρόσφατα πρότεινε ο Μητροπολίτης Διοκλείας Κάλλιστος σε μία ομιλία του στο Ορθόδοξο θεολογικό σεμινάριο του Αγίου Βλαδιμήρου, εναν δημιουργικό συνδυασμό των «σχολών» (έναν όρο τον οποίο επικρίνει ως μη άκριβή, εάν χρησιμοποιηθεί με εναν αρτηριοσκληρωτικό τρόπο, με την έννοια ότι οι στοχαστές έχουν περισσότερα κοινά παρά διαφορές) της «νεοπατερικής σύνθεσης» και αυτό που αποκαλείται ποικιλοτρόπως ως «ρωσική θρησκευτική φιλοσοφία», «Ρωσική σχολή» και «ρωσική θρησκευτική αναγέννηση». Μία τέτοια σύνθεση θα αποτελούσε επανεξέταση της νέο-πατερικής σύνθεσης που ύπερβαίνει την διχοτόμηση των δύο «σχολών» και προχωρά πέραν των δύο θεολογικών ρευμάτων σε ενα φρέσκο όραμα της ορθόδοξης θεολογίας για τον 21ο αιώνα, που θα συνδυάζει στοιχεία κι από τις δύο σχολές χωρίς να περιορίζεται σε κάποια από τις δύο220. Θα ήταν, συμπληρώνοντας τις απόψεις του Μητροπολίτη, ένα όραμα που θα είναι ταυτόχρονα πλήρως πατερικό, λαμβάνοντας υπόψη τους Πατέρες Ανατολής και Δύσης και επομένως οχι στενά ελληνιστικό, και θα ενσωματώνει συνειδητά και κριτικά την μαρτυρία αμφιλεγόμενων προσωπικοτήτων, όπως οι Solov’ev, Florensky, Berdyaev καί Bulgakov και μη ορθοδόξων στοχαστών άπο τον Barth, τον Balthasar καί τον Heidegger, τον Whitehead καί τον Buber μέχρι τους Pannenberg, Marion, Derrida, Habermas καί Eisenstadt, και θά εμπλέκεται σε διάλογο με την σύγχρονη και μετανεωτερική σκέψη, έτσι ώστε να μπορεί να μιλά αυθεντικά επί παντός επιστητού, για θέματα πολιτισμού, πολιτικής και βιοηθικής, μέχρι τις χρήσεις και καταχρήσεις του καπιταλισμού και της σύγχρονης επιστήμης.

Αυτό λοιπον που χρειάζεται η σύγχρονη Ορθόδοξη θεολογία, δεν είναι ο «πολιτικός ησυχασμός»221, που ακολουθώντας μία μορφή του παραδείγματος που ανιχνεύσαμε στον Φλωρόφσκυ, δαιμονοποιεί τη Δύση με νέους και πιο εξωτικούς τρόπους. Αντίθετα, η αναγκαία «στροφή» στην Ορθόδοξη σκέψη μπορεί να ονομαστεί, σε σχέση προς την χαλκηδόνια ερμηνευτική αρχή, ως «πολιτική περιχώρηση». Μία τέτοια πολιτική περιχώρηση θα υποστήριζε ότι η εκκλησιαστική ταυτότητα μπορεί να διαμορφωθεί κατάλληλα μόνο μέσα από την ευσυνείδητη και προληπτική θεολογική ενασχόληση με τον Άλλο, πάνω στη βάση της παράδοσης. Θα αποτελούσε επανεξέταση της νεοπατερικής μεθοδολογίας, που θα εδραζόταν στην ενασχόληση με το corpus της ανατολικής Πατρολογίας και τη Λειτουργία, αφού μία Ορθόδοξη θεολογία που θα πορευόταν «πέρα από τους Πατέρες» θα ήταν αντιφατική. Επομένως, αυτό για το οποίο κάνουμε λόγο δεν αφορά σε μία «μεταρρύθμιση» της σύγχρονης ορθόδοξης ακαδημαϊκής θεολογίας, αλλά σε μία ανανέωση και επανεξέταση αυτής της θεολογίας μέσω μιας συγκαιρινής στον 21ο αιώνα έπιστροφής στους Πατέρες. Στην Ορθοδοξία η βασική θεολογική μας στάση οφείλει να είναι πάντοτε ότι βρισκόμαστε στην αρχή της κατανόησης των Πατέρων, πάντοτε στην αρχή, δηλαδή στην αφετηρία κατά τη θεώρησή τους, ανανεώνοντας το πνεύμα μέσα στον δικό τους κόσμο (τη ζωή, το φρόνημα, την θεωρία και την εμπειρία της Εκκλησίας), στο βαθμό που συλλογίζονται τον Λόγο της ζωής που αποκαλύπτεται στις Γραφές. Επί του παρόντος, το νέο αυτό νέο-πατερικο παράδειγμα, η επανεξέταση τόσο της νέο-πατερικής σύνθεσης όσο και της κληρονομιάς του Φλωρόφσκυ, θα καλούσε την Ορθόδοξη θεολογία να ξεπεράσει τη στείρα διπολικότητα Ανατολής και Δύσης, την οποία συναντά κανείς σε μεγάλο μέρος της θεολογίας στον απόηχο του Φλωρόφσκυ. Η Δύση, πλέον, δεν αποτελεί κάτι εξωτικά Αλλότριο, έναν βάρβαρο, τον οποίο πάντα προσμένουμε ως μία βολική λύση στην έλλειψη τόλμης εκ μέρους μας ως προς την πνευματική μας επιβεβαίωση. Μία τέτοια θεολογία, με βεβαιότητα είναι μετα-φλωρόφσκια θεολογία, επειδή ακριβώς απορρίπτει αυτο το αρνητικό παράδειγμα που συναντάται στον Φλωρόφσκυ και σε συγγραφείς μετά απ’ αυτόν, αλλά μεταφέρει το κεντρικό δραμα της θεολογίας του για την νέα παγκόσμια δυτική πραγματικότητα, στην οποία βρίσκεται η Εκκλησία. Επομένως, όπως κι ο Φλωρόφσκυ αρχικά αντιμετωπίζει τους Πατέρες ως πηγή για τη σκέψη της, πηγή από την οποία αντλεί και προς την οποία κατευθύνει το δράμα της, χωρίς, ωστόσο, να εγκλωβίζεται σε δουλική παπαγαλία όρων, σε ρουτίνα πράξεων, από την οποία δεν μπορεί να παρεκκλίνει χωρίς να πέφτει στην αίρεση και στην απαγόρευση ενασχόλησης ή και οικειοποίησης ετερόδοξων σκέψεων. Πρόκειται για μία ελευθερία εν εξαρτήσει, μία νέα πατερική σκέψη προορισμένη για μία Ορθοδοξία που δεν είναι πλέον δέσμια στα Βυζαντινά μνημεία του δικού της μεγαλείου, σαν ένα ζώο που αργοπεθαίνει. Πάνω από όλα, μία τέτοια νέα θεολογία θα έβλεπε τη Δύση όχι μόνο ως αδερφή και φίλη, αλλά ως την ίδια της τη ζωή. Η Δύση θα γινόταν πλέον αντιληπτή εκ νέου ως η βάση για την αυτο-εξερεύνηση και αυτο-ανακάλυψη της Ορθοδοξίας ως Ανατολής, μέσω της οποίας φτάνει στο σημείο από το οποίο ξεκίνησε και γνωρίζει τον εαυτό της για πρώτη φορά.

                               ΤΕΛΟΣ

Σημειώσεις

217. Βλ. Kalaitzidis, “From the Return to the Fathers” to the Need for a Modern Orthodox Theology, SVTQ, Vol. 54 no. 1 (2010), σσ. 5-36 εδώ 10-11 καί Marcus Plested, “The Emergence of the Neo-Patristic Synthesis: Content, Challenges, Limits” υπό έκδοση στα Πρακτικά του Συνεδρίου, Neo-Patristic Synthesis [κλπ.]. (See above n. 151).

218. P, σσ. 513-514, 519-520 [όπ.π, II, σσ. 301-303, 308].

219. Έχουμε κατά νου τα συνέδρια ορθόδοξης θεολογίας που έγιναν τα τελευταία χρόνια στον Βόλο και την Νέα Υόρκη (2010). Βλ. ειδικά LOUTH, “Sergii Bulgakov and the Task of Theology”, Irish Theological Quarterly, 74.3 (August 2009), σσ. 243-257 (βλ. Επίσης τις πρόσφατες παρατηρήσεις του Louth για τον Bulgakov στο “French Ressourcement Theology and Orthodoxy: A Living Mutual Relationship?”, Ressourcement: A Movement for Renewal in Twentieth-Century Catholic Theology, eds. Gabriel Flynn, Paul D. Murray with assistance from Patricia Kelly (Oxford: OUP, 2012), σσ. 495-507 εδώ 499), BAKER, “Neo-Patristic Synthesis” ThM. Thesis, Holy Cross Greek Orthodox School of Theology (Brookline, MA), 2010, The Eternal Spirit of the Son: Barth, Florovsky and Torrance on the Filioque, International Journal of Systematic Theology Vol. 12 no. 4 (October, 2010), σσ. 382-403, το αφιέρωμα του περιοδικού Θεολογία για τον Φλωρόφσκυ (τόμος 81 τχ. 4 (Οκτώβριος-Δεκέμβριος 2010), ειδικά τα άρθρα των BAKER, “Theology Reasons in History: Neo-Patristic Synthesis and the Renewal of Theological Rationality”, σσ. 81-118 καί ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΑΣΠΡΟΥΛΗ «Επόμενοι τοις αγίοις Πατράσιν... Ο διάλογος μεταξύ Φλωρόφσκυ και Bulgakov σε σχέση με τον τρόπο ανάγνωσης τής Παράδοσης. Εισαγωγικές παρατηρήσεις», σσ. 225-246, JOHN ANTHONY MCGUCKIN, “Frs. Georges Florovsky and Sergey Bulgakov: A Conflict of Typologies Concerning the Dialogue of Orthodoxy and Contemporary Society?”, The Annual Georges M. Florovsky Lecture, Orthodox Theological Society of America (OTSA) 2011, Annual Meeting, The Maliotis Cultural Centre, Holy Cross Orthodox School of Theology/Hellenic College, Brookline, MA, 15-17 Σεπτεμβρίου 2011 καί GAVRILYUK, “The Varieties of Neopatristic Synthesis in the Twentieth Century Russian Theology: Georges Florovsky, Vladimir Lossky, Alexander Schmemann, and&Sergius Bulgakov”, άνακοίνωση στην OTSA 2011 Annual Meeting (βλ. OTSA 2011 Annual Meeting”, στην διαδικτυακή τοποθεσία <http://otsamerica.org/sites/otsamerica.org/-files/pages-docs/2011/0TSA-2011-Program.pdf> (ημέρα τελευταίας πρόσβασης: 19 Ιανουαρίου 2012), Georges Florovsky and the Russian Religious Renaissance of the Twentieth Century (Oxford, 2013) καί ARISTOTLE PAPANIKOLAOU, “Eastern Orthodox Theology”, The Routledge Companion to Modern Christian Thought, eds. Chad Meister and James Beilby (υπό έκδοση στον εκδ. οίκο Routledge, 2013).

220. Met. KALLISTOS (WARE) of Diokleia, “The Present and Future of Orthodox Theology”, Ανακοίνωση επί τη αναγορεύσει του από το St Vladimir’s Orthodox Theological Seminary ως επίτιμου Διδάκτορα, στο North American 2011 Conference of the Fellowship of St Alban and St Sergius, Crestwood, NY, 8-10 Σεπτεμβρίου 2011. Στην διαδικτυακή τοποθεσία <http://ancientfaith.com/specials/2011_alban_and_sergius> and <http://www.-svots.edu/headlines/metropolitan-kallistos-receives-honorary-doctorate-seminarians-receive-st-basil-award> (ημέρα τελευταίας πρόσβασης: 19 Ιανουαρίου 2012).

221. Βλ. DANIEL P. PAYNE, The Revival of Political Hesychasm in Contemporary Orthodox Thought: The Political Hesychasm of John Romanides and Christos Yannaras (Lanham, MD: Lexington Books, 2011).

ΠΑΤΡΙΚΗ. ΠΑΤΡΙΣΤΙΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ. ΑΥΤΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΣΚΟΠΟΣ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου