Πέμπτη 16 Νοεμβρίου 2023

Λόγος Θεολογικός δεύτερος (β’): Εναντίον εκείνων που επιχειρούν να θεολογούν χωρίς Πνεύμα – Αγίου Συμεών του νέου θεολόγου.


Έτσι καταλαβαίνεις και αυτά που αναφέρονται στον Θεό, από τα θεία γνωρίσματα, που έχεις, που σου τα δώρισε ο Θεός, να προσκυνάς με ευσέβεια ως ένα Θεό την αγία και ομοούσια και συνάναρχη Τριάδα, και να προσέχεις με ποια αγαθά σε τίμησε ο Θεός, με το να σε δημιουργήσει σύμφωνα με την εικόνα του, και να σε δοξάσει μαζί του με τα γνωρίσματά του, που σου δώρισε. Ομολογούμε τον Πατέρα, μαζί με τον Υιό και το Πνεύμα, ισότιμο και ομοούσιο και ομοδύναμο, την Αγία Τριάδα δηλαδή, ως μία αρχή και εξουσία και κυριότητα˙ να γνωρίζεις ότι είναι ισότιμος και ομότιμος και ομοούσιος ο νους, που υπάρχει μέσα σου, μαζί με το λόγο και την ψυχή, επειδή αυτά τα τρία έχουν μία ουσία και φύση. Διότι αυτό είναι η τιμή και η ύπαρξη που λάβαμε από τον Θεό, ώστε να γνωρίζουμε και να σεβόμαστε τον Θεό ως Πατέρα και Δημιουργό εμείς, που γεννηθήκαμε και δημιουργηθήκαμε απ’ αυτόν. Λοιπόν και αν ο άνθρωπος στερείται και ένα ακόμη απ’ αυτά τα τρία, δεν μπορεί να είναι άνθρωπος˙ διότι και αν ακόμη αφαιρέσεις το νου, αφαιρείς μαζί του και το λόγο, και ο άνθρωπος θα μείνει χωρίς νου και χωρίς λόγο˙ και αν αφαιρέσεις μόνο τον ενδιάθετο λόγο, κάνεις ανενέργητη ολόκληρη τη ζωντανή ύπαρξη. Διότι ο νους που δεν γεννά λόγο δεν θα μπορέσει να δεχθεί ούτε το λόγο άλλου˙ διότι, πώς είναι δυνατόν να δεχθεί λόγο αυτός που κουφάθηκε για πάντα και που απομακρύνθηκε από τη φυσική του κατάσταση; Διότι όπως εμείς έχουμε μέσα μας την αναπνοή και τον αέρα κατά φυσικό τρόπο, και όπως αν μας λείψει η αναπνοή και ο αέρας, χανόμαστε οπωσδήποτε μαζί μ’ αυτά, έτσι και ο νους έχει μέσα του το λογιστικό κατά φυσικό τρόπο, αλλά βέβαια έχει και τη δυνατότητα να γεννά το λόγο˙ αν λοιπόν ο νους στερηθεί από τη φυσική του δυνατότητα να γεννά το λόγο, σαν δηλαδή να αποκόβεται και να χωρίζεται από το λόγο, που υπάρχει μέσα του, νεκρώνεται και δεν είναι χρήσιμος σε τίποτε. Και για να κάνω σαφέστερο αυτό που λέω από εκείνα που συμβαίνουν σωματικά, θα μεταχειρισθώ σαν παράδειγμα για το λόγο μου τη γυναίκα που δοκιμάζει πόνους, για να γεννήσει. Όπως λοιπόν η γυναίκα που είναι έγκυος, αν δεν γεννήσει στον κατάλληλο καιρό κατά φυσικό τρόπο, πεθαίνει μαζί με το ίδιο το έμβρυο, έτσι λοιπόν και ο νους μας, αφού έλαβε από τον Θεό τη δυνατότητα να γεννά πάντοτε κατά φυσικό τρόπο το λόγο που έχει μέσα του αδιαίρετο και ενωμένο με την ύπαρξή του, αν εξαφανίσεις το λόγο, εξαφανίζεις και τον γεννήτορά του.

Πήγαινε λοιπόν με τη διάνοιά σου, αν νομίζεις, στα πρωτότυπα1, και μάθε με ακρίβεια ότι εκείνος που απαρνείται τον Υιό του Θεού απαρνείται και τον ίδιο τον Γεννήτορά του. Αυτός μάλιστα που απαρνείται τον Πατέρα και τον Υιό πώς δεν θα αποδείξει τον εαυτό του, και χωρίς να το θέλει, αρνητή και του Αγίου Πνεύματος; Αυτός λοιπόν που ονομάζει ένα απ’ αυτά τα άλλα πρόσωπα ή ανώτερο ή κατώτερο δεν έχει ακόμη βγάλει το κεφάλι του νου από το βυθό των παθών, για να μπορέσει να δει με τα νοερά μάτια και να γνωρίσει καλά τον εαυτό του και να μάθει από εκεί ότι, όπως ο νους δεν είναι ανώτερος από την ψυχή, ούτε η ψυχή είναι ανώτερη από το νου, ούτε ο λόγος είναι ανώτερος ή κατώτερος και από τα δύο, έτσι ούτε ο Πατέρας είναι ανώτερος από τον Υιό, ούτε ο Υιός από τον Πατέρα, ούτε το Άγιο Πνεύμα είναι ανώτερο ή κατώτερο απ’ αυτά τα συνάναρχα και ομότιμα πρόσωπα˙ διότι δεν πρέπει διόλου να στοχαζόμαστε αυτά για την αγία και ομότιμη Τριάδα.

Στοχάσου, άνθρωπε, αυτά που είναι επάνω από εσένα, από τα δικά σου, από τα οποία και αναδείχθηκες εικόνα του Θεού˙ επειδή δηλαδή τιμήθηκες με εξαιρετική τιμή, περισσότερο από όλα τα άλλα δημιουργήματα, με την αξία του λόγου, με τον οποίο και εξουσιάζεις και βασιλεύεις σ’ αυτά, να γνωρίζεις ότι, όπως ο ανθρώπινος νους γίνεται γνωστός με το λόγο – διότι είναι καλό πάντοτε και με όλο το λόγο να ασχολείσαι μ’ αυτά τα ίδια, για να μπορέσεις να δυναμωθείς ως προς τις αισθήσεις και να γνωρίσεις καλά τα μυστήρια της βασιλείας, που είναι κρυμμένα μέσα σου -, και ότι, όπως η ψυχή γίνεται γνωστή με τα δύο αυτά2, έτσι και ο Θεός και Πατέρας έγινε και γίνεται γνωστός σ’ εμάς τους πιστούς με τον μονογενή Υιό και Λόγο του, και το Άγιο Πνεύμα με τους συναιώνιους Πατέρα και Υιό. Και όπως όταν ο νους γεννά το λόγο, γίνεται γνωστό το θέλημα της ψυχής σ’ αυτούς που το ακούν ή με τη ζωντανή φωνή ή με τη γραφή, επειδή το θέλημα της ψυχής είναι κοινό και στα δύο αυτά, χωρίς να αναμιγνύονται αυτά ή να διαιρούνται σε τρία, αλλά με το να νοούνται συγχρόνως τα τρία στο καθένα χωριστά, ή με το να βλέπονται στη μία ουσία και στο ένα θέλημα, έτσι να στοχάζεσαι και να ομολογείς με ευσέβεια και για την αγία και ομοούσια και αδιαίρετη Τριάδα˙ ότι δηλαδή ο Πατέρας γεννά με ανέκφραστο τρόπο τον Θεό Λόγο, που από την αρχή είχε μέσα του3, και που τον έχει αχώριστα γεννημένο και με τρόπο που ξεπερνά το λόγο˙ ότι ο Υιός, που είναι πάντοτε αδιαίρετα με τον Πατέρα που τον γεννά, γεννάται συναιώνια και χωρίς να χωρίζεται με κανένα τρόπο απ’ αυτόν˙ και ότι το Άγιο Πνεύμα, που είναι συμφυές4 και συνενωμένο με τους ομοούσιους Πατέρα και Υιό, και προσκυνείται και δοξάζεται μαζί με τον Πατέρα και τον Υιό από κάθε ζωντανή ύπαρξη, εκπορεύεται από τον Πατέρα. Γνώριζε μάλιστα ότι ο Πατέρας, ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα έχουν ένα και το ίδιο θέλημα, επειδή έτσι γίνεται γνωστό και αποκαλύπτεται από το Άγιο Πνεύμα με την ευδοκία του Πατέρα δια μέσου του Υιού σε όλους εκείνους που φωτίζονται από τον ουρανό, αλλά και σ’ εμάς τους ταπεινούς. Πίστευε ότι η υπερούσια ουσία τους, η ουσία της μιας δηλαδή θεότητας και βασιλείας – για να μιλήσω ξανά για τα ίδια και να αγιασθώ με την ενθύμηση και με το λόγο -, είναι τρισυπόστατη, και πιστεύοντας ομολόγησε μαζί μου απερίφραστα και αδίστακτα ότι ούτε συγχέονται σε ένα οι τρεις υποστάσεις, ούτε διαιρούνται σε τρία αυτά που είναι ενωμένα με φυσικό τρόπο˙ διότι στο καθένα απ’ αυτά διακρίνονται τα δύο άλλα στη μία ουσία και φύση και δόξα και στο ένα θέλημα. Πίστευε ότι αυτά είναι ένας Θεός, ποιητής και δημιουργός όλων των δημιουργημάτων, των ορατών και των αοράτων.

Διότι εκείνος που πιστεύει ότι ο Θεός είναι ποιητής όλων των δημιουργημάτων και ότι έφερε όλα από την ανυπαρξία στην ύπαρξη, αυτά δηλαδή που υπάρχουν στον ουρανό και επάνω στη γη και στα βάθη της γης, αφού δημιουργήθηκε από τον Θεό, παραμένει μέσα στα δικά του όρια, γνωρίζοντα αυτόν που τον έχει δημιουργήσει. Και καθώς από την ωραιότητα των δημιουργημάτων οδηγείται στον ίδιο τον γενεσιουργό τους5, τον ανυμνεί και τον δοξάζει ως δημιουργό των όλων, και δεν εξετάζει διόλου με περιέργεια την ακατανόητη φύση του. Διότι γνωρίζει ότι ο εαυτός του και όλα τα άλλα είναι δημιούργημα εκείνου, όπως έχει ειπωθεί, ο ίδιος όμως ο ποιητής όλου του κόσμου είναι αδημιούργητος, άναρχος, ακατανόητος, ανεξήγητος, ανεξερεύνητος, υπήρχε πάντοτε και υπήρχε πριν από όλα. Διότι ποτέ δεν υπήρχε χρόνος, που δεν υπήρχε ο Θεός – διότι ο ίδιος δημιούργησε τους αιώνες και ο ίδιος υπήρχε πριν από κάθε αρχή, ώστε ούτε αρχή να εννοείται γι’ αυτόν ούτε τέλος να βρίσκεται -, αλλά ο Θεός ήταν άναρχος, είναι αρχή των όλων και θα υπάρχει αιώνια στους άπειρους και ατέλειωτους αιώνες, ο απλησίαστος, ο αόρατος, ο απερίγραπτος, ο ανέκφραστος, ο ακατανόητος από όλους εκείνους που δημιουργήθηκαν απ’ αυτόν˙ αυτός που ήταν αγνοούμενος από μας, που προηγουμένως ήμασταν σε πλάνη γύρω από πολλούς θεούς και λατρεύαμε την κτίση6 και προσκυνούσαμε τα είδωλα, επειδή ήμασταν ακόμη γήινοι και τιποτένιοι˙ αυτός, που, επειδή λυπήθηκε πολύ την άγνοιά μας, έδειξε τόση πολλή συγκατάβαση για την ασθένειά μας, όση χρειαζόταν για να γνωρίσουμε ότι ο Θεός είναι τέλεια Τριάδα, που πρέπει να προσκυνείται με ευσέβεια στο όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Αλλά τί λογής είναι η Τριάδα ως προς την ουσία, ή πώς είναι ως προς την όψη, ή πού βρίσκεται, ή πόση είναι στο μέγεθος, ή πώς είναι ως προς τη συνύπαρξη ή την ένωση, όχι μόνο δεν έγινε ποτέ δυνατό στους ανθρώπους να το σκεφθούν, αλλά ούτε στις ουράνιες δυνάμεις έγινε κατανοητό το ακατανόητο της υπερούσιας φύσης.

Και μην επιχειρήσεις να μου αναφέρεις τις θεολογικές διδασκαλίες που πηγάζουν από τη θεία Γραφή˙ διότι εκείνες ειπώθηκαν από τους θεολόγους προς τις βλάσφημες αντιπαραθέσεις των αιρετικών. Ωστόσο να στοχάζεσαι εκείνο, ότι δηλαδή η θεία φύση είναι απλησίαστη και ακατανόητη, όμως το ακατανόητο είναι ασφαλώς και ανέκφραστο˙ διότι πολλές φορές αυτό που κατανοούμε, δεν καταφέρνουμε να το εκφράσουμε εντελώς, για να το πούμε. Ποιός λοιπόν από τους ανθρώπους ή από τους αγγέλους θα μπορέσει να εξηγήσει τον αόρατο και τον ακατανόητο Θεό, και μάλιστα, όταν αυτό μαρτυρείται από όλη τη θεόπνευστη Γραφή; Κανείς με κανένα τρόπο δεν θα μπορέσει˙ διότι δεν μπορεί ποτέ εκείνο που δεν είναι τίποτε απ’ όσα μπορούμε να νοήσουμε ή να πούμε, να κατανοηθεί από την ανθρώπινη σκέψη και να επισημανθεί με κάποιο όνομα. Άλλωστε όλη η θεία Γραφή με όλα τα νοήματα και τις λέξεις που λέγονται για τον Θεό, παρουσιάζει ότι υπάρχει Θεός, όχι όμως πως είναι αυτός, βεβαιώνοντας γι’ αυτόν μόνο το ότι υπάρχει πάντοτε και ότι είναι αυτός που υπάρχει7, Θεός που υπάρχει πάντοτε, τρισυπόστατος, παντοδύναμος, παντοκράτορας, παντεπόπτης, κτίστης και δημιουργός των απάντων, ανενδεής, υπερκόσμιος, Θεός που τόσο μόνο γνωρίζεται από μας, όσο κάποιος διακρίνει ένα απέραντο πέλαγος από τα νερά της θάλασσας, καθώς μέσα στη νύχτα στέκεται στην ακρογιαλιά και κρατά λαμπάδα που φέγγει. Πόσο μέρος νομίζεις ότι βλέπει αυτός από την έκταση των απέραντων εκείνων θαλασσών; Βλέπει γενικά ένα μικρό μέρος ή καθόλου. Βλέπει όμως με ακρίβεια και με βεβαιότητα ποιο είναι το νερό, αν και δεν καταφέρνει να πει από πού προέρχεται. Και γνωρίζει βέβαια ότι αυτό που βλέπει είναι θάλασσα, και ότι είναι πέλαγος αχανές, και ότι το να δει ολόκληρο είναι κάτι το αδύνατο γι’ αυτόν, αλλά ωστόσο νομίζει ότι ολόκληρο το πέλαγος, αν και δεν το βλέπει, το διακρίνει κατά κάποιο τρόπο από το λίγο που βλέπει, και ότι συμπεραίνει απ’ αυτό το λίγο την απεραντοσύνη των νερών της θάλασσας.

Αν όμως συμφωνείς, θα χρησιμοποιήσουμε και ένα αμυδρό παράδειγμα για την κατανόηση του λόγου. Αν βρεθεί δηλαδή κάποιος άνθρωπος τυφλός, που δεν είδε ποτέ πηγή νερού, και δεν γνώρισε αυτό το ίδιο το νερό, τί λογής είναι, πού ήταν ανίδεος και άγευστος από το νερό, και αν εξηγούσες εσύ ο ίδιος σ’ αυτόν αυτά που αποδίδονται στη φύση των νερών, και ότι το νερό είναι καλό, προβάλλοντας ως απόδειξη τις λίμνες και τα πηγάδια και τις θάλασσες των νερών˙ και αν αυτός ρωτούσε να μάθει για τη φύση, για την όψη, για την ποιότητα του νερού, για την ίδια την ποσότητά του, αλλά και πώς κινείται, και από πού προέρχεται, και πώς χύνεται διαρκώς και δεν εξαφανίζεται, τί θα απαντούσες σ’ αυτά, σ’ αυτόν που σε ρωτά να μάθει;

Εγώ λοιπόν νομίζω ότι, και αν ακόμη ήσουν πάρα πολύ διεισδυτικός και θεωρητικός ως προς τη σκέψη, δεν θα μπορούσες με κανένα τρόπο να παρουσιάσεις με το λόγο την προέλευση, την ουσία και την κίνηση του νερού, ούτε θα μπορούσες, έστω και ελάχιστα, να διδάξεις σ’ αυτόν, που δεν έχει πείρα για τη μετοχή και τη θέαση του νερού, τι λογής είναι το νερό ως προς την ποσότητα και την ποιότητα. Αν μάλιστα για μία ουσία, που είναι ρευστή και ορατή και χειροπιαστή, δεν κατορθώνουμε έτσι να πούμε κάτι ή να εξηγήσουμε με το λόγο σ’ αυτούς που ρωτούν να μάθουν από μας, ποιά δηλαδή είναι η φύση της και από πού προέρχεται και από ποιά στοιχεία αποτελείται, πώς τότε θα μπορέσει ποτέ κάποιος από τους αγγέλους ή από όλους τους αγίους να διδάξει, έστω και ελάχιστα, σ’ αυτούς που αγνοούν αυτά που αναφέρονται στον Θεό και αυτά που αφορούν στον Θεό, τι λογής είναι ο Θεός, που έδωσε ουσία σε όλα, αλλά και ποια είναι τα γνωρίσματα της ουσίας και της δόξας του; Κανείς δεν θα μπορέσει με κανένα τρόπο. Εκείνος όμως που αξιώθηκε να δει τον Θεό, έστω και ελάχιστα, μέσα στην απλησίαστη δόξα του απείρου και θείου φωτός του, με τον τρόπο που έχουμε πει προηγουμένως, αυτός δεν θα έχει ανάγκη από τη διδασκαλία άλλου˙ διότι έχει ολόκληρο τον ίδιο τον Θεό να μένει μέσα του, και να κινείται, και να μιλά, και να μυσταγωγεί σ’ αυτόν τα κρυμμένα μυστήριά του, σύμφωνα με το οσιότατο λόγο, που ειπώθηκε από τον ίδιο˙ «Το μυστήριό μου» λέει, «είναι για μένα και για τους δικούς μου»8.

Αλλιώς μάλιστα είναι αδύνατο να δούμε τον Θεό, παρά μόνο με την ακριβή τήρηση των εντολών του, χωρίς δηλαδή να καταργείται σε τίποτε και με κανένα τρόπο η εργασία τους με την αμέλεια και την καταφρόνηση, αλλά να διατηρείται και να επιδιώκεται με τον ζήλο και την προθυμία. Λοιπόν, και όσοι θα ακολουθήσουν αυτή την πορεία, δεν θα βρεθούν μακριά από τη βασιλεία των ουρανών, αλλά ανάλογα με το ζήλο και την εργασία των εντολών που εργάζονται με προθυμία και χαρά, θα λάβουν και θα γίνουν κοινωνοί της θείας φύσης9, και θα γίνουν θέσει θεοί και υιοί Θεού στο όνομα του Ιησού Χριστού του Κυρίου μας, στον οποίο ανήκει η δόξα και η εξουσία μαζί με τον Πατέρα και το πανάγιο Πνεύμα, τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.

Υποσημειώσεις.

1. Πρωτότυπα˙ οι θείες υποστάσεις ως πρωτότυπα του κατ’ εικόνα.
2. Εννοεί το νου και το λόγο.
3. Πρβ. Ιω. 1, 2
4. Συμφυές˙ αυτό που έχει την ίδια φύση.
5. Πρβ. Σ. Σολ. 13, 5
6. Πρβ. Ρωμ. 1, 25
7. Πρβ. Έξ. 3, 14, όπου ο Θεός αποκαλύπτει την ύπαρξή του.
8. Βλ. σ’. 362, σημ. 31
9. Β. Πέτρ. 1, 4

Από το βιβλίο: Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου – Έργα (Νεοελληνική απόδοση).
Εκδόσεις: Περιβόλι της Παναγίας. Μάιος 2017
Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Πηγή

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου