(Μετάφραση: Αναστάσιος Θεοφιλογιαννάκος)
Ο στοχασμός για την ιστορία και την παράδοση, που η Χάνα Άρεντ δημοσίευσε το 1954, φέρει τον τίτλο, ασφαλώς όχι τυχαίο, Μεταξύ παρελθόντος και μέλλοντος. Πρόκειται για την ανάπτυξη, από την εβραιο-γερμανίδα φιλόσοφο, η οποία είχε από δεκαπενταετίας καταφύγει ως πρόσφυγας στη Νέα Υόρκη, ενός προβληματισμού γύρω από το κενό ανάμεσα στο παρελθόν και το μέλλον, που είχε δημιουργηθεί στον πολιτισμό της Δύσης, δηλαδή αναφορικά με την αμετάκλητη πλέον ρήξη στη συνέχεια κάθε παράδοσης. Γι’ αυτό ο πρόλογος του βιβλίου ανοίγει με τον αφορισμό του Ρενέ Σαρ Notre héritage n’est précédé d’aucun testament. Το ζήτημα αφορούσε, δηλαδή, στο κρίσιμο ιστορικό πρόβλημα της πρόσληψης μιας κληρονομιάς που δεν είναι πλέον δυνατό να μεταδοθεί με κανένα τρόπο.
Είκοσι περίπου χρόνια πριν, ο Ερνστ Μπλοχ, εξόριστος στη Ζυρίχη, είχε δημοσιεύσει, με τίτλο Η κληρονομιά του καιρού μας, ένα στοχαστικό δοκίμιο για την κληρονομιά, που εκείνος πάσχιζε ν’ ανακτήσει, ψαχουλεύοντας στα υπόγεια κοιτάσματα τού –ήδη σε αποσύνθεση– αστικού πολιτισμού («η εποχή μας είναι ένα πτώμα σε σήψη και ταυτόχρονα έχει τις ωδίνες του τοκετού» είναι η επιγραφή που ανοίγει τον πρόλογο του βιβλίου του). Είναι πιθανό ότι το πρόβλημα μιας κληρονομιάς απροσπέλαστης ή οικειοποιούμενης μόνο μέσα από τραχιές οδούς και μισόκρυφες χαραμάδες, που οι δυό συγγραφείς –ο καθένας με τον δικό του τρόπο– εγείρουν, δεν είναι καθόλου παρωχημένο και μας αφορά, μάλλον, στενά, από τόση μάλιστα εγγύτητα που ορισμένες φορές φαίνεται να το ξεχνάμε. Και εμείς έχουμε εμπειρία ενός κενού ή μιας ρήξης μεταξύ παρελθόντος και μέλλοντος, και εμείς, σε έναν πολιτισμό που βρίσκεται σε επιθανάτια αγωνία, οφείλουμε να αναζητήσουμε αν όχι κάποια ωδίνη τοκετού, τουλάχιστον ένα μόριο αγαθού που επέζησε από τον όλεθρο.
Μια προκαταρκτική έρευνα για αυτήν την καθαρά νομική έννοια του όρου «κληρονομιά», που –πράγμα διόλου ασυνήθιστο στον πολιτισμό μας–, εκτείνεται πέρα από τα όρια των εννοιολογικών του προδιαγραφών μέχρι του σημείου να εμπλέξει την ίδια τη μοίρα της Δύσης, δεν θα είναι επομένως άχρηστη. Όπως οι μελέτες ενός σπουδαίου νομικού ιστορικού –του Γιαν Τόμας– δείχνουν ξεκάθαρα, η λειτουργία της κληρονομιάς είναι να διασφαλίζει την continuatio dominii, δηλαδή τη συνέχεια της ιδιοκτησίας των περιουσιακών στοιχείων που περνούν από τον νεκρό στον ζωντανό. Όλοι οι μηχανισμοί που επινοεί ο νόμος για να αναπληρώσουν το κενό που κινδυνεύει να παραχθεί με τον θάνατο του ιδιοκτήτη, δεν έχουν άλλο σκοπό απ’ το να εγγυηθούν την αδιάλειπτη διαδοχή της ιδιοκτησίας.
Η κληρονομιά δεν είναι ίσως λοιπόν ο κατάλληλος όρος για να σκεφτούμε το πρόβλημα που είχαν στο μυαλό τους τόσο η Άρεντ όσο και ο Μπλοχ. Από τη στιγμή που στην πνευματική παράδοση κάτι, όπως η ιδιοκτησία ενός πράγματος, απλώς δεν έχει νόημα, σε αυτό το πλαίσιο μια κληρονομιά ως continuatio dominii δεν υπάρχει ούτε μπορεί να μας ενδιαφέρει καθ’ οιονδήποτε τρόπο. Η πρόσβαση στο παρελθόν και η συνομιλία με τους νεκρούς είναι πράγματι δυνατή μόνο με τη ρήξη της συνέχειας της ιδιοκτησίας και τότε το κάθε άτομο θα πρέπει απαραίτητα να τοποθετηθεί στο μεσοδιάστημα μεταξύ του παρελθόντος και του μέλλοντος. Δεν είμαστε κληρονόμοι κανενός πράγματος και δεν έχουμε πουθενά κληρονόμους και μόνο με αυτόν τον όρο μπορούμε να ξαναπιάσουμε τη συζήτηση με το παρελθόν και με τους νεκρούς. Το αγαθό είναι, στην πραγματικότητα, εξ ορισμού αδέσποτο και ακατάσχετο και η επίμονη προσπάθεια να εξασφαλίσουμε την κυριότητα της παράδοσης προσδιορίζει τη δύναμη, που αρνούμαστε σε κάθε σφαίρα, στην πολιτική όπως και στην ποίηση, στη φιλοσοφία όπως και στη θρησκεία, στα σχολεία όπως στους ναούς και τα δικαστήρια.
31 Ιουλίου 2023
[Το άρθρο αναρτήθηκε στην ιστοσελίδα του εκδοτικού οίκου Quodlibet.]
Και το όνομα ή η φύση της δύναμης που προσδιορίζεται;
ΑπάντησηΔιαγραφήστην πνευματική παράδοση κάτι, όπως η ιδιοκτησία ενός πράγματος, απλώς δεν έχει νόημα, σε αυτό το πλαίσιο μια κληρονομιά ως continuatio dominii δεν υπάρχει ούτε μπορεί να μας ενδιαφέρει καθ’ οιονδήποτε τρόπο.
ΑπάντησηΔιαγραφήΤο αγαθό είναι, στην πραγματικότητα, εξ ορισμού αδέσποτο και ακατάσχετο και η επίμονη προσπάθεια να εξασφαλίσουμε την κυριότητα της παράδοσης προσδιορίζει τη δύναμη, που αρνούμαστε σε κάθε σφαίρα, στην πολιτική όπως και στην ποίηση, στη φιλοσοφία όπως και στη θρησκεία, στα σχολεία όπως στους ναούς και τα δικαστήρια.
ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΚΑΊ ΤΆ ΈΡΓΑ ΤΟΥ ΔΈΝ ΚΛΗΡΟΝΟΜΟΎΝΤΑΙ. Αποκτώνται μέ τήν προσπάθειά μας.
Ενας λόγος γιά τόν οποίο δέν υφίσταται συνέχεια τής φιλοσοφίας καί τής θεολογίας στήν Ελλάδα.
οκ. Κατανοητό. Λάθος και επιπόλαια ανάγνωση από μεριά μου.
ΑπάντησηΔιαγραφή