Δευτέρα 22 Ιανουαρίου 2024

Η ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ ΤΗΣ ΕΣΩΤΕΡΙΚΗΣ ΕΜΠΕΙΡΙΑΣ (4)

 Συνέχεια από: Πέμπτη 4 Ιανουαρίου 2024

W.WINDELBAND, ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΟ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΤΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ, Β ΤΟΜΟΣ.

Η ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ ΤΗΣ ΕΣΩΤΕΡΙΚΗΣ ΕΜΠΕΙΡΙΑΣ

4. Αυτή η συνειδητή θεμελίωση της φιλοσοφίας σε ανθρωπολογικές βάσεις έχει ως ουσιαστικό επακόλουθο την κεντρική θέση που κατέχει η βούληση στην κοσμοθεωρία του Αυγουστίνου. Χωρίς αμφιβολία αυτό οφείλεται στις προσωπικές εμπειρίες ενός ανθρώπου με έντονες ορμές και ισχυρή θέληση, ο οποίος, καθώς διερευνούσε στοχαστικά τη δική του προσωπικότητα, διαπίστωνε ότι ο εσώτατος πυρήνας της ήταν η βούληση. Γι' αυτό θεωρεί τη βούληση κάτι ουσιαστικό. Πίσω από κάθε κατάσταση, κάθε κίνηση της ψυχής, κρύβεται η βούληση. Πιο σωστά: όλες οι ψυχικές καταστάσεις δεν είναι τίποτε άλλο παρά τρόποι της βούλησης (voluntates).

 Για τον Αυγουστίνο η γνώση του νοητού κόσμου είναι ουσιαστικά φώτιση, αποκάλυψη. Γιατί το πνεύμα μπροστά στο δημιουργό του δεν έχει δυνατότητα ούτε για δημιουργική αλλά ούτε και για παθητική πρόσληψη. Ο Ιερός Αυγουστίνος πιστεύει ότι η ενορατική γνώση των νοητών αληθειών δεν είναι καθόλου ένας ανεξάρτητος καρπός που τον παράγει το πεπερασμένο πνεύμα βασισμένο στη δική του μόνο δύναμη. Κατά την άποψή του αυτή η ενορατική γνωστική ικανότητα δεν έχει ούτε καν τον αυθορμητισμό που χαρακτηρίζει την προσοχή, δηλαδή την ιδιότητα της συνείδησης να κατευθύνεται προς τις διάφορες αντικειμενικότητες (intentio) της εξωτερικής και της εσωτερικής εμπειρίας. Ο Αυγουστίνος πιστεύει ότι η φώτιση της ατομικής συνείδησης από τη θεία αλήθεια είναι ένα ενέργημα της χάρης του Θεού (βλ. παρακάτω): Η ατομική συνείδηση απλώς περιμένει και δέχεται. Αυτές οι μεταφυσικές σκέψεις, που θα μπορούσε να είχαν αναπτυχθεί και σε νεοπλατωνικό έδαφος, ενισχύονται πάρα πολύ, καθώς στη θεολογία του Αυγουστίνου το κέντρο βάρους εντοπίζεται στη θεία χάρη. Η γνώση των αληθειών που βασίζονται στο λόγο είναι ένα στοιχείο μακαριότητας και αυτή τη μακαριότητα ο άνθρωπος δεν την οφείλει στη δική του θέληση αλλά στο θέλημα του Θεού.

Ωστόσο ο Αυγουστίνος προσπάθησε, τουλάχιστον αρχικά, να αφήσει κάποια περιθώρια και στην ατομική βούληση. Δεν περιορίζεται να τονίσει ότι ο Θεός αποκαλύπτει την αλήθεια του, μόνο σε όποιον αποδείχνεται άξιος γι' αυτό, με τις προσπάθειες που καταβάλλει και με το ήθος του, δηλαδή με τις ιδιότητες της βούλησης του· διδάσκει ακόμη ότι η προσοικείωση της θείας αλήθειας δεν επιτυγχάνεται μόνο με τη γνώση αλλά, σε μεγαλύτερο βαθμό, με την πίστη. Η πίστη, ως παραστασιακή ενέργεια που σχηματίζεται με τη συγκατάθεση του ατόμου αλλά χωρίς εννοιολογική κάλυψη, προϋποθέτει την παράσταση του αντικειμένου στο οποίο αναφέρεται, περιέχει όμως και μια συγκατάθεση που δεν οφείλεται σε εξαναγκασμό της νόησης αλλά είναι πηγαίο βουλητικό ενέργημα της καταφατικής κρίσης. 

 Η συγκατάθεση που προέρχεται άμεσα από τη βούληση δίνει τα πρωταρχικά νοητικά στοιχεία από τα οποία, με την παρέμβαση της διάνοιας που τα συνδυάζει, προκύπτει η εννοιολογική γνώση. Έτσι λοιπόν και στα πιο σημαντικά πράγματα, δηλαδή στα σχετικά με τη λύτρωση του ανθρώπου, η εννοιολογική γνώση του αποκτούμε με το νού πρέπει να ακολουθεί την πίστη στη θεία αποκάλυψη, πίστη που την καθορίζει η αγαθή θέληση, και επίσης η πεποίθηση ότι η αποκάλυψη αυτή κυριαρχεί στην παράδοση της Εκκλησίας. 


5. Σε όλους αυτούς τους διαλογισμούς του Ιερού Αυγουστίνου κεντρικό σημείο είναι η έννοια της ελευθερίας της βούλησης. Είναι μια προαίρεση, μια επιλογή ή συγκατάθεση της βούλησης, που συντελείται ανεξάρτητα από τις δραστηριότητες της διάνοιας και δεν καθορίζεται από γνωστικά κίνητρα· αντίθετα, αυτή η ίδια επιδρά καθοριστικά στη γνώση, χωρίς η συνείδηση να μπορεί να έχει λόγο γι' αυτό. Ο Αυγουστίνος έμεινε σταθερός στην έννοια της ελευθερίας της βούλησης και προσπάθησε να αντικρούσει τις ποικίλες αντιρρήσεις που διατυπώθηκαν γι' αυτήν. Εκτός από την ηθική-θρησκευτική υπευθυνότητα επιμένει προπαντός στο θέμα της δικαιοσύνης του Θεού. Αλλά τις πιο μεγάλες δυσκολίες τις συναντά καθώς προσπαθεί να συμβιβάσει την αναίτια πράξη που αντικειμενικά είναι εξίσου δυνατή όσο και η ακριβώς αντίθετή της με τη γνώση που εκ των προτέρων έχει ο Θεός γι' αυτήν. Σε σχέση με αυτό το ζήτημα ο Αυγουστίνος καταφεύγει στη διάκριση αιωνιότητας (άχρονου) και χρόνου. Υποστηρίζει ότι ο χρόνος, που τον διερευνά με εξαιρετικά λεπτό τρόπο, έχει πραγματική σημασία μόνο για τις συγκρίσεις των λειτουργιών της εσωτερικής εμπειρίας, και μόνο αργότερα αποκτά σημασία και για την εξωτερική εμπειρία. Η γνώση που έχει από πριν ο Θεός για τα πράγματα, γνώση καθαυτήν άχρονη, έχει αιτιακά τόσο λίγη καθοριστική δύναμη πάνω στα μελλοντικά γεγονότα όσο και η ανάμνηση πάνω στα περασμένα. Σε αυτό το πλαίσιο ο Αυγουστίνος δίκαια θεωρείται ένας από τους πιο ένθερμους και σθεναρούς υποστηρικτές της ελευθερίας της βούλησης.

Αλλά η άποψη αυτή, που βασικά κατακτήθηκε με τα μέσα της προηγούμενης φιλοσοφίας, διαπλέκεται στο έργο του Αυγουστίνου με μια άλλη ενότητα ιδεών, που πυρήνας της είναι η έννοια της Εκκλησίας και η λυτρωτική δύναμή της. Εδώ, απέναντι στην αρχή της αυτοβεβαιότητας του ατομικού πνεύματος, υπερισχύει η αρχή της ιστορικής γενικότητας. Η ιδέα της χριστιανικής Εκκλησίας -της οποίας ο Αυγουστίνος υπήρξε ο πιο δυναμικός υπέρμαχος- ριζώνει στην πανανθρώπινη ανάγκη για λύτρωση. Η ιδέα όμως αυτή δεν συμβιβάζεται με την απόλυτη ελευθερία της βούλησης που δεν καθορίζεται από τίποτε. Γιατί η ιδέα της λύτρωσης προϋποθέτει αναγκαστικά ότι κάθε άτομο είναι αμαρτωλό και χρειάζεται να λυτρωθεί. Υπό την τεράστια πίεση αυτής της ιδέας ο Αυγουστίνος αναγκάστηκε, παράλληλα με τη θεωρία του για την ελευθερία της βούλησης, που τόσο πλατιά την αναπτύσσει στα φιλοσοφικά έργα του, να διατυπώσει και μια άλλη εντελώς αντίθετη θεωρία.

Ο Αυγουστίνος προσπαθεί να λύσει το πρόβλημα της προέλευσης του κακού -ένα πρόβλημα στο οποίο έδινε μεγάλη σημασία- διαμέσου της ελευθερίας της βούλησης, μένοντας έτσι σταθερός στην ιδέα της ανθρώπινης ευθύνης και της δικαιοσύνης του Θεού. Στο θεολογικό όμως σύστημά του περιορίζει αυτή την ελευθερία της βούλησης στον Αδάμ, τον πρώτο άνθρωπο. Η υπόθεσή του για την ουσιαστική ενότητα του ανθρώπινου γένους -που υπήρχε και στην πίστη ότι χάρη στον ένα Σωτήρα θα σωθούν όλοι- έκανε δυνατή και τη διδασκαλία του ότι στο πρόσωπο του Αδάμ είχε αμαρτήσει ολόκληρη η ανθρωπότητα. Η κατάχρηση της ελευθερίας της βούλησης από τον πρώτο άνθρωπο έχει διαφθείρει ολόκληρη την ανθρώπινη φύση, με αποτέλεσμα να είναι πιά αδύνατο στον άνθρωπο να μην αμαρτάνει (non posse non peccare). Η απώλεια της ελευθερίας της βούλησης αφορά ολόκληρο το γένος που κατάγεται από τον Αδάμ χωρίς καμία εξαίρεση. Κάθε άνθρωπος έρχεται στον κόσμο έχοντας αυτή τη διεφθαρμένη φύση, που δεν είναι ελεύθερη ούτε μπορεί πια με τη δική της μόνο δύναμη να πλησιάσει το αγαθό. Αυτό το κληρονομικό αμάρτημα είναι η τιμωρία για το πρωταρχικό αμάρτημα. Ακριβώς όμως γι' αυτό έπεται ότι όλοι ανεξαιρέτως οι άνθρωποι χρειάζονται τη λύτρωση και τη χάρη της Εκκλησίας. Τη χάρη αυτή κανένας δεν είναι άξιος να τη δεχτεί. Γι' αυτόν το λόγο, υποστηρίζει ο Αυγουστίνος, δεν πρέπει να θεωρηθεί αδικία το γεγονός ότι ο Θεός δεν χορηγεί αυτή τη χάρη (που άλλωστε κανένας δεν μπορεί να την απαιτήσει ως δικαίωμά του) σε όλους, αλλά μόνο σε λίγους - χωρίς κανείς να γνωρίζει ποιοί είναι αυτοί. Από την άλλη πλευρά η θεία δικαιοσύνη απαιτεί τουλάχιστον μερικοί άνθρωποι να τιμωρούνται διαρκώς για το αμάρτημα του Αδάμ και να εξαιρούνται από τη χάρη και τη λύτρωση. Και καθώς όλοι οι άνθρωποι, εξαιτίας της διεφθαρμένης φύσης τους, είναι στον ίδιο βαθμό αμαρτωλοί και ανίκανοι να διορθωθούν, η επιλογή εκείνων που θα δεχτούν τη χάρη δεν βασίζεται στην αξία τους (αφού αυτή η αξία είναι ανύπαρκτη προτού εκδηλωθεί η θεία χάρη) αλλά σε μια ανεξιχνίαστη απόφαση του Θεού. Ο Θεός αποκαλύπτεται με μια ακαταμάχητη δύναμη (gratia irresistibilis) μόνο σε όποιον θέλει εκείνος να σώσει. Ο μη εκλεκτός δεν είναι δυνατό να σωθεί με κανέναν τρόπο. Ο άνθρωπος δεν μπορεί ούτε καν να πλησιάσει το αγαθό, αν στηριχτεί αποκλειστικά στη δική του δύναμη: κάθε αγαθό προέρχεται από τον Θεό και μόνο από αυτόν. Στη θεωρία του Αυγουστίνου για τον προκαθορισμό του ανθρώπου (και εδώ ακριβώς έγκειται το φιλοσοφικό στοιχείο της) η απόλυτη αιτιότητα του Θεού συνθλίβει την ελεύθερη βούληση του ατόμου. Το άτομο δεν έχει ούτε μεταφυσική αυτοτέλεια ούτε τη δυνατότητα να πράττει αυθόρμητα: υποχρεώνεται από τη φύση του να αμαρτάνει ή από τη χάρη του Θεού να πράττει το αγαθό. Έτσι στον Αυγουστίνο συγκρούονται δύο ισχυρότατα ιδεολογικά ρεύματα. Θα είναι πάντοτε εκπληκτικό το γεγονός ότι ο άνθρωπος που θεμελίωσε τη φιλοσοφία στη βεβαιότητα που έχει η ατομική συνείδηση για τον εαυτό της, ο άνθρωπος που μελέτησε με τον πιο λεπτό τρόπο τα βάθη της εσωτερικής εμπειρίας και ανακάλυψε ότι πηγή της πνευματικής προσωπικότητας είναι η βούληση, ο ίδιος αυτός άνθρωπος για χάρη μιας θεολογικής διαμάχης υποχρεώθηκε να υποστηρίξει μια άποψη για τη σωτηρία της ψυχής, σύμφωνα με την οποία οι πράξεις της ατομικής βούλησης έχουν αμετάκλητα καθοριστεί είτε από την καθολική διαφθορά της ανθρώπινης φύσης είτε από τη χάρη του Θεού. Στη σύλληψή του για την ψυχική πραγματικότητα του ανθρώπου αντιπαλεύουν δύο εντελώς αντίθετες τάσεις: η μία αναγνωρίζει την κυριαρχία του ατόμου (individualismus), η άλλη την κυριαρχία του γένους (universalismus). Η έκδηλη αντιφατικότητα αυτών των δύο τάσεων δεν αίρεται από τις διαφορετικές σημασίες της λέξης «ελευθερία», που στην πρώτη περίπτωση έχει ψυχολογικό και στη δεύτερη ηθικοθρησκευτικό νόημα. Η αντίθεση των δύο τάσεων, που δεν συμβιβάζονται μεταξύ τους, κληροδοτήθηκε και στην παραπέρα εξέλιξη της φιλοσοφίας ύστερα από τον Μεσαίωνα.

ΤΙ ΣΧΕΣΗ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΕΧΕΙ Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΞΙΜΟΣ ΜΕ ΤΟΝ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟ; ΤΗΝ ΙΔΙΑ ΕΧΕΙ ΚΑΙ Η ΜΕΤΑΠΑΤΕΡΙΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΤΑΥΤΟΤΗΤΟΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΝ ΧΡΙΣΤΩ  ΣΩΤΗΡΙΑ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου