Παρασκευή 5 Ιανουαρίου 2024

W.WINDELBAND - Η ΕΡΙΔΑ ΓΙΑ ΤΙΣ ΓΕΝΙΚΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ (ΤΑ «ΚΑΘΟΛΟΥ») (1)

 ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΟ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΤΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ (ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΤΟΜΟΣ)

WINDELBAND WILHELM - HEIMSOETH HEINZ

Η ΕΡΙΔΑ ΓΙΑ ΤΙΣ ΓΕΝΙΚΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ (ΤΑ «ΚΑΘΟΛΟΥ»)

Οἱ λαοὶ ποὺ συμμετείχαν στὴν ἐπιστημονική κίνηση κατὰ τὶς ἀρχὲς τοῦ Μεσαίωνα χρειάστηκε νὰ περάσουν ἀπὸ μιὰ τυπικά λογικὴ ἄσκηση, ποὺ συνδεόταν ἄμεσα μὲ τὸ ζήτημα τῆς λογικῆς μεταφυσικῆς σημασίας τῶν ἐννοιῶν, γένους (universalia, τὰ «καθόλου»). Ἐπὶ αἰῶνες ὁλόκληρους ολοένα μεγαλύτερα πλήθη μαθητῶν μυήθηκαν στοὺς κανόνες τῆς ἐννοιολογικής σκέψης, της λογικῆς διαίρεσης, τῶν κρίσεων καὶ τῶν διαλογισμῶν ἐγκύπτοντας σὲ αὐτὸ τὸ ζήτημα. Θὰ ἦταν ὅμως μεγάλο λάθος ἂν ἀπὸ τὸ γεγονὸς αὐτὸ ἔκρινε κανεὶς ὅτι ἡ ἀξία του ἦταν μόνο διδακτική, ὡς βασικὸ ἀντικείμενο γιὰ πνευματικὴ ἄσκηση. Ἡ ἐπιμονὴ μὲ τὴν οποία ἀσχολήθηκε μὲ τὸ θέμα ἡ μεσαιωνικὴ ἐπιστήμη -είναι χαρακτηριστικὸ ὅτι τὸ πρόβλημα ἀπασχόλησε καὶ τὴν ἀνατολικὴ καὶ τὴ δυτικὴ ἐπιστήμη, ἀνεξάρτητα τὴ μιὰ ἀπὸ τὴν ἄλλη- καὶ οἱ ἀτέλειωτες συζητήσεις γύρω ἀπὸ αὐτὸ ἀποτελοῦν ἤδη ἀπόδειξη ὅτι πρόκειται γιὰ ἕνα πολὺ οὐσιαστικὸ καὶ δύσκολο φιλοσοφικό πρόβλημα.

Πραγματικά, ὅταν ἡ σχολαστικὴ φιλοσοφία, στὰ πρῶτα δειλά βήματά της, ἔκανε ἀφετηριακό σημείο της τὸ χωρίο τῆς εἰσαγωγῆς τοῦ Πορφύριου στὸ ἀριστοτελικό σύγγραμμα Κατηγορίαιὅπου διατυπώνεται τὸ πρόβλημα, ἔστρεφε μὲ ἐνστικτώδη ὀξύνοια τὸ βλέμμα στὸ ἴδιο ἀκριβῶς πρόβλημα που βρισκόταν στο κέντρο τοῦ φιλοσοφικοῦ ἐνδιαφέροντος τὴν ἐποχὴ τῆς ἀκμῆς τῆς ἑλληνικῆς φιλοσοφίας. Από τότε ποὺ ὁ Σωκράτης εἶχε ὑποδείξει ὅτι ἔργο τῆς ἐπιστήμης εἶναι νὰ στοχάζεται τὸν κόσμο μέσα σὲ ἔννοιες, τὸ ἐρώτημα πῶς σχετίζονται οἱ ἔννοιες γένους μὲ τὴν πραγματικότητα ἔγινε ἕνα ἀπὸ τὰ κύρια θέματα τοῦ φιλοσοφικοῦ στοχασμοῦ, ἀπ' ὅπου διαμορφώθηκε ἀφενὸς ἡ πλατωνική θεωρία των ἰδεῶν καὶ ἀφετέρου ἡ ἀριστοτελικὴ λογική. Καὶ καθὼς ἡ θεωρία γιὰ τοὺς τύπους τῆς ἐξάρτησης τοῦ εἰδικοῦ ἀπὸ τὸ γενικὸ ἀποτελοῦσε τὸ οὐσιαστικό περιεχόμενο της ἀριστοτελικῆς λογικῆς, εύκολα καταλαβαίνουμε γιατὶ στὶς ἀρχὲς τοῦ Μεσαίωνα το ίδιο πρόβλημα ἦρθε πάλι στὴν ἐπιφάνεια με τόση ένταση, παρόλο ποὺ αὐτὴ ἡ νέα φιλοσοφικὴ γενιὰ εἶχε στὴ διάθεσή της ελάχιστα μόνο τμήματα τῆς διδασκαλίας τοῦ ᾿Αριστοτέλη. Καταλαβαίνουμε ἀκόμη γιατί τὸ παλαιὸ πρόβλημα ἀσκοῦσε στὰ ἁπλοϊκά, μὴ ἐξασκημένα πνεύματα του Μεσαίωνα την ίδια ἐπιρροὴ ποὺ εἶχε ἀσκήσει παλαιότερα στοὺς Ἕλληνες. Απὸ τὸν 11ο αιώνα καὶ ὕστερα στὶς ἀνώτερες σχολὲς τοῦ Παρισιού διεξάγονταν έντονες συζητήσεις γύρω ἀπὸ λογικά προβλήματα. Η πρόθυμη καὶ πλατιὰ συμμετοχὴ σὲ αὐτὲς τὶς συζητήσεις μπορεῖ νὰ συγκριθεῖ ὡς κοινωνικό φαινόμενο μόνο μὲ τὶς συζητήσεις στις φιλοσοφικές σχολές τῶν ᾿Αθηνῶν, ὅπου, καθώς φαίνεται ἀπὸ πολλὲς μαρτυρίες, μὲ κεντρικὸ ἄξονα τὴ θεωρία τῶν ἰδεῶν, εἶχε παίξει σημαντικό ρόλο τὸ ἐρώτημα ἂν οἱ ἔννοιες γένους εἶναι κάτι πραγματικό.

Ωστόσο οἱ συνθῆκες ὑπὸ τὶς ὁποῖες ἐρχόταν τώρα πάλι στην ἐπιφάνεια αὐτὸ τὸ πρόβλημα ἦταν λιγότερο ευνοϊκές. Όταν οἱ Έλληνες τὸ ἔθεσαν για πρώτη φορά, είχαν ήδη πλούσια δική τους ἐμπειρία καὶ διέθεταν ἕνα ἀπόθεμα πραγματολογικών γνώσεων πού, ἂν ὄχι πάντοτε, τὶς πιὸ πολλὲς φορὲς τοὺς προφύλασσε ἀπὸ τὸν κίνδυνο νὰ μετατοπιστεῖ ἐντελῶς ἡ συζήτηση στὸ ἐπίπεδο τῆς τυπικῆς-λογικῆς ἀφαίρεσης. Ακριβῶς αὐτὸ τὸ ἀντίβαρο έλειπε στὴ μεσαιωνικὴ ἐπιστήμη, καὶ μάλιστα στὰ πρῶτα στάδιά της, καὶ γι' αὐτὸν τὸ λόγο ἡ προσπάθεια να στηρίξει τὴ μεταφυσική της ἀποκλειστικά στη λογική σκέψη δὲν ἔδωσε ἀποτελέσματα.

Ὁ Μεσαίωνας ἐπέμεινε πεισματικὰ σὲ αὐτὸ τὸ ζήτημα, ποὺ προηγουμένως εἶχε ἀποτελέσει τὸ ἀντικείμενο τῆς διαμάχης του Πλάτωνα μὲ τοὺς κυνικοὺς καὶ ἀργότερα τῆς διαμάχης μεταξύ ᾿Ακαδημίας, Λυκείου καὶ Στοᾶς. Αὐτὸ δὲν ὀφείλεται μόνο στο γεγονὸς ὅτι ἐκεῖνες οἱ προγενέστερες ἐπιστημονικές συζητήσεις ἦταν στον Μεσαίωνα σχεδὸν ἄγνωστες ἐξαιτίας τῶν κενῶν τῆς ἱστορικῆς παράδοσης. Οφείλεται καὶ σὲ ἕναν ἄλλο λόγο: Ἡ συναίσθηση ὅτι ἡ προσωπικότητα τοῦ ἀνθρώπου ἔχει τὴ δική της ἀξία -μιὰ ἰδέα ποὺ ἐκφράστηκε μὲ ἐπιβλητικό τρόπο καὶ ἀπὸ τὸ χριστιανισμὸ καί, εἰδικότερα, ἀπὸ τὴ διδασκαλία τοῦ Αὐγουστίνου- εἶχε μεγάλη απήχηση στοὺς λαοὺς ποὺ καλοῦνταν τώρα νὰ γίνουν οἱ νέοι φορεῖς τοῦ πολιτισμοῦ καὶ μίλησε βαθιὰ μέσα τους. Ἡ ψυχὴ αὐτῶν τῶν λαῶν δονοῦνταν ἀπὸ νεανικό πάθος γιὰ τὴν πολύχρωμη πραγματικότητα καὶ τὶς ἐπιμέρους ζωντανὲς ἐκφάνσεις της. Μὲ τὴ διδασκαλία ὅμως τῆς Ἐκκλησίας παρέλαβαν καὶ μιὰ φιλοσοφία ποὺ σὲ γενικό πλαίσιο ἀντιλαμβανόταν τὴν οὐσία τῶν πραγμάτων μὲ τὴ γαλήνη τοῦ ἑλληνικοῦ μέτρου - μια μεταφυσικὴ ποὺ ἐξομοίωνε τις διαφορετικὲς βαθμίδες τῆς λογικῆς γενικότητας μὲ ἀντίστοιχες διαβαθμίσεις τῆς ὀντολογικῆς έντασης. Εδώ υπήρχε μιὰ ἀσυμφωνία που πρόβαλε κάπως συγκαλυμμένα ἤδη στη φιλοσοφία τοῦ Αὐγουστίνου καὶ ἔγινε ἕνα μόνιμο ἐρέθισμα γιὰ φιλοσοφικό στοχασμό. 

1. Τὸ ἐρώτημα γιὰ τὸ ὀντολογικό θεμέλιο τοῦ ἀτόμου, ποὺ δὲν ἔπαψε ἀπὸ τότε νὰ ἀπασχολεῖ τὴ μεσαιωνική διανόηση, πρόβαλε εντονότερα στὴν ἀφετηρία της μεσαιωνικής φιλοσοφίας, ὅπου ὑπὸ τὸ κάλυμμα ἑνὸς χριστιανικοῦ μυστικισμοῦ ἐπιζοῦσε ἡ μεταφυσικὴ τοῦ νεοπλατωνισμοῦ. Τίποτε δὲν ἦταν καταλληλότερο νὰ ἐκφράσει τὴν ἀντίφαση τῆς πρωταρχικής ατομοκρατίας ὅσο ἡ ἄκρα συνέπεια μὲ τὴν ὁποία ἀνέπτυξε τις βασικὲς ἰδέες τοῦ νεοπλατωνικοῦ ρεαλισμοῦ ὁ Ἰωάννης Scotus Eriugena. Ἴσως κανένας άλλος φιλόσοφος δὲν ἔχει διατυπώσει σαφέστερα καὶ τόσο ἀπερίφραστα τὶς ἔσχατες συνέπειες ἐκείνης της μεταφυσικῆς, ἡ ὁποία, ξεκινώντας ἀπὸ τὴ σωκρατική-πλατωνικὴ ἀρχὴ ὅτι τὴν ἀλήθεια, ἑπομένως καὶ τὸ ὄν, πρέπει νὰ τὴν ἀναζητήσουμε στο γενικό, ταυτίζει τὴ βαθμίδα τῆς γενικότητας μὲ τὴ βαθμίδα τῆς ὀντολογικής ἔντασης καὶ τῆς ὀντολογικῆς προτεραιότητας. Τὸ γενικό (οἱ έννοιες γένους) παρουσιάζεται ἐδῶ ὡς ἡ πιὸ οὐσιαστικὴ καὶ πρωταρχικὴ πραγματικότητα, ἡ ὁποία παράγει ἀπὸ τὸν ἑαυτό της τὸ εἰδικὸ καὶ τὸ περιέχει (τὸ εἶδος καί, τελικά, τὸ ἄτομο). Επομένως τὰ γενικὰ ἀντικείμενα δὲν εἶναι μόνο ὀντότητες (res· ἀπὸ ἐδῶ προῆλθε ὁ ὅρος ρεαλισμός), ἀλλὰ σὲ σχέση μὲ τὰ ἐπιμέρους σωματικὰ πράγματα εἶναι οἱ πιὸ πρωταρχικές, οἱ πιὸ πραγματικές ὀντότητες, αὐτὲς ποὺ παράγουν καὶ καθορίζουν τὶς ἄλλες καὶ μάλιστα ὅσο πιὸ γενικές, τόσο πιὸ πραγματικὲς εἶναι. Ἔτσι λοιπὸν οἱ λογικὲς σχέσεις τῶν ἐννοιῶν γίνονται ἀμέσως σχέσεις μεταφυσικές. Η τυπική τάξη ἀποκτᾶ πραγματικὴ σπουδαιότητα. Η λογικὴ ὑπόταξη μετατρέπεται σὲ παραγωγὴ τοῦ ἐπιμέρους ἀπὸ τὸ γενικό, τὸ ὁποῖο περιέχει τὸ ἐπιμέρους. Ἡ λογικὴ διαίρεση καὶ οἱ λογικοί καθορισμοί μετατρέπονται σὲ αἰτιώδη διαδικασία μὲ τὴν ὁποία τὸ γενικὸ διαμορφώνεται καὶ ξεδιπλώνεται μέσα στὸ εἰδικό.

Αὐτὴ ἡ ἐννοιολογικὴ πυραμίδα, μὲ τὴ μεταφυσικὴ πιὰ σημασία, κορυφώνεται στὴν ἔννοια τῆς θεότητας, ποὺ εἶναι τὸ γενικότατο ὄν. Ἀλλὰ τὸ τελευταῖο προϊόν τῆς ἀφαίρεσης, τὸ ἀπολύτως γενικό, δὲν ἐπιδέχεται κανέναν καθορισμό. Ἔτσι ἡ διδασκαλία αὐτὴ ταυτίζεται μὲ τὴν παλαιὰ «ἀποφατικὴ θεολογία», σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία τὸ μόνο ποὺ μπορούμε νὰ ἀναφέρουμε γιὰ τὸν Θεὸ εἶναι τὸ τί δὲν εἶναι. Ωστόσο αὐτὸ τὸ ἀνώτερο είναι χαρακτηρίζεται καὶ ἐδῶ μὲ γνήσια πλατωνικό τρόπο ὡς «ἀγέννητη φύση που δημιουργεῖ τὸν ἑαυτό της». Αὐτὸ τὸ γενικότατο παράγει ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό του τὴν ὁλότητα τῶν πραγμάτων, ἡ ὁποία ἀκριβῶς γι' αὐτὸ δὲν περιέχει τίποτε ἄλλο ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἔκφανση του γενικοῦ. Ἡ ὁλότητα τῶν πραγμάτων σχετίζεται μὲ τὸ γενικὸ ὅπως τὰ ἐπιμέρους δείγματα μὲ τὸ γένος: περιέχονται σὲ αὐτὸ καὶ ὑπάρχουν μόνο ὡς ἐκφάνσεις του. Ἔτσι, ἀπὸ αὐτὲς τὶς προϋποθέσεις συνάγεται ἕνας λογικὸς πανθεϊσμός: ὅλα τὰ πράγματα τοῦ κόσμου εἶναι ἐκφάνσεις τοῦ θείου, ὁ κόσμος εἶναι ὁ Θεὸς ποὺ ἔχει διαπλωθεῖ ὡς τὸ μερικό, ὁ Θεὸς ποὺ ἔχει δώσει μορφὴ στὸν ἑαυτό του (deus explicitus). Θεὸς καὶ κόσμος εἶναι ἕνα καὶ τὸ αὐτό. Ἡ ἴδια ἡ φύσις ὡς ἑνότητα ποὺ δημιουργεῖ εἶναι Θεὸς καὶ ὡς πολλότητα ποὺ ἔχει δημιουργηθεί εἶναι κόσμος.

᾿Αλλὰ ἡ διαδικασία τῆς ἀνέλιξης (egressus) προχωρεῖ στὴ διαβάθμιση τῆς λογικῆς γενικότητας. Αρχικά προκύπτει ἀπὸ τὸν Θεὸ ὁ νοητὸς κόσμος, ἡ «φύση ποὺ ἔχει δημιουργηθεῖ καὶ ποὺ δημιουργεῖ ἡ ἴδια», τὸ βασίλειο τῶν γενικῶν ἀντικειμένων, τῶν ἰδεῶν, ποὺ (ὡς νοῖ μὲ τὴν πλατωνικὴ σημασία τοῦ ὅρου) ἀποτελοῦν τὶς δυνάμεις ποὺ δροῦν στὸν αἰσθητὸ κόσμο καὶ συγκροτοῦν μιὰ θεϊκὴ ἱεραρχικὴ τάξη, ποὺ ἀντιστοιχεί στις διάφορες βαθμίδες τῆς γενικότητας καὶ τῆς ὀντολογικῆς ἔντασης. Μὲ αὐτὴ τὴν ἔννοια ὁ χριστιανικὸς μυστικισμός συνθέτει μιὰ διδασκαλία περί ἀγγέλων, ποὺ ἔχει νεοπλατωνικό πρότυπο, ἐνῶ παράλληλα στις λεπτομέρειες ἔχει ἐπηρεαστεῖ ἀπὸ τὸν ᾿Αρεοπαγίτη. Κάτω όμως ἀπὸ τὸ μυθικὸ κάλυμμα βρίσκουμε πάντοτε τὴ σημαντικὴ ἰδέα ὅτι ἡ ἐξάρτηση τοῦ ἑνὸς πράγματος ἀπὸ τὸ ἄλλο συνίσταται στὴ λογική σχέση τους: στη θέση τῆς αἰτιακῆς σχέσης τοποθετεῖται ἡ λογικὴ ἀκολουθία τοῦ εἰδικοῦ ἀπὸ τὸ γενικό.

Συνέπεια αὐτοῦ εἶναι ὅτι στὸν αἰσθητό κόσμο οὐσιαστικὰ ἐπενεργεῖ μόνο το γενικό: Η ὁλότητα τῶν ὑλικῶν σωμάτων συγκροτεῖ τὴ «φύση ποὺ ἔχει δημιουργηθεῖ ἀλλὰ δὲν δημιουργεῖ». Ωστόσο σὲ αὐτὴ τὴ φύση τὸ ἐπιμέρους πράγμα δὲν δρᾶ αὐτόνομα ἀλλὰ σύμφωνα μὲ τοὺς γενικούς καθορισμοὺς ποὺ ἐμφανίζονται διαμέσου αὐτοῦ. Ἔτσι λοιπὸν τὸ εἶναι τοῦ ἐπιμέρους αἰσθητοῦ πράγματος ἔχει τὴν πιὸ μικρὴ δύναμη· ἡ πραγματικότητά του εἶναι ἡ πιὸ ἀποδυναμωμένη καὶ ἡ πιὸ ἐξαρτημένη: ὁ Scotus Eriugena μένει σταθερὸς στὸν νεοπλατωνικό ιδεαλισμό. 

Στις βαθμίδες τῆς ἀνέλιξης ἀντιστοιχεῖ ἀντίστροφα ἡ ἐπιστροφὴ ὅλων τῶν πραγμάτων στον Θεό (regressus), η διάχυση τοῦ κόσμου τῶν ἐπιμέρους μορφῶν στὴν αἰώνια πρωταρχικὴ οὐσία, ἡ θέωση του κόσμου. Ο Θεός, νοούμενος ὡς τελικός σκοπός κάθε γίγνεσθαι, ὡς ἐξάλειψη κάθε ἰδιαιτερότητας, χαρακτηρίζεται ὡς «φύση ποὺ οὔτε ἔχει δημιουργηθεί οὔτε δημιουργεί». Είναι τὸ ἰδεῶδες τῆς ἀκίνητης ἑνότητας, τῆς ἀπόλυτης ηρεμίας στο τέλος τῆς κοσμικῆς διαδικασίας. Όλες οἱ ἐκφάνσεις τοῦ θείου (θεοφάνειες) προορίζονται νὰ ἐπιστρέψουν στὴν ὁλοκληρωτικὴ ἑνότητα τῆς θεϊκῆς οὐσίας. Ἔτσι καὶ ἡ μοίρα τῶν πραγμάτων ἐξαρταται τελικὰ ἀπὸ τὴν παντοδύναμη πραγματικότητα του γενικού, ποὺ συνθλίβει καθετὶ ἐπιμέρους.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου