Παρασκευή 5 Ιανουαρίου 2024

Heinz Heimsoeth - ΤΑ ΕΞΙ ΜΕΓΑΛΑ ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΔΥΤΙΚΗΣ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗΣ (4)

Συνέχεια από: Κυριακή 31 Δεκεμβρίου 2023

ΤΑ ΕΞΙ ΜΕΓΑΛΑ ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΔΥΤΙΚΗΣ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗΣ

ΚΑΙ ΟΙ ΡΙΖΕΣ ΤΗΣ ΝΕΟΤΕΡΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ

HEIMSOETH HEINZ


ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 

ΘΕΟΣ ΚΑΙ ΚΟΣΜΟΣ ― Η ΕΝΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΑΝΤΙΘΕΤΩΝ

4. Ἀνέλιξη καὶ Ἀπορροή: ἀπὸ τὸν Ἀριστοτέλη στὸν Πλωτίνο

Ὡστόσο, ὁ Ἀριστοτέλης, μέσα στὸ δυαδικὸ πλαίσιο τῶν βασικῶν ἀρχῶν του, θέλησε νὰ καταδείξει καὶ τὴ μεγαλειώδη συνοχὴ ποὺ παρουσιάζει τὸ κοσμικὸ οἰκοδόμημα. Τὸ ἔκανε διαμορφώνοντας μιὰ ἱεραρχία ἐπιπέδων – μέσω τῆς ἰδέας τῆς προοδευτικῆς Ἀνέλιξης. Ὁ Πλάτωνας δὲν ἐξέταζε παραπέρα πῶς συνδέονται ἡ Ἰδέα καὶ τὸ αἰσθητὸ-χωρικὸ στοιχεῖο. Ὁ μέγας μαθητής του τώρα τὰ συσχετίζει, συλλαμβάνοντας τὴ μορφὴ καὶ ὡς σκοπό. Τὸ κατώτερο στοιχεῖο δὲν μετέχει ἁπλῶς στὸ ἀνώτερο, ἀγωνίζεται νὰ τὸ πλησιάσει κιόλας: στὸν ἀγώνα αὐτὸν συνίσταται ἡ ζωή του καὶ ὅλα ὅσα συμβαίνουν στὸν κόσμο. Ὁλόκληρη ἡ πραγματικότητα δέχεται τὶς δυνάμεις μιᾶς ἀνοδικῆς ἕλξης. 

Ἐδῶ ἔχουμε ἕνα παλιὸ μοτίβο, ποὺ δὲν εἶχε χάσει τὴ ζωτικότητά του ἀπὸ τὴν ἐποχὴ ποὺ πρωτοεμφανίστηκε, τὶς πρῶτες μέρες τῆς ἑλληνικῆς φυσικῆς φιλοσοφίας: τὸν συνδυασμὸ τῆς κοσμικῆς ἑνότητας μὲ τὴν πολλότητα καὶ τὶς ἀντιθέσεις μέσα στὴν ἰδέα τῆς προοδευτικῆς ἀνέλιξης. Τὸν συνδυασμὸ αὐτὸν οἱ φυσικοὶ φιλόσοφοι τὸν σκέφτονταν χρονικά: τὸ θέμα τους ἦταν ἡ γέννηση τοῦ κόσμου. Δίδασκαν, ὅπως εἶχε ἤδη κάνει ἡ μυθικὴ ποίηση, πῶς ὁ εὔτακτος κόσμος τῶν πραγμάτων καὶ τῶν ὄντων σχηματίστηκε ἀπὸ τὸ χάος παίρνοντας τὴ μορφὴ πολυποίκιλτου κοσμήματος. Ἕνα τέτοιο ἑνιαῖο γίγνεσθαι, ὅμως, περικλείει ἤδη ἐξαρχῆς τὴν ἀρχὴ τῆς ἀντίθεσης. Ἡ ἐξέλιξη καὶ τὸ σύστημα τοῦ Ὄντος ἀνέρχονται ἀπὸ τὸ ἐπίπεδο τοῦ ἄμορφου καὶ σκοτεινοῦ πρὸς τὸ ὑψηλότερο καὶ ἁγνότερο, πρὸς τὴ μορφὴ καὶ τὴν αἰώνια τάξη. Γιὰ τὸ ζήτημα ποὺ μᾶς ἀπασχολεῖ ἐδῶ δὲν ἔχει μεγάλη διαφορὰ τί ἀπὸ τὰ δύο συμβαίνει: ἄν, δηλαδή, ἡ ἀνέλιξη αὐτὴ νοεῖται ὡς χρονικὸ γίγνεσθαι ἢ ὡς αἰώνια ἱεραρχικὴ διάταξη – ἂν συντελεῖται αὐτενεργά, μέσα ἀπὸ τὶς δυνάμεις καὶ τὶς ὠδίνες τοῦ χάους, ἢ μέσω τῆς ἕλξης τὴν ὁποία ἀσκεῖ, τρόπον τινὰ σὰν δέλεαρ, κάποια ἀνώτατη ἀρχὴ-σκοπὸς ποὺ αἰωρεῖται πάνω ἀπὸ τὸ σύνολο τῆς πραγματικότητας ὡς ἀρχέτυπο κάθε τελείωσης (ὅπως ὁ νοῦς τοῦ Ἀριστοτέλη). Τὸ ἀποτέλεσμα μπορεῖ νὰ εἶναι πιὸ ὁλοκληρωμένο ἀπὸ τὴν αἰτία ἀπ᾽ τὴν ὁποία ἐκπήγασε ἢ μπορεῖ κάθε ἀξία, κάθε μορφικὴ τελειότητα τὴν ὁποία προσπαθοῦν νὰ ἀγγίξουν τὰ «αἰτιατά», νὰ εἶναι ἐκ τῶν προτέρων θεμελιωμένη σὲ κάποιο «τελικὸ αἴτιο». Τόσο στὴ μία περίπτωση, ὅμως, ὅσο καὶ στὴν ἄλλη, ἔχουμε νὰ κάνουμε μὲ δυϊσμό. 

Παρ’ ὅλες τὶς ἀντίθετες ἐπιδράσεις, π.χ. τοῦ Ἐπίκουρου καὶ τῶν Στωικῶν, ὁ ἐν λόγω δυϊσμὸς παρέμεινε κυρίαρχο μοτίβο τῆς ἀρχαίας φιλοσοφίας. Ὡστόσο, κατὰ τὴν τελευταία της περίοδο, δίπλα στὶς ἀπαντήσεις ποὺ ἔδινε ἡ Ἀνέλιξη ἐμφανίστηκε καὶ ἕνα ἄλλο μοτίβο ποὺ ἐξηγοῦσε τὴν ἑνότητα, ἕνα μοτίβο τὸ ὁποῖο καὶ αὐτὸ ἦταν στενὰ συνδεδεμένο μὲ τὸν δυϊσμὸ καὶ δὲν προσφερόταν γιὰ τὸν ἐξοβελισμό του: Ἀπορροή. Τὸ μοτίβο αὐτὸ ἦταν ἐπίσης πανάρχαιο καὶ εἶχε τὴ ρίζα του στοὺς μύθους καὶ τὶς κοσμολογικὲς θεωρήσεις τῆς Ἀνατολῆς. 

Ἂν ὁ κόσμος προέρχεται ἀπὸ κάποιο ἀδιαίρετο καὶ ἄτακτο στοιχεῖο, δὲν θὰ πρέπει ἄραγε μὲ κάποιον τρόπο νὰ εἶχαν ὅλα ἀπὸ πρὶν τὴ θέση τους μέσα στὸ πρωταρχικὸ ὂν καί, ἑπομένως, δὲν θὰ πρέπει ἡ ἀδιαφόριστη ἑνότητα νὰ ὑπερέχει σὲ δύναμη καὶ ἀξία σὲ σχέση μὲ αὐτὸ ποὺ ὑποδηλώνεται μὲ τὴν εἰκόνα τοῦ χάους; Ὁ Ἀναξίμανδρος, στὶς ἀπαρχὲς τῆς ἑλληνικῆς φιλοσοφίας, εἶχε ἤδη μιλήσει γιὰ ἕναν «ἀποχωρισμὸ» τῶν ἀντιθέτων ἀπὸ τὸ ἄπειρο-ἀπροσδιόριστο: μήπως αὐτὰ λοιπὸν βρίσκονταν ἤδη μέσα του καὶ ἦταν ἁπλῶς κρυμμένα; Καὶ ὅταν εἶπε ὅτι τὰ ἀποχωρισμένα ὄντα θὰ πρέπει νὰ πληρώσουν μὲ τὸν χαμό τους γιὰ τὴν ἀδικία ποὺ διέπραξαν, δὲν λάνθανε ἄραγε ἐδῶ ἡ ἰδέα ὅτι (παρ’ ὅλη τὴν ἀπροσδιοριστία καὶ τὴν ἀταξία) τὸ ἀδιαίρετο στοιχεῖο εἶναι ἀνώτερο, ἐνῶ τὰ ἐπιμέρους καὶ ἀντιθετικὰ στοιχεῖα ἐκπίπτουν καὶ χωρίζονται ἀπὸ τὸ ἀρχέγονο Ὄν, ἐξαιτίας τῆς αὐθάδειας καὶ τῆς μηδαμινότητάς τους; Ἂν ὅμως ἔχουν ἔτσι τὰ πράγματα, τότε ἡ ὁδὸς τοῦ κοσμικοῦ γίγνεσθαι ὁδηγεῖ πρὸς τὰ κάτω, ὄχι πρὸς τὰ πάνω!

Αὐτὸ εἶναι ποὺ δίδαξαν ὁ Πλωτίνος καὶ οἱ μαθητές του. Στὸν Πλωτίνο, τὸ ἀρχέγονο μοτίβο τῆς Ἀνατολῆς καὶ οἱ κλασικὲς ἔννοιες τῶν ἑλληνικῶν συστημάτων συγχωνεύονται. Ἡ ἀχώριστη ἑνότητα εἶναι τὸ πρωταρχικὸ καὶ βαθύτερο στοιχεῖο τοῦ Ὄντος· εἶναι ἡ ὑπέρτατη τελειότητα, ἡ ἴδια ἡ Θεότητα. Κάθε πολλαπλότητα τῆς εἶναι ξένη. Μόνο ἡ μυστικὴ ἔκσταση, μέσα στὴν ὁποία τὰ πάντα συγκεράζονται καὶ γίνονται Ἕνα (ὅπως ἔλεγε ὁ Ξενοφάνης, ποὺ θεωρεῖται πὼς ὁδήγησε τὸν Παρμενίδη στὸ ἕνα καὶ μοναδικό του Ὂν) – μόνο ἡ μυστικὴ ἔκσταση ἀγγίζει, συλλαμβάνει καὶ διαπερνᾶ τὴν ἑνότητα αὐτή. Ὁ πλούσιος καὶ πολύχρωμος κόσμος ἀπορρέει ἀπὸ τὴν ἑνότητα, κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο ποὺ τὰ χρώματα καὶ τὸ φῶς ἀπορρέουν ἀπὸ τὸν ἥλιο: πρῶτος ὁ νοῦς, τὸ πλῆθος τῶν Ἰδεῶν καὶ τῶν μορφῶν, κατόπιν οἱ ψυχὲς καὶ ὅλα τὰ πράγματα. Ἡ ἀπορροὴ ὀφείλεται σὲ πλησμονὴ καὶ δὲν ἀδυνατίζει τὸ ἀνώτατο ὄν: αὐτὸ παραμένει στὸν ἑαυτό του, καθαρὸ φῶς. Ἡ πρωτογενὴς λάμψη τοῦ Ἑνὸς ἀκτινοβολεῖ πάνω στὸ καθετὶ μέσα στὴν πραγματικότητα· ὅλα πηγάζουν ἀπὸ τὸ Ἓν καὶ μόνο ἀπὸ αὐτό. Ὁτιδήποτε ζεῖ σὲ τοῦτο τὸν κόσμο, τὸν κόσμο τῆς πολλότητας, ἔχει λάβει τὸ σχῆμα του ἀπὸ πρὶν ἐντὸς τοῦ ἀπλήθυντου Ἑνός: πρῶτα βγαίνει ἀπὸ τὴν ἑνότητα ὡς ἰδεατὸ ὂν καὶ ἔπειτα, ἀπὸ ἐκεῖ, ὡς ἐνεργεία ὑπαρκτὸ ὄν. 

Ἔτσι, ἐδῶ φαίνεται πὼς συντελεῖται ἕνα μεγάλο βῆμα πρὸς τὴν ἰδέα τῆς ἑνότητας τοῦ Ὄντος, καὶ πράγματι ὑπάρχουν ἄφθονες ἐνδείξεις πρὸς αὐτὴν τὴν κατεύθυνση. Ὡστόσο, τὸν κόσμο τῶν ἀπορροῶν τὸν διαπερνοῦν ἀντιθέσεις. Ὁ δυϊσμὸς τῆς Ἀνατολῆς, μὲ τὸν φόβο του γιὰ τὴ μίανση ἀπὸ τὴν ὕλη, ἀπὸ τὰ αἰσθητὰ καὶ τὴ σάρκα, μὲ τὶς ἰσχυρές του τάσεις ἀσκητισμοῦ καὶ φυγῆς ἀπὸ τὰ ἐγκόσμια, συνδέεται ἐδῶ μὲ τὶς ἐναντιότητες ποὺ περικλείει ἡ ἑλληνικὴ ἔννοια τοῦ κόσμου. Τὸ δείχνει ἡ ἴδια ἡ εἰκόνα τῆς ἀπορροῆς: ὅσο περισσότερο ἀπομακρυνόμαστε ἀπὸ τὴν πηγὴ τοῦ φωτός, τόσο ξεθωριάζουν οἱ ἀκτίνες, τὰ χρώματα θαμπώνουν καὶ τὸ σκοτάδι ἁπλώνεται ἀπειλητικό. Κατὰ τὴν ἀέναη ἐκροὴ δὲν γεννιέται μόνο ἡ ὑπεραφθονία τῶν χρωμάτων: συγχρόνως ξεκινάει καὶ ἡ αἰώνια πάλη μὲ τὸ σκοτάδι. Τὸ σκοτάδι εἶναι – ἂν καὶ δὲν διαθέτει αὐτοτελὴ ὑπόσταση. Ἡ δύναμη τοῦ ἀπορρέοντος φωτὸς μειώνεται ὅταν τὸ συναντάει. Ἔτσι, σύμφωνα μὲ τοὺς ἀλεξανδρινοὺς καὶ νεοπλατωνικοὺς φιλοσόφους, τὸ ὂν κατέρχεται κλιμακωτὰ μέχρι τὴν ὕλη καί, παράλληλα, μέχρι τὸ αἰσθητὸ καὶ κακὸ στοιχεῖο: καταπέφτει βαθμιαῖα ἀπὸ τὴν πρωταρχικὴ ἑνότητα, ἐκπίπτει ἀπὸ τὴν καθαρὴ δύναμη ἡ ὁποία παραμένει ἀνέγγιχτη καὶ στὴν ὁποία εἶναι ξένο καθετὶ ποὺ ἐκπίπτει καὶ ἀπορρέει, ὅπως εἶναι ξένος καὶ στὸν νοῦν τοῦ Ἀριστοτέλη ὁ κόσμος, τὸ μεῖγμα αὐτὸ ὕλης καὶ μορφῆς. Ὅσο μεγαλώνει ἡ ἀπόσταση ἀπὸ τὸ φῶς, τόσο πιὸ φτωχὴ σὲ φῶς καὶ μάλιστα ξένη πρὸς τὸ φῶς γίνεται τελικὰ ἡ πραγματικότητα, ὥσπου φτάνει νὰ βρεθεῖ σὲ ἀπόλυτη ἀντίθεση μαζί του. Ἔτσι, καὶ ὁ ἁμαρτωλὸς ἄνθρωπος, ἂν δὲν θέλει νὰ διαφθαρεῖ πλήρως, πρέπει νὰ κάνει πλήρη μεταστροφὴ –τὴν ἐπιστροφήν–, νὰ ξεφύγει ἀπὸ τὴν ὕλη, νὰ ἀπομακρυνθεῖ ἀπὸ τὰ ἐγκόσμια καὶ νὰ παραδοθεῖ ἐκστατικὰ στὸ ὑπερκόσμιο Ἕν.

Ὅλα τὰ φυγόκοσμα μοτίβα ποὺ διακρίνει κανεὶς στὸν Πυθαγόρα καὶ τὸν Πλάτωνα ἐπανακάμπτουν ἐνισχυμένα στὸν κόσμο τῶν ἀπορροῶν, ἕναν κόσμο ποὺ τελεῖ ὑπὸ τὴ συνθήκη τῆς πτώσης. Οὔτε κι ἐδῶ ἀπομένει τελικὰ κάποια θετικὴ ἰδιότητα γιὰ τὴν ὕλη καὶ τὴν ἀρχὴ τῆς ἐναντιότητας· οὔτε σὲ αὐτὴ τὴν ἀρχὴ ἀποδίδεται πραγματικὴ ὕπαρξη. Κι ὅμως, εἶναι καὶ αὐτή, καὶ ἡ ἐπίδρασή της εἶναι μοιραία. Τὸ ἐν λόγω μὴ ὂν δὲν εἶναι ἕνα «τίποτα». Εἰς πεῖσμα τῆς βούλησης γιὰ ἑνότητα ποὺ συναντᾶμε τόσο στὴ ἀρχὴ ὅσο καὶ στὸ τέλος τῆς μυστικῆς σκέψης, παρεισδύει καὶ ἐδῶ νικηφόρα ὁ δυϊσμός. Στὸν κόσμο αὐτό, τὰ ἀντίθετα δὲν συμφιλιώνονται ποτὲ ὥστε νὰ σχηματίσουν ἕνα ὂν ἀκέραιο. Μονάχα ἡ ψυχή, ἀπομονωμένη, πετάει ψηλά, σὲ ἱερὴ ἔκσταση, πέρα καὶ πάνω ἀπὸ τὴν ἐπίγεια πραγματικότητα, πραγματικότητα ποὺ δὲν εἶναι παρὰ ἕνα μεῖγμα κακῆς αἰσθητῆς ὕλης καὶ καθαρῶν μορφῶν – ἀκριβῶς ὅπως στὸν Ἀριστοτέλη καὶ τὸν Πλάτωνα. Ὅπως σὲ αὐτούς, ἔτσι καὶ ἐδῶ τὰ ἐπίγεια πεπρωμένα καὶ ἡ πορεία τοῦ κόσμου λαμβάνουν χώρα μεταξὺ δύο ἐπιπέδων, μεταξὺ τῆς ἀπόλυτης τελειότητας καὶ τοῦ ἀπόλυτου σκότους: ὁ δρόμος ὁδηγεῖ εἴτε πρὸς τὰ πάνω εἴτε πρὸς τὰ κάτω· τὸν ὁρίζουν ἡ ἀξία καὶ ἡ ἀπαξία, ἡ ὕλη καὶ ἡ μορφή, ἡ ἑνότητα καὶ ἡ ρήξη. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου