Η υπερβατικότητα του εγώ
Ήδη στα πρώτα γραπτά του, όπως στο Η υπερβατικότητα του εγώ (La Transcendance de I'ego, Esquisse d'une description phénoménologique, 1936), στο οποίο ο Sartre επιτίθεται στη χουσερλιανή έννοια του υποκειµένου ως υπερβατολογικού εγώ, η συνείδηση αποκαλύπτεται ως απρόσωπη [impersonnelle] ή καλύτερα «προπροσωπική» (ΤΕ 19/ΥΕ 24).7 Για τον Sartre δεν υπάρχει εσωτερικός εαυτός ή εγώ, πηγή του πράττειν, των αισθηµάτων, της σκέψης, της βούλησης και των συγκινήσεων. Ο εαυτός είναι ένα φανταστικό κατασκεύασµα, εξωτερικό προς τη συνείδηση, αντικείµενο και όχι υποκείµενο της συνείδησης, µια ιδεατή ολότητα καταστάσεων, ποιοτήτων και ενεργηµάτων. Το εγώ είναι µια κατασκευή την οποία έχουµε την τάση να φανταζόµαστε ως πηγή των αισθηµάτων µας και της συµπεριφοράς µας, στην πραγµατικότητα όµως είναι µια σύνθεση, µια συνεχής δηµιουργία που συγκρατείται στην ύπαρξη από την πίστη. Στην ορολογία του To εivαι και το µηδέν, «το Ego είναι καθ' εαυτό [en soi], όχι δι' εαυτόν [pour soi]» (ΕΝ 139/ΕΜ 194). Ο εαυτός ή το εγώ, είναι συνθετικά προϊόντα της συνείδησης, ενοποιηµένα και όχι ενοποιητικά, υπερβατικά και όχι εµµενή. Για τον Sartre µόνο η συνείδηση είναι υπερβατολογική και, όπως έχει ήδη αναφερθεί, είναι καταγωγικά απρόσωπη ή, καλύτερα, προπροσωπική. Ένα υπερβατολογικό εγώ θα ήταν για αυτόν ένα «κέντρο αδιαφάνειας» (ΤΕ 25/ΥΕ 29) στη συνείδηση, αφού θα «ενοικούσε» σε κάθε ενέργηµα της συνείδησης παρεµποδίζοντάς τη να αποκαλύψει τέλεια το αντικείµενό της. Μόνο το µηδέν είναι εντελώς «διαφανές» και µπορεί να αποκαλύψει τέλεια την πραγµατικότητα.Έτσι, για τον Sartre, η συνείδηση είναι που καθιστά την ενότητα και την ατοµικότητα του «Εγώ» [«Je»] δυνατή (ΤΕ 23/ΥΕ 28). Συµφωνώντας µε τον Καντ, εκκινεί από την αρχή ότι «“το Εγώ Σκέπτοµαι πρέπει να έχει τη δυνατότητα να συνοδεύει όλες τις παραστάσεις” µας» (ΤΕ 13/ΥΕ 19), το οποίο ερµηνεύει ως να σηµαίνει ότι η συνείδηση µπορεί πάντα να καθίσταται ανασκοπούµενη ή µε άλλα λόγια η αυτοσυνειδησία είναι µια διαρκής δυνατότητα. Παρόλα αυτά, είναι η ίδια η ανασκοπική πράξη που, για τον Sartre, φέρνει το εγώ στην ύπαρξη: «∆εν υπάρχει εγώ [moi] στο µη ανασκοπηµένο επίπεδο» (ΤΕ 32/ΥΕ 36). Όταν διαβάζω ή τρέχω για να προλάβω το λεωφορείο έχω συναίσθηση του βιβλίου ή του λεωφορείου που πρέπει να προλάβω κι όχι του εαυτού µου που διαβάζει ή τρέχει να προλάβει το λεωφορείο, αν και µπορώ να αποκτήσω αυτοσυνειδησία ανά πάσα στιγµή. Γνωρίζουµε ότι η συνείδηση είναι πάντα αποβλεπτική, πράγµα που σηµαίνει ότι έχει πάντα ένα σύστοιχο αντικείµενο. Τον περισσότερο χρόνο το αντικείµενό της είναι ο εξωτερικός κόσµος, ενίοτε όµως στρέφει την προσοχή της στον εαυτό της. Εάν κάτι τέτοιο γίνει στιγµιαία ή τυχαία το «εγώ» θα εµφανιστεί προσωρινά στο ενέργηµα της ανασκόπησης («Τι κάνεις;» - «Εγώ; ∆ιαβάζω»). Εάν όµως θελήσω να συλλάβω αυτό το εγώ και να το αναλύσω τότε είµαι καταδικασµένος σε αποτυχία. Ο εαυτός µπορεί να είναι ένα αντικείµενο στον κόσµο, αλλά αντίθετα µε άλλα αντικείµενα µπορεί να γίνει αντιληπτός µόνο έµµεσα. ∆εν µπορώ ποτέ να παρατηρήσω το δικό µου εγώ εν λειτουργία: «τo Ego δεν εµφανίζεται ποτέ, παρά µόνο όταν δεν το κοιτάµε [...] από τη φύση του, το Ego λανθάνει εκ της φύσεώς του» (ΤΕ 70/ΥΕ 76-7). Από τη στιγµή που ο εαυτός µου δεν είναι εντός της συνείδησης, δεν µπορώ να τον ανακαλύψω κοιτάζοντας προς τα µέσα - η ενδοσκόπηση συναντά µόνο µια απογοητευτική κενότητα και αδιαφάνεια. Προσπαθώντας να εστιάσει στο εγώ, η συνείδηση περνά αναγκαστικά από την απλή ανασκοπική κατάσταση στην οποία το εγώ εµφανίζεται («[Εγώ] ∆ιαβάζω») σε µια περίπλοκη, µη ανασκοπική κατάσταση που προσπαθεί µάταια να συγκεντρωθεί σε ένα αντικείµενο, «το εγώ», το οποίο όµως έχει ήδη εξαφανιστεί. Αυτό σηµαίνει ότι δεν µπορώ ποτέ να γνωρίσω τον εαυτό µου µε πραγµατικό τρόπο (ΤΕ 69/ΥΕ 74-5)• δεν έχω προνοµιούχα γνώση του εαυτού µου: η αυτογνωσία µου είναι µια παράγωγη γνώση, παρόµοια µε τη γνώση µου των άλλων ανθρώπων - που σηµαίνει ότι είναι αποτέλεσµα παρατήρησης και ερµηνείας των προθέσεων και της συµπεριφοράς µου. Το να έχω µια εξωτερική άποψη του εαυτού µου σηµαίνει αναγκαστικά να έχω µια εσφαλµένη όψη, να προσπαθώ να πιστέψω σε έναν εαυτό τον οποίο όµως έχω ο ίδιος δηµιουργήσει: «η εποπτεία του Ego είναι ένας αέναα απατηλός αντικατοπτρισµός [mirage]» (ΤΕ 69/ΥΕ 75).
Συνεπώς, αναφορικά µε την ερώτηση του υποκειµένου στον Sartre, το Η υπερβατικότητα του Εγώ δίνει µόνο µια αρνητική εικόνα του υποκειµένου επιδεικνύοντας τι δεν είναι, δηλαδή ένα υπερβατολογικό εγώ που είναι καθ' εαυτό [en soi]. Το υποκείµενο είναι σχεδόν ολοκληρωτικά απόν από το κείµενο, εφόσον το επιχείρηµα του Sartre είναι ότι η «απόλυτη συνείδηση, όταν αποκαθαρθεί από το Εγώ [Je], δεν έχει τίποτα πλέον από ένα υποκείµενο [n 'a plus rien d' un sujet]» (ΤΕ 87/ΥΕ 94).
Σημείωση: Οι παραποµπές στα έργα του Sartre γίνονται βάσει των αρχικών του τίτλου τους:
La Transcendance de I'ego, Esquisse d'une description phenomenologique: TE,
Η υπερβατικότητα του εγώ: ΥΕ,
L'etre et le neant. Essai d'ontologie phenomenologique: EN και
To είναι και το µηδέν. ∆οκίµιο φαινοµενολογικής οντολογίας: ΕΜ.
Απόσπασμα από το άρθρο SARTRE ΚΑΙ DERRIDA: Α∆ΗΛΗ ΣΧΕΣΗ (ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΚΑΚΟΛΥΡΗΣ)
Πηγή: δια-ΛΟΓΟΣ 3(2013)
https://hestafta.org/journal/systemic-thinking-psychotherapy/issue/15/diavazontas-sartre-apo-mia-kritiki-poihtiki-thesi-ithiki-kliniki-noimatos-alitheias
ΑπάντησηΔιαγραφήΕυχαριστούμε. Αξίζει τήν δημοσίευση.
ΑπάντησηΔιαγραφή