Τετάρτη 20 Μαρτίου 2024

Hegel, Heidegger και το θεμέλιο της Ιστορίας (19)

 Συνέχεια από: Σάββατο 13 Ιανουαρίου 2024

Hegel, Heidegger και το θεμέλιο της Ιστορίας
Κεφάλαιο 3: Το θεμέλιο της Ιστορίας ως φαινομενολογία β


Η «Εισαγωγή»
Η «Εισαγωγή» είναι το αληθινό ξεκίνημα της «Φαινομενολογίας». Ο «Πρόλογος» που προηγείται της «Εισαγωγής» σε όλες τις εκδόσεις, θεωρείται συχνά πως είναι ο πρόλογος στο έργο, αλλά γράφτηκε μετά την «Φαινομενολογία», και σχεδόν σίγουρα προοριζόταν για τον πρόλογο ολόκληρου του «Συστήματος της Επιστήμης». Η «Εισαγωγή» δεν είχε στην αρχή τίτλο, και ο τίτλος εμφανίστηκε στην πρώτη έκδοση μόνο στον πίνακα περιεχομένων, με προτροπή του εκδότη προφανώς. Ο Hegel στην πραγματικότητα επιμένει, πως δεν μπορεί να υπάρχει κάποια εισαγωγή ή προπαίδεια για το σύστημα του. Η επιστήμη ή η απόλυτη γνώση είναι πλήρης και ολοκληρωμένη. Επομένως, δεν μπορεί να υπάρχει γνώση έξω από αυτήν. Κάθε εισαγωγή που δεν ήταν ταυτόχρονα το ξεκίνημα της επιστήμης, θα παραδεχόταν κάποια γνώση εξωτερική ή ανώτερη προς αυτή την απόλυτη ολότητα. Μια τέτοια εισαγωγή θα αρνιόταν την απαίτηση της πληρότητας του συστήματος, και είναι επομένως αδύνατη. Επομένως, η «Εισαγωγή» στην «Φαινομενολογία» δεν είναι κάτι ξεχωριστό από το ίδιο το έργο, αλλά είναι μια αληθής και αναγκαία αρχή.

Αυτό όμως δεν σημαίνει πως η «Εισαγωγή» είναι όπως τα άλλα μέρη της «Φαινομενολογίας». Η αρχή είναι πάντα μοναδική. Αναδύεται από αυτό που είναι και συστήνεται ως κάτι άλλο. Εγκαθιδρύει αναγκαία αυτό του οποίου είναι η αρχή, ως διαφορετικό από αυτό, από το οποίο αναδύεται. Δεν είναι όμως ένα απλό σύνορο ή όριο, αλλά πραγματικά η ολότητα αυτού που πρόκειται να γίνει. Η αρχή είναι πάντα ένα ανέκφραστο όλο, ο σπόρος που περιέχει την οξιά. Η αρχή της «Φαινομενολογίας» δεν είναι εξαίρεση. Είναι ο σπόρος από τον οποίο αναδύεται το σώμα της φαινομενολογίας, που διακρίνει την «Φαινομενολογία» από αυτό που προηγείται αυτής και την καθιστά αυτό που είναι. Αυτό δεν σημαίνει πως είναι και η ιστορική της αρχή-και πράγματι, αναδύεται σε τελευταία θέση για την συνείδηση. Και ακριβώς επειδή είναι τελευταία, είναι πάντα πρώτη. Είναι η τελική εκδήλωση, κατά την άποψη του Hegel, του αληθινού χαρακτήρα αυτού που είναι-όχι βέβαια ως πλήρως επεξεργασμένο σύστημα της «Φαινομενολογίας του Πνεύματος», αλλά ως η θεμελιώδης ιδέα της. Το πρόγραμμα του Hegel στην «Φαινομενολογία» μπορεί να διαπιστωθεί με τον καλύτερο ίσως τρόπο εξετάζοντας την «Εισαγωγή».

Η «Εισαγωγή» αποτελείται από 17 παραγράφους, που φαίνεται να σχηματίζουν δυο συμμετρικά τμήματα των οκτώ παραγράφων το καθένα, και ένα καταληκτικό τμήμα αποτελούμενο από μια παράγραφο. Το πρώτο κύριο τμήμα (παράγραφοι 1-8) είναι μια έκθεση της φυσικής συνειδήσεως ή του είναι-το οποίο-γνωρίζει, ως εξέλιξη της συνειδήσεως από την γνώση στην επιστήμη. Είναι επομένως μια έκθεση του τρόπου και της αναγκαιότητας αυτής της εξέλιξης. Το δεύτερο κύριο τμήμα είναι μια έκθεση της αυτό-συνειδησίας, δηλαδή της νοούμενης πτυχής της συνείδησης ή του είναι-το οποίο νοεί τον εαυτό του, ως εξέλιξη της ίδιας της συνείδησης σε μια πλήρη, και επομένως απόλυτη γνώση. Είναι επομένως μια έκθεση της μεθόδου την οποία εφαρμόζει η συνείδηση μέσα στην δική της κίνηση, και επομένως (έκθεση) της ελευθερίας της αυτό-κίνησης, και συνεπώς της αυτό-προκαλούμενης συνείδησης. Το τελευταίο τμήμα (παράγραφος 17) υποδεικνύει τη συμφιλίωση ή σύνθεση των δυο αυτών ορμών, της φυσικής και της πνευματικής, της φαινομενικής (phenomenal) αναγκαιότητας και της νοούμενης (noumenal) ελευθερίας.

Τα δυο κύρια τμήματα αποτελούνται από τέσσερα μέρη με δύο παραγράφους το καθένα, με ένα προς ένα αντιστοιχία των δυο τμημάτων και παραγράφων μεταξύ των δυο τμημάτων. Η «Εισαγωγή» μπορεί να απεικονιστεί ως εξής.

Ι. Η εξέλιξη της φυσικής συνειδήσεως (§1-8)

Α. Η κριτική της μοντέρνας φιλοσοφίας ως θεωρίας της γνώσης (§1-2)
1. Ο χαρακτήρας της μοντέρνας φιλοσοφίας (§1)
2. Οι προϋποθέσεις της μοντέρνας φιλοσοφίας (§2)
Β. Ο καθορισμός της φύσης της αλήθειας (§3-4)
1. Το ερώτημα περί αλήθειας: η αλήθεια και το αληθές (§3)
2. Το κριτήριο της αλήθειας: φαινομενολογία και σχετικισμός (§4)
Γ. Η εξέλιξη της συνειδήσεως ως φυσική διαδικασία (§5-6)
1. Η κίνηση της συνειδήσεως δια μέσου των φυσικών της μορφών (§5)
2. Η κίνηση της συνειδήσεως ως σκεπτικισμός (§6)
Δ. Η λογική της εξέλιξης της συνειδήσεως (§7-8)
1. Η πληρότητα της εξέλιξης της συνειδήσεως και ο μηδενισμός (§7)
2. Ο σκοπός της εξέλιξης της συνειδήσεως και ο φυσικός συντηρητισμός (§8)
ΙΙ. Η εξέλιξη της αυτό-συνειδησίας (§1-8)
Α. Η κριτική της μοντέρνας φιλοσοφίας ως θεωρίας της γνώσης (§1-2)
1. Ο χαρακτήρας της μοντέρνας φιλοσοφίας (§1)
2. Οι προϋποθέσεις της μοντέρνας φιλοσοφίας (§2)
Β. Ο καθορισμός της φύσης της αλήθειας (§3-4)
1. Το ερώτημα περί αλήθειας: η αλήθεια και το αληθές (§3)
2. Το κριτήριο της αλήθειας: φαινομενολογία και σχετικισμός (§4)
Γ. Η εξέλιξη της συνειδήσεως ως φυσική διαδικασία (§5-6)
1. Η κίνηση της συνειδήσεως δια μέσου των φυσικών της μορφών (§5)
2. Η κίνηση της συνειδήσεως ως σκεπτικισμός (§6)
Δ. Η λογική της εξέλιξης της συνειδήσεως (§7-8)
1. Η πληρότητα της εξέλιξης της συνειδήσεως και ο μηδενισμός (§7)
2. Ο σκοπός της εξέλιξης της συνειδήσεως και ο φυσικός συντηρητισμός (§8)
ΙΙΙ. Η συμφιλίωση της φυσικής συνειδήσεως και της αυτό-συνειδησίας μέσα στην και ως απόλυτη γνώση (§17)

Παράγραφος 1. Η «Φαινομενολογία» αρχίζει με την απόρριψη του συμπεράσματος του υπερβατικού ιδεαλισμού, πως η απόλυτη γνώση ή επιστήμη είναι αδύνατη, και πως πρέπει να συναινέσει κανείς να παραμείνει είτε στο εμπειρικό ή φαινομενικό βασίλειο της θετικής, αλλά περιορισμένης γνώσης, είτε στο νοούμενο βασίλειο της πίστεως, που είναι κλειστό για την θετική γνώση. Από αυτή την άποψη όμως, ο υπερβατικός ιδεαλισμός είναι χαρακτηριστικός για την μοντέρνα φιλοσοφία στο σύνολο της, που σύμφωνα με τον Hegel είναι απλώς θεωρία της γνώσης ή της διάνοιας (Erkenntnistheorie), που ενδιαφέρεται λιγότερο για την αλήθεια παρά για την βεβαιότητα, και για το λόγο αυτό στρέφεται προς μια διερεύνηση του γνωρίζειν και όχι του κόσμου. Συλλαμβάνει λοιπόν το γνωρίζειν ή τη διανοητική διεργασία (cognition) μόνο ως εργαλείο ή μέσο δια του οποίου έχουμε επαφή με την πραγματικότητα, και επιδιώκει να προσδιορίσει αυτό που μπορούμε να γνωρίσουμε δια της εξέτασης του πως γνωρίζουμε. Το ότι ανακαλύπτει μια άβυσσο μεταξύ γνώσης και πραγματικότητας δεν είναι καθόλου απροσδόκητο για τον Hegel. Ο Kant πιστεύει πως το συμπέρασμα αυτό είναι αναπόφευκτο, αλλά για τον Hegel είναι απλώς αποτέλεσμα μιας θεμελιώδους παρεξήγησης της ανθρώπινης γνώσης ως τεχνολογίας, με την οποία ο άνθρωπος ως υποκείμενο κατακτά την αντικειμενική φύση. Αν η γνώση είναι πράγματι δύναμη, όπως το διαβεβαίωσε ο Bacon, και η νεωτερικότητα κατέληξε να το πιστεύει, τότε το αποτέλεσμα, κατά τον Hegel, είναι απαραίτητα η αποξένωση του ανθρώπου από τη φύση, που εν τέλει δεν επιτρέπει καμιά συμφιλίωση, και που κορυφώνεται στην απομόνωση του ανθρώπου στην αυτό-αναφορική του υποκειμενικότητα.

Η »Φαινομενολογία» λοιπόν ξεκινά με την απόρριψη της σύγχρονης αντίληψης περί επιστημολογίας, και της σύλληψης της οντολογίας και εμπειρίας που βρίσκεται στη βάση της (επιστημολογίας). Η απόρριψη αυτή είναι συζευγμένη με την αποδοχή μιας νέας άποψης, του θεμελιωδώς υπαρκτού. Το απόλυτο, δηλαδή το ens realissimus, δεν είναι χαμένο σύμφωνα με τον Hegel, σε ένα επέκεινα, αλλά είναι πάντοτε, ήδη «μαζί μας, εντός και για τον εαυτό του». Αυτό είναι-παρόν-μαζί, όπως το επισημαίνει ο Heidegger, είναι η ελληνική «παρουσία». Η «Φαινομενολογία» ξεκινά λοιπόν με την παραδοχή πως είμαστε ήδη στην παρουσία (parousia στο κείμενο) του απολύτου, εντός τού τα πάντα αγκαλιάζοντος θεμελίου, και σκοπός του έργου στο σύνολο του είναι η κατάδειξη αυτής της παρουσίας, της δυνατότητας και επικαιρότητας της επιστήμης, και έτσι του θεμελίου του διδύμου γνώσης και ύπαρξης, δηλαδή της συνείδησης, μέσα στο απόλυτο. Το θεμέλιο αυτό λοιπόν, δεν βρίσκεται μόνο μέσα και πέραν της πίστεως, αλλά είναι πάντοτε, αν και συχνά μη αντιληπτό, ήδη μαζί μας μέσα στο γνωρίζειν, και συνεπώς πρέπει απλώς να αναγνωρισθεί μέσα στην αλήθεια του ως θεμέλιο. Μια τέτοια αναγνώριση όμως μπορεί να αναδυθεί μόνο αφού έχουν διαλυθεί οι παρεξηγήσεις και οι προκαταλήψεις μας. Η κατάδειξη της παρουσίας του απολύτου, που επιχειρείται στην «Φαινομενολογία», δεν είναι ούτε αναγωγή, ούτε επαγωγή, αλλά μάλλον απόρριψη κάθε ανθρώπινης προκατάληψης ή σφάλματος, που προσπαθεί να μην αποδείξει, πως το απόλυτο δεν είναι παρά να του δώσουμε ένα τόπο, στον οποίο μπορεί να εμφανιστεί, όπως ήδη είναι και πάντοτε είναι.


Συνεχίζεται

ΕΙΣΗΛΘΑΜΕ ΛΟΙΠΟΝ ΣΤΗΝ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ ΤΗΣ ΓΝΩΣΗΣ(ΣΤΗΝ ΜΗΤΡΑ ΤΟΥ ΑΠΡΟΣΩΠΟΥ ΓΝΩΣΤΙΚΙΣΜΟΥ) ΣΤΗΝ ΤΑΥΤΙΣΗ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟΥ ΚΑΙ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟΥ. ΣΤΗΝ ΑΠΟΛΥΤΗ ΓΝΩΣΗ ΤΟΥ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΥ. ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΟΠΟΙΑ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΠΕΙ ΕΓΩ ΕΙΜΙ Ο ΝΕΟΣ ΩΝ. 
ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΛΟΙΠΟΝ ΤΩΡΑ ΝΑ ΔΟΥΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΛΥΤΗ ΔΙΑΦΟΡΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ, Η ΟΠΟΙΑ ΜΑΣ ΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΦΙΛΟΣΟΦΟ. ΣΕ ΑΠΟΛΥΤΗ ΑΝΤΙΘΕΣΗ ΜΕ ΤΗΝ ΛΑΤΙΝΙΚΗ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΙΚΗ ΠΑΡΕΚΤΡΟΠΗ Η ΟΠΟΙΑ ΜΑΣ ΔΙΝΕΙ ΤΗΝ ΑΠΡΟΣΩΠΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ. Η ΟΠΟΙΑ ΓΙΑ ΝΑ ΥΠΑΡΞΕΙ ΜΕ ΤΗΝ ΣΕΙΡΑ ΤΗΣ ΕΙΝΑΙ ΥΠΟΧΡΕΩΜΕΝΗ ΝΑ ΔΗΜΙΟΥΡΓΗΣΕΙ ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ. ΤΗΣ ΓΝΩΣΕΩΣ. ΜΕ ΤΗΝ ΕΙΚΟΝΙΚΗ ΑΡΩΓΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ. 
Η ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ, ΠΑΡΟΤΙ ΣΗΜΕΡΑ ΧΑΝΕΤΑΙ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΑ ΧΕΡΙΑ ΜΑΣ ΛΟΓΩ ΠΡΟΧΩΡΗΜΕΝΗΣ ΑΡΓΙΑΣ. ΣΥΝΕΧΙΣΕ ΤΟΝ ΣΚΟΠΟ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ ΔΙΝΟΝΤΑΣ ΜΑΣ ΤΟΝ ΑΓΙΟ. Ο ΟΠΟΙΟΣ ΑΠΟΚΤΑ ΤΗΝ ΓΝΩΣΗ ΧΡΙΣΤΟΥ, ΤΗΝ ΥΙΟΘΕΣΙΑ.
 ΑΛΛΑ ΔΕΝ ΤΟΝ ΘΕΛΟΥΜΕ ΠΡΟΤΙΜΟΥΜΕ ΤΗΝ ΑΓΙΟΤΗΤΑ. ΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΤΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ. ΤΗΝ ΕΙΚΟΝΙΚΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ, Η ΟΠΟΙΑ ΣΚΕΠΑΖΕΙ, ΚΡΥΒΟΝΤΑΣ, ΤΟ ΜΗΔΕΝ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου