Τρίτη 21 Μαΐου 2024

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ (226)

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ 

Συνέχεια από Δευτέρα, 13 Μαίου 2024

Jacob Burckhardt 

ΤΟΜΟΣ 3ος

ΜΕΡΟΣ ΟΓΔΟΟ: Η ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ, ΟΙ ΕΠΙΣΤHΜΕΣ ΚΑΙ Η ΕΥΦΡAΔΕΙΑ

VI. ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΕΘΝΟΛΟΓΙΑ - 3


Ο Διογένης ο Λαέρτιος, μεταξύ πολλών άλλων τίτλων συγγραμμάτων, αναφέρει έργα ιστορικού, βιογραφικού, τοπογραφικού και γεωγραφικού περιεχομένου των λογογράφων, όπως αποκαλούνται συνήθως οι πρόδρομοι του Ηροδότου, και θα μπορούσε κανείς να προσθέσει εδώ τον Δημόκριτο (κάπως νεότερό τους ασφαλώς) εξ αφορμής των έργων εθνογραφικού περιεχομένου που μας κληροδότησε, καθώς και μια πλειάδα ακόμη από αρχαίους φιλοσόφους. Όλοι γράφουν στην ιωνική διάλεκτο, χωρίς να απευθύνονται σε κάποια δυναστεία, ή κάποιο ιερό τέμενος, αλλά ελεύθερα και από απλό προσωπικό ενδιαφέρον, ελπίζοντας ότι και οι αναγνώστες τους διαθέτουν το ανάλογο· ορισμένοι περιορίζονται στην επεξεργασία και την μεταγραφή κειμένων προκειμένου να συλλέξουν πληροφορίες. Και ενώ οι μεγάλοι τραγικοί ποιητές χειρίζονται το μύθο, αυτοί τον ανασυνθέτουν ως προς το περιεχόμενό του, και με τη βοήθεια των γενεαλογιών και των χρονολογιών τον εντάσσουν σε μια κατάταξη, ή ένα ευρύτερο σύνολο· παραθέτουν όμως ταυτόχρονα τα τοπικά ιστορικά γεγονότα ή τους θρύλους της πόλης τους, αφηγούνται την σύγχρονή τους ιστορία, και ανακαλύπτουν τη γεωγραφία και την ιστορία της Ανατολής, γεγονός που σημαίνει ότι ένας ιδιαίτερα προικισμένος λαός αρχίζει να αποτυπώνει εγγράφως τη γενική εικόνα του κόσμου, έχοντας ως μοναδική «αρχή» και κίνητρο την ανάδειξη αυτού που προκαλεί το ενδιαφέρον.

Η σπουδαιότητα όμως αυτής της ιστοριογραφίας δεν θα πρέπει να αναζητηθεί αποκλειστικά στην απόλυτη αξία της (ως προς το περιεχόμενο και το βάθος της), ούτε ασφαλώς στην σχετική αξία της απλής περιέργειας, αλλά στον κατ’ ουσία απόλυτο αυθορμητισμό των δημιουργών της. Εδώ παρεμβαίνει και το καίριο ερώτημα που τίθεται ακόμη και αν προϋποθέσουμε την ύπαρξη μιας ισχυρής εγγενούς κλίσεως, ή την έντονη επιθυμία προβολής: ποιο μπορεί να ήταν το όφελος, ή τουλάχιστον ποια η ανταμοιβή για τις υπέρογκες θυσίες τις οποίες απαιτούσε η αποστολή του ιστορικού και του γεωγράφου ; Στο βαθμό που δεν υπήρχε κάποιος θεσμός που να ενθαρρύνει και να συλλέγει αυτή τη γνώση, και κανένα ιερό τέμενος – εκτός από τους Δελφούς – δεν αποθησαύριζε πληροφορίες πέραν αυτών που το αφορούσαν, οι περιπλανήσεις των περιηγητών βασίζονταν στις προσωπικές τους δυνατότητες. Δεν γνωρίζουμε αν οι πόλεις προέβλεπαν αμοιβές για τους λογογράφους τους, ή τους προσελάμβαναν ως ιστορικούς ερευνητές, αν τους ανέθεταν, ή επιδοτούσαν τα ταξίδια τους, αν τους εξουσιοδοτούσαν για την αγορά έντυπου υλικού, ή αν, όπως και οι περισσότεροι φιλόσοφοι, έζησαν σε απόλυτη εκούσια ένδεια. Έχουμε την εντύπωση ότι το σύνολο αυτού του έργου ενέπνεε μια ανιδιοτελής παρόρμηση, και ότι οι δραστηριότητές τους συνεπάγονταν σημαντικές θυσίες.

Το ίδιο ακριβώς ισχύει και για τους κοσμογράφους του 4ου αιώνα, για τους συνεχιστές του έργου του Αναξίμανδρου, του Εκαταίου και του Δημόκριτου. Και αυτοί επίσης αναμετρήθηκαν με τις εμμονικές χίμαιρες του παρελθόντος, και γι αυτό ακριβώς η συνετή γεωγραφία οφείλει πολλά σε έναν Εύδοξο, έναν Δικαίαρχο και έναν Εύφορο. Αυτός όμως που αξίζει το ενδιαφέρον μας και για τον οποίο θα επιθυμούσαμε να είχαμε περισσότερα στοιχεία ως προς την προσωπικότητα και τη βιωτή του είναι ο Πυθέας ο Μασσαλιώτης. Ταξίδεψε μετά το 430 π. Χ., την ίδια εποχή που ο Αλέξανδρος, ένας άλλος μέγας και ιδιότυπος εξερευνητής, επιχειρούσε μιαν εκστρατεία κατάκτησης του κόσμου, και μπορούμε να υποθέσουμε ότι την ίδια εποχή οι Έλληνες ταξίδεψαν για πρώτη φορά ως τη Θούλη, και τις όχθες του Ινδού ποταμού. Ο περίπλους του τον οδήγησε από το Γκάντες, γύρω από την Ισπανία, κατά μήκος των γαλλικών ακτών, με κατεύθυνση τη Βρετανία, όπου επισκέφτηκε τη χώρα του κασσίτερου (την Κορνουάλλη), και μετά από ταξίδι έξη ημερών το βρετανικό βορρά, ως την Θούλη, η οποία είναι πιθανότατα μία από τις Νήσους Σέτλαντ. Προσδιόρισε τη θέση της περιοχής του ήλεκτρου, και είναι ο πρώτος και μοναδικός ερευνητής που διαφοροποίησε τους Σκύθες από τους Κέλτες στις ακτές της Βόρειας Θάλασσας, παρότι δεν γνώριζε τίποτε για τους Γερμανούς. Στο έργο του Περί Ωκεανού και Γης περίοδος, υπήρξε ο πρώτος που συνέδεσε τη Σελήνη με τις παλίρροιες και υπολόγισε το ύψος τους. Ελπίζουμε ότι τις θαλάσσιες περιπλανήσεις του ενίσχυσαν οι μασσαλιώτες έμποροι, η ακόμη και το ίδιο το Κράτος, όπως υποστηρίζει ο Müllenhoff· αλλά ο μοναδικός που μαρτυρεί για τις περιπέτειές του είναι ο Πολύβιος, ο οποίος τον αποκαλεί χαρακτηριστικά άνδρα μοναχικό, χωρίς πόρους, και το πιθανότερο είναι ότι δεν θα μάθουμε ποτέ κάτι περισσότερο γι αυτόν.

Επιστρέφοντας στους λογογράφους, πρέπει να σημειώσουμε ότι ο Διονύσιος Αλικαρνασσεύς συνοψίζει το έργο τους αναφέροντας ότι συνέγραψαν αφηγήματα περί των Ελλήνων και περί των Βαρβάρων, χωρίς να τα συσχετίσουν, αλλά σε ξεχωριστές περιγραφές, ανάλογα με της πόλεις και τους λαούς, και ότι υπηρέτησαν ένα συγκεκριμένο σκοπό, να κάνουν δηλαδή γνωστές σε ολόκληρο τον κόσμο τις τοπικές παραδόσεις, μέσα από γραπτές πηγές που συνάντησαν είτε σε ιερούς τόπους, είτε σε λαϊκά μνημεία, όπως ακριβώς τις ανακάλυψαν, χωρίς να προσθέσουν ή να αφαιρέσουν οτιδήποτε, συμπεριλαμβανομένης τόσο της μυθικής παραδόσεως, όσο και των δραματικών γεγονότων, τα οποία εμείς οι σύγχρονοι χαρακτηρίζουμε συχνά αφελή. Αλλά το κοινό στο οποίο απευθύνθηκαν ήταν αυτός ακριβώς ο λαός, ο οποίος είχε τραφεί αποκλειστικά με το μύθο και επιθυμούσε πλέον να γνωρίσει κάτι καινούργιο. Στο μεταξύ είχε αναδειχθεί ένα νέο ενδιαφέρον προς τη λογοτεχνία, και είχε ξεκινήσει η εποχή της δημόσιας ανάγνωσης. Μια εποχή στην οποία ο Ηρόδοτος αρχίζει της δημόσιες αναγνώσεις του στην Αθήνα και ίσως επίσης και στην Ολυμπία.

Σχετικά με το βίο του Ηροδότου, γνωρίζουμε ότι γεννήθηκε το 484 στην Αλικαρνασσό, και ότι κατά τη νεότητά του εκδιώχθηκε από τον Λύγδαμη, εγγονό της βασίλισσας Αρτεμισίας, και έζησε για μεγάλο διάστημα στη Σάμο. Επιστρέφοντας στην πατρίδα του βοήθησε στην εκδίωξη του Λύγδαμη, αλλά συνάντησε εκ νέου εχθρούς ανάμεσα στους συμπολίτες του, και αναχώρησε και πάλι, αρχικά για την Αθήνα. Αργότερα έλαβε ενεργό μέρος στον εποικισμό των Θουρίων, όπου και συνέγραψε το μεγαλύτερο μέρος του έργο του, και τελεύτησε τον βίο του λίγο πριν από τη δεύτερη φάση του Πελοποννησιακού Πολέμου, χωρίς να έχει ολοκληρώσει πλήρως το έργο του, που περατώνεται απότομα, ως ημιτελές. Φαίνεται ότι ο πολίτης της δωρικής Αλικαρνασσού, υιοθέτησε πλήρως στη Σάμο το ιωνικό πνεύμα, του οποίου είναι άριστος εκφραστής, καθώς και την άρτια γνώση της ιωνικής διαλέκτου. Η ευρυμάθεια του κόσμου που τον χαρακτηρίζει οφείλεται στις περιπλανήσεις κατά τη νεότητά του, ως την Ελεφαντίνη νήσο της Αιγύπτου, την Κυρηναϊκή, την Φοινίκη, την Βαβυλωνία, τον Κιμμέριο Βόσπορο, τη χώρα των Σκύθων και την Κολχίδα· δεν γνωρίζουμε με βεβαιότητα αν επισκέφτηκε την Περσία. Δεν γνωρίζουμε επίσης πώς ανταποκρίθηκε στις δαπάνες των ταξιδιών του, αν ήταν εύπορος, όπως ο Θουκυδίδης, ή αν ασχολήθηκε με το εμπόριο· οπωσδήποτε όμως επισκέφτηκε περιοχές που δεν προσφέρονταν στην εμπορική δραστηριότητα. Δεδομένου ότι τα ταξίδια του τοποθετούνται στην περίοδο που η Ασία είχε εκ νέου απαλλαγεί από τους Πέρσες, δεν θεωρούμε πιθανό να επωφελήθηκε της προστασίας τους. Ο σχεδιασμός του έργου του, όπως το γνωρίζουμε σήμερα, μοιάζει να έχει διανύσει διαδοχικά στάδια ωρίμανσης· σύμφωνα τουλάχιστον με τον Αριστοτέλη, εκτός από το γνωστό ιστορικό του έργο, συνέγραψε και ένα έργο με τίτλο Ασσυριακαί Αφηγήσεις. Μια αρχαία αναφορά μας πληροφορεί ότι για της δημόσιες αναγνώσεις του στην Αθήνα αμείφτηκε με το ποσό των δέκα ταλάντων, προερχόμενο από το δημόσιο ταμείο.

Εμπνευσμένος από τη δύναμη μιας αληθινής κλίσης προς την έρευνα, ο Ηρόδοτος αφιερώθηκε σ’ αυτή τη σημαντική αποστολή, της περιγραφής του ανταγωνισμού ανάμεσα στην Ελλάδα και την Ασία, που οδήγησε στους Περσικούς Πολέμους. Δεν συμμεριζόμαστε την άποψη ότι επεδίωξε παράλληλα να διαδώσει την αντίληψη ότι ο κόσμος κυριαρχείται από την ασυνέπεια των ανθρώπινων υποθέσεων, το φθόνο των θεών, την καταδίκη της ύβρεως, την αμετροέπεια κ.ο.κ. Εκφράζεται ασφαλώς ενίοτε στα πλαίσια αυτού του πνεύματος, χωρίς όμως να συνιστά την ψυχή του έργου του, χωρίς δηλαδή αυτό να σημαίνει ότι αφιερώθηκε σε μιαν υπόθεση που συμμεριζόταν ολόκληρος ο κόσμος εκείνη την εποχή. Κατά τη γνώμη μας, ο μοναδικός στόχος της περιγραφής αυτής της μνημειώδους διένεξης, που οδήγησε στην αντιπαράθεση τόσων διαφορετικών λαών, αντανακλάται στην ίδια την Εισαγωγή: « προκειμένου να μη σβήσει ο χρόνος τα ανθρώπινα έργα, να μην στερηθούν της δόξης τους τα μεγάλα και θαυμαστά έργα των Ελλήνων και των βαρβάρων». Μια σκέψη που δεν θα μπορούσε ποτέ να συλλάβει ο νους ενός Αιγύπτιου, ή ενός Εβραίου.

Η σύνθεση του έργου του μέχρι το 7ο Βιβλίο βρίθει συμβάντων· από τη μάχη του Μαραθώνα και μετά, τα γεγονότα συνδέονται χωρίς διακοπή. Και επειδή ο Ηρόδοτος δεν περιγράφει μια συγκεκριμένη αυτοκρατορία, ή έναν ιερό τόπο, αλλά έναν ολόκληρο κόσμο, και σύμφωνα με τον αρχικό σκοπό του αναλαμβάνει να αφηγηθεί – και τούτο για πρώτη φορά – έναν τεράστιο όγκο γεγονότων εξαιρετικού ενδιαφέροντος, είναι αναγκασμένος να ακολουθήσει αυτή τη μέθοδο, την οποία υιοθέτησαν και άλλοι μετά απ’ αυτόν, όπως ο Αμμιανός Μαρκελλίνος. Πραγματεύεται κάθε χώρα στο βαθμό που αυτή μετέχει στη ροή των γεγονότων, καθώς και την ιστορία της, άλλοτε λεπτομερώς (Αίγυπτος), και άλλοτε στο βαθμό που το θεωρεί απαραίτητο.

Σημαντικά επεισόδια έρχονται να προστεθούν σ’ αυτό το σύνολο· γι αυτό και δεν δυνάμεθα να συνυπογράψουμε τον κριτικό θαυμασμό τού O. Müller, όταν λέει ότι «το έργο του είναι μια τόσο αρμονική καθ’ εαυτή δημιουργία, και τόσο τέλεια στο είδος της, όσο δύναται να είναι ένα ανθρώπινο έργο». Με αφορμή την ιωνική επανάσταση, που ξεκινά τόσο ορμητικά, και σε σχέση με τη μετάβαση του Αρισταγόρα στη Σπάρτη και την Αθήνα, ο συγγραφέας παραθέτει μακροσκελή και σημαντικά αποσπάσματα της σπαρτιατικής, αθηναϊκής και κορινθιακής ιστορίας, για να επιστρέψει κατόπιν αδιατάρακτα στην αποστολή του Αρισταγόρα. Κατά το ίδιο τρόπο, αμέσως μετά τη μάχη του Μαραθώνα, αφηγείται εν ηρεμία, την ιστορία των Αλκμεωνίδων, τους γάμους της Αγαρίστης, κ.τ.λ. και παρεμβάλει τη γεωγραφική απεικόνιση της Λιβύης, στην ιδιαίτερα δραματική και τήν περιπετειώδη ιστορία της Φερετίμης. Εκτιμούμε ότι εδώ πρόκειται για σφάλματα αδεξιότητας. Δεν θα επιθυμούσαμε όμως να απουσιάζουν αυτές οι παρενθέσει. Το έργο του Ηροδότου ξεχειλίζει από αποδεικτικά στοιχεία – με την καθαυτό έννοια της λέξης ιστορία – προσθέτοντας ένα κολοσσιαίο άλμα στην οδό της εξέλιξης της ιστορίας και της γεωγραφίας.

Η μεγάλη ζωντάνια των κειμένων του οφείλεται κυρίως στο γεγονός ότι καταγράφει προφορικές αφηγήσεις, ότι οι περισσότερες περιγραφές του είναι τόσο εξ ορισμού προφορικές, ώστε τα δάνεια γραπτών αφηγήσεων μοιάζουν συγκριτικά νεκρά και ανούσια. Φυσικά ένα μικρότερο τμήμα της εξιστόρησης είναι ακριβές, και το μεγαλύτερο μέρος ακολουθεί την γνωστή τυπική διαδικασία. Το 1ο Βιβλίο βρίθει αφηγήσεων, οι οποίες, αν και θα μπορούσαν να θεωρηθούν αληθοφανείς, έχουν μορφή νουβέλας· καμία απ’ αυτές δεν είναι χωρίς αξία. Εξ άλλου, αυτές οι διηγήσεις προέρχονται πολύ λιγότερο από Ασιάτες από ότι από Έλληνες που ζούσαν στην Ασία, την Αίγυπτο, τη Σκυθία, κ.τ.λ. Ολόκληρη η αναφορά στη δυναστεία των Μερμναδών ανήκει σ’ αυτή την κατηγορία. Η περιγραφή του θανάτου του Καμβύση έχει άρωμα ανατολής, όπως η αναφορά στον ακρωτηριασμό των ώτων του ψευδο-Σμέρδι· μετά από αυτό το επεισόδιο ακολουθεί μια πλήρως εξελληνισμένη νουβέλα, πιθανώς από αμφισβητήσιμες πληροφορίες. Η διαβούλευση των επτά υψηλά ιστάμενων Περσών, έχει ακριβώς τη μορφή σκευωρίας κατά του τυράννου μιας ελληνικής πόλης· η εισβολή στο ανάκτορο και η δολοφονία του Σμέρδι περιγράφονται με το ίδιο ύφος, όπως και η αντιπαράθεση απόψεων σχετικά με το σύνταγμα, την οποία όπως παραδέχεται και ο ίδιος ο Ηρόδοτος, αρκετοί Έλληνες θα αμφισβητούσαν. Ο Δαρείος τελικά τάσσεται υπέρ της μοναρχίας, ισχυριζόμενος ότι εκεί καταλήγει η ολιγαρχία, όπως και η δημοκρατία. Αλλά ο τρόπος με τον οποίο κατακτά το στέμμα συνιστά την κορύφωση της σάτιρας: μετά από την ανταλλαγή θεωριών και απόψεων υψηλού επιπέδου, η απόφαση επαφίεται στην πανουργία ενός ιπποκόμου, και τη βούληση ενός τετράποδου. Και πράγματι, παρότι ο μύθος του αλόγου είναι περσικής προέλευσης, διότι «οι Πέρσες διατηρούν δύο εκδοχές αυτής της ιστορίας», η πραγματική διακωμώδηση της υπόθεσης οφείλεται στις εκτιμήσεις (ασφαλώς ελληνικές) που προηγήθηκαν. Καθαρά προφορικές, όπως και αυτές οι περσικές ιστορίες, πλήρεις ζωντάνιας και αληθοφάνειας, είναι επίσης και οι σαμιακές αφηγήσεις, από τον Πολυκράτη ως τον Συλοσώντα και τον Μαιάνδριο· αλλά το πλέον αξιοθαύμαστο είναι η πλοκή και η συγκρότηση του 1ου Βιβλίου, το οποίο έχει όλα τα χαρακτηριστικά μιας προφορικής αφήγησης, και προσομοιάζει απόλυτα στην εποποιία.


(συνεχίζεται)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου