ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ
Συνέχεια από Δευτέρα, 29 Απριλίου 2024
Jacob Burckhardt
ΤΟΜΟΣ 3ος
ΜΕΡΟΣ ΟΓΔΟΟ: Η ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ, ΟΙ ΕΠΙΣΤHΜΕΣ ΚΑΙ Η ΕΥΦΡAΔΕΙΑ
VI. ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΕΘΝΟΛΟΓΙΑ - 2
Η επίσημη εκδοχή των μηδικών πολέμων, όπως την προσέλαβε ο Ηρόδοτος, ιδιαίτερα τα «οδυσσεϊκά» τεχνάσματα του Θεμιστοκλή και η υποτιθέμενη συνεργασία του με τον Αριστείδη, μοιάζουν προϊόν συμβιβασμού· σε ποιο βαθμό η φιλοδοξία και το ψεύδος που την συνοδεύει, ήταν ανέκαθεν σε θέση να υπερβούν κάθε όριο, γίνεται μεταξύ άλλων, απόλυτα εμφανές στην περίπτωση των πλαστών τύμβων, τους οποίους ο Ηρόδοτος – αναφερόμενος με πάσα ειλικρίνεια – ανακάλυψε στις Πλαταιές. Το θλιβερό τέλος των τριών κατηγόρων του Σωκράτη, στους οποίους οι συμπολίτες τους επέδειξαν τέτοια περιφρόνηση ώστε να καταλήξουν στην αυτοχειρία, περιγράφεται ως ευσεβής πόθος. Εξίσου μυθικής προέλευσης είναι κατά τα φαινόμενα το θρυλούμενο μεγαλείο του Αλέξανδρου, όπως τουλάχιστον περιγράφεται από τον Αιλιανό, και ελπίζουμε ότι ένας μεγάλος αριθμός από τις φρικαλεότητες που περιλαμβάνει η ελληνική ιστορία, όπως για παράδειγμα τα μαρτύρια τα οποία φημολογείται ότι επιβλήθηκαν από τους Λοκρούς στις γυναίκες της αυλής του Διονύσιου του νεώτερου, να είναι επίσης προϊόν φαντασίας. Θα πρέπει εδώ να μνημονεύσουμε και πάλι τους συγγραφείς απατηλών περιπλανήσεων. Οι επινοήσεις τους βαίνουν προς δύο κατευθύνσεις: αφ’ ενός της επινόησης υπερβολικών και θαυμαστών πραγμάτων που συμβαίνουν στην Ανατολή, και αφ’ ετέρου της εισαγωγής και μετάγγισης ελληνικών μύθων, στην οποία επιδόθηκαν κυρίως οι συνοδοί του Αλέξανδρου προκειμένου να τον κολακεύσουν. Μετακίνησαν, για παράδειγμα, τον Καύκασο προς τις Ανατολικές θάλασσες, αποκαλώντας ορισμένη όρη της Ινδίας Καυκάσια, και επέδειξαν στον βασιλέα με τις Παροπαμισάδες, έναν ιερό βράχο, την υποτιθέμενη φυλακή από την οποία απελευθέρωσε ο Ηρακλής τον Προμηθέα. Έτσι ο Αλέξανδρος μπορούσε να ισχυριστεί ότι είναι ισάξιος του Ηρακλή, έχοντας εκστρατεύσει σε εξίσου μακρινά μέρη της γης.
Οι Έλληνες αναδείχθηκαν επίσης σε ικανότατους πλαστογράφους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το γεγονός ότι η πρώτη επιστολή που αναφέρεται στον ύστερο Τρωικό θρύλο, ήταν πλαστή. Αργότερα παραποιήθηκε ένα αμέτρητο πλήθος από προφητείες προκειμένου να καλλιεργηθεί ένα κλίμα εκφοβισμού, μπορούμε μάλιστα να υποστηρίξουμε ότι όλες εκείνες οι προρρήσεις ήταν πλαστές. Επιπλέον οι Έλληνες εξωράιζαν, σε μεγαλύτερο βαθμό από ότι άλλοι λαοί, τα γραπτά κείμενα, τους έδιναν αρχαίες ονομασίες, και τα συνέτασσαν σκόπιμα σε αρχαιοπρεπές ύφος. Παρότι ορισμένες φορές η παραποίηση ήταν εξαιρετικά δύσκολη, σύντομα αποδείχθηκε ότι υπήρχε μια έντονη ροπή προς αυτές τις υποκαταστάσεις κειμένων, τις οποίες η ευπιστία του πλήθους κατέστησε αληθινό πειρασμό. Χαρακτηριστικό παράδειγμα συνιστούν τα ορφικά κείμενα, διότι σ’ αυτή την περίπτωση ένα θρησκευτικό δόγμα προσδέθηκε στο όνομα ενός αοιδού της αρχαϊκής εποχής. Αργότερα εξαπάτησαν με ζήλο ακόμη και τους πριγκηπικούς συλλέκτες: στον Πτολεμαίο (Φιλάδελφο;) και τον Ιόβα, όταν θέλησαν να συλλέξουν, ο πρώτος έργα του Αριστοτέλη, και ο δεύτερος του Πυθαγόρα, προσφέρθηκαν χειρόγραφα τα οποία είχαν αναπαλαιωθεί βάφοντας τις ίνες τους. Τον 2ο αιώνα π. Χ. έχουμε το φαινόμενο της πλαστογραφίας των έργων του Νουμά στη Ρώμη, και επίσης υπό τον Κλαύδιο, την αποκάλυψη σε ένα μνήμα του ποιήματος της Τροίας, μετά από έναν ισχυρό σεισμό του συγκλόνισε την Κρήτη, το οποίο είχε συνθέσει ο Δίκτυς, ένας σύγχρονος του Αγαμέμνονα· δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τοποθετήθηκε εκεί σκόπιμα. Όπως γνωρίζουμε, πολυάριθμες πλαστές επιστολές, αποδιδόμενες σε πρόσωπα της αρχαίας εποχής, συντάχθηκαν επιμελώς, συνιστώντας ένα νέο είδος ευφάνταστης ποίησης, τις Ηρωίδες. Όπως έχουμε ήδη αναφέρει, στην πλειονότητά τους ανήκουν στην επιδεικτική ποίηση· όχι όμως όλες, ενώ η αυθεντικότητά τους είχε ήδη αμφισβητηθεί κατά την αρχαιότητα. Σε κάθε περίπτωση, τα εννέα δέκατα από αυτά τα έργα δεν ανήκουν στους υποτιθέμενους δημιουργούς τους. Το ίδιο ισχύει και για τις γενεαλογικές καταγραφές και για πολλά τεκμήρια. Ο αρχαίος ιστορικός Ακουσίλαος από την Ιωνία, συνιστά, όπως αποδείχθηκε αργότερα, χαρακτηριστικό παράδειγμα πλαστογράφου. Οι Γενηλογίαι του αποτελούνται από μια συλλογή θαμμένων χάλκινων δέλτων που ανακάλυψε τυχαία ο πατέρας του στην αυλή της οικείας τους. Συνήθης ήταν και η παραποίηση νόμων και διαταγμάτων· η πλαστογράφηση των τελευταίων έγινε όμως άμεσα αντιληπτή από τον στοχευμένο βερμπαλισμό τους, όπως στην περίπτωση της τιμητικής διάκρισης που απένειμαν οι Αθηναίοι στον Ιπποκράτη.
Αν προσθέσουμε σε όλα αυτά ένα συμπληρωματικό στοιχείο παραποίησης, δηλαδή την απάλειψη στοιχείων, μπορούμε να κατανοήσουμε το μέγεθος της δυσχέρειας που συνοδεύει ολόκληρο το εύρος αναζήτησης ενός συνειδητού ερευνητή. Όποιος αναζητούσε το αληθινό γεγονός, όπως ο Θουκυδίδης, ήταν υποχρεωμένος να ξεχωρίσει πρώτα την αλήθεια από την ποίηση, και ακολούθως την αλήθεια από την παραποίηση. Σε τελική ανάλυση, το μακρινό παρελθόν δεν υπήρξε ποτέ αντικείμενο επισταμένης μελέτης της ελληνικής ιστοριογραφίας· η σημασία της έγκειται κυρίως στην ικανότητα αποτύπωσης των σύγχρονων γεγονότων, ή ενός σχετικά εγγύτερου παρελθόντος. Στους τομείς αυτούς κατέκτησε, αν και υπό την έντονη επίδραση της ρητορικής, την απόλυτη αντικειμενικότητα, σε βαθμό που ο Διονύσιος ο Αλικαρνασσεύς να μπορεί να ισχυριστεί για παράδειγμα, ότι όταν πρόκειται για τον Θουκυδίδη δεν χρειάζεται καμιά περεταίρω διασταύρωση των πληροφοριών του. Ενίοτε όμως η υπέρβαση μιας προκατάληψης αποδεικνύεται εξαιρετικά δυσχερής. Έτσι, όταν ο Θουκυδίδης, για παράδειγμα, αμφισβήτησε τον ισχυρισμό των Αθηναίων, παρ’ όλες τις μαρτυρίες και τα στοιχεία που απεδείκνυαν ότι ο Αρμόδιος και ο Αριστογείτων είχαν φονεύσει τον Ίππαρχο, τερματίζοντας την τυραννικό καθεστώς, η επανόρθωση είχε ως μόνη ανταμοιβή τον χαρακτηρισμό του ως ψεύστη, διότι όπως αναφέρεται (από τον Έρμιππο), όντας ομόδοξος των Πεισιστρατιδών, υποστήριζε ότι αυτός και ο αδελφός του δεν υπήρξαν τυραννίσκοι.
Η ιστορική έρευνα, με την ελληνική σημασία του όρου, περιλαμβάνει εκτός από την ιστορική αφήγηση, την γεωγραφία και την τοπογραφία, δηλαδή την κατά τόπους ιστορία. Οι Έλληνες την κατέκτησαν με καθυστέρηση, αλλά σε αντάλλαγμα η ιστοριογραφία τους ενέχει εξαιρετικά υγιή στοιχεία. Στη βάση της τοποθετείται η τοπογραφία κάθε περιοχής, ή χώρας, οι τοπικοί μύθοι, τα μνημεία, και κάθε είδος ενθυμήματος που μπορεί να συνεισφέρει στην τοποθέτηση των γεγονότων στο σωστό χρονολογικό πλαίσιο, όπως ο κατάλογος των ολυμπιονικών, των βασιλέων της Σπάρτης (συμπληρωμένος στην πραγματικότητα από μνήμης), των πρυτάνεων της Κορίνθου, των αρχόντων των Αθηνών, των ιερειών του Άργους κ.τ.λ. και κάθε είδος σχετικών πληροφοριών. Ξεκινώντας από την γενέτειρα πόλη, το ιδιαίτερο μικρό Κράτος, και συγκεντρώνοντας τα υπάρχοντα στοιχεία, των οποίων το περιεχόμενο περιελάμβανε συνήθως περισσότερο αρχαιολογικές και λιγότερο ιστορικές παρατηρήσεις, προχώρησαν στην γεωγραφία και την ιστοριογραφία άλλων χωρών (δηλαδή στην ιστορία τους σε σχέση με την γεωγραφία), και ακολούθως στην αλληλεξάρτηση της ιστορικής πορείας διαφόρων χωρών· έργο εξαιρετικά δυσχερές και χρονοβόρο ως προς την ολοκλήρωση της συγκεκριμένης περιγραφής του πρόσφατου παρελθόντος· οι Μηδικοί Πόλεμοι πρόσφεραν για πρώτη φορά ένα σύνολο γεγονότων εξίσου σημαντικών με τα μυθικά γεγονότα για το έθνος. Ο ίδιος ο Ηράκλειτος δεν απέδιδε μεγάλη σημασία στη γενική ροή των πραγμάτων: «Ο χρόνος, έλεγε, είναι ένα παιδί που ασκείται στο παιχνίδι της ντάμας, και το παιδί αυτό έχει ισχύ βασιλέως».
Στην Ιωνία ακριβώς γεννήθηκε η ελληνική ιστοριογραφία, και συγκεκριμένα στη Μίλητο, η οποία μάλιστα θα είχε αναχθεί σε διδάσκαλο των λαών, στη θέση της Αθήνας, αν η περσική υποδούλωση και ηγεμονία (της οποίας η ευθύνη είναι κατά τη γνώμη μας μεγαλύτερη από ότι ο φιλήδονος βίος των Ιώνων), δεν είχε τερματίσει βάναυσα την πνευματική της εξέλιξη. Η αρχαία ιστορία της πόλης, και της ευρύτερη περιοχής της Ιωνίας είχε ήδη αποτυπωθεί σε πεζό λόγο περί το 540 π. Χ. από τον Μιλήσιο Κάδμο. Περί το 502 όμως, στις αρχές της ιωνικής εξέγερσης, ο Εκαταίος, ένας φημισμένος ιστορικός , είχε την τόλμη να εισάγει το έργο του, αποκαλούμενο άλλοτε Περιήγησις και άλλοτε Γενεηλογίαι, ως εξής: «Ἑκαταῖος Μιλήσιος ὧδε μυθεῖται· τάδε γράφω, ὥς μοι δοκεῖ ἀληθέα εἶναι· οἱ γὰρ Ἑλλήνων λόγοι πολλοί τε καὶ γελοῖοι, ὡς ἐμοὶ φαίνονται, εἰσίν [αυτά λέει ο Εκαταίος από τη Μίλητο· γράφω τα παρακάτω έτσι όπως νομίζω ότι ανταποκρίνονται στην αλήθεια· γιατί όσα λέγουν οι Έλληνες είναι, καθώς μου φαίνεται, πολλά και γελοία]. Η χρονολογική παρουσίαση του έργου του έγινε στη βάση της διαδοχής των γενεών, και κυρίως του γενεαλογικού δέντρου των Ελλήνων, με παράλληλη αφήγηση πλήθους γεγονότων της ιστορικής εποχής. Το παράδοξο είναι ότι αυτός ο αρχαίος συγγραφέας, σαν άλλος Ηρόδοτος, μεταμορφώνοντας τον Κέρβερο σε ένα απλό φίδι, ασπάζεται ορισμένες φορές τον ευημερισμό· δεν αποκλείεται επομένως η απομυθοποίηση των θρύλων να υπήρξε μια ροπή της ιωνικής παράδοσης. Εκτός από τις Γενηαλογίες, ο Εκαταίος συνέγραψε μια Περιγραφή της Γης, στην οποία, αυτός ο πολυταξιδεμένο άνδρας, ο οποίος μελέτησε όλους του τόπους με τους οποίους σχετίσθηκαν οι Έλληνες, πραγματεύεται σε δύο τόμους την Ευρώπη και την Ασία. Οι γνώσεις του εκτείνονταν από τους Ηράκλειους Στύλους, μέχρι την Ινδία, και οι γεωγραφικές του παρατηρήσεις, περισσότερο λεπτομερείς από του Ηροδότου, αφορούν σε χώρες που εκείνος δεν γνώρισε. Τελειοποίησε τον χάρτη της οικουμένης του Αναξίμανδρου, αυτόν που ο Αρισταγόρας παρουσίασε στον βασιλέα της Σπάρτης Κλεομένη, σε μορφή ορειχάλκινου δίσκου, στον οποίο ήταν χαραγμένος ο χάρτης ολόκληρης της γης. Οι αρχαίοι Αιγύπτιοι διέθεταν μόνο χάρτες της χώρας τους· οι Ίωνες, και κυρίως οι Μιλήσιοι, ήσαν οι πρώτοι που κατόρθωσαν να αποτυπώσουν ένα είδος παγκόσμιου χάρτη. Και επειδή τους αναγνωρίζουμε ότι υπήρξαν οι πρώτοι που ανέλαβαν ένα παρόμοιο έργο, δεν έχουμε σχεδόν το δικαίωμα να επικαλεστούμε τις ελλείψεις τους ως κοσμογράφους.
Ενώ ο Φερεκύδης της Λέρου, όπως και ο αρχαίος Ακουσίλαος, ο οποίος είχε επιμεληθεί μια συνεκτική κατάταξη των μύθων, αναζήτησε πρωταρχικά τη μυθική γενεαλογία ξεκινώντας από το Χάος, ο Χάρων από τη Λάμψακο (μέχρι το 464 π. Χ. τουλάχιστον), ακολούθησε τη μέθοδο του Εκαταίου. Συνέγραψε επίσης χρονικά της γενέτειράς του, αλλά παράλληλα αφιερώθηκε στην εθνολογία της Ανατολής: οι μονογραφίες του περιλαμβάνουν την Περσία, τη Λιβύη, την Αιθιοπία, και με την περιγραφή του των μηδικών πολέμων, προπορεύθηκε του Ηροδότου. Ο Διονύσιος της Μιλήτου είχε επίσης ήδη πραγματευθεί την ιστορία της Περσίας, αλλά την εποχή των Μηδικών Πολέμων, ο Ιππής από το Ρήγιο συνέγραψε την πρώτη ιστορία της Σικελίας, στην οποία αναφέρονται αρκετά στοιχεία από τον εποικισμό της Ιταλίας. Ο Λυδός Ξάνθος φαίνεται ότι έζησε μέχρι την εποχή του Πελοποννησιακού Πολέμου: υπήρξε συγγραφέας ενός σημαντικού γεωγραφικού και εθνογραφικού έργου περί της Λυδίας, το οποίο σύμφωνα με τα σωζόμενα αποσπάσματα πρόσφερε σημαντικές πληροφορίες. Ο σύγχρονός του Ελλάνικος ο Λέσβιος, ο οποίος ήταν ακόμη εν ζωή στις αρχές του Πελοποννησιακού Πολέμου, και υπήρξε ο πρώτος σοφός ιστορικός, εκπροσωπεί όλα τα είδη της ιστοριογραφίας: πραγματεύθηκε τους κύκλους των θρύλων και των τοπικών μύθων, στα έργα του Ιέρειες της Ήρας (της Αργείας), και Οι Νικητές στους (Λακεδαιμόνιους) αγώνες του Κάρνειου Απόλλωνος, προσέφερε μια εμπεριστατωμένη χρονολογική κατάταξη, (στο τελευταίο αυτό έργο περιλαμβάνονται σημαντικές πληροφορίες περί της ιστορίας της ποιήσεως και της μουσικής μετά το 676), και επιπλέον περιγραφές της αιολικής γενέτειράς του, της Λέσβου και της Αττικής· συνέγραφε επίσης ένα έργο που πραγματεύεται την περσική αυτοκρατορία, και περιέλαβε στα κείμενά του, αν και σε συνοπτική μορφή, μια ιστορική περιγραφή των γεγονότων που μεσολάβησαν ανάμεσα στους Μηδικούς Πολέμους και τον Πελοποννησιακό Πόλεμο.
(συνεχίζεται)
Οι Έλληνες αναδείχθηκαν επίσης σε ικανότατους πλαστογράφους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το γεγονός ότι η πρώτη επιστολή που αναφέρεται στον ύστερο Τρωικό θρύλο, ήταν πλαστή. Αργότερα παραποιήθηκε ένα αμέτρητο πλήθος από προφητείες προκειμένου να καλλιεργηθεί ένα κλίμα εκφοβισμού, μπορούμε μάλιστα να υποστηρίξουμε ότι όλες εκείνες οι προρρήσεις ήταν πλαστές. Επιπλέον οι Έλληνες εξωράιζαν, σε μεγαλύτερο βαθμό από ότι άλλοι λαοί, τα γραπτά κείμενα, τους έδιναν αρχαίες ονομασίες, και τα συνέτασσαν σκόπιμα σε αρχαιοπρεπές ύφος. Παρότι ορισμένες φορές η παραποίηση ήταν εξαιρετικά δύσκολη, σύντομα αποδείχθηκε ότι υπήρχε μια έντονη ροπή προς αυτές τις υποκαταστάσεις κειμένων, τις οποίες η ευπιστία του πλήθους κατέστησε αληθινό πειρασμό. Χαρακτηριστικό παράδειγμα συνιστούν τα ορφικά κείμενα, διότι σ’ αυτή την περίπτωση ένα θρησκευτικό δόγμα προσδέθηκε στο όνομα ενός αοιδού της αρχαϊκής εποχής. Αργότερα εξαπάτησαν με ζήλο ακόμη και τους πριγκηπικούς συλλέκτες: στον Πτολεμαίο (Φιλάδελφο;) και τον Ιόβα, όταν θέλησαν να συλλέξουν, ο πρώτος έργα του Αριστοτέλη, και ο δεύτερος του Πυθαγόρα, προσφέρθηκαν χειρόγραφα τα οποία είχαν αναπαλαιωθεί βάφοντας τις ίνες τους. Τον 2ο αιώνα π. Χ. έχουμε το φαινόμενο της πλαστογραφίας των έργων του Νουμά στη Ρώμη, και επίσης υπό τον Κλαύδιο, την αποκάλυψη σε ένα μνήμα του ποιήματος της Τροίας, μετά από έναν ισχυρό σεισμό του συγκλόνισε την Κρήτη, το οποίο είχε συνθέσει ο Δίκτυς, ένας σύγχρονος του Αγαμέμνονα· δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τοποθετήθηκε εκεί σκόπιμα. Όπως γνωρίζουμε, πολυάριθμες πλαστές επιστολές, αποδιδόμενες σε πρόσωπα της αρχαίας εποχής, συντάχθηκαν επιμελώς, συνιστώντας ένα νέο είδος ευφάνταστης ποίησης, τις Ηρωίδες. Όπως έχουμε ήδη αναφέρει, στην πλειονότητά τους ανήκουν στην επιδεικτική ποίηση· όχι όμως όλες, ενώ η αυθεντικότητά τους είχε ήδη αμφισβητηθεί κατά την αρχαιότητα. Σε κάθε περίπτωση, τα εννέα δέκατα από αυτά τα έργα δεν ανήκουν στους υποτιθέμενους δημιουργούς τους. Το ίδιο ισχύει και για τις γενεαλογικές καταγραφές και για πολλά τεκμήρια. Ο αρχαίος ιστορικός Ακουσίλαος από την Ιωνία, συνιστά, όπως αποδείχθηκε αργότερα, χαρακτηριστικό παράδειγμα πλαστογράφου. Οι Γενηλογίαι του αποτελούνται από μια συλλογή θαμμένων χάλκινων δέλτων που ανακάλυψε τυχαία ο πατέρας του στην αυλή της οικείας τους. Συνήθης ήταν και η παραποίηση νόμων και διαταγμάτων· η πλαστογράφηση των τελευταίων έγινε όμως άμεσα αντιληπτή από τον στοχευμένο βερμπαλισμό τους, όπως στην περίπτωση της τιμητικής διάκρισης που απένειμαν οι Αθηναίοι στον Ιπποκράτη.
Αν προσθέσουμε σε όλα αυτά ένα συμπληρωματικό στοιχείο παραποίησης, δηλαδή την απάλειψη στοιχείων, μπορούμε να κατανοήσουμε το μέγεθος της δυσχέρειας που συνοδεύει ολόκληρο το εύρος αναζήτησης ενός συνειδητού ερευνητή. Όποιος αναζητούσε το αληθινό γεγονός, όπως ο Θουκυδίδης, ήταν υποχρεωμένος να ξεχωρίσει πρώτα την αλήθεια από την ποίηση, και ακολούθως την αλήθεια από την παραποίηση. Σε τελική ανάλυση, το μακρινό παρελθόν δεν υπήρξε ποτέ αντικείμενο επισταμένης μελέτης της ελληνικής ιστοριογραφίας· η σημασία της έγκειται κυρίως στην ικανότητα αποτύπωσης των σύγχρονων γεγονότων, ή ενός σχετικά εγγύτερου παρελθόντος. Στους τομείς αυτούς κατέκτησε, αν και υπό την έντονη επίδραση της ρητορικής, την απόλυτη αντικειμενικότητα, σε βαθμό που ο Διονύσιος ο Αλικαρνασσεύς να μπορεί να ισχυριστεί για παράδειγμα, ότι όταν πρόκειται για τον Θουκυδίδη δεν χρειάζεται καμιά περεταίρω διασταύρωση των πληροφοριών του. Ενίοτε όμως η υπέρβαση μιας προκατάληψης αποδεικνύεται εξαιρετικά δυσχερής. Έτσι, όταν ο Θουκυδίδης, για παράδειγμα, αμφισβήτησε τον ισχυρισμό των Αθηναίων, παρ’ όλες τις μαρτυρίες και τα στοιχεία που απεδείκνυαν ότι ο Αρμόδιος και ο Αριστογείτων είχαν φονεύσει τον Ίππαρχο, τερματίζοντας την τυραννικό καθεστώς, η επανόρθωση είχε ως μόνη ανταμοιβή τον χαρακτηρισμό του ως ψεύστη, διότι όπως αναφέρεται (από τον Έρμιππο), όντας ομόδοξος των Πεισιστρατιδών, υποστήριζε ότι αυτός και ο αδελφός του δεν υπήρξαν τυραννίσκοι.
Η ιστορική έρευνα, με την ελληνική σημασία του όρου, περιλαμβάνει εκτός από την ιστορική αφήγηση, την γεωγραφία και την τοπογραφία, δηλαδή την κατά τόπους ιστορία. Οι Έλληνες την κατέκτησαν με καθυστέρηση, αλλά σε αντάλλαγμα η ιστοριογραφία τους ενέχει εξαιρετικά υγιή στοιχεία. Στη βάση της τοποθετείται η τοπογραφία κάθε περιοχής, ή χώρας, οι τοπικοί μύθοι, τα μνημεία, και κάθε είδος ενθυμήματος που μπορεί να συνεισφέρει στην τοποθέτηση των γεγονότων στο σωστό χρονολογικό πλαίσιο, όπως ο κατάλογος των ολυμπιονικών, των βασιλέων της Σπάρτης (συμπληρωμένος στην πραγματικότητα από μνήμης), των πρυτάνεων της Κορίνθου, των αρχόντων των Αθηνών, των ιερειών του Άργους κ.τ.λ. και κάθε είδος σχετικών πληροφοριών. Ξεκινώντας από την γενέτειρα πόλη, το ιδιαίτερο μικρό Κράτος, και συγκεντρώνοντας τα υπάρχοντα στοιχεία, των οποίων το περιεχόμενο περιελάμβανε συνήθως περισσότερο αρχαιολογικές και λιγότερο ιστορικές παρατηρήσεις, προχώρησαν στην γεωγραφία και την ιστοριογραφία άλλων χωρών (δηλαδή στην ιστορία τους σε σχέση με την γεωγραφία), και ακολούθως στην αλληλεξάρτηση της ιστορικής πορείας διαφόρων χωρών· έργο εξαιρετικά δυσχερές και χρονοβόρο ως προς την ολοκλήρωση της συγκεκριμένης περιγραφής του πρόσφατου παρελθόντος· οι Μηδικοί Πόλεμοι πρόσφεραν για πρώτη φορά ένα σύνολο γεγονότων εξίσου σημαντικών με τα μυθικά γεγονότα για το έθνος. Ο ίδιος ο Ηράκλειτος δεν απέδιδε μεγάλη σημασία στη γενική ροή των πραγμάτων: «Ο χρόνος, έλεγε, είναι ένα παιδί που ασκείται στο παιχνίδι της ντάμας, και το παιδί αυτό έχει ισχύ βασιλέως».
Στην Ιωνία ακριβώς γεννήθηκε η ελληνική ιστοριογραφία, και συγκεκριμένα στη Μίλητο, η οποία μάλιστα θα είχε αναχθεί σε διδάσκαλο των λαών, στη θέση της Αθήνας, αν η περσική υποδούλωση και ηγεμονία (της οποίας η ευθύνη είναι κατά τη γνώμη μας μεγαλύτερη από ότι ο φιλήδονος βίος των Ιώνων), δεν είχε τερματίσει βάναυσα την πνευματική της εξέλιξη. Η αρχαία ιστορία της πόλης, και της ευρύτερη περιοχής της Ιωνίας είχε ήδη αποτυπωθεί σε πεζό λόγο περί το 540 π. Χ. από τον Μιλήσιο Κάδμο. Περί το 502 όμως, στις αρχές της ιωνικής εξέγερσης, ο Εκαταίος, ένας φημισμένος ιστορικός , είχε την τόλμη να εισάγει το έργο του, αποκαλούμενο άλλοτε Περιήγησις και άλλοτε Γενεηλογίαι, ως εξής: «Ἑκαταῖος Μιλήσιος ὧδε μυθεῖται· τάδε γράφω, ὥς μοι δοκεῖ ἀληθέα εἶναι· οἱ γὰρ Ἑλλήνων λόγοι πολλοί τε καὶ γελοῖοι, ὡς ἐμοὶ φαίνονται, εἰσίν [αυτά λέει ο Εκαταίος από τη Μίλητο· γράφω τα παρακάτω έτσι όπως νομίζω ότι ανταποκρίνονται στην αλήθεια· γιατί όσα λέγουν οι Έλληνες είναι, καθώς μου φαίνεται, πολλά και γελοία]. Η χρονολογική παρουσίαση του έργου του έγινε στη βάση της διαδοχής των γενεών, και κυρίως του γενεαλογικού δέντρου των Ελλήνων, με παράλληλη αφήγηση πλήθους γεγονότων της ιστορικής εποχής. Το παράδοξο είναι ότι αυτός ο αρχαίος συγγραφέας, σαν άλλος Ηρόδοτος, μεταμορφώνοντας τον Κέρβερο σε ένα απλό φίδι, ασπάζεται ορισμένες φορές τον ευημερισμό· δεν αποκλείεται επομένως η απομυθοποίηση των θρύλων να υπήρξε μια ροπή της ιωνικής παράδοσης. Εκτός από τις Γενηαλογίες, ο Εκαταίος συνέγραψε μια Περιγραφή της Γης, στην οποία, αυτός ο πολυταξιδεμένο άνδρας, ο οποίος μελέτησε όλους του τόπους με τους οποίους σχετίσθηκαν οι Έλληνες, πραγματεύεται σε δύο τόμους την Ευρώπη και την Ασία. Οι γνώσεις του εκτείνονταν από τους Ηράκλειους Στύλους, μέχρι την Ινδία, και οι γεωγραφικές του παρατηρήσεις, περισσότερο λεπτομερείς από του Ηροδότου, αφορούν σε χώρες που εκείνος δεν γνώρισε. Τελειοποίησε τον χάρτη της οικουμένης του Αναξίμανδρου, αυτόν που ο Αρισταγόρας παρουσίασε στον βασιλέα της Σπάρτης Κλεομένη, σε μορφή ορειχάλκινου δίσκου, στον οποίο ήταν χαραγμένος ο χάρτης ολόκληρης της γης. Οι αρχαίοι Αιγύπτιοι διέθεταν μόνο χάρτες της χώρας τους· οι Ίωνες, και κυρίως οι Μιλήσιοι, ήσαν οι πρώτοι που κατόρθωσαν να αποτυπώσουν ένα είδος παγκόσμιου χάρτη. Και επειδή τους αναγνωρίζουμε ότι υπήρξαν οι πρώτοι που ανέλαβαν ένα παρόμοιο έργο, δεν έχουμε σχεδόν το δικαίωμα να επικαλεστούμε τις ελλείψεις τους ως κοσμογράφους.
Ενώ ο Φερεκύδης της Λέρου, όπως και ο αρχαίος Ακουσίλαος, ο οποίος είχε επιμεληθεί μια συνεκτική κατάταξη των μύθων, αναζήτησε πρωταρχικά τη μυθική γενεαλογία ξεκινώντας από το Χάος, ο Χάρων από τη Λάμψακο (μέχρι το 464 π. Χ. τουλάχιστον), ακολούθησε τη μέθοδο του Εκαταίου. Συνέγραψε επίσης χρονικά της γενέτειράς του, αλλά παράλληλα αφιερώθηκε στην εθνολογία της Ανατολής: οι μονογραφίες του περιλαμβάνουν την Περσία, τη Λιβύη, την Αιθιοπία, και με την περιγραφή του των μηδικών πολέμων, προπορεύθηκε του Ηροδότου. Ο Διονύσιος της Μιλήτου είχε επίσης ήδη πραγματευθεί την ιστορία της Περσίας, αλλά την εποχή των Μηδικών Πολέμων, ο Ιππής από το Ρήγιο συνέγραψε την πρώτη ιστορία της Σικελίας, στην οποία αναφέρονται αρκετά στοιχεία από τον εποικισμό της Ιταλίας. Ο Λυδός Ξάνθος φαίνεται ότι έζησε μέχρι την εποχή του Πελοποννησιακού Πολέμου: υπήρξε συγγραφέας ενός σημαντικού γεωγραφικού και εθνογραφικού έργου περί της Λυδίας, το οποίο σύμφωνα με τα σωζόμενα αποσπάσματα πρόσφερε σημαντικές πληροφορίες. Ο σύγχρονός του Ελλάνικος ο Λέσβιος, ο οποίος ήταν ακόμη εν ζωή στις αρχές του Πελοποννησιακού Πολέμου, και υπήρξε ο πρώτος σοφός ιστορικός, εκπροσωπεί όλα τα είδη της ιστοριογραφίας: πραγματεύθηκε τους κύκλους των θρύλων και των τοπικών μύθων, στα έργα του Ιέρειες της Ήρας (της Αργείας), και Οι Νικητές στους (Λακεδαιμόνιους) αγώνες του Κάρνειου Απόλλωνος, προσέφερε μια εμπεριστατωμένη χρονολογική κατάταξη, (στο τελευταίο αυτό έργο περιλαμβάνονται σημαντικές πληροφορίες περί της ιστορίας της ποιήσεως και της μουσικής μετά το 676), και επιπλέον περιγραφές της αιολικής γενέτειράς του, της Λέσβου και της Αττικής· συνέγραφε επίσης ένα έργο που πραγματεύεται την περσική αυτοκρατορία, και περιέλαβε στα κείμενά του, αν και σε συνοπτική μορφή, μια ιστορική περιγραφή των γεγονότων που μεσολάβησαν ανάμεσα στους Μηδικούς Πολέμους και τον Πελοποννησιακό Πόλεμο.
(συνεχίζεται)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου