ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ
Συνέχεια από Τετάρτη, 24 Απριλίου 2024
Jacob Burckhardt
ΤΟΜΟΣ 3ος
ΜΕΡΟΣ ΟΓΔΟΟ: Η ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ, ΟΙ ΕΠΙΣΤHΜΕΣ ΚΑΙ Η ΕΥΦΡAΔΕΙΑ
VI. ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΕΘΝΟΛΟΓΙΑ
Η μειονεξία της αρχαίας Ανατολής απέναντι στους Έλληνες καθίσταται απόλυτα εμφανής στο πεδίο της ιστορίας. Αδυνατεί πλήρως να εξιστορήσει οτιδήποτε υπερβαίνει τους λαούς της, και δυσκολεύει στον χειρισμό κάθε πληροφορίας που αφορά τις χώρες της, ενδεχομένως επειδή κάθε επίσημη πληροφόρηση ελέγχεται από εντεταλμένους θεσμούς. Οι Ινδοί δεν διαθέτουν καθόλου ιστορία, μια επιλογή που αποτελεί συνέπεια της πεποίθησης ότι ο κόσμος ολόκληρος ενοικεί σε μια πτυχή του μανδύα του Βράχμα. Οι Αιγύπτιοι και οι Ασσύριοι διαθέτουν τα χρονικά των βασιλέων τους, στα οποία η παρουσία του λαού τους μοιάζει συμπτωματική, σαν ένα απλό γεγονός, ενώ όλοι οι άλλοι λαοί αποτελούν λεία, αντικείμενο διεκδίκησης και αντεγκλήσεων. Είναι ελάχιστα πιθανό οι ιδέες του Πλάτωνα περί του ενδιαφέροντος των Αιγυπτίων για ότι μεγάλο και σημαντικό συνέβαινε στους άλλους λαούς να ανταποκρίνονται στην αλήθεια, διότι το φυλετικό μίσος, οι κανόνες εξαγνισμού και η έπαρση, που αναπόφευκτα οδηγούσαν στην απομόνωση, εμπόδιζαν τον Αιγύπτιο να συλλέξει πληροφορίες από οτιδήποτε συνέβαινε στον κόσμο. Οι Πέρσες, αντί για μια συγκεκριμένη αντίληψη της ιστορίας του βασιλείου τους, διαθέτουν την εξιδανικευμένη εκδοχή της Βίβλου των Βασιλέων, και εξαρτούν σκόπιμα όλα τα πρόσωπα και τα γεγονότα από την αναμέτρηση μεταξύ των δύο αρχών που διέπουν τον κόσμο. Στους Εβραίους επίσης έχουμε την εξάρτηση της ιστορίας από ένα μεγάλο ανταγωνισμό: ανάμεσα στη θεοκρατική αυθεντική λατρεία του Γιαχβέ, και τους εχθρούς της· πρόκειται για μια υπόθεση κρίσεως. Τα γεγονότα δεν περιγράφονται σε τυπικά ποιητική μορφή, αλλά μάλλον σε πεζό λόγο, επιδιώκεται μια αφήγηση των συμβάντων, και παρόλη την απέχθεια απέναντι σε ότι δεν είναι εβραϊκό, έχουμε μια αποτύπωση των λαών, όπως ακριβώς αναγράφεται στο 10ο Βιβλίο της Γενέσεως. Παρ’ όλα αυτά, και παρότι ζουν προσωρινά σ’ αυτό τον τόπο, αναφέρουν σημαντικά στοιχεία για τους Αιγύπτιους και Ασσύριους εισβολείς, αλλά στερούνται κάθε αντικειμενικότητας, οι ξένοι λαοί αναφέρονται μόνο σε αναφορά με τους Εβραίους, και στο βαθμό που κρίνεται αναγκαίο για την κατανόηση της δικής τους ιστορίας. Οι Φοίνικες και οι Καρχηδόνιοι είναι οι πρώτοι που μπορούμε να θεωρήσουμε, αν όχι ως πρότυπα, τουλάχιστον ως προπομπούς των Ελλήνων, εξαιρώντας από τους τομείς της εθνολογίας και της κοσμολογίας, και το χώρο του αντικειμενικού πολιτικού στοχασμού, διότι και αυτοί δημιούργησαν πόλεις, που γέννησαν την άμιλλα· ένα πνεύμα αντικειμενικότητας, πολιτικής θεώρησης των πραγμάτων, ανοιχτό στις εμπορικές συναλλαγές, μπόρεσε να αναπτυχθεί, και να επιδιώξει την επιστημονική αντιμετώπιση των φαινομένων, παρότι ενδέχεται οι επίσημες αρχές να αποσιώπησαν ορισμένα ευρήματα, όπως συνέβη στην περίπτωση της Καρχηδόνας.
Οι Έλληνες όμως είχαν μια οπτική που τους επέτρεπε να ατενίζουν τον κόσμο πανοραμικά, και ένα αντικειμενικό πνεύμα που δεν μπορούσε να αρκεστεί στο έθνος τους, και έτσι συνέγραψαν για όλους τους λαούς. Είναι οι πρώτοι που αντιμετώπισαν το κάθε τί με ιδιαίτερο ενδιαφέρον, απαλλαγμένο από την πρόθεση, ακόμη και από κάθε επιθυμία οικειοποίησής του· και όπως έζησαν μοιρασμένοι σε διάφορες πόλεις, οι οποίες ήταν επίσης μοιρασμένες σε διάφορα πολιτικά κόμματα, είχαν τη δυνατότητα να γνωρίζουν και να περιγράφουν αλλήλους. Αλλά η αμερόληπτη μελέτη ξένων λαών και παρελθόντων εποχών, συνιστά γι αυτούς έναν αιώνιο τίτλο τιμής, διότι χάρη στους Έλληνες η πολιτισμένη ανθρωπότητα γνώρισε όλους τους λαούς όλων των εποχών· και τούτο το οφείλουμε στην ανεκτίμητη αξία του ενδιαφέροντος που έτρεφαν για τα πάντα· είναι αδύνατον να διανοηθούμε τί θα είχε συμβεί αν οι Έλληνες δεν είχαν μεταγγίσει στους Ρωμαίους την αντίληψή τους για τον κόσμο.
Αλλά την ιστορική εμπειρία και τη γνώση του κόσμου, στις οποίες αυτός ο λαός αφιερώθηκε με επιμονή, τις κατέκτησε με υπέρμετρο αγώνα, όπως και τη γνώση της φύσεως, πολεμώντας ενάντια σε μια και μόνη ψευδαίσθηση. Η παντοδυναμία του μύθου, και τη γεωγραφική του εξάπλωση, στην οποία αναφερθήκαμε στον πρώτο τόμο αυτού έργου, υπήρξε από μόνη της πηγή δυσχερειών και εμποδίων· ορισμένες σχετικά μακρινές χώρες αφέθηκαν στις αναφορές των ποιητών και των μυθογράφων, με αντιστάθμισμα την πίστη ότι η ποίηση μπορεί να αντικαταστήσει την ιστορία, διότι, όπως λέει και ο Αριστοτέλης, η ποίηση περιγράφει το γενικό, ενώ η ιστορία το ειδικό. Θα πρέπει να θυμίσουμε εδώ την αφαιρετική επιρροή του Ομήρου στη γνώση του κόσμου. Εν ολίγοις, το μυθικό υπόβαθρο, με τις προϋποθέσεις του, όρθωνε ένα τοίχος απέναντι στη γνώση των πραγματικών γεγονότων.
Παρ’ όλα αυτά, για τους Έλληνες, ο ισχυρότερος εχθρός της ακριβούς ιστορικής επιστήμης δεν υπήρξε ο μύθος (διότι θα ήταν δυνατόν να τιθασευτεί), αλλά η αθεράπευτη ροπή προς την αβεβαιότητα, και μια αδιαφορία για το ακριβές. Συνοψίζοντας μπορούμε να πούμε ότι η αντικειμενικότητά τους δεν αποβλέπει στην ακριβή και συγκεκριμένη εμβάθυνση αυτού ή εκείνου του δεδομένου, αλλά στο εγγενές νόημά του, στο ανθρώπινο ή εθνικό περιεχόμενο εν γένει, τα οποία είναι ακριβώς αυτά που θα πρέπει να αναδειχθούν με την μεγαλύτερη δυνατή σαφήνεια. Είδαμε σε προηγούμενο κεφάλαιο τις αποκλίσεις που η τραγωδία αποδέχθηκε, ανάμεσα στο πεπρωμένο και τους χαρακτήρες των ηρώων της. Ως προς την ιστορία, είναι απαραίτητο να επισημάνουμε ότι τα γεγονότα και οι παραδοσιακές αντιλήψεις των πρωταγωνιστών τους, από την εποχή της καθόδου των Δωριέων, μεταδίδονταν, για μεγάλο χρονικό διάστημα, μόνο προφορικά. Έτσι, σύμφωνα με την χαρακτηριστικά μυθική αντίληψη των πραγμάτων, τα ιστορικά γεγονότα μετατράπηκαν αυτομάτως σε μύθους, δηλαδή ο εκάστοτε αφηγητής μπορούσε να προσθέτει, να αφαιρεί, να αλλοιώνει και να εξωραΐζει γεγονότα, που είχαν σχέση είτε με τη γενική φύση του συγκεκριμένου συμβάντος, είτε με κάποια άλλη αποσπασματική πληροφόρηση τις ίδιας εποχής, αφαιρώντας τόσα πραγματικά και γνωστά άλλοτε στοιχεία, ώστε το συγκεκριμένο πρόσωπο, ή το γεγονός, να διατηρεί μεν τα τυπικά χαρακτηριστικά του, αλλά να έχει χάσει την αρχική του μορφή, περιορίζοντας ταυτόχρονα τις ιστορικές αναφορές σε ελάχιστα ανεκδοτολογικά στοιχεία. Εδώ παρατηρείται μια θεμελιώδης διαφορά ανάμεσα στον Ηρόδοτο, που ανατρέχει σε προφορικές αναφορές που συνέλεξε από δεύτερες ή και τρίτες έμμεσες πηγές, και τον Θουκυδίδη, του οποίου οι πληροφορίες αντλούνται από άμεσες πηγές, ντοκουμέντα ή προφορικές περιγραφές ως επί το πλείστον αυτόπτων μαρτύρων.
Παρότι και σε άλλους λαούς η προφορική παράδοση εξωραΐστηκε και μεταμορφώθηκε σε ποίηση, η ύστερη ελληνική λογοτεχνία παρέμεινε προσδεμένη στις χαρακτηριστικές ανεκδοτικές αφηγήσεις, εξ αιτίας του γεγονότος ότι σε μια ατελώς αυθεντική παράδοση, είναι δυνατόν να παρεισφρήσουν εκτεταμένες επινοημένες προσθήκες. Για παράδειγμα, πολλά διαφορετικά συμβάντα του βίου αποδίδονται όλα στο ίδιο φημισμένο πρόσωπο, και όλα όσα του αποδίδονται, προς όφελός ή σε βάρος του, δεν είναι παρά επινοήσεις. Σε όλους τους φημισμένους φιλοσόφους, και σε άλλες σημαντικές προσωπικότητες, αποδίδονταν γεγονότα και καταστάσεις κατ’ επιλογή, σύμφωνα με ένα είδος στοιχειώδους υπολογισμού των πιθανοτήτων, υποστηριζόταν με απόλυτη βεβαιότητα ότι είχαν σχετισθεί με κάποιους συγχρόνους τους, πρόσωπα αληθινά ή φανταστικά, παραβλέποντας ακόμη και κάθε χρονολογική αληθοφάνεια. Όταν έρχεται κανείς σε επαφή με αυτή την καθαρά μυθική αφήγηση των γεγονότων, στις περισσότερες περιπτώσεις παραιτείται απλώς από την αναζήτηση των πραγματικών. Διότι τα γεγονότα καθαυτά, και η καθαρά υποκειμενική οπτική τους, δεν υπήρξαν ποτέ κάτι το εντελώς ξεχωριστό για τους Έλληνες, οι οποίοι αρκούνταν, όπως είπαμε, στην επιβεβαίωση ενός συμβάντος από κάποιο σημαίνον πρόσωπο, και ακόμη και διαπρεπείς ερευνητές σε άλλους τομείς, ελάχιστα ενδιαφέρθηκαν για την ακρίβεια των καθαυτό ιστορικών γεγονότων. Δεν θα συμφωνήσουμε όμως με την περιφρόνηση που η σύγχρονη κριτική επιστήμη περιβάλει τις ανεκδοτικές περιγραφές, θεωρώντας τις ανωφελείς, ανάξιες λόγου κ.τ.λ., σε σύγκριση με μια ακριβή αποτύπωση των γεγονότων, επειδή η επιλογή και αξιολόγηση των πληροφοριών που απαιτείται σ’ αυτές τις περιπτώσεις, ενδέχεται να οδηγήσει τελικά σε γεγονότα χωρίς καμία βαρύτητα. Όλες αυτές οι ιστορίες λοιπόν, που είναι ενίοτε οι μόνες που διαθέτουμε από κάποια συγκεκριμένη εποχή, δεν θα πρέπει να αποκαλούνται ιστορία ; Ασφαλώς όχι, με τη συνήθη έννοια του όρου, διότι δεν μας πληροφορούν γι αυτό που συνέβη σε μια συγκεκριμένη εποχή, σε ένα συγκεκριμένο τόπο, και σε σχέση με ένα συγκεκριμένο πρόσωπο· αλλά κατά μία έννοια είναι μια historia altera (ετέρα ιστορία), μια ιστορία που μας προσφέρεται, που μας λέει τί μπορεί να κατορθώσει ο άνθρωπος, και τί έχει την μεγαλύτερη αξία γι αυτόν. Αν η παιδεία μας μάς υποτάσσει στην ακρίβεια, και αν αδυνατούμε να διακρίνουμε άλλη επιλογή, οι Έλληνες αντιθέτως διέκριναν τους «τύπους» (κατηγορίες), και ο τύπος εκπροσωπείται μόνο μέσα από μια ανεκδοτική ιστορία, η οποία είναι κατά προσέγγιση πάντοτε αληθής, και εν τούτοις ουδέποτε συνέβη. Με αυτή την έννοια το 1ο Βιβλίο του Ηροδότου παραμένει αιώνια αληθές, παρότι αν αφαιρούσε κανείς όλα τα ανεκδοτικά αφηγήματα θα ήταν σχεδόν κενό.
Η σύγχρονη κριτική απεμπόλησε πολλές απ’ αυτές τις ανεκδοτικές περιγραφές, συχνά χωρίς περίσκεψη, περιοριζόμενη να καταγγείλει αναχρονισμούς, μια διαφορετική εξέλιξη των γεγονότων, κ.ο.κ., και παρ’ όλα αυτά, κανείς δεν τόλμησε, και δεν θέλησε επίσης, να ισοπεδώσει έναν Πλούταρχο. Παράλληλα όμως με αυτές τις χαρακτηριστικές, τυπικές και αυθόρμητες ιστορίες, η κριτική της εποχής μάς αποκάλυψε μια σκόπιμη και λογοτεχνικά μεθοδευμένη ροπή προς το φανταστικό, και την αυθαίρετη επινόηση, οι οποίες κατέληγαν σε μια ασυνέπεια απέναντι στην παράδοση ολόκληρων σχολών. Κατ’ αυτό τον τρόπο, οι επαφές του Σόλωνα με τον Πεισίστρατο αποτελούν προϊόν επινόησης όλων εκείνων, που αρέσκονταν να φαντάζονται, πώς θα είχαν οι ίδιοι συμπεριφερθεί στη θέση του Σόλωνα. Για τον Πυθαγόρα, λέγεται με έμφαση, ότι σχετίσθηκε με όλους τους μεγάλους άνδρες: τον Νουμά, όπως και τον Ζάλευκο, ο οποίος αναφέρεται ως μαθητής του· επιπλέον, όταν οι δημοκρατικοί της Συβάρεως έστειλαν αντιπροσωπεία να ζητήσει από τους Κροτωνιάτες την έκδοση των στασιαστών, απειλώντας τους με πόλεμο, ο Πυθαγόρας είχε παρέμβει «για τη σωτηρία αυτών των δυστυχών υπάρξεων». Οποιοσδήποτε γινόταν λεία των κωμικών ποιητών, όπως ο Ευριπίδης, διασυρόταν, τόσο ίδιος όσο και οι πρόγονοί του· το ότι τρείς ή τέσσερις ακατανόητοι θρύλοι διεκδικούν την αλήθεια περί του θανάτου του ποιητή συνιστά όνειδος. Ολόκληρος ο βίος του Πλάτωνα διανθίζεται εξ άλλου με ανεκδοτικές ιστορίες, τόσο στον Διογένη το Λαέρτιο, όσο και σε άλλους βιογράφους. Πραγματικά γεγονότα συνυφαίνονται με συνομιλίες, συμβάντα και ειρωνικά σχόλια που γεννούν δυσπιστία, σε βαθμό που να αμφισβητείται το κάθε τί σχετικά με τη ζωή των φιλοσόφων, ενώ το ίδιο συνέβη και με τον Ιπποκράτη. Ανάλογες παραποιήσεις συνοδεύουν επίσης τις περιγραφές της ανόδου στην εξουσία και της ανατροπής διάφορων τυράννων, καθώς και όλες τις αναφορές σε συνωμοτικές εξεγέρσεις. Μπορούμε να συμπεράνουμε, για παράδειγμα, ότι η εξιστόρηση της συμπεριφοράς και του χαρακτήρα του Αριστόδημου, τυράννου της Κύμης, από τον Διονύσιο Αλικαρνασσέα αποτελεί ένα ηθελημένο συνονθύλευμα της πολιτείας όλων των τυράννων. Σ’ αυτές τις επινοημένες ιστορίες ανήκει αναμφίβολα και η παρεμπόδιση συμμετοχής στις αρματοδρομίες των Ολυμπιακών Αγώνων του τυράννου των Συρακουσών Ιέρωνα.
Οι Έλληνες όμως είχαν μια οπτική που τους επέτρεπε να ατενίζουν τον κόσμο πανοραμικά, και ένα αντικειμενικό πνεύμα που δεν μπορούσε να αρκεστεί στο έθνος τους, και έτσι συνέγραψαν για όλους τους λαούς. Είναι οι πρώτοι που αντιμετώπισαν το κάθε τί με ιδιαίτερο ενδιαφέρον, απαλλαγμένο από την πρόθεση, ακόμη και από κάθε επιθυμία οικειοποίησής του· και όπως έζησαν μοιρασμένοι σε διάφορες πόλεις, οι οποίες ήταν επίσης μοιρασμένες σε διάφορα πολιτικά κόμματα, είχαν τη δυνατότητα να γνωρίζουν και να περιγράφουν αλλήλους. Αλλά η αμερόληπτη μελέτη ξένων λαών και παρελθόντων εποχών, συνιστά γι αυτούς έναν αιώνιο τίτλο τιμής, διότι χάρη στους Έλληνες η πολιτισμένη ανθρωπότητα γνώρισε όλους τους λαούς όλων των εποχών· και τούτο το οφείλουμε στην ανεκτίμητη αξία του ενδιαφέροντος που έτρεφαν για τα πάντα· είναι αδύνατον να διανοηθούμε τί θα είχε συμβεί αν οι Έλληνες δεν είχαν μεταγγίσει στους Ρωμαίους την αντίληψή τους για τον κόσμο.
Αλλά την ιστορική εμπειρία και τη γνώση του κόσμου, στις οποίες αυτός ο λαός αφιερώθηκε με επιμονή, τις κατέκτησε με υπέρμετρο αγώνα, όπως και τη γνώση της φύσεως, πολεμώντας ενάντια σε μια και μόνη ψευδαίσθηση. Η παντοδυναμία του μύθου, και τη γεωγραφική του εξάπλωση, στην οποία αναφερθήκαμε στον πρώτο τόμο αυτού έργου, υπήρξε από μόνη της πηγή δυσχερειών και εμποδίων· ορισμένες σχετικά μακρινές χώρες αφέθηκαν στις αναφορές των ποιητών και των μυθογράφων, με αντιστάθμισμα την πίστη ότι η ποίηση μπορεί να αντικαταστήσει την ιστορία, διότι, όπως λέει και ο Αριστοτέλης, η ποίηση περιγράφει το γενικό, ενώ η ιστορία το ειδικό. Θα πρέπει να θυμίσουμε εδώ την αφαιρετική επιρροή του Ομήρου στη γνώση του κόσμου. Εν ολίγοις, το μυθικό υπόβαθρο, με τις προϋποθέσεις του, όρθωνε ένα τοίχος απέναντι στη γνώση των πραγματικών γεγονότων.
Παρ’ όλα αυτά, για τους Έλληνες, ο ισχυρότερος εχθρός της ακριβούς ιστορικής επιστήμης δεν υπήρξε ο μύθος (διότι θα ήταν δυνατόν να τιθασευτεί), αλλά η αθεράπευτη ροπή προς την αβεβαιότητα, και μια αδιαφορία για το ακριβές. Συνοψίζοντας μπορούμε να πούμε ότι η αντικειμενικότητά τους δεν αποβλέπει στην ακριβή και συγκεκριμένη εμβάθυνση αυτού ή εκείνου του δεδομένου, αλλά στο εγγενές νόημά του, στο ανθρώπινο ή εθνικό περιεχόμενο εν γένει, τα οποία είναι ακριβώς αυτά που θα πρέπει να αναδειχθούν με την μεγαλύτερη δυνατή σαφήνεια. Είδαμε σε προηγούμενο κεφάλαιο τις αποκλίσεις που η τραγωδία αποδέχθηκε, ανάμεσα στο πεπρωμένο και τους χαρακτήρες των ηρώων της. Ως προς την ιστορία, είναι απαραίτητο να επισημάνουμε ότι τα γεγονότα και οι παραδοσιακές αντιλήψεις των πρωταγωνιστών τους, από την εποχή της καθόδου των Δωριέων, μεταδίδονταν, για μεγάλο χρονικό διάστημα, μόνο προφορικά. Έτσι, σύμφωνα με την χαρακτηριστικά μυθική αντίληψη των πραγμάτων, τα ιστορικά γεγονότα μετατράπηκαν αυτομάτως σε μύθους, δηλαδή ο εκάστοτε αφηγητής μπορούσε να προσθέτει, να αφαιρεί, να αλλοιώνει και να εξωραΐζει γεγονότα, που είχαν σχέση είτε με τη γενική φύση του συγκεκριμένου συμβάντος, είτε με κάποια άλλη αποσπασματική πληροφόρηση τις ίδιας εποχής, αφαιρώντας τόσα πραγματικά και γνωστά άλλοτε στοιχεία, ώστε το συγκεκριμένο πρόσωπο, ή το γεγονός, να διατηρεί μεν τα τυπικά χαρακτηριστικά του, αλλά να έχει χάσει την αρχική του μορφή, περιορίζοντας ταυτόχρονα τις ιστορικές αναφορές σε ελάχιστα ανεκδοτολογικά στοιχεία. Εδώ παρατηρείται μια θεμελιώδης διαφορά ανάμεσα στον Ηρόδοτο, που ανατρέχει σε προφορικές αναφορές που συνέλεξε από δεύτερες ή και τρίτες έμμεσες πηγές, και τον Θουκυδίδη, του οποίου οι πληροφορίες αντλούνται από άμεσες πηγές, ντοκουμέντα ή προφορικές περιγραφές ως επί το πλείστον αυτόπτων μαρτύρων.
Παρότι και σε άλλους λαούς η προφορική παράδοση εξωραΐστηκε και μεταμορφώθηκε σε ποίηση, η ύστερη ελληνική λογοτεχνία παρέμεινε προσδεμένη στις χαρακτηριστικές ανεκδοτικές αφηγήσεις, εξ αιτίας του γεγονότος ότι σε μια ατελώς αυθεντική παράδοση, είναι δυνατόν να παρεισφρήσουν εκτεταμένες επινοημένες προσθήκες. Για παράδειγμα, πολλά διαφορετικά συμβάντα του βίου αποδίδονται όλα στο ίδιο φημισμένο πρόσωπο, και όλα όσα του αποδίδονται, προς όφελός ή σε βάρος του, δεν είναι παρά επινοήσεις. Σε όλους τους φημισμένους φιλοσόφους, και σε άλλες σημαντικές προσωπικότητες, αποδίδονταν γεγονότα και καταστάσεις κατ’ επιλογή, σύμφωνα με ένα είδος στοιχειώδους υπολογισμού των πιθανοτήτων, υποστηριζόταν με απόλυτη βεβαιότητα ότι είχαν σχετισθεί με κάποιους συγχρόνους τους, πρόσωπα αληθινά ή φανταστικά, παραβλέποντας ακόμη και κάθε χρονολογική αληθοφάνεια. Όταν έρχεται κανείς σε επαφή με αυτή την καθαρά μυθική αφήγηση των γεγονότων, στις περισσότερες περιπτώσεις παραιτείται απλώς από την αναζήτηση των πραγματικών. Διότι τα γεγονότα καθαυτά, και η καθαρά υποκειμενική οπτική τους, δεν υπήρξαν ποτέ κάτι το εντελώς ξεχωριστό για τους Έλληνες, οι οποίοι αρκούνταν, όπως είπαμε, στην επιβεβαίωση ενός συμβάντος από κάποιο σημαίνον πρόσωπο, και ακόμη και διαπρεπείς ερευνητές σε άλλους τομείς, ελάχιστα ενδιαφέρθηκαν για την ακρίβεια των καθαυτό ιστορικών γεγονότων. Δεν θα συμφωνήσουμε όμως με την περιφρόνηση που η σύγχρονη κριτική επιστήμη περιβάλει τις ανεκδοτικές περιγραφές, θεωρώντας τις ανωφελείς, ανάξιες λόγου κ.τ.λ., σε σύγκριση με μια ακριβή αποτύπωση των γεγονότων, επειδή η επιλογή και αξιολόγηση των πληροφοριών που απαιτείται σ’ αυτές τις περιπτώσεις, ενδέχεται να οδηγήσει τελικά σε γεγονότα χωρίς καμία βαρύτητα. Όλες αυτές οι ιστορίες λοιπόν, που είναι ενίοτε οι μόνες που διαθέτουμε από κάποια συγκεκριμένη εποχή, δεν θα πρέπει να αποκαλούνται ιστορία ; Ασφαλώς όχι, με τη συνήθη έννοια του όρου, διότι δεν μας πληροφορούν γι αυτό που συνέβη σε μια συγκεκριμένη εποχή, σε ένα συγκεκριμένο τόπο, και σε σχέση με ένα συγκεκριμένο πρόσωπο· αλλά κατά μία έννοια είναι μια historia altera (ετέρα ιστορία), μια ιστορία που μας προσφέρεται, που μας λέει τί μπορεί να κατορθώσει ο άνθρωπος, και τί έχει την μεγαλύτερη αξία γι αυτόν. Αν η παιδεία μας μάς υποτάσσει στην ακρίβεια, και αν αδυνατούμε να διακρίνουμε άλλη επιλογή, οι Έλληνες αντιθέτως διέκριναν τους «τύπους» (κατηγορίες), και ο τύπος εκπροσωπείται μόνο μέσα από μια ανεκδοτική ιστορία, η οποία είναι κατά προσέγγιση πάντοτε αληθής, και εν τούτοις ουδέποτε συνέβη. Με αυτή την έννοια το 1ο Βιβλίο του Ηροδότου παραμένει αιώνια αληθές, παρότι αν αφαιρούσε κανείς όλα τα ανεκδοτικά αφηγήματα θα ήταν σχεδόν κενό.
Η σύγχρονη κριτική απεμπόλησε πολλές απ’ αυτές τις ανεκδοτικές περιγραφές, συχνά χωρίς περίσκεψη, περιοριζόμενη να καταγγείλει αναχρονισμούς, μια διαφορετική εξέλιξη των γεγονότων, κ.ο.κ., και παρ’ όλα αυτά, κανείς δεν τόλμησε, και δεν θέλησε επίσης, να ισοπεδώσει έναν Πλούταρχο. Παράλληλα όμως με αυτές τις χαρακτηριστικές, τυπικές και αυθόρμητες ιστορίες, η κριτική της εποχής μάς αποκάλυψε μια σκόπιμη και λογοτεχνικά μεθοδευμένη ροπή προς το φανταστικό, και την αυθαίρετη επινόηση, οι οποίες κατέληγαν σε μια ασυνέπεια απέναντι στην παράδοση ολόκληρων σχολών. Κατ’ αυτό τον τρόπο, οι επαφές του Σόλωνα με τον Πεισίστρατο αποτελούν προϊόν επινόησης όλων εκείνων, που αρέσκονταν να φαντάζονται, πώς θα είχαν οι ίδιοι συμπεριφερθεί στη θέση του Σόλωνα. Για τον Πυθαγόρα, λέγεται με έμφαση, ότι σχετίσθηκε με όλους τους μεγάλους άνδρες: τον Νουμά, όπως και τον Ζάλευκο, ο οποίος αναφέρεται ως μαθητής του· επιπλέον, όταν οι δημοκρατικοί της Συβάρεως έστειλαν αντιπροσωπεία να ζητήσει από τους Κροτωνιάτες την έκδοση των στασιαστών, απειλώντας τους με πόλεμο, ο Πυθαγόρας είχε παρέμβει «για τη σωτηρία αυτών των δυστυχών υπάρξεων». Οποιοσδήποτε γινόταν λεία των κωμικών ποιητών, όπως ο Ευριπίδης, διασυρόταν, τόσο ίδιος όσο και οι πρόγονοί του· το ότι τρείς ή τέσσερις ακατανόητοι θρύλοι διεκδικούν την αλήθεια περί του θανάτου του ποιητή συνιστά όνειδος. Ολόκληρος ο βίος του Πλάτωνα διανθίζεται εξ άλλου με ανεκδοτικές ιστορίες, τόσο στον Διογένη το Λαέρτιο, όσο και σε άλλους βιογράφους. Πραγματικά γεγονότα συνυφαίνονται με συνομιλίες, συμβάντα και ειρωνικά σχόλια που γεννούν δυσπιστία, σε βαθμό που να αμφισβητείται το κάθε τί σχετικά με τη ζωή των φιλοσόφων, ενώ το ίδιο συνέβη και με τον Ιπποκράτη. Ανάλογες παραποιήσεις συνοδεύουν επίσης τις περιγραφές της ανόδου στην εξουσία και της ανατροπής διάφορων τυράννων, καθώς και όλες τις αναφορές σε συνωμοτικές εξεγέρσεις. Μπορούμε να συμπεράνουμε, για παράδειγμα, ότι η εξιστόρηση της συμπεριφοράς και του χαρακτήρα του Αριστόδημου, τυράννου της Κύμης, από τον Διονύσιο Αλικαρνασσέα αποτελεί ένα ηθελημένο συνονθύλευμα της πολιτείας όλων των τυράννων. Σ’ αυτές τις επινοημένες ιστορίες ανήκει αναμφίβολα και η παρεμπόδιση συμμετοχής στις αρματοδρομίες των Ολυμπιακών Αγώνων του τυράννου των Συρακουσών Ιέρωνα.
(συνεχίζεται)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου